Επικαιρότητα
03 Μαΐου, 2022

Ε­πι­κή­δειος Λόγος στον αοί­δι­μο Μη­τρο­πο­λί­τη Δράμας κυ­ρό Παύλο (Αποστολίδη) (1963 – 2022) 

Διαδώστε:

Ἐ­πι­σκό­που Ὠ­ρεῶν Φι­λο­θέου,

Ἀρ­χι­γραμ­μα­τέως τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου

τῆς Ἐκ­κλη­σίας τῆς Ἑλ­λάδος

Μητροπολιτικός Ἱ. Ναός Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου Δράμας

Τρίτη 3 Μαΐου 2022

 ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

Ὁ ἀ­να­στά­σι­μος αὐ­τός χαι­ρε­τι­σμός, ὁ ὁ­ποῖος ταυ­τό­χρονα ἀ­πο­τε­λεῖ καί τήν ὁ­μο­λο­γία τῆς πί­στεως τῶν ὀρ­θο­δό­ξων χρι­στι­α­νῶν κατά τήν δι­άρ­κεια τῆς τεσ­σα­ρα­κον­θή­με­ρης αὐ­τῆς Πα­σχά­λιας πε­ρι­ό­δου, μᾶς συγ­κλο­νί­ζει πε­ρισ­σό­τερο κάθε φορά πού κα­λού­μα­στε νά τόν ἐκ­φέ­ρουμε τήν ὥρα τῆς θλί­ψεως καί τῆς ἀ­πο­ρίας, οἱ ὁποῖες προ­κα­λοῦν­ται μετά τήν αἰ­φνί­δια ἔ­ξοδο ἑ­νός ἀν­θρώ­που ἀπό τήν πα­ροῦσα ζωή.

Τέ­τοιες ὧ­ρες εἶ­ναι πού ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε ὅτι ὁ χαι­ρε­τι­σμός αὐ­τός δέν εἶ­ναι ἕνα ἁ­πλό ἔ­θιμο. Ὅτι ἡ Ἀνά­σταση δέν ἀ­φορᾶ κά­ποι­ους ὀ­νει­ρο­πό­λους, ρο­μαν­τι­κούς, ἴ­σως καί ἀ­φε­λεῖς ἀν­θρώ­πους, ἀλλά ἀφορᾶ τήν διακινδύνευση τοῦ νά ἀ­πο­δε­χθοῦμε τό ἀ­δύ­νατο γιά τήν λο­γική, τό πέ­ρα­σμα, δηλαδή, ἀπό τήν θνη­τό­τητα στήν «ὄν­τως ζωή», στήν ἀπαρχή μιᾶς «ἄλ­λης βι­ο­τῆς», τῆς αἰ­ω­νίου, ἐ­κεῖ πού ἡ ζωή «πε­ρισ­σεύει».

Μα­κα­ρι­ώ­τατε Ἀρ­χι­ε­πί­σκοπε Ἀ­θη­νῶν καί πά­σης Ἑλ­λά­δος κ. Ἱ­ε­ρώ­νυμε, Σε­πτέ Πρω­θι­ε­ράρχα τῆς Ἁ­γι­ω­τά­της Ἐκ­κλη­σίας τῆς Ἑλ­λά­δος,

Σε­βα­σμι­ώ­τατε Μη­τρο­πο­λῖτα Ξάν­θης καί Πε­ρι­θε­ω­ρίου