Τον Πανιερώτατο πλαισίωναν ο Οικονόμος Ανδρέας Ανδρέου, Προϊστάμενος του Ιερού Ναού, ο Πρεσβύτερος Κωνσταντίνος Κωνσταντίνου και ο Αρχιδιάκονος Ραφαήλ Μισιαούλης.
Στην ομιλία του ο Πανιερώτατος αναφέρθηκε στην Ευαγγελική περικοπή: “Ο Ευαγγελιστής μας διηγείται ένα από τα δύο θαύματα θεραπείας παραλυτικών, που αναφέρονται μέσα στα Ιερά Ευαγγέλια. Το σημερινό θαύμα έγινε στην Καπερναούμ. O παραλυτικός της σημερινής περικοπής αντιμετώπιζε ένα μεγάλο δράμα: Δεν μπορούσε να χαρεί τη ζωή του. Απόγνωση και απελπισία τον διακατείχαν. Από τη στιγμή, που άκουσε, ότι ο Ιησούς φθάνει στην πόλη του, μια ανακούφιση αναδύεται μέσα του”.
Στη συνέχεια, ο Πανιερώτατος ανέφερε ότι “είναι από τις λίγες φορές, που ο Χριστός, πριν να επιτελέσει το θαύμα, δεν ρωτά για την πίστη του ασθενούς. Σήμερα ο Χριστός βλέπει κυρίως την πίστη και την αγάπη των τεσσάρων ανθρώπων, που έκαναν ό,τι μπορούσαν, για να φέρουν τον άρρωστο μπροστά Του. Ήταν αυτή η πίστη και η αγάπη, που έκαναν τελικά τον Κύριο να επιτελέσει το θαύμα”.
“Αυτό είναι και το μήνυμα, που θέλει να μας δώσει η σημερινή Ευαγγελική Περικοπή: Ότι έχουμε την ανάγκη ο ένας του άλλου. Οι ανάγκες του άλλου είναι και δικές μας ανάγκες. Τα προβλήματα του ενός είναι και προβλήματα του άλλου. Δεν υπάρχει άνθρωπος κακός, είναι όλοι αδελφοί μας. Δεν έχουμε εχθρούς, αλλά έχουμε ευεργεσίες και έπαθλα για την Ουράνια Βασιλεία”, υπογράμμισε.
“Όλα αποτελούν ευλογημένες ευκαιρίες στην επί γης παρουσία μας. Ο ένας πιστός εξαρτάται από τον άλλο. Ενώπιον του Θεού είμαστε κοινωνία προσώπων. Και στόχος μας είναι όλοι να σωθούμε, διότι η σωτηρία μας δεν θα επιτευχθεί ατομικά, αλλά συλλογικά”, κατέληξε.
Μετά τη θεία λειτουργία, ο Πανιερώτατος μετέβη στον ανδριάντα του ήρωα Ευαγόρα Παλληκαρίδη, που βρίσκεται στην κοινότητα, όπου τέλεσε τρισάγιο και ακολούθησε κατάθεση στεφάνων.