Στο πλευρό των δασκάλων που επέτρεψαν στους μαθητές τους τη συμμετοχή στη Θεία Κοινωνία με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή να καλούνται να δώσουν εξηγήσεις (!) στην προϊστάμενη αρχή τους, την Διεύθυνση Πρωτοβάθμια Εκπαίδευσης Ηρακλείου, βρίσκεται ο Παγκρήτιος Σύνδεσμος Θεολόγων.
Γραφείο ρεπορτάζ ope.gr
Όλα ξεκίνησαν ανήμερα της εορτής των Τριών Ιεραρχών στο Ηράκλειο όταν με την άδεια των κηδεμόνων τους μαθητές εκκλησιάστηκαν. Ορισμένοι από αυτούς θέλησαν να Κοινωνήσουν, με τους δασκάλους τους να τους το επιτρέπουν. Το αξιοπερίεργο είναι ότι κάποιος προέβη σε καταγγελία έναντι των δασκάλων υποστηρίζοντας ότι οι μαθητές δεν είχαν άδεια από τους γονείς τους για να Κοινωνήσουν. Κάτι εξωπραγματικό για την τάξη της Εκκλησίας καθώς το Σώμα και το Αίμα του Χριστού δεν απαιτούν έγγραφη συναίνεση για να τα λάβει ένα μέλος της, αλλά κατάλληλη προετοιμασία. Αυτά δείχνουν να είναι ψιλά γράμματα στις ημέρες μας καθώς ορισμένοι εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι από τη Θεία Μετάληψη μπορεί να γίνει μετάδοση του κορωνοϊού! Άλλωστε αυτός ήταν και ο στόχος της καταγγελίας.
Μάλιστα, ο Προϊστάμενος της Πρωτοβάθμιας Διεύθυνσης Ηρακλείου κάλεσε σε απολογία τους δασκάλους ζητώντας τους εξηγήσεις για το περιστατικό. Πάντως και η ίδια η Διεύθυνση φαίνεται να βρίσκεται σε σύγχυση καθώς σε ανακοίνωση της ανέφερε ότι είναι άλλο ο εκκλησιασμός και άλλο η συμμετοχή στη μετάληψη!
Από την πλευρά του ο Παγκρήτιος Σύνδεσμος Θεολόγων τονίζει ότι είναι εντελώς εσφαλμένο να εγκαλούνται εκπαιδευτικοί και να καλούνται σε απολογία επειδή έπραξαν με ευσυνειδησία το έργο τους, σύμφωνα με τις γνώσεις και την εμπειρία τους, προς όφελος των μαθητών τους καθώς, θεμελιώδες για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς είναι η συμμετοχή μας στη Θεία Λειτουργία, κέντρο και κορύφωση της οποίας είναι η Θεία Ευχαριστία. “Είναι επομένως αδιανόητο να εγκαλούνται εκπαιδευτικοί – αλλά και εργαζόμενοι οιουδήποτε κλάδου – επειδή ενήργησαν ακριβώς όπως όλοι οι συνάδελφοί τους ενεργούν πάντοτε χωρίς να έχουν ενημερωθεί πως «οι κανόνες άλλαξαν».”, αναφέρουν.
Καταλήγοντας η τοποθέτηση των Θεολόγων της Κρήτης επισημαίνει προς εκπαιδευτικούς, γονείς και πιστούς:
“Θα παρακαλέσουμε λοιπόν, με τον δέοντα σεβασμό, τη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης του Νομού Ηρακλείου να στηρίξει τους συναδέλφους εκπαιδευτικούς στο έργο τους.
Παρακαλούμε επίσης τους γονείς να λάβουν υπ’ όψιν τα παραπάνω για να μπορέσουν χωρίς ενδοιασμούς να προχωρήσουν πλέον οι ίδιοι μαζί με τα παιδιά τους στο μεγάλο βήμα, τη Θεία Μετάληψη, ώστε συν τω χρόνω να αξιωθούν να ζήσουν την ευχάριστη έκπληξη ως προς την ποιότητα της ζωής τους και της ζωής των παιδιών τους.
Τέλος, στους εμπλεκόμενους αδελφούς μας δασκάλους, που έχουν πέσει θύματα αυτών των παρεξηγήσεων, εκφράζουμε την αμέριστη συμπαράστασή μας και τους ευχόμαστε ευλογία και δύναμη από Θεού στο δύσκολο και τόσο σημαντικό έργο τους”.
ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ Η ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ:
Ο Παγκρήτιος Σύνδεσμος Θεολόγων για το ζήτημα των δασκάλων, που επέτρεψαν στους μαθητές τους τη συμμετοχή στη Θεία Κοινωνία
Πληροφορηθήκαμε από τα ΜΜΕ ότι ο προϊστάμενος Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ηρακλείου κάλεσε σε απολογία τη διευθύντρια και τους δασκάλους δημοτικού σχολείου του Ηρακλείου, διότι μαθητές του κατά τον σχολικό εκκλησιασμό για την εορτή των Τριών Ιεραρχών, συμμετείχαν στη Θεία Κοινωνία χωρίς να έχει προηγηθεί η συγκατάθεση των γονιών τους.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα: «Οι γονείς δεν θεώρησαν αυτονόητο ότι η συγκατάθεσή τους για εκκλησιασμό ισοδυναμεί και με συγκατάθεση για μετάληψη των παιδιών και εξαιτίας της πανδημίας ανησύχησαν. Το περιστατικό απασχόλησε όλη τη χώρα».
Η είδηση συνεχίζει αναφέροντας ότι ο προϊστάμενος Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης «ξεκαθαρίζει ότι άλλο ο εκκλησιασμός και άλλο η συμμετοχή στη μετάληψη.
Μάλιστα, ο ίδιος έχει κινήσει τη διαδικασία της προκαταρκτικής εξέτασης στο πλαίσιο της οποίας οι τρεις εκπαιδευτικοί πέρασαν το κατώφλι της Πρωτοβάθμιας και έδωσαν σε πολύ φορτισμένο κλίμα εξηγήσεις, και τώρα καλούνται να καταθέσουν και γραπτώς, εν είδει υπομνήματος, τα όσα συνέβησαν».
Θεωρούμε επιτακτική ανάγκη ως θεολόγοι εκπαιδευτικοί, χωρίς να εισερχόμαστε στο έργο και στα καθήκοντα καμίας προϊσταμένης θεσμικής αρχής της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως, με πλήρη σεβασμό προς το πρόσωπο του προϊσταμένου της Διευθύνσεως Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης του Νομού Ηρακλείου, να εξηγήσουμε σε κάθε ενδιαφερόμενο:
1. Είναι εντελώς εσφαλμένο να εγκαλούνται εκπαιδευτικοί και να καλούνται σε απολογία επειδή έπραξαν με ευσυνειδησία το έργο τους, σύμφωνα με τις γνώσεις και την εμπειρία τους, προς όφελος των μαθητών τους. Η πρακτική αυτή, κατά τη γνώμη μας, οδηγεί συνολικά τους εκπαιδευτικούς σε ανασφάλεια ως προς τη σχέση τους με τις προϊστάμενες αρχές του κλάδου τους και απαξίωση των ιδίων ως φυσικά πρόσωπα καθώς και του μόχθου τους από το ίδιο το ελληνικό κράτος.
Θεμελιώδες για εμάς τους Ορθόδοξους Χριστιανούς είναι η συμμετοχή μας στη Θεία Λειτουργία, κέντρο και κορύφωση της οποίας είναι η Θεία Ευχαριστία.
Αυτό ισχύει από τους λόγους του Χριστού για το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας το οποίο ως γνωστόν παρέδωσε κατά τον Μυστικό Δείπνο.
Η ενότητά μας με τον Χριστό πραγματώνεται από τούτη τη ζωή με τη Θεία Μετάληψη. Σχετικά με τον εκκλησιασμό των μαθητών των σχολείων, το μόνο ουσιαστικό κώλυμα (για πολύ σημαντικούς λόγους) είναι ότι στη Θεία Κοινωνία συμμετέχουν μόνον οι Ορθόδοξοι χριστιανοί μαθητές.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, δεν ήταν δυνατόν να φανταστούν οι συνάδελφοι δάσκαλοι ότι η κατάσταση αυτή υποτίθεται ότι έχει αλλάξει, χωρίς προηγούμενη έγγραφη ενημέρωσή τους. Ούτε φυσικά ότι οι γονείς όταν δίνουν άδεια στα παιδιά τους να πάνε στην Εκκλησία τους απαγορεύουν να κοινωνήσουν χωρίς αυτό να το γνωστοποιήσουν στους εκπαιδευτικούς που θα τα συνοδεύσουν.
