Πήγες εις το Μεσολόγγι
την ημέρα του Χριστού,
μέρα που άνθισαν οι λόγγοι
για το τέκνο του Θεού.
Σου ‘λθε εμπρός λαμποκοπώντας
η Θρησκεία μ’ ένα σταυρό,
και το δάκτυλο κινώντας
οπού ανεί τον ουρανό,
«σ’ αυτό», εφώναξε, «το χώμα
στάσου ολόρθη, Ελευθεριά!».
Και φιλώντας σου το στόμα
μπαίνει μες στην εκκλησιά.
Εις την τράπεζα σιμώνει,
και το σύγνεφο το αχνό
γύρω γύρω της πυκνώνει
που σκορπάει το θυμιατό.
Αγρικάει την ψαλμωδία
οπού εδίδαξεν αυτή·
βλέπει τη φωταγωγία
στους Αγίους εμπρός χυτή.
Από τον Ύμνον εις την Ελευθερίαν του Διονύσιου Σολωμού