Σε λιγότερο από μία ώρα αναμένεται να ξεκινήσει η διαδικασία εκλογής του νέου Αρχιεπισκόπου Κύπρου. Με βάση το Τριπρόσωπο που καταρτίσθηκε από την ψήφο του Κυπριακού λαού αυτοί είναι ο Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος, ο Πάφου Γεώργιος και ο Ταμασού και Ορεινής Ησαΐας.
Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος
O Πανιερώτατος Μητροπολίτης Λεμεσού κ.κ. Αθανάσιος γεννήθηκε στη Λεμεσό στις 8.2.1959. Το 1973 εισήχθη στην Iερά Μητρόπολη Πάφου το δε 1976 μετά την αποφοίτηση του από το Α’ Γυμνάσιο Πάφου χειροτονήθηκε Διάκονος από τον τότε Μητροπολίτη Πάφου και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Κύπρου κ.κ. Χρυσόστομο Α’. Ακολούθως σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το 1980, μετά το πέρας των σπουδών του, εισήλθε στο Άγιο Όρος και κατετάγη στις τάξεις των εκεί ασκουμένων και συγκεκριμένα στην Νέα Σκήτη.
Το 1982 έλαβε το Μέγα σχήμα του Μοναχού και τον ίδιο χρόνο χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και το 1983 χειροθετήθηκε σε Πνευματικό.
Το 1987 εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου της οποίας εξελέγη προϊστάμενος και ακολούθως αντιπρόσωπος στην Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους . Για την περίοδο 1991-92 εξελέγη Πρωτεπιστάτης του Αγίου Όρους.
Το 1992 μετά από πρόσκληση του Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου και με την ευλογία της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου επέστρεψε στην Κύπρο και δημιούργησε προσωρινά Αδελφότητα στη Μονή των Ιερέων στην Πάφο. Την 4η Νοεμβρίου 1993 εξελέγη Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Μαχαιρά.
Την 11η Φεβρουαρίου 1999 εξελέγη ψήφω κλήρου και λαού Μητροπολίτης Λεμεσού, χειροτονήθηκε σε Επίσκοπο την 14η Φεβρουαρίου 1999 και ενθρονίστηκε την ίδια μέρα.
Ονομαστική εορτή: 18 Ιανουαρίου.
Μητροπολίτης Πάφου Γεώργιος
Ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Πάφου κ. Γεώργιος εγεννήθη εις την Αθηαίνου την 25ην Μαΐου 1949.
Το 1967 απεφοίτησε του Παγκυπρίου Γυμνασίου. Ως υπότροφος του Ι.Κ.Υ. εσπούδασε Χημείαν εις το Πανεπιστήμιον Αθηνών (1968-1972). Εις το ίδιον Πανεπιστήμιον εσπούδασε και Θεολογίαν κατά τα έτη 1976-1980. Μετεξεπαιδεύθη εις την Αγγλίαν εις την Χημείαν και εις την Θεολογίαν.
Την 23ην Δεκεμβρίου 1984 εχειροτονήθη Διάκονος υπό του Χωρεπισκόπου Σαλαμίνος Βαρνάβα και την 17ην Μαρτίου 1985 εχειροτονήθη Πρεσβύτερος και προεχειρίσθη εις Αρχιμανδρίτην υπό του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου Α . Το 1994 ανέλαβε καθήκοντα Γραμματέως της Ιεράς Συνόδου.
Παραλλήλως προς τα ως άνω καθήκοντά του ειργάσθη και ως καθηγητής της Χημείας εις Σχολάς Μέσης Εκπαιδεύσεως. Το 1993 προήχθη εις Βοηθόν Διευθυντήν.
Εξ αφορμής της συλλήψεως και κακοποιήσεώς του υπό των τουρκικών στρατευμάτων κατά την διάρκειαν αντικατοχικής εκδηλώσεως, το 1989, κατέθεσε προσφυγήν (No 15300/89) εναντίον της Τουρκίας εις την Επιτροπήν Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης. Το Συμβούλιον της Ευρώπης δια της υπ’ αριθμόν 507/3.2.94 συνεδρία κατεδίκασε, δια πρώτην φοράν, την Τουρκίαν δια καταπάτησιν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εις την Κύπρον και της επέβαλε χρηματικόν πρόστιμον.
Την 24ην Απριλίου 1996 εξελέγη υπό της Ιεράς Συνόδου Χωρεπίσκοπος Αρσινόης και την 26ην Μαΐου 1996 εχειροτονήθη εις Επίσκοπον. Την 29ην Δεκεμβρίου 2006 εξελέγη παμψηφεί υπό της προς τούτο συνελθούσης εκλογικής συνελεύσεως Μητροπολίτης Πάφου και την επομένην εγκαθιδρύθη εις την έδραν αυτού.
Εκπροσωπεί την Εκκλησίαν της Κύπρου εις τας Πανορθοδόξους Διασκέψεις και εις τον διάλογον μετά των Ρωμαιοκαθολικών. Είναι επίσης πρόεδρος της επιτροπής Βιοηθικής και Παιδείας της Ιεράς Συνόδου.
Μητροπολίτης Ταμασοῦ καὶ Ὀρεινῆς κ. Ἠσαΐας
Ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Ταμασοῦ καὶ Ὀρεινῆς κ. Ἠσαΐας ἐγεννήθη εἰς τὸν Στρόβολον τὸ 1971, ἀπὸ ἐκτοπισθέντας γονεῖς. Μετὰ τὸ πέρας τῆς φοιτήσεώς του εἰς τὸ Λύκειον Ἀκροπόλεως, κατατάσσεται εἰς τὴν Ἐθνικὴν Φρουρὰν καί, ἀκολούθως, τὸ 1990 ἐγγράφεται εἰς τὴν Ἱερατικὴν Σχολὴν τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου «Ἀπόστολος Βαρνάβας». Τὸν ἴδιον χρόνον ἐντάσσεται ὡς δόκιμος μοναχὸς εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Κύκκου, ὅπου ὑπηρετεῖ εἰς διάφορα διακονήματα. Τὸ 1992 ὁ τότε Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου καὶ νῦν Μητροπολίτης Κύκκου καὶ Τηλλυρίας κ. Νικηφόρος τὸν στέλλει εἰς τὴν Ρωσίαν διὰ θεολογικὰς σπουδάς. Τὸ 1993 χειροτονεῖται διάκονος εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Κύκκου καὶ τὸ 1997 ἀποπερατώνει τὰς σπουδάς του εἰς τὴν Θεολογικὴν Σχολὴν Μόσχας. Τὸ ἴδιον ἔτος συνεχίζει καὶ τὸ 1998 ὁλοκληρώνει μεταπτυχιακὸν κύκλον σπουδῶν εἰς τὴν Μόσχαν, μὲ θέμα: «Ὁ βίος καὶ τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Νεοφύτου τοῦ Ἐγκλείστου». Ἀκολούθως μεταβαίνει καὶ φοιτᾶ εἰς τὴν Θεολογικὴν Σχολὴν τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ὅπου παρακολουθεῖ μὲ ἐπιτυχίαν διὰ δύο ἔτη δεύτερον κύκλον μεταπτυχιακῶν σπουδῶν εἰς τὴν Ἐκκλησιαστικὴν Ἀρχαιολογίαν. Τὸ ἔτος 2000 χειροτονεῖται Πρεσβύτερος καὶ προχειρίζεται εἰς Ἀρχιμανδρίτην ὑπὸ τοῦ τότε Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου κυροῦ Χρυσοστόμου Α΄. Ἐν συνεχείᾳ ἐγγράφεται εἰς τὴν Θεολογικὴν Ἀκαδημίαν Μόσχας ὡς ὑποψήφιος διδάκτωρ Θεολογίας καὶ ἐκπονεῖ διδακτορικὴν διατριβὴν μὲ θέμα: «Ἡ ἱστορία καὶ τὸ θεολογικὸν περιεχόμενον τῆς Κολλυβαδικῆς ἔριδος εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος». Μετὰ ἀπὸ ἐπιτυχῆ
ὑποστήριξιν τῆς διατριβῆς του, τὸ 2003 ἀνακηρύσσεται Διδάκτωρ Θεολογίας ἀπὸ τὸ Ἐπιστημονικὸν Συμβούλιον τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας Μόσχας. Τὸ 2015 ὁλοκληρώνει μεταπτυχιακὸν κύκλον σπουδῶν εἰς τὸ Πανεπιστήμιον Νεάπολις Πάφου καὶ ἐκπονεῖ διατριβὴν ὑπὸ τὸν τίτλον «Ἡ ἱστορία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ταμασοῦ καὶ Ὀρεινῆς μέσα ἀπὸ τὶς πηγές».
Ὡς μέλος τῆς Ἀδελφότητος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, μὲ τὴν καθοδήγησιν τοῦ Ἡγουμένου αὐτῆς, προΐσταται τοῦ Τμήματος Ἀμέσου Παροχῆς Ἀνθρωπιστικῆς Βοηθείας καὶ Πνευματικῆς Στηρίξεως εἰς ἀναξιοπαθοῦντας ἐκ μέρους τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου. Τῇ εὐλογίᾳ τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου κυροῦ Χρυσοστόμου Α΄, ὑπηρετεῖ ἐπὶ ἀρκετὸν διάστημα ὡς πνευματικὸς τῶν ἀλλοδαπῶν ὀρθοδόξων εἰς τὰς Κεντρικὰς Φυλακὰς Κύπρου. Ὑπηρετεῖ, ὡσαύτως, ὡς Ἐκτελεστικὸς Πρόεδρος τοῦ Γραφείου Εὐρωπαϊκῶν χρηματοδοτήσεων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου. Ἀπὸ τοῦ ἔτους 2007 εἶναι Πρόεδρος τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου τοῦ Φιλανθρωπικοῦ Ὁμίλου “Ἀπόστολος Βαρνάβας” καὶ ἀπὸ τοῦ ἔτους 2009 Πρόεδρος τοῦ ΚΕΝΘΕΑ.
Τὴν 9ην Ἰουνίου 2007, ἐκλέγεται παμψηφεὶ ὑπὸ τῆς Κληρικολαϊκῆς Συνελεύσεως ὡς Μητροπολίτης Ταμασοῦ καὶ Ὀρεινῆς καὶ τὴν 11ην Ἰουνίου τοῦ ἰδίου ἔτους χειροτονεῖται καὶ ἐνθρονίζεται ὡς Μητροπολίτης Ταμασοῦ καὶ Ὀρεινῆς.