Είναι επομένως αδιανόητο να εγκαλούνται εκπαιδευτικοί – αλλά και εργαζόμενοι οιουδήποτε κλάδου – επειδή ενήργησαν ακριβώς όπως όλοι οι συνάδελφοί τους ενεργούν πάντοτε χωρίς να έχουν ενημερωθεί πως «οι κανόνες άλλαξαν».
2. Προξενεί θλίψη χριστιανοί ορθόδοξοι γονείς να δυσαρεστούνται επειδή τα παιδιά τους προσήλθαν να μεταλάβουν το άχραντο σώμα και αίμα του σωτήρα μας Ιησού Χριστού στο μυστήριο της Θείας Κοινωνίας.
Δυστυχώς βρισκόμαστε σε εποχή πλήρους συγχύσεως εξαιτίας της άγνοιας της πνευματικής μας κληρονομιάς και του υποβιβασμού της Ορθόδοξης πίστης και ζωής σε μια άχρωμη ιδεολογία γενικής και αόριστης «καλοσύνης», χωρίς συνειδητή πνευματική ζωή που να στοχεύει στο μέγιστο αγαθό, την ένωση με τον Θεό και την αιώνια ζωή μαζί του.
Να επισημάνουμε ότι για την κατάσταση αυτή υπάρχει επίσης και η προσωπική μας ευθύνη να γνωρίζουμε την αλήθεια.
Με αδελφική αγάπη να πληροφορήσουμε όποιον θα ήθελε να γνωρίζει ότι ο Ιησούς Χριστός είπε: «Εγώ είμαι ο ζωντανός άρτος (ψωμί), που κατέβηκε από τον ουρανό. Όποιος φάει αυτόν τον άρτο, θα ζήσει αιώνια. Και ο άρτος, που θα δώσω στον κόσμο, είναι η σάρκα μου, την οποία θα προσφέρω υπέρ της ζωής του κόσμου. Εκείνος που τρώει το σώμα μου και πίνει το αίμα μου, βρίσκεται μέσα μου και εγώ μέσα του, έχει αιώνια ζωή και θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα» (αναλυτικά, στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, κεφάλαιο 6, στίχοι 47-58).
Συνεπώς, η συμμετοχή στη Θεία Κοινωνία δεν είναι δευτερεύουσας σημασίας, αλλά αποτελεί το θεμέλιο της χριστιανικής ζωής, γι’ αυτό είναι σημαντικό οι χριστιανοί γονείς να συμμετέχουν οι ίδιοι και να γίνονται παραδείγματα προς μίμηση στα παιδιά τους ώστε με την κατάλληλη πνευματική προετοιμασία να βιώνουν μέσα στην ψυχή τους τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, σύμφωνα με όσα Εκείνος δίδαξε.
Η συμμετοχή στη Θεία Κοινωνία συμβάλει καθοριστικά στην πνευματική και ηθική καλλιέργεια των παιδιών, στην ποιότητα της ζωής και των σχέσεών τους όχι μόνο με το Θεό, αλλά και με τους γύρω τους, ακόμη και με τον ίδιο τον εαυτό τους.
Όποιος έχει αμφιβολίες για τα παραπάνω (και είναι θεμιτό και συχνά εποικοδομητικό να υπάρχουν αμφιβολίες) ας διαβάσει το Ευαγγέλιο και ας γνωρίσει τη ζωή των σύγχρονων αγίων, διότι η ζωή τους αποτελεί την πρακτική εφαρμογή του.
3. Είναι απολύτως επιβεβαιωμένο από την πείρα αιώνων ότι από τη Θεία Κοινωνία δεν μεταδίδονται ιοί και μικρόβια, όσο επικίνδυνα κι αν είναι. Αυτό συμβαίνει διότι η Θεία Κοινωνία είναι το πανάγιο σώμα και αίμα του Ιησού Χριστού ο οποίος έγινε άνθρωπος για να χαρίσει στον άνθρωπο τη σωτηρία, την αθανασία, την αιώνια ζωή όχι την ασθένεια ή τον θάνατο.
Το θαυμαστό γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται όχι μόνο διαχρονικά από την πείρα των Ορθόδοξων χριστιανών, αλλά και από σημαντικό αριθμό γιατρών, εκ των οποίων διακρίνονται καθηγητές πανεπιστημίων που έχουν αποφανθεί σχετικά.
Επιβεβαιώνεται όμως περίτρανα και από τους αρνητές του, οι οποίοι ενώ αρκούνται να προτρέπουν τους χριστιανούς να μην κοινωνούν (για να μη «μολυνθούν») και λοιδορούν με φανατισμό όσους δεν συμμορφώνονται με τις «προτροπές» τους, όμως δεν έχουν να επιδείξουν ούτε ένα στοιχείο ότι μέσω της Θείας Κοινωνίας μεταδόθηκε ποτέ ασθένεια.
Αν συνέβαινε μετάδοση ασθενειών από τη Θεία Κοινωνία δεν θα ήταν δυνατόν να αποκρυβεί. Κατ’ αρχάς, θα αυξάνονταν κατακόρυφα οι ασθενείς με τα μεταδιδόμενα νοσήματα, ειδικά έπειτα από τις ημέρες, κατά τις οποίες παραδοσιακά κοινωνούν οι χριστιανοί, όπως η πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Σαρακοστής (Κυριακή της Ορθοδοξίας).
Αυτό θα είχε παρατηρηθεί και καταγραφεί εδώ και αιώνες. Τα πρώτα θύματα θα ήταν οι κληρικοί της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Θα ασθενούσαν και θα πέθαιναν από αυτήν την αιτία. Κι αυτό διότι όλοι μετά από κάθε Θεία Λειτουργία «καταλύουν» μέχρι την τελευταία σταγόνα της Θείας Κοινωνίας, που απἐμεινε στο άγιο ποτήριο, χρησιμοποιώντας την ίδια ιερή λαβίδα («κουταλάκι»), με την οποία κοινώνησαν προηγουμένως όλοι οι χριστιανοί.
Ιδίως οι ιερείς που υπηρετούν σε νοσοκομεία, καθώς και οι ιεραπόστολοι ιερείς, που τελούν τη Θεία Λειτουργία στις χώρες του τρίτου κόσμου, όπου συχνά εξαπλώνονται μολυσματικές νόσοι, θα έπρεπε να έχουν αποδεκατιστεί (μαζί με όλο τον χριστιανικό πληθυσμό). Και φυσικά η Εκκλησία δεν θα είχε καθιερώσει αυτόν τον τρόπο συμμετοχής στη Θεία Κοινωνία, αν διαπίστωνε ότι εξολοθρεύει τους χριστιανούς.
Πολλές τοποθετήσεις και δημοσιεύσεις επιστημόνων για το θέμα μπορεί ο ενδιαφερόμενος να μελετήσει συγκεντρωμένες στο άρθρο του εκλεκτού συναδέλφου θεολόγου και μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου του Παγκρητίου Συνδέσμου Θεολόγων κ. Θεοδώρου Ρηγινιώτη «Είναι ασφαλές να κοινωνούμε;», που δημοσιεύεται στο διαδίκτυο.
Θα παρακαλέσουμε λοιπόν, με τον δέοντα σεβασμό, τη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης του Νομού Ηρακλείου να στηρίξει τους συναδέλφους εκπαιδευτικούς στο έργο τους.
Παρακαλούμε επίσης τους γονείς να λάβουν υπ’ όψιν τα παραπάνω για να μπορέσουν χωρίς ενδοιασμούς να προχωρήσουν πλέον οι ίδιοι μαζί με τα παιδιά τους στο μεγάλο βήμα, τη Θεία Μετάληψη, ώστε συν τω χρόνω να αξιωθούν να ζήσουν την ευχάριστη έκπληξη ως προς την ποιότητα της ζωής τους και της ζωής των παιδιών τους.
Τέλος, στους εμπλεκόμενους αδελφούς μας δασκάλους, που έχουν πέσει θύματα αυτών των παρεξηγήσεων, εκφράζουμε την αμέριστη συμπαράστασή μας και τους ευχόμαστε ευλογία και δύναμη από Θεού στο δύσκολο και τόσο σημαντικό έργο τους.
Με αγάπη Χριστού προς όλους
Παγκρήτιος Σύνδεσμος Θεολόγων