Ιστορία και Αρχιτεκτονική του Ι.Ν. Ζωοδόχου Πηγής οδού Ακαδημίας
Ιστορία της ανοικοδόμησης του Ναού
Τό 1842 στήν πόλη τῶν Ἀθηνῶν κατοικοῦσαν περίπου 20.000 ψυχές. Στό τέρμα τοῦ ρυμοτομικοῦ σχεδίου, στή Β.Δ. πλευρά καί πέραν τῆς ὁδοῦ Ἀκαδημίας κτίσθηκε ὁλόκληρος συνοικισμός μέ 60 περίπου μικρόσπιτα μέ αὐλές. Οἱ Ἀθηναῖοι τῆς ἐποχῆς ὀνομάσαν τό προάστιο Νεάπολη. Στό συνοικισμό αὐτόν εἶχαν συγκεντρωθεῖ οἰκογένειες κυρίως προσφύγων ἀλλά καί νησιωτῶν βιοπαλαιστῶν. Οἱ σημερινές ὁδοί Νικηταρᾶ, Μαυροκορδάτου, Κιάφας, Ζαλόγγου, Σουλίου, Γραβιᾶς, Λόντου, Κωλέττη, Τζαβέλλα, Μάνης, Μεσολογγίου εἶναι ὑπολείμματα τῶν ὁδῶν τοῦ Προαστίου τῆς Νεαπόλεως, τοῦ ὁποίου ὁ οἰκισμός ὑπῆρξε ἡ κοιτίδα τῶν περισσοτέρων ἀπό τούς ἐκλεκτούς τεχνίτες τῆς ἐποχῆς, ὅπως Τηνιακῶν μαρμαράδων, Ἀνδριωτῶν λατόμων, Καρπαθιωτῶν καί Σκοπελιτῶν κτιστάδων κ.ἄ.
Τό 1843 οἱ κάτοικοι τοῦ Προαστίου γιά νά καλύψουν τίς λατρευτικές τους ἀνάγκες ἀποφάσισαν νά οἰκοδομήσουν Ναό, χωρίς ὅμως νά ἔχουν τούς ἀπαραίτητους οἰκονομικούς πόρους γιά τήν ὑλοποίηση τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ σκοποῦ μέ ἀποτέλεσμα νά διενεργοῦν ἐράνους.
Τό 1845 ὁ Γεώργιος Γεννάδιος ἐγκαταστάθηκε σέ οἰκία στήν ὁδό Ἀκαδημίας καί ἀνέλαβε προσωπικά τήν προσπάθεια ἀνεγέρσεως τοῦ Ναοῦ δωρίζοντας τό γήπεδο πού χρειαζόταν.
Ὑποβλήθηκαν τότε στόν Ὄθωνα διάφορα ἀρχιτεκτονικά σχέδια ἀπό τά ὁποῖα ἐγκρίθηκε αὐτό τοῦ Ἠπειρώτου ἀρχιτέκτονα Δημητρίου Ζέζου. Ὁ Ναός ἄρχιζε νά κτίζεται τό 1846. Ἡ πρώτη ἐπιτροπή πού ἀνέλαβε τήν ἀνέγερση ἀποτελοῦνταν ἀπό τούς: Γ. Γεννάδιο (πρόεδρο), Κ. Σχινᾶ, Γ. Σκοῦφο, Κ. Καρατζᾶ καί Δεκόζη Βοῦρο (ταμία).
Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1846 ὁ πρόεδρος τῆς ἐφορείας ἀνέγερσης ἐξέδωσε ἔκκληση λιθογραφημένη πού εἶχε στό πάνω μέρος τήν εἰκόνα τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς ἀπό τό ψηφιδωτό τῆς πρόσοψης τοῦ Ναοῦ καί στήν ὁποία μεταξύ ἄλλων ἀνέφερε: «Ἀποτείνεται πρός τά χριστιανικά τῶν ὁμογενῶν αἰσθήματα, κοινότης συγκειμένη καθ’ ὁλοκληρίαν σχεδόν ἐξ ἐνδεῶν παροίκων συγκεντρωθέντων βαθμηδόν ἐκ διαφόρων μερῶν τῆς γείτονος ἐπικρατείας εἰς τό βόρειον προάστιον τῶν Ἀθηνῶν καί συγκροτησάντων ἰδίαν συνοικίαν… Ἡ ἔνδεια τῆς ἐνορίας ταύτης, τά δυστυχήματα τῶν μελῶν αὐτῆς τά ὁποῖα ἐστερήθησαν ἐκ τῶν κοινῶν τοῦ ἔθνους ἡμῶν περιστάσεων τῆς ἰδιαιτέρας αὐτῶν πατρίδος, δικαιώνουσι τήν ἐλπίδα ὅτι οἱ ἁπανταχοῦ φιλογενεῖς καί φιλόχριστοι θέλουσι σπεύσει εἰς συμπλήρωσιν τοῦ πρός ἀνέγερσιν τοῦ Ναοῦ ἀναγκαίου ποσοῦ 30 χιλιάδων δρχ. καί τοῦ γηπέδου, μέρους τοῦ ὑλικοῦ ἐξασφαλισθέντος ἤδη διά ἐνοριακῶν προσφορῶν». Ἀπροσδόκητα αἴτια ἀνάγκασαν τήν ἐπιτροπή νά διακόψει τό ἔργο.
Μετά ἀπό 3 χρόνια μερικοί κάτοικοι προθυμοποιήθηκαν νά βοηθήσουν στήν ἐπίσπευση τῶν ἐργασιῶν, ἀλλά ὁ καθένας τους ἤθελε νά ἐπιβάλλει τήν ἄποψή του μέ ἀποτέλεσμα νά λαμβάνουν χώρα διαπληκτισμοί μεταξύ τους καί νά ἐμποδίζεται τό ἔργο τοῦ ἀρχιτέκτονα.
Τίς ἔριδες μεταξύ τῶν κατοίκων ἀναφέρει ὁ Γ. Γεννάδιος στήν ἔκθεσή του πρός τή Νομαρχία, λέγοντας μεταξύ ἄλλων: «…ἀναδεχθέντες εὐχαρίστως τό βάρος τῆς οἰκοδομήσεως πρῶτον καί κύριον μέρος χρέος ἡμῶν ἐκρίναμεν νά συμβιβάσωμεν τούς περί τῆς οἰκοδομῆς τοῦ Ναοῦ ἀντιχριστιανικώτατα φερομένους κατοίκους τοῦ προαστίου τούτου».
Τήν 27η Ἰουλίου 1850 ὁ Δήμαρχος Σ. Βενιζέλος διόρισε ἐπιτροπή ἀποτελουμένη ἀπό τούς Γ. Γεννάδιο, Γ. Καρατζᾶ, Γ. Μαυροκορδάτο, Ἰ. Δραγούμη, Κ. Σκυλίτζη καί Ἀ. Κωστόπουλο ἡ ὁποία ζήτησε πέρα ἀπό τίς ἑκούσιες εἰσφορές τήν κατά μήνα συνδρομή 170 δραχμῶν ἀπό τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς πρός ἐπίσπευση τοῦ ἔργου. Ὁ Ναός ἀποπερατώθηκε τό Μάρτιο τοῦ 1852 μέ νέες δωρεές, μεταξύ ἄλλων καί τῆς Ἑλένης Τοσίτσα.
Ὁ Δήμαρχος μέ τό ὑπ’ ἀριθμ. 1436/22 Μαρτίου 1852 ἔγγραφο πρός τήν ἐπιτροπή ἀνεγέρσεως ἀναφέρει: «Ἀπαντῶντες εἰς τήν ἀπό 18 Μαρτίου ἑ.ἔ. ἀναφοράν ὑμῶν δι’ ἧς εἰδοποιεῖτε ἡμᾶς ὅτι ἡ οἰκοδομή τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς ἐπερατώθη καί ἐκτιμῶντες τούς μεγάλους ἀγῶνας καί κόπους τούς ὁποίους κατεβάλετε εἰς τήν ἐκτέλεσιν τοῦ ἱεροῦ τούτου ἔργου ἄνευ οὐδενός χρηματικοῦ ποσοῦ, ἐκφράζομεν πρός ὑμᾶς πλήρη τήν εὐγνωμοσύνην καί εὐαρέσκεια ἡμῶν. Ἐπιθυμοῦντες δέ ὥστε ἡ διοίκησις τοῦ Ἱεροῦ τούτου Ναοῦ νά ἐνεργῆται καί τοῦ λοιποῦ καλῶς καί ὑπό προσώπων παρεχόντων ὅλα τά ἐχέγγυα Σᾶς διορίζομεν ἐπιτρόπους τοῦ εἰρημένου Ναοῦ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς καί σᾶς παρακαλοῦμεν νά δεχθῆτε τό βάρος τῆς διοικήσεως αὐτοῦ, ὅπερ, ἄν καί πολύμοχθον, δέν ἀμφιβάλλομεν ὅτι θέλετε δεχθῇ εὐχαρίστως, ἔχοντες ὑπ’ ὄψιν τόν εὐσεβῆ ζῆλον τόν ὁποῖον πρός τήν ἀνέγερσιν αὐτοῦ τοῦ Ναοῦ κατεβάλετε καί τό μέγα ἐθνικόν συμφέρον τό ὁποῖον εἰς τήν διατήρησιν αὐτοῦ ἔχετε…».
Ὁ Ἐπίσκοπος Θαυμακοῦ Χρυσόστομος μαρτυρεῖ ὅτι ἐγκαίνια βρέθηκαν κάτω ἀπό τή μαρμάρινη πλάκα τῆς Ἁγίας Τραπέζης τοῦ νοτίου κλίτους πού τιμᾶται ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους καί ὅτι κάτω ἀπό τό δάπεδο τῆς Ἁγίας Τραπέζης βρέθηκε μαρμάρινη πλάκα μέ τήν ἐπιγραφή «Τοσίτσα».
Τήν 30ή Μαΐου 1858 τό Ὑπουργεῖο Ἐκκλησιαστικῶν καί Δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν τό ΙΑ ́ ἄρθρο τοῦ Σ ́ Νόμου, τό Β.Δ. τῆς 8ης/6/1856, τήν ἀπό 27/3/1857 ἔκθεση τοῦ Μητροπολίτου ἈΘηνῶν καί τό ὑπ’ ἀριθμ. 7600/17-7-1857 Συνοδικό ἔγγραφο, ἀποφάσισε ὅτι ὁ ἀριθμός τῶν Ἐνοριῶν τῆς Ἐπισκοπῆς Ἀθηνῶν προσδιορίζεται σέ 76, στή δέ πόλη τῶν Ἀθηνῶν (Δῆμος Ἀθηναίων) ὑπάρχουν 20 Ἐνορίες, μεταξύ ἄλλων καί ὁ Ναός τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς.
Ὁ Ναός τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς ἔχει χαρακτηρισθεῖ ἀπό τό Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ ὡς ἱστορικό καί καλλιτεχνικό οἰκοδόμημα μέ τό Φ.Ε.Κ. 1112/21-1972, τεῦχος Β, μέ βάση τά ἄρθρα 1 καί 5 τοῦ Νόμου 1469/1950 «περί προστασίας εἰδικῆς κατηγορίας οἰκοδομημάτων καί ἔργων τέχνης μεταγενεστέρων τοῦ 1830».
Η Αρχιτεκτονική του Ναού
Ἐξωτερική Διαμόρφωση
Ὁ Ναός τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς ἀρχικά ἦταν μιά τρίκλιτη Βασιλική μέ ἐπιμήκη κάτοψη σχήματος ὀρθογωνίου παραλληλογράμμου μέ νάρθηκα, κυρίως Ναό καί Ἱερό Βῆμα. Οἱ ἐξωτερικές διαστάσεις ἦταν περίπου 12,17×29,02 μ. καί ἀναλογία περίπου 1:2,4 μ.. Τό μέγιστο ὕψος φθάνει τά 12,40 μ. ἀπό τό ἐπίπεδο τοῦ πλατύσκαλου τῆς εἰσόδου, τό ὁποῖο βρίσκεται 1,90 μ. ψηλότερα ἀπό τή στάθμη τῆς πλατείας μπροστά ἀπό τό Ναό.
Στήν ἀνατολική πλευρά ἐπί τῆς ὁδοῦ Γενναδίου βρίσκονται τά 3 φατνώματα ἰσαρίθμων κογχῶν τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τοῦ Ναοῦ, ὅπου βρίσκονται οἱ Ἅγιες Τράπεζες, ἡ βόρεια ἀφιερωμένη στόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, στό μέσον ἡ κεντρική ἀφιερωμένη στή Ζωοδόχο Πηγή καί ἡ νότια ἀφιερωμένη στόν Ἅγιο Χαράλαμπο. Στό κεντρικό φάτνωμα δημιουργεῖται τρίπλευρη ἐπιφάνεια μέ κεραμοσκεπή καί διακοσμητικά ἀκροκέραμα καί γεῖσα. Στίς 3 πλευρές ὑπάρχουν τρίλοβα παράθυρα καί φεγγίτες. Στά πλευρικά φατνώματα ὑπάρχει μονόλοβο παράθυρο. Στήν νοτιο-ἀνατολική πλευρά ὑπάρχει καί τέταρτο φάτνωμα πού δημιουργήθηκε ἀπό τήν προσθήκη τοῦ τετάρτου κλίτους καί στό ὁποῖο ὑπάρχει παράθυρο.
Στή δυτική πλευρά ὑπάρχει, πρίν τήν κεντρική εἴσοδο, μαρμάρινη σκάλα πού καταλήγει σέ μεγάλο πλατύσκαλο διαστάσεων 10,15×3,25 μ. Στή εἴσοδο ὑπάρχει ὀγκῶδες θύρωμα ρωμανικῆς προέλευσης που καταλήγει σέ ἀετωματική κορύφωση καί στηρίζεται σέ 2 πεσσούς μέ ἐπίκρανο. Πάνω ἀπό τήν εἴσοδο σέ ἡμικυκλικό τύμπανο ὑπάρχει ψηφιδωτό πού παριστᾶ τή Θεοτόκο, ὄρθια, μέ ἀνοικτά τά χέρια καί τό μικρό Χριστό μπροστά Της καί στό κάτω μέρος ὑπάρχει λάρνακα μέ τό νερό τῆς πηγῆς Της.
Ψηλότερα ὑπάρχει τριπλό παράθυρο μέ ἰσοϋψεῖς τίς ἀψῖδες πού περιβάλλεται ἀπό 2 μονά παράθυρα, δεξιά καί ἀριστερά στά ἄκρα τῶν κλιτῶν. Παλαιότερα ὑπῆρχαν 2 παράθυρα δεξιά καί ἀριστερά τῆς εἰσόδου, τά ὁποῖα σήμερα ἔχουν κλειστεῖ.
Στό βόρειο κλῖτος ἐπί τῆς ὁδοῦ Ἀκαδημίας ὑπάρχει ἄλλη μιά εἴσοδος μέ θύρωμα μικροτέρων διαστάσεων ἀλλά ἀναλόγου ὕφους μέ αὐτό τῆς κεντρικῆς εἰσόδου. Στό ἐπάνω μέρος ὑπάρχουν 7 παράθυρα καί στήν βορειο-δυτική γωνία ὑπάρχει φεγγίτης.
Στό νότιο κλῖτος ὑπάρχει ἄλλη μιά εἴσοδος ὅμοια μέ αὐτή τοῦ βορείου κλίτους, στό ἐπάνω μέρος τῆς ὁποίας ὑπάρχει ψηφιδωτό μέ διακόσμηση κλίματος ἀμπέλου μέ 2 περιστέρια. Στή νοτιο-ἀνατολική γωνία ὑπάρχει εἴσοδος μέ κλιμακοστάσιο τό ὁποῖο ὁδηγεῖ στό ὑπόγειο καί στό γυναικωνίτη. Στό κλῖτος ὑπάρχουν δυό σειρές παραθύρων, 6 βρίσκονται στό ἐπάνω μέρος (γυναικωνίτη) καί 4 στό κάτω μέρος στό ὕψος τοῦ ἰσογείου.
Ἐσωτερική Διαμόρφωση
Ὁ Ναός ἀποτελεῖται ἀπό τόν πρόναο (ἐσωνάρθηκα), τόν κυρίως Ναό καί τό Ἱερό Βῆμα. Ὁ νάρθηκας χωρίζεται ἀπό τόν κυρίως Ναό μέ 2 πεσσούς διαστάσεων 0,65×1,40 μ., οἱ ὁποῖοι ὁρίζουν καί τούς ἄξονες τῶν τριῶν κλιτῶν τοῦ παλαιοῦ Ναοῦ. Στό νότιο κλῖτος τοῦ προνάου καί στή δυτική πλευρά ὑπάρχει θολωτή κόγχη βάθους ἑνός μέτρου καί στή νότια πλευρά του ὑπάρχει θύρα πού ὁδηγεῖ στό κλιμακοστάσιο τοῦ κωδωνοστασίου καί τοῦ γυναικωνίτου.
Στόν κυρίως Ναό διακρίνουμε 8 μαρμάρινους κίονες διαμέτρου 0,55 μ. καί ὕψους 5,60 μ. μέ τετράγωνες βάσεις καί κιονόκρανα μέ ἀνάγλυφη φυτόμορφη διακόσμηση. Οἱ κίονες αὐτοί ἀναπτύσσονται σέ 2 κιονοστοιχίες στή συνέχεια τῶν νοητῶν ἀξόνων τῶν πεσσῶν πού διαχωρίζουν τό νάρθηκα ἀπό τόν κυρίως Ναό καί διαμορφώνουν τά 3 κλίτη τοῦ ἀρχικοῦ Ναοῦ. Τό τέταρτο κλῖτος προστέθηκε τό 1950, ὅταν καθαιρέθηκε ὁ νότιος ἐξωτερικός τοῖχος
τοῦ ἀρχικοῦ Ναοῦ καί στή θέση του κατασκευάσθηκε σειρά 5 ὑποστηλωμάτων ἀπό ὁπλισμένο σκυρόδεμα, τά ὁποῖα ἐπενδύθηκαν μέ μάρμαρο καί στό ψηλότερο σημεῖο τους τοποθετήθηκαν κιονόκρανα φυτικῆς μορφολογίας, ἀνάλογης μέ αὐτά τοῦ κυρίως Ναοῦ.
Μαρμάρινη ἐντοιχισμένη ἐπιγραφή στή νοτιοδυτική πλευρά τοῦ Ναοῦ ἀναγράφει:
«Η ΠΡΟΕΚΤΑΣΙΣ ΕΓΕΝΕΤΟ ΕΝ ΕΤΕΙ 1950 ΕΠΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
ΙΕΡΕΩΣ ΑΓΓΕΛΟΥ ΝΗΣΙΩΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΠΟΤΑ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΥΛΙΔΟΥ, ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΙΧΟΛΙΑ, ΕΠΙ ΣΧΕΔΙΩΝ ΤΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ.
Τό κεντρικό κλῖτος, στόν κυρίως Ναό, εἶναι ψηλότερο ἀπό τά ἄλλα μέ μέγιστο ἐσωτερικό ὕψος 11 μ.. Ἡ ὀροφή εἶναι ἐπιμήκης θόλος μέ ἐνισχυτικές νευρώσεις μεταξύ τῶν κιόνων, κατά τόν ἄξονα βορρᾶ-νότου. Στό ἀνατολικό ἄκρο καταλήγει στήν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ συνέχειά του. Οἱ κίονες, κατά τόν ἄξονα ἀνατολῆς-δύσης, συνδέονται μεταξύ τους μέ ἁψῖδες πάνω στίς ὁποῖες ἑδράζονται οἱ ἐπιμήκεις πλευρές τοῦ τυμπάνου τοῦ θόλου.
Τό βόρειο καί τό νότιο κλῖτος τοῦ ἀρχικοῦ Ναοῦ καλύπτονται μέ ὀρθογωνικά σέ κάτοψη σταυροθόλια πάνω σε ἐνισχυτικά ἐγκάρσια τόξα, τά ὁποῖα δημιουργοῦνται μεταξύ τῶν μαρμάρινων κιόνων καί τῶν ἀντιστοίχων πεσσῶν ἐσωτερικά τῶν ἐξωτερικῶν τοίχων. Τό μέγιστο ὕψος τῶν σταυροθολίων φθάνει τά 8,15 μ.
Τό Ἱερό Βῆμα ἀποτελεῖται ἀπό 3 χώρους πού μεταξύ τους χωρίζονται μέ μεγάλους πεσσούς στόν ἄξονα ἀνατολῆς – δύσης καί ἐπικοινωνοῦν μέ ἁψιδωτά ἀνοίγματα. Στή νότια πλευρά πιθανότατα νά ὑπῆρχε ἡ δίφυλλη πόρτα στό σημεῖο πού ὑπάρχει σήμερα ἡ πόρτα πού ὁδηγεῖ στό ὑπόγειο καί στό γυναικωνίτη.
Μαρμάρινη ἐπιγραφή στό βόρειο κλῖτος τοῦ Ἱεροῦ Βήματος ἀναγράφει:
ΤΟ ΤΕΜΠΛΟΝ, Ἀνακαινίσθη ἐν ἔτει 1943 ἐπί Ἐκκλησιαστ. Συμβουλίου:
† ΑΓΓΕΛΟΥ Κ. ΝΗΣΙΩΤΟΥ ΙΕΡΕΩΣ, ΣΩΤΗΡΙΟΥ Γ. ΣΜΥΡΝΑΙΟΥ, ΚΩΝΣΤΑΝ. Ε. ΒΑΣΙΛΑΚΗ, ΧΡΗΣΤΟΥ Σ. ΚΑΠΕΛΛΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ε. ΔΡΑΓΑΖΙΚΗ».
Ὁ γυναικωνίτης, κατασκευασμένος τό 1950, μαζί μέ τό τέταρτο κλῖτος στή νότια πλευρά τοῦ Ναοῦ ἀναπτύσσεται πάνω ἀπό τό νότιο κλῖτος καί τόν ἐσωνάρθηκα ἔχοντας σχῆμα νοητοῦ Γ. Ἡ προσπέλαση σέ αὐτόν γίνεται κυρίως ἀπό τό κλιμακοστάσιο τοῦ κωδωνοστασίου καί δευτερευόντως ἀπό τό κλιμακοστάσιο τῆς νοτιο-ἀνατολικῆς εἰσόδου. Γιά τήν κατασκευή του ἐπάνω ἀπό τό νάρθηκα τοῦ ἀρχικοῦ Ναοῦ κατασκευάσθηκαν ὑποστηλώματα ὁπλισμένου σκυροδέματος. Τό δάπεδό του εἶναι διαμορφωμένο μέ πλατύσκαλα σέ ἀμφιθεατρική διάταξη. Ἡ ὀροφή τοῦ τμήματος τοῦ γυναικωνίτου στό τέταρτο νέο νότιο κλῖτος ἔχει μορφή τεταρτοθόλιου μέ τριγωνικά σταυροθόλια.
Στό σεισμό τοῦ 1981 ὁ Ναός ὑπέστη ἐκτεταμένες ζημιές τόσο στό κτίσμα, ὅσο καί στό ζωγραφικό του διάκοσμο, οἱ ὁποῖες ἐπιδεινώθηκαν σημαντικά στό σεισμό τοῦ 1999, μέ ἀποτέλεσμα νά κριθεῖ ἀπαραίτητο νά πραγματοποιηθοῦν ἐργασίες ἀποκατάστασής του.
Τό 2001 ὁ ζωγράφος Τ. Μαργαριτώφ ἀνέλαβε νά πραγματοποιήσει σωστικά μέτρα γιά τήν προστασία τῶν τοιχογραφιῶν κατά τή διάρκεια τῶν ἀναστηλωτικῶν ἐπεμβάσεων.
Γιά τήν ἐπισκευή τοῦ Ναοῦ, τή μελέτη ἐκπόνησαν ὁ Παῦλος Καλλιγᾶς, ἀρχιτέκτων μηχανικός καί ὁ Παναγιώτης Ἀστέρης, πολιτικός μηχανικός. Σύμφωνα μέ τή μελέτη αὐτή, ὁ Ναός ὑπέστη πολλαπλές ρηγματώσεις, ἰδιαίτερα στήν περιοχή σύνδεσης τοῦ βορείου κλίτους μέ τό δυτικό. Ὁ Νικόλαος καί ἡ Τέρρη Ζήκου ἀνέλαβαν τίς ἐπιχρυσώσεις στό Ἱερό Βῆμα, στό Τέμπλο, στόν Ἄμβωνα, σέ μαρμάρινες κορνίζες καί ξυλόγλυπτα.
Οἱ βλάβες ἔχουν πλέον ἀποκατασταθεῖ μετά ἀπό ἐργασίες ἀναστήλωσης πού πραγματοποιήθηκαν στό Ναό τήν περίοδο 2002-2003.
Πηγή: www.zoodohospigi.gr
H αναδημοσίευση του παραπάνω άρθρου ή μέρους του επιτρέπεται μόνο αν αναφέρεται ως πηγή το ORTHODOXIANEWSAGENCY.GR με ενεργό σύνδεσμο στην εν λόγω καταχώρηση.
Ακολούθησε το ORTHODOXIANEWSAGENCY.gr στο Google News και μάθε πρώτος όλες τις ειδήσεις.