«Αποτύχαμε εκεί όπου υιοθετήσαμε ξένα πρότυπα» επισημαίνει σε άρθρο του στο Περιοδικό της Βουλής για τα 50 χρόνια Μεταπολίτευσης ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμος Β’, ο οποίος δράττεται της ευκαιρίας να υπενθυμίσει πως: «Ἡ Ἐκκλησία ἀπαιτεῖ νὰ συμμετέχει στὸν εὐρύτερο κοινωνικὸ διάλογο μὲ τοὺς λοιποὺς συμμετέχοντες (θεσμούς, κοινωνία τῶν πολιτῶν), ὅπως ἐπιτάσσει ὁ δημοκρατικὸς διάλογος, καὶ ὄχι νὰ περιφρονεῖται ἢ νὰ ἀποκλείεται, ἐπειδὴ δὲν «ἀρέσει» ὁ λόγος Της».
Ο Αρχιεπίσκοπος κ.κ. Ιερώνυμος τονίζει ότι «ὁ ὑλιστικός καὶ ὑπέρμετρος δικαιωματισμός τῶν τελευταίων δεκαετιῶν, ἀλλὰ καὶ ἡ οἰκονομικὴ χρεοκοπία τῆς Χώρας (ὡς ἀπόρροια πνευματικῆς καὶ ἀξιακῆς κρίσης καὶ θεσμικῶν ἀνεπαρκειῶν), ἀποτελοῦν, δυστυχῶς, στίγμα στὴν Ἱστορία τῆς Μεταπολίτευσης».
Ἡ πολιτισμικὴ παρακμή, ἡ πνευματικὴ καὶ ἀξιακὴ κρίση (ἐξωγενὴς καὶ ἐνδογενής) καὶ ἡ οἰκονομικὴ χρεοκοπία καταδεικνύουν ὅτι χωρὶς πνευματικὲς καὶ ἠθικὲς ἀξίες δὲν εἶναι δυνατὴ πραγματικὴ πρόοδος, αναφέρει και τονίζει ότι «ἡ «εὐημερία» καὶ δὴ ἡ ὑλικοκρατικὴ δὲν ἀρκεῖ ἀπὸ μόνη της γιὰ νὰ ἐμπνεύσει ἕνα Λαὸ νὰ ἐπιτύχει συνολικά».
Μήπως αποτύχαμε; αναρωτιέται ο Μακαριώτατος και παραθέτει μια σειρά σημαντικά προβλήματα που κυριαρχούν σήμερα σε διάφορους τομείς όπως «η ποιότητα πολιτικοῦ λόγου καὶ συμπεριφορᾶς, η διαφάνεια, η ἀξιοκρατία, η θεσμικῆ ἐπάρκεια καὶ ἀποτελεσματικότητα, η ἀντιμετώπιση τῶν οἰκονομικῶν ἀνισοτήτων, η ὑπερσυγκέντρωση του πλούτου, το Κυπριακό και τα ἑλληνοτουρκικά, η κοινωνική πολιτική, το μεταναστευτικό, η πληθυσμιακὴ καὶ πολιτιστικὴ συνοχή, ο προσανατολισμός και η ποιότητα της παιδείας, η πρόσβαση σὲ ὑπηρεσίες ὑγείας, η περιβαλλοντική προστασία, η πολιτιστική ποιότητα, η ἀπονομὴ της δικαιοσύνης καὶ η ἀσφάλεια».
Ἡ αἰτιολογία τῶν ἀστοχιῶν εἶναι πολυπαραγοντική, ἐνδογενὴς καὶ ἐξωγενής, τονίζει, ἀλλὰ «είναι σίγουρα πνευματική, ἀξιακή, πολιτισμική καὶ θεσμική».
Όπως αναφέρει ο Αρχιεπίσκοπος «ἡ ὅποια ἀποτυχία τῆς Μεταπολίτευσης καὶ ἡ μερικὴ ἐπιτυχία της μπορεῖ νὰ συμπυκνωθεῖ μεταξὺ ἄλλων στὸ ἑξῆς : Ἀντὶ νὰ ἐπενδύσουμε στὴν συνεργασία Πολιτείας καί Ἐκκλησίας με ὅρους «συναλληλίας», ὅπως ὁρίζει ἡ ἑλληνικὴ καὶ ὀρθόδοξη παράδοσή μας, ἡ κοινωνικὴ πραγματικότητα, οἱ κοινωνικὲς ἀνάγκες, ἐξαντλήσαμε τὴν ἐνέργειά μας σὲ ἀλυσιτελεῖς καὶ ἀτελέσφορες μάχες περὶ «διαχωρισμοῦ Κράτους καὶ Ἐκκλησίας», ἐκτὸς τῆς παραδόσεώς μας καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχει οὐσιαστικὰ ἀποχρῶν πρὸς αὐτὸ λόγος, μιμούμενοι ἐν πολλοῖς ξένα ἑρμηνευτικὰ σχήματα καὶ ξένα προτάγματα καὶ πρότυπα, τὰ ὁποῖα δὲν ἀντέχουν τὴν βάσανο μιᾶς ἀντικειμενικῆς ἱστορικῆς ἀνάλυσης τῶν ἑλληνικῶν ἱστορικῶν δεδομένων, πραγματικοτήτων καὶ ἀναγκαιοτήτων».
«Ἡ Ἐκκλησία ἀπαιτεῖ νὰ συμμετέχει στὸν εὐρύτερο κοινωνικὸ διάλογο μὲ τοὺς λοιποὺς συμμετέχοντες (θεσμούς, κοινωνία τῶν πολιτῶν), ὅπως ἐπιτάσσει ὁ δημοκρατικὸς διάλογος, καὶ ὄχι νὰ περιφρονεῖται ἢ νὰ ἀποκλείεται, ἐπειδὴ δὲν «ἀρέσει» ὁ λόγος Της», τονίζει.
Οι στόχοι που πρέπει να τεθούν για το μέλλον, αναφέρει, είναι, μεταξύ άλλων, «η δημιουργία μιᾶς εὐνομούμενης Πολιτείας καὶ μιᾶς ὑγιοῦς Κοινωνίας, χωρὶς ὑλιστικὴ μονομέρεια μὲ πνευματικὲς καὶ πολιτισμικὲς ἀναφορές, μὲ ἐθνικὸ ὅραμα μιᾶς ὁλιστικῆς καὶ ὄχι μονάχα ὑλιστικῆς προόδου· ἡ βελτίωση τῆς ποιότητας τῆς δημοκρατίας μας, ἡ ὁποία ὀφείλει νὰ μὴν περιορίζεται στὴν ἁπλὴ ἐπιτέλεση ἐκλογῶν καὶ ἐναλλαγὴ κυβερνήσεων, ἀλλὰ νὰ ἐμβαθύνει σὲ οὐσιαστικὰ ζητήματα δημοκρατίας μέ διάλογο, χωρίς ἀποκλεισμούς· ἡ ἐμπέδωση ἑνὸς οὐσιαστικοῦ κράτους δικαίου· ἡ ἄμεση ἀντιμετώπιση τοῦ δημογραφικοῦ».