Ἐπισκόπου Ὠρεῶν Φιλοθέου,
Ἀρχιγραμματέως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Μητροπολιτικός Ἱ. Ναός Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου Δράμας
Τρίτη 3 Μαΐου 2022
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Ὁ ἀναστάσιμος αὐτός χαιρετισμός, ὁ ὁποῖος ταυτόχρονα ἀποτελεῖ καί τήν ὁμολογία τῆς πίστεως τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν κατά τήν διάρκεια τῆς τεσσαρακονθήμερης αὐτῆς Πασχάλιας περιόδου, μᾶς συγκλονίζει περισσότερο κάθε φορά πού καλούμαστε νά τόν ἐκφέρουμε τήν ὥρα τῆς θλίψεως καί τῆς ἀπορίας, οἱ ὁποῖες προκαλοῦνται μετά τήν αἰφνίδια ἔξοδο ἑνός ἀνθρώπου ἀπό τήν παροῦσα ζωή.
Τέτοιες ὧρες εἶναι πού ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ὁ χαιρετισμός αὐτός δέν εἶναι ἕνα ἁπλό ἔθιμο. Ὅτι ἡ Ἀνάσταση δέν ἀφορᾶ κάποιους ὀνειροπόλους, ρομαντικούς, ἴσως καί ἀφελεῖς ἀνθρώπους, ἀλλά ἀφορᾶ τήν διακινδύνευση τοῦ νά ἀποδεχθοῦμε τό ἀδύνατο γιά τήν λογική, τό πέρασμα, δηλαδή, ἀπό τήν θνητότητα στήν «ὄντως ζωή», στήν ἀπαρχή μιᾶς «ἄλλης βιοτῆς», τῆς αἰωνίου, ἐκεῖ πού ἡ ζωή «περισσεύει».
Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμε, Σεπτέ Πρωθιεράρχα τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος,
Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Ξάνθης καί Περιθεωρίου κ. Παντελεῆμον, Ἐκπρόσωπε τῆς Αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου καί Τοποτηρητά τῆς ἀπορφανισθείσης Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας,
Σεβασμιώτατοι καί Θεοφιλέστατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Εὐλαβέστατοι Πρεσβύτεροι καί Διάκονοι,
Ὁσιώτατοι Μοναχοί καί Μοναχές,
Ἐντιμότατοι Ἄρχοντες,
Λαέ τοῦ Κυρίου πενθηφόρε,
Δέκα μόλις ἡμέρες πέρασαν ἀπό τότε πού μέσα ἀπό τό κενό Μνημεῖο ἀκούσαμε τό «καινόν» Μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί, ἰδού, ἀτενίζοντας ἐν τῷ μέσῳ τοῦ πανσέπτου αὐτοῦ Μητροπολιτικοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τόν μακαριστό πλέον Μητροπολίτη Δράμας κυρό Παῦλο ἄπνουν, καλούμαστε ὅλοι, κατά τούς λόγους τοῦ χρυσορρήμονος πατρός καί διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας ἁγίου Ἰωάννου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως: «Νά κηρύξουμε τό νόημα αὐτῆς τῆς σωτηρίου ἡμέρας. Νά διακηρύξουμε τήν νέκρωση τοῦ διαβόλου, τήν αἰχμαλωσία τῶν ἀκαθάρτων δαιμόνων, τήν σωτηρία τῶν χριστιανῶν, τήν ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση» [1].
Πρῶτος ἱεροκῆρυξ αὐτοῦ τοῦ «φαιδροῦ» τῆς Ἀναστάσεως κηρύγματος γίνεται ὁ ἴδιος ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Παῦλος διότι πορευόμενος στόν παρόντα βίο πίστεψε στόν Ἀναστάντα, προσοικειώθηκε τό κήρυγμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, πέθανε γιά τόν κόσμο μέ τήν μοναχική ἀφιέρωσή του στήν Ἐκκλησία τοῦ Ἀναστάντος καί, ὡς λειτουργός τῶν Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, κήρυξε «τρανῶς» καί «πεπαρρησιασμένως» τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μπορεῖ καί ἐγείρει τούς νεκρούς. Καί ἐγκατέλειψε τήν παροῦσα ζωή μετά τήν Θεία Λειτουργία καί τήν κοινωνία τοῦ Ἀναστημένου Σώματος καί Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, λουσμένος μέσα στό ἀναστάσιμο φῶς, μέ τό «Χριστός Ἀνέστη» στά χείλη καί τήν καρδιά, «ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (Α΄ Πετρ. 2, 21).
Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Δράμας κυρός Παῦλος (κατά κόσμον Ἀλέξανδρος) Ἀποστολίδης, ἐγεννήθη στήν Βέροια τῆς Μακεδονίας κατά τό ἔτος 1963, ἕλκοντας τήν καταγωγή ἀπό τήν ἀλησμόνητη γῆ τοῦ Πόντου.
Ἀνατράφηκε «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου» ἀπό τούς εὐσεβεῖς γονεῖς του, ἰδίως τήν καλή του μητέρα, ἀπό τούς ὁποίους διδάχθηκε τήν ὀρθόδοξη εὐσέβεια τῆς Ρωμηοσύνης στά ὅρια τῆς ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Ναούσης, ὅπου ἦταν καί ἡ πατρική του οἰκία.
Μετά τίς ἐγκύκλιες σπουδές του βρέθηκε ὡς ἱεροσπουδαστής στήν ᾿Εκκλησιαστική Σχολή Λαμίας, ὅπου συνδέθηκε πνευματικά μέ δύο ξεχωριστές μορφές κληρικῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀγάθωνος: τόν Ἡγούμενό της Ἀρχιμανδρίτη Γερμανό Δημᾶκο καί τόν ἁγιασμένο Γέροντα Βησσαρίωνα Κορκολιᾶκο, τοῦ ὁποίου τό σκήνωμα παραμένει ἀδιαλώβητο καί μαρτυρεῖ τήν κοινή καί καθολική Ἀνάσταση.
Σημαντικό ρόλο στήν πνευματική του κατάρτιση διαδραμάτισε ἡ ἀπό τά μαθητικά του χρόνια ἐπαφή μέ τά ἱερά σκηνώματα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τίς Ἱερές Μονές Διονυσίου καί Ἁγίου Παύλου, τήν Ἱερά Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης καί τόν μακαριστό Καθηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Μεγίστης Λαύρας, Γέροντα Ἀθανάσιο, μέ τόν ὁποῖον διατηροῦσε τακτική ἀλληλογραφία.
Διάκονος χειροτονήθηκε τό ἔτος 1983 ὑπό τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Βεροίας κυροῦ Παύλου, ὁ ὁποῖος ἐκτιμώντας τό ἦθος καί τόν χαρακτήρα του, τοῦ προσέφερε τιμητικά τό ὄνομά του —Παῦλος— διαβλέποντας ἴσως καί τόν ἱεραποστολικό ζῆλο, τόν ὁποῖο εἶχε ὁ νέος τότε διάκονος.
Μόλις κατέστη πτυχιοῦχος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τό ἔτος 1988, χειροτονήθηκε ἀπό τόν μακαριστό Γέροντά του Πρεσβύτερος καί Ἀρχιμανδρίτης καί ὑπηρέτησε ἀρχικά ἐπί τριετία ὡς Ἐφημέριος τοῦ Ἱ. Ναοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, Πολιούχου Βεροίας.
Τό ἔτος 1991 διορίσθηκε Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Σουμελᾶ Βερμίου Ὄρους, ὅπου, μέ τήν εὐλογία τοῦ Γέροντός του, ἀρχικά, καί ἀπό τό 1994 σέ ἄριστη συνεργασία μέ τόν νέο Ποιμενάρχη του, Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Βεροίας κ. Παντελεήμονα, καθώς καί μέ τά κατά καιρούς μέλη τῶν Διοικητικῶν Συμβουλίων τοῦ Ἱεροῦ Ἱδρύματος, ἐπιδόθηκε στήν διακονία τῶν πολυπληθῶν προσκυνητῶν μέ φόβο Θεοῦ, αἴσθημα εὐθύνης, ἀγάπη καί διάκριση. Μεταξύ πολλῶν, ἐπιμελήθηκε τό κειμηλιοφυλάκιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ὅπου ἔχουν ἐναποτεθεῖ ἱερά ἀντικείμενα προερχόμενα ἀπό τόν Πόντο, μεγάλης συναισθηματικῆς καί ἱστορικῆς ἀξίας, ἐνῶ φρόντισε ἰδιαιτέρως καί τά τῆς ἀναδείξεως τοῦ ἁγιολογικοῦ πλούτου τοῦ Πόντου, μέ τήν μετακομιδή στό Βέρμιο ἱερῶν ἀποτμημάτων ἐκ τῶν λειψάνων τῶν κτητόρων τῆς Παναγίας Σουμελᾶ τοῦ Πόντου, Ὁσίων Βαρνάβα καί Σωφρονίου, ἀλλά καί τοῦ πολιούχου τῆς Τραπεζοῦντος, Ἁγίου Εὐγενίου.
Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Παῦλος ὑπῆρξε ἕνας ἐκ τῶν πλέον πεπαιδευμένων Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀφοῦ ἦταν κάτοχος μεταπτυχιακοῦ διπλώματος ἀπό τό ἔτος 1995, μελετήσας ἰδιαιτέρως τήν προσωπικότητα καί τό ἔργο τοῦ Μητροπολίτου Τραπεζοῦντος Χρυσάνθου Φιλιππίδου, μετέπειτα Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, ἀλλά καί Διδάκτωρ τῆς Θεολογίας τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ἀπό τό ἔτος 2002, μέ θέμα τῆς διατριβῆς του: «Ἡ Μητρόπολη Ροδοπόλεως – Τό Ζήτημα τῶν Ἐξαρχειῶν τοῦ Πόντου».
Ἡ παρουσία του στήν Σουμελᾶ καί ἡ ἐκεῖ ἐργασία του, ὅπως καί ἡ εὐρύτερη δράση του ὡς κληρικοῦ καί ἐπιστήμονος, ὁδήγησε τήν Σεπτή Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὑπό τήν προεδρία τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου κυροῦ Χριστοδούλου, νά τόν προκρίνει εἰς διαδοχήν τοῦ ἀοιδίμου Μητροπολίτου Δράμας κυροῦ Διονυσίου τήν 6η Ὀκτωβρίου 2005, τῆς χειροτονίας του τελεσθείσης στόν Μητροπολιτικό Ἱερό Ναό Ἀθηνῶν τήν 9η Ὀκτωβρίου.
Ἡ ἐνθρόνισή του πραγματοποιήθηκε τήν 19η Νοεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους στόν ἱερό Τόπο, στόν ὁποῖο ὅλοι μας καί σήμερα εὑρισκόμεθα. Τήν ἡμέρα ἐκείνη, μεταξύ πολλῶν καί σημαντικῶν λόγων, τούς ὁποίους ὁ τότε νέος Μητροπολίτης Παῦλος ἀπηύθυνε πρός τό πλήρωμα τῆς κατά τήν Δράμα Ἐκκλησίας, εἶπε καί τά ἑξῆς: «…Ἐρχόμενος πρός ὑμᾶς, τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά καί περιπόθητα ἤ μᾶλλον σταλείς ὑπό τῆς πνοῆς τοῦ Παναγίου Πνεύματος τοῦ συγκροτοῦντος τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας, ἵσταμαι ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν, οὐχί διά νά κηρύξω ἐμαυτόν, ἀλλά τό Εὐαγγέλιον καί τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ…»[2].
Οἱ ἀνωτέρω λόγοι εἶναι ἐνδεικτικοί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος τοῦ Μητροπολίτου Παύλου, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπίγνωση τῆς παρουσίας καί τῆς διακονίας του στήν Ἐκκλησία. Γνώριζε ὅτι εἶναι, ὅπως ὁ κάθε Ἐπίσκοπος καί γενικῶς ὁ κάθε ἐργάτης στό πνευματικό γεώργιον τοῦ Θεοῦ, «ἀπεσταλμένος». Ὁ Θεός τόν ἔστειλε διά τῆς Ἐκκλησίας καί μάλιστα μέ συγκεκριμένο στόχο καί σκοπό: νά κηρύσσει Χριστόν, Ἐσταυρωμένον καί Ἀναστάντα, καί νά δρᾶ πάντοτε παραπεμπτικά πρός Ἐκεῖνον, τόν ἀποστέλλοντα τούς ἐκλεκτούς Αὐτοῦ, μέ τούς λόγους, τούς τρόπους, τήν συναναστροφή του, καταθέτοντας συγκεκριμένη μαρτυρία, αὐτήν τῆς ἀεί ἐρχομένης, ἀλλά καί διαρκῶς παρούσης ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Παῦλος ἐποίμανε ἐπί δεκαεπτά σχεδόν ἔτη τήν ἐν Δράμᾳ παροικοῦσα Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, προσφέροντας χάριν Αὐτῆς, ἀλλά καί τῆς καθόλου Ἐκκλησίας κάθε χάρισμα τό ὁποῖο τοῦ δόθηκε ἀπό τόν Δωρεοδότη Κύριο καί γι᾿ αὐτό ἀξιώθηκε νά ζήσει μεγάλες χαρές καί νά λάβει οὐράνιες εὐλογίες κατά τό διάστημα αὐτό, ὅπως τό κορυφαῖο γιά τήν σύγχρονη ἱστορία τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας γεγονός, τῆς Ἁγιοκατατάξεως, ἐν ἔτει 2008ῳ, τοῦ Ὁσίου καί Θεοφόρου πατρός ἡμῶν Γεωργίου τοῦ Καρσλίδου, καθώς καί τήν ἀνέγερση καί τόν ἐγκαινιασμό Ἱεροῦ Ναοῦ πρός τιμήν τοῦ προκατόχου του, Ἱερομάρτυρος Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου, τοῦ ἀπό Δράμας, κατά τό ἔτος 2016.
Ἕτεροι ὁμιλητές, ἁρμοδιότεροι τοῦ ὁμιλοῦντος, θά ἀναφερθοῦν στό ἔργο τοῦ ἀοιδίμου Μητροπολίτου στήν εὐλογημένη αὐτή Ἐπαρχία, διότι ἔζησαν ἀπό κοντά τήν εὐεργετική παρουσία τοῦ μακαρίου Ἐπισκόπου στόν τόπο αὐτό. Τό βέβαιο εἶναι ὅτι ὁ Μητροπολίτης Δράμας Παῦλος Ἀποστολίδης δέν ὑπῆρξε μόνο «θρόνων διάδοχος» τῶν ὄντως σπουδαίων Προκατόχων του Μητροπολιτῶν, ἀλλά καί «τρόπων μέτοχος» στόν βίο καί τά καλά τους ἔργα, ἐμπνεόμενος ἀπό τόν ἐν Ἁγίοις ἔνδοξο Ἱερομάρτυρα Χρυσόστομο Καλαφάτη, συγκρινόμενος μέ τόν λογιώτατο Βασίλειο Κομβόπουλο καί συνεχίζοντας καθοριστικά τό ἔργο τοῦ ἀνεξικάκου, ἐναρέτου καί ταπεινοῦ Διονυσίου Κυράτσου, τοῦ καί ἀμέσου Προκατόχου του.
Ὁ Μητροπολίτης Δράμας Παῦλος ὑπῆρξε τιμιώτατο μέλος τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί πάντοτε μέ παρρησία καί θάρρος ἐξέφραζε τήν γνώμη του γιά τά ζητήματα πού ἀπασχολοῦν τήν Αὐτοκέφαλο Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀλλά καί εὐρύτερα τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σέ ὅλο τόν κόσμο. Σεβόταν ὑπερβαλλόντως τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί δέν παρέλειπε νά ἐκφράζει τήν εὐγνωμοσύνη του πρός τήν Μεγάλη Ἐκκλησία, γιά ὅσα προσέφερε καί προσφέρει πρός τό εὐσεβές Γένος μας, τονίζοντας ἐν ταὐτῷ ὅτι «ἡ ἐν Ἑλλάδι Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία τιμητικῶς καί ὀφειλετικῶς λειτουργεῖ ὡς προμαχών καί θώραξ καί προφυλακή τοῦ πανσέπτου Οἰκουμενικοῦ θρόνου. Ἰσχυρά δέ Αὐτοκέφαλος ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησία δύναται ν’ ἀποτελέσῃ ἀνατρεπτικόν παράγοντα καί τεῖχος ὀχυρώτατον κατά τῶν ἐπιβουλευομένων αὐτήν»[3].
Ἀγαποῦσε καί τήν Πατρίδα μέ γνήσιο πατριωτισμό, δίχως νά ἐκπίπτει στήν φοβερή αἵρεση τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ, ἡ ὁποία τόσα δεινά προξενεῖ στήν Ἐκκλησία καί τό Γένος. Σταθερός στήν ἑλληνική συνείδηση γιά τήν γῆ τῆς Μακεδονίας, τήν ὁποία ἐξύμνησε μέ δύναμη καί μαχητικότητα. Ἄρρηκτα συνδεδεμένος μέ τόν Πόντο, ἀληθινός ἐραστής τῶν Ἁγίων του, τῶν ἱερῶν προσκυνημάτων καί σεβασμάτων του, μά καί αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων του. Ἕλληνας πραγματικός, διαρκῶς ἐμπνεόμενος ἀπό τήν Ἑλληνική Παιδεία μέ τά οἰκουμενικά καί πανανθρώπινα μηνύματα.
Πρώτιστα, ὅμως, ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης Δράμας Παῦλος ἀγάπησε τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, στήν Ὁποία παρέμεινε ἀφοσιωμένος ὅσο τίποτε ἄλλο. Καί τοῦτο γιατί γνώριζε ὅτι στήν Ἐκκλησία φανερώνεται ὁ Ἀναστάς Χριστός, τόν Ὁποῖον ἔχει τόση ἀνάγκη ὁ κόσμος. Καί ἡ τελευταία ὁμιλία του, τό τελευταῖο του κήρυγμα, πού ἔγινε μόλις πρό τριῶν ἡμερῶν, τό περασμένο Σάββατο, ἐπί τῇ ἱερᾷ Μνήμῃ τῶν Ἁγίων ἐν Ναούσῃ Νεομαρτύρων, ἐνώπιον Ὑμῶν, Μακαριώτατε Πάτερ καί Δέσποτα, ὑπῆρξε ἕνας ὕμνος πρός τόν Ἀναστάντα Κύριο καί τούς αὐτόπτες μάρτυρες τῆς παρουσίας Του, μία ἀληθινή Ὁμολογία Πίστεως:
«Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου, δόξα σοι!», ἀναφώνησε ὁ μακάριος Μητροπολίτης καί συνέχισε: «…Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό θεμέλιο τῆς πίστεώς μας… Ἡ ζωή τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ὑπέροχη. Τό βλέπουμε στά ὁλόφωτα πρόσωπα τῶν ἁγίων τῆς πίστεώς μας. Ὁ χριστιανός, σύμφωνα μέ τούς λόγους τοῦ Χριστοῦ, ἀπό ἐδῶ ἔχει γεύση τῆς αἰωνίου ζωῆς· «ὁ τόν λόγον μου ἀκούων καί πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωήν αἰώνιον». Δέν εἶπε ὅτι θά ἔχει στό μέλλον, ἀλλά ὅτι ἤδη ἔχει ζωή αἰώνια. Οἱ ἀπόστολοι καί οἱ ἅγιοι αἰσθάνονταν ἔντονα μέσα τους τήν πνευματική ἀνάσταση καί τήν αἰώνια ζωή, ὥστε περιφρονοῦσαν τόν σωματικό θάνατο. Αὐτή εἶναι ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας, νά ἑνώσει ὅλους τούς πιστούς μέ τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι δευτερεύοντα».
Αὐτά τά τελευταῖα λόγια τοῦ μακαριστοῦ Ἱεράρχου, ὁ «ἐπίλογος» τῆς πορείας του τό ἔτος 2022, εὑρίσκονται σέ ἄμεση σχέση μέ τόν «πρόλογο» τοῦ Ἐνθρονιστηρίου πρός ὑμᾶς λόγου του, πατέρες καί ἀδελφοί Δραμινοί, τό ἔτος 2005: «…Πάσχα Κυρίου εὐαγγελίζομαι ὑμῖν, ἀγαπητά τέκνα, μέ τήν ποιμαντορικήν ράβδον, δᾷδα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀμήν.». Καί ὁ λόγος του ὄντως ἐγένετο βέβαιος!
Μακαριώτατε,
Ἐπιτρέψατέ μου νά κατακλείσω τόν λόγο, παραφράζοντας τόν στίχο ἑνός ἀπό τά πολλά ποιήματα στήν ποντιακή διάλεκτο, τά ὁποῖα ἀγάπησε καί τραγούδησε ὁ προκείμενος μακαριστός Ἀρχιερεύς. Εἶναι τό ποίημα «Πόντος! Ἐν’ ἄστρον φωτεινόν» τοῦ Γεωργίου Σαρακενίδη, τό ὁποῖο ἀναφέρεται στόν Πόντο καί ταπεινά θεωρῶ ὅτι ἁρμόζει θαυμαστά μέ τήν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν μακαριστό Ἱεράρχη:
«Παῦλος ὁ Μητροπολίτης Δράμας!
Ἐν’ ἄστρον φωτεινόν ὀψέ, ὀσήμερον καί πάντα.»
Καλή Ἀνάσταση, ἀοίδιμε Μητροπολῖτα Δράμας κυρέ Παῦλε! Νά ἔχουμε τήν ἁγία εὐχή Σου! Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος!
[1] Ἰω. Χρυσοστόμου, Λόγος εἰς τήν τριήμερον Ἀνάστασιν.
[2] Περιοδικόν «ΕΚΚΛΗΣΙΑ», ἔτος ΠΒ΄, τχ. 11, Δεκέμβριος 2005 σελ. 903.
[3] Περιοδικόν «ΕΚΚΛΗΣΙΑ», ὅ.π., σελ. 906.