Του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ Β’
Περιοδικό «Παρέμβαση Εκκλησιαστική», Τεύχος: 49ο, Μάϊος – Αύγουστος 2021
Ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῶν διακοσίων χρόνων ἀπό τή θυσία τοῦ Ἐθνομάρτυρος Κυπριανοῦ καί τῶν σύν αὐτῷ σφαγιασθέντων καί ἀναιρεθέντων ὑπό τῶν Τούρκων, κατά τήν 9ην Ἰουλίου 1821, ἀφιερώνουμε τό παρόν τεῦχος τοῦ Περιοδικοῦ τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς στή σπουδαία προσωπικότητα τῆς νεότερης κυπριακῆς Ἱστορίας, τόν ἐνθουσιώδη πατριώτη καί τολμηρό ἡγέτη Ἐθνομάρτυρα Κυπριανό.
Στό ἀνά χείρας ἔντυπο, ἀγαπητοί μου, θά ἔχετε τήν εὐκαιρία, μελετώντας τά ἀξιόλογα κείμενα καί ἐμβαθύνοντας σ’ αὐτά νά γνωρίσετε τό πολύμορφο ἔργο, καθώς καί τή βαρυσήμαντη προσφορά τοῦ ἀοιδίμου ἀρχιεπισκόπου καί Ἐθνομάρτυρα Κυπριανοῦ πρός τήν Ἐκκλησία καί τήν πατρίδα. Ἀποτελεῖ, ἀκόμη, εὐκαιρία νά στρέψουμε μέ εὐλάβεια τή σκέψη πρός αὐτόν, νά ἀναβαπτιστοῦμε στό πνεῦμα τῆς ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος μαρτυρικῆς θυσίας του, ἀποτίοντάς του τόν προσήκοντα φόρο τιμῆς καί εὐγνωμοσύνης, ἀφοῦ ὁ μαρτυρικός του θάνατος ἀποτελεῖ, ἀναμφίβολα, ἀέναη πηγή, ἀπό τήν ὁποία ὁ Κυπριακός Ἑλληνισμός θά ἀντλεῖ πάντοτε διαχρονικά διδάγματα πίστης στόν Θεό καί αὐταπάρνησης γιά τήν ἐλευθερία τῆς πατρίδας.
Χωρίς ὑπερβολή, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κυπριανός ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τούς πλέον σημαντικούς προκαθημένους τῆς κατά Κύπρον Ἐκκλησίας στούς δύσκολους καί ἀσέληνους αἰῶνες τῆς Τουρκοκρατίας. Ξεχωριστά διακρίθηκε γιά τή μόρφωση καί τόν δυναμισμό του, καί γενικά ὑπῆρξε ἕνας φωτισμένος πρωθιεράρχης τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ προσφορά του στόν τόπο, στόν πολιτισμό καί τήν παιδεία εἶναι τεράστια. Ἡ ἄνοδός του στόν θρόνο σηματοδότησε μία νέα περίοδο στά ἐκκλησιαστικά καί πολιτικά πράγματα τῆς Κύπρου. Δίκαια ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων σέ ἐγκωμιαστικό λόγο του πρός τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κυπριανό γράφει: «Διά σέ ἡ Ἐκκλησία καυχᾶται, ἡ Κύπρος κομπάζει, ἡ Ἑλλάς τιμᾶται, τό Γένος λαμπρύνεται».
Πράγματι, τό ἔργο του ἦταν ποικιλόμορφο καί πέρα ἀπό τά πνευματικά του καθήκοντα ἔδωσε ἰδιαίτερη σημασία καί βαρύτητα στήν παιδεία, «ἐκ τῆς ὁποίας», καθώς τόνιζε, «πηγάζει πᾶν ἀγαθόν». Βλέποντας, μέ μεγάλη λύπη, πώς «ἡ ἡμετέρα πολιτεία τῆς καθ’ ἡμᾶς νήσου Κύπρου πάσχει μέγαν αὐχμόν παιδείας, καί ἔλλειψιν ἑλληνικῶν γραμμάτων», ὁ Κυπριανός θεώρησε πατριωτικό του καθῆκον καί χρέος νά ἱδρύσει τό 1812 στή Λευκωσία, καί συγκεκριμένα κατ’ ἀνατολᾶς τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς, Ἑλληνική Σχολή, τήν ὁποία καθιέρωσε στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδας. Ἐπέδειξε, ἐπίσης, ζωηρό ἐνδιαφέρον καί γιά τήν ἵδρυση τῆς πρώτης Ἑλληνικῆς Σχολῆς στή Λεμεσό.
Σ’ αὐτό ὅμως πού στέκεται κανείς μέ δέος καί θαυμασμό εἶναι τό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς του καί ἡ ἐθελούσια θυσία του γιά τή σωτηρία τοῦ ποιμνίου του. Ἡ στάση του πρίν ἀπό τό μαρτύριο ἀποδεικνύει ἄνθρωπο κοσμούμενο μέ χριστιανικές ἀρετές καί θερμή πίστη καί ἐκφράζει τό ἀκραιφνές ἐκκλησιαστικό φρόνημά του. Ὁ ἀοίδιμος Ἀρχιεπίσκοπος, καίτοι γνώριζε πολύ καλά τούς κινδύνους πού περιέκλειε ὁ ἀγώνας τῆς Ἐθνεγερσίας, «ηὐλόγησε τό ἐγκυμονούμενον ἐγχείρημα καί ἐνίσχυσεν αὐτό χρηματικῶς κατά τό δυνατόν». Ὑπερβαίνοντας τόν φόβο τοῦ θανάτου, «ἐβάστασε τό βάρος καί τόν καύσωνα τῆς μαρτυρικῆς ἡμέρας», ἀποδεικνύοντας μέ τόν τρόπο αὐτό ὅτι πάνω ἀπό τόν ἑαυτό του τοποθετοῦσε τό καλό τοῦ τόπου καί τή σωτηρία τοῦ λαοῦ.
Ὁ Ἐθνομάρτυρας Κυπριανός ἦταν βαθύτατα προετοιμασμένος γιά τήν ἐπικείμενη θυσία. Ἐνῶ μποροῦσε ἄν ἤθελε νά τήν ἀποφύγει, ἐντούτοις, ἐνεργώντας ὡς ὀρθόδοξος ἱεράρχης, ἀκολουθεῖ πιστά τήν προτροπή τοῦ Κυρίου «ὁ ποιμήν ὁ καλός τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων αὐτοῦ» (Ἰωάν. ι΄, 11-13). Ἔχοντας βαθιά ριζωμένο στή σκέψη του ὅτι «Παράδοσις τοῦ Ἔθνους καί τῆς Ἐκκλησίας μας δέν εἶναι ἡ φυγή ἐν ὄψει κινδύνου, ἀλλ’ ὁ ἀγών μέχρις ἐσχάτων καί ἡ θυσία», ἀρνεῖται τήν κολακευτική πρόταση νά ἐγκαταλείψει τό ποίμνιό του γιά νά σώσει διά τῆς φυγῆς τή ζωή του, διότι ἄν ἔφευγε ἡ συμφορά θά ἦταν μεγαλύτερη. Ὡς καλός καί στοργικός ποιμένας, πού πονεῖ καί ἐνδιαφέρεται εἰλικρινά γιά τά πρόβατά του, παραμένει μέ τό ποίμνιό του, ὅπως ὁ ἴδιος δήλωσε, ὥστε νά προσφέρει κάθε δυνατή προστασία σ’ αὐτό μέχρι τῆς τελευταίας του πνοῆς, ἀποφασισμένος, ἄν χρειαστεῖ, «νά συναπολεσθῇ μετ’ αὐτῶν», ἀκόμα καί ἄν πρόκειται νά ὑποστεῖ μαρτυρικό θάνατο. Πρόταξε τό συμφέρον τοῦ συνόλου, παρά νά ζήσει ὁ ἴδιος μία βολεμένη συμβατική ζωή.
Ὁ ἐθνικός μας ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης στό ποίημά του «9η Ἰουλίου τοῦ 1821», μέ πολύ παραστατικό καί γλαφυρό τρόπο ἔχει ἀπαθανατίσει τήν ἡρωική στάση τοῦ ἐθνομάρτυρα ἀρχιεπισκόπου Κυπριανοῦ. Νά, ἡ ὑπερήφανη καί αὐτοθυσιαστική του ἀπάντηση:
«Δέν θέλω, Κκιόρογλου, ἐγιῶ νά φύω πού τήν Χώραν,
γιατί ἄν φύω, τό κακόν ἐννά γινῇ περίτου.
Θέλω νά μείνω, Κκιόρογλου, τζί ἄς πάν’ νά μέ σκοτώσουν,
ἄς μέ σκοτώσουσιν ἐμέν’ τζί οἱ ἄλλοι νά γλυτώσουν.
Δέν φεύκω, Κκιόρογλου, γιατί, ἄν φύω, ὁ φευκός μου
ἔνα γενῇ θανατικόν εἰς τούς Ρωμιούς τοῦ τόπου.
Νά βάλω τήν συρτοθηλειᾶν εἰς τόν λαιμόν τοῦ κόσμου;
Παρά τό γαίμαν τούς πολλούς ἐν’ κάλλιον τοῦ ‘πισκόπου.»
Τό μένος τῶν Τούρκων ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας δέν ἄργησε νά ἐκδηλωθεῖ. Ὁ Τοῦρκος διοικητής Κιουτσούκ Μεχμέτ μέ τό πρόσχημα τῆς ἀποτροπῆς μελλοντικῆς ἐπαναστατικῆς ἐξέγερσης τῶν Κυπρίων ζήτησε καί πέτυχε τήν ἐκτέλεση τῶν προκρίτων τοῦ νησιοῦ. Τήν 9η Ἰουλίου 1821, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κυπριανός, οἱ τρεῖς Μητροπολίτες, Πάφου Χρύσανθος, Κιτίου Μελέτιος, Κυρηνείας Λαυρέντιος, οἱ Ἡγουμένοι Κύκκου Ἰωσήφ καί Ἁγίου Νεοφύτου Ἰωακείμ Μελισσοβούκα, ὁ οἰκονόμος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Σταυροῦ Ὁμόδους Δοσίθεος, ὁ Ἀρχιδιάκονος Μελέτιος, ἀξιωματοῦχοι τῆς Ἐκκλησίας μας, καί ἄλλοι κληρικοί καί λαϊκοί, 486 συνολικά ἄτομα, θυσιάστηκαν, ὡς «ἁγνά καί ἄμωμα ἱερεία» στόν βωμό τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος. Τό ἐξαίρετο παράδειγμα φιλοπατρίας τους μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ χριστιανική πίστη δέν καταργεῖ τήν ἀγάπη στήν πατρίδα, ἀλλά τῆς δίνει νόημα βαθύτερο καί οὐσιαστικότερο.
Ἡ ἡρωική τους θυσία ἐπιβεβαίωσε γιά ἄλλη μία φορά τήν κλασική καί ἱστορική ρήση τοῦ ἐμβριθοῦς ἱστορικοῦ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, Ἰωάννη Χάκκεττ, ὅτι δηλαδή: «…Ἡ Κυπριακή Εκκλησία διετήρησε τήν λυχνίαν τῆς Πατρίδος καί τῆς Ὀρθοδοξίας σταθερά ἄσβηστη καί εἰς χρόνους κατά τούς ὁποίους χωρίς τήν Ἐκκλησίαν, ἡ λυχνία αὔτη θά εἶχε πρό πολλῶν αἰώνων σβηστεῖ…».
Ἡ 9η Ἰουλίου 1821 ἀποτελεῖ, ἔκτοτε, ἕνα μεγάλο ἱστορικό σταθμό στήν ἱστορία τῆς ἰδιαίτερής μας πατρίδας καί τήν πιό ἱερή σπονδή στόν βωμό τῆς Ἐλευθερίας. Ἡ ἡρωική θυσία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κυπριανοῦ, μαζί μέ τή θυσία τῶν λοιπῶν Ἐθνομαρτύρων χαράκτηκε στή συνείδηση τοῦ Κυπριακοῦ λαοῦ ὡς φάρος ἑνός ὑψηλοῦ καί ἀδιάλειπτου καθοδηγητικοῦ χρέους, γιά συνέχιση τοῦ ἀγώνα γιά τήν ἐλευθερία τῆς πολυτλήμονος πατρίδας μας.
Ἐν κατακλείδι, παραθέτουμε τήν προφητική προτροπή, πού ὁ ἴδιος ὁ Ἐθνομάρτυρας Κυπριανός εἶχε γράψει στό Ἰδρυτικό Ἔγγραφο τῆς Ἑλληνικῆς Σχολῆς Λευκωσίας: «Θνῆσκε ὑπέρ πίστεως καί μάχου ὑπέρ πατρίδος καθότι οἱ ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος ἀγωνιζόμενοι καί ὑπό Θεοῦ στεφανοῦνται καί παρά τοῖς ἀνθρώποις ἐγκωμιάζονται».