Ο κ. Παναγιώτης Γκιουλές διηγείται: Ο Γέρων [π. Άνθιμος Αγιαννανίτης] εξομολογούσε στην μονή Γρηγορίου [Άγιον Όρος]. Στο καραβάκι για την Αγία Άννα με πήρε μαζί του. Πριν όμως φθάσουμε στον αρσανά της, σηκώθηκε φοβερό μπουρίνι. Τέτοιο δεν είχε δει για εξήντα χρόνια, όσο δηλαδή ασκήτευε στον Άθωνα. Το καραβάκι το πήρε βαθιά και άρχισε να παίρνει νερό. Οι καπεταναίοι φοβήθηκαν.
Τότε ο Γέρων σήκωσε τα χέρια ψηλά και προσευχήθηκε θερμά σ’ Αυτόν που καταπαύει τους σάλους και τις τρικυμίες με ένα Του νεύμα.
Δευτερόλεπτα κράτησε η προσευχή του, ήταν όμως ολόθερμη. Σαν στήλη φωτός ανέβαινε στον Θρόνο του Υψίστου. Μετά σταύρωσε την θάλασσα, που μόνο σε εκείνο το σημείο και μέχρι τον αρσανά είχε γαληνεύσει, ενώ γύρω μαινόταν η τρικυμία. Είπε στους ιδιοκτήτες του καραβιού.
– Πατήστε γκάζι, να προσεγγίσουμε.
Έτσι αράξαμε, ενώ τα κύμματα θέριευαν και με μανία ξεσπούσαν στην παραλία και στα άγρια βράχια.
Από το βιβλίο του δρος Χαράλαμπου Μ. Μπούσια, “Ο Γέρων Άνθιμος ο Αγιαννανίτης”, των εκδόσεων Μυγδονία.