Την αυταπάρνηση εφάρμοσε και ο Κύριός μας με την απόλυτη υπακοή προς τον Πατέρα. Ο Θεός δεν κινείται με πάθος ή λάθος ή υστεροβουλία ή αγνωσία ή αδυναμία. Επειδή «γνωρίζει τα πάντα πριν να γίνουν», αλάνθαστα εκφράζει το θέλημά του, για τη συνοχή και ασφάλεια των όντων, είτε μερικά, είτε ολικά κατά την παρουσιαζόμενη ανάγκη.
Τα κτίσματα, κάτω από την ατέλεια του πεπερασμένου και τρεπτού της φύσεώς τους, έρχονται σε σύγκρουση με το θείο θέλημα, αφού πολλές φορές το τελευταίο δε συμφωνεί με τα δικά τους συμφέροντα και σκοπούς. Τα σύμπαντα, ως αιτιατά, δεν μπορούν από μόνα τους να προάγονται προς το καλύτερο, προς την τελειότητα, χωρίς τη συνεκτική δύναμη του Δημιουργού.
Αυτή η έμπρακτη πρόνοια είναι τέλεια κατά τη φύση της, αφού προέρχεται από τον υπερτέλειο Θεό και την ονομάζουμε με άλλα λόγια, θείο θέλημα. Εξαιτίας όμως της φθοράς και της τροπής στις οποίες υποταχθήκαμε, το θείο θέλημα μεταποιείται και μετακινείται στο χώρο της «οικονομίας». Ποτέ δεν καταργείται, αλλά μεταβάλλεται -όπως είπαμε-, χάριν της δικής μας αδυναμίας, έως ότου μας επαναφέρει στην ισορροπία.
Το «κατ’ ευδοκίαν» θέλημα του Θεού, για τη λογική μας φύση, είναι το «όλοι οι άνθρωποι να σωθούν και να γνωρίσουν πλήρως την αλήθειά του»(Α’ Τιμ.2,4). Η ανθρώπινη όμως αδιαφορία ή αδυναμία ή αγνωσία προκαλεί στο θείο θέλημα μεταβολή. Αυτό οδηγεί τους αδαείς και όσους έχουν άγνοια σε κάποια δυσφορία και αποθάρρυνση. Με βάση το αλάνθαστο του θείου θελήματος, δεν επιτρέπεται καμιά δυσφορία ή γογγυσμός ή οπισθοχώρηση, αλλά επιβάλλεται η ανακάλυψη του δικού μας σφάλματος και η υποταγή με πίστη στην Πρόνοια.
Αν «ιώτα εν ή μία κεραία ου μη παρέλθη» (Ματθ. 5,18 ) και αν «οι τρίχες της κεφαλής σας είναι όλες μετρημένες» (Ματθ. 10,30), ποιό παράπονο επιτρέπεται στις φαινομενικές ανωμαλίες της δικής μας ελεεινότητας; Όπως ο Παύλος περιγράφει, «αρχίσατε με την εμπειρία του Πνεύματος. Πώς τώρα καταλήγετε να εμπιστεύεσθε σ’ ανθρώπινες δυνάμεις;» (Γαλ. 3,3). Οι δικές μας αποφάσεις και τα σχέδια κινούνται με βάση τις δικές μας κρίσεις και τα συμπεράσματα, γιατί βλέπουμε όσο μας επιτρέπει το οπτικό μας πεδίο. Ο Θεός όμως, που προνοεί για την κτίση του, δε θα ματαιώσει τις αποφάσεις του, αλλά θα μεταβάλει τον τρόπο της λειτουργίας των στοιχείων, των πραγμάτων, ακόμη και των προσώπων, για να επιτευχθεί το συμφερότερο.
Το να ανακαλύψουμε ποιο είναι το θείο θέλημα, θα εξαρτηθεί από το βαθμό της δικής μας προσπάθειας για την αναζήτησή του, από την άρνηση του δικού μας θελήματος, που είναι εμπαθές, ατελές και μεροληπτικό και από τη συμβουλή της Εκκλησίας: «Ρώτησε τον πατέρα σου και θα σου αναγγείλει, ρώτησε τους γεροντότερους σου και αυτοί θα σου πουν» (Δευτ. 32,7).
Η υγιής συνείδηση και η απόφαση να τηρήσουμε με ακρίβεια ό,τι αποφασίσαμε και υποσχεθήκαμε στον Θεό, εφόσον τίποτα δεν ξεφεύγει από αυτόν «που γνωρίζει τις καρδιές και τους νεφρούς (τις σκέψεις και τις επιθυμίες)» (Ψαλμ. 7,10), μας πληροφορεί πολλές φορές το θείο θέλημα, αφού και στις δύο περιπτώσεις πλησιάζει το θείο έλεος. Επίσης η παρουσία και ενέργεια του θείου φόβου, η συμπάθεια και η ελεημοσύνη πολύ ευαρεστούν τον Θεό, που δεν κρύβει το θέλημά του από τους εφαρμοστές της έμπρακτης αγάπης, η οποία χαρακτηρίζει και αυτόν τον ίδιο.
Είναι καλό να αποφεύγει ο άνθρωπος να ζητά από το Θεό να του αποκαλύψει το θέλημά του με αισθητά σημεία, όπως κάνουν μερικοί, γιατί ο σατανάς μπορεί, εξαιτίας αυτής τις υπερηφάνειάς μας, να μας πληροφορήσει ψεύτικα και παραπλανητικά.
(Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Συζητήσεις στον Άθωνα, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 13, σ. 117-120)