Οι Κληρικοί και οι Εκκλησιαστικοί υπάλληλοι είναι 10.717. Οι θέσεις αυτές αφορούν στην Εκκλησία της Ελλάδος, την Εκκλησία της Κρήτης και των Ιερών Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου.
Εξ αυτών οι 9.543 –οι εννέα στους δέκα– είναι ιερείς. Η πλήρης καταγραφή των οργανικών θέσεων στις Αρχιεπισκοπές Ελλάδος και Κρήτης και τις 94 μητροπόλεις της χώρας, η οποία έγινε πρόσφατα, προσφέρει στην ελληνική κυβέρνηση για πρώτη φορά τη δυνατότητα να γνωρίζει πόσες οργανικές θέσεις έχει κάθε Εκκλησία. «Εως τώρα η κατάσταση ήταν ασαφής», ανέφερε στην «Καθημερινή» κυβερνητικό στέλεχος. Ειδικότερα, όπως παρουσιάζεται σε προεδρικό διάταγμα που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η Εκκλησία της Ελλάδος έχει συνολικά 9.371 οργανικές θέσεις: 81 μητροπολίτες, 17 βοηθούς επισκόπων, 8.311 ιερείς, 292 ιεροκήρυκες, 320 διακόνους και 349 εκκλησιαστικούς υπαλλήλους. Σε αυτούς πρέπει να προστεθεί η θέση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος.
Ταυτόχρονα, στον αριθμό των 9.371 θέσεων πρέπει να προστεθούν οι 1.057 θέσεις της Εκκλησίας της Κρήτης (εξ αυτών οι 955 εφημέριοι) για τις οποίες εκδόθηκε ξεχωριστό προεδρικό διάταγμα, καθώς και οι 289 θέσεις των Μητροπόλεων Δωδεκανήσων (277 ιερείς και 12 εκκλησιαστικοί υπάλληλοι) που θεσμοθετήθηκαν πρόσφατα με νόμο.
Ως προς τον αριθμό των ιερέων στην Εκκλησία της Ελλάδος, τους περισσότερους έχει η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών (528). Ακολουθούν οι Μητροπόλεις Πατρών (236), Ηλείας (208), Δημητριάδος και Αλμυρού (191) και Φθιώτιδας (181). Στον αντίποδα, οι Μητροπόλεις με τους λιγότερους ιερείς είναι οι Κυθήρων και Αντικυθήρων (22), Θήρας, Αμοργού και Νήσων (36), Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης (40), Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού (45) και Κεφαλληνίας (46).
Ο αριθμός των ιερέων σχετίζεται, προφανώς, με το μέγεθος μιας μητρόπολης, χωρίς ωστόσο να συνδέεται απαραίτητα με την επιρροή του μητροπολίτη (αυτή ορίζεται και από την προσωπικότητα του μητροπολίτη).
Από το 1945
Η καθορισμός των οργανικών θέσεων έγινε ύστερα από 77 χρόνια, με βάση την περυσινή συμφωνία κυβέρνησης και Εκκλησίας. Συγκεκριμένα, από το 1945 είχαν οριστεί 6.000 θέσεις ιερέων, αλλά δεν ακολούθησε η έκδοση του απαραίτητου βασιλικού (τότε) διατάγματος, με αποτέλεσμα οι οργανικές θέσεις να μην υφίστανται. Το 2022 θεσμοθετήθηκαν οι υπόλοιπες θέσεις ιερέων (2.311 για την Εκκλησία της Ελλάδος). Κατά την πρόσφατη Σύναξη των Αρχιερατικών Επιτρόπων της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, η υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων Νίκη Κεραμέως μιλώντας για το ζήτημα των οργανικών θέσεων έκανε λόγο για «αποκατάσταση της αξιοπρέπειας», προσθέτοντας ότι «αυτό το γεγονός θα γραφτεί στην Ιστορία, διότι ο Μακαριώτατος κατάφερε να αποκαταστήσει την αξιοπρέπεια των κληρικών τακτοποιώντας ένα ζήτημα που ήταν άλυτο για 77 χρόνια, έως το 2022».
Σημαντικό βήμα έγινε και το 2011 με την υπαγωγή του εκκλησιαστικού προσωπικού στην Ενιαία Αρχή Πληρωμών. Σύμφωνα με εκκλησιαστικές πηγές που μίλησαν στην «Κ», έως τότε ο μητροπολίτης έβγαζε απόφαση μονιμοποίησης του ιερέα και την έστελνε προς δημοσίευση στο Εθνικό Τυπογραφείο, ενώ η μισθολογική κατάσταση του προσωπικού της μητρόπολης στελνόταν στο δημόσιο ταμείο. Το 2011 αποφασίσθηκε ότι όλες οι προσλήψεις που βαρύνουν μισθοδοτικά τον δημόσιο τομέα θα περνούν από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών.
Κατά τη Σύναξη των Αρχιερατικών Επιτρόπων της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, ο κ. Ιερώνυμος τόνισε ότι η απονομή οργανικών θέσεων των κληρικών και των λαϊκών υπαλλήλων αποτελεί «ένα όραμα που άρχισε από την απελευθέρωση του Γένους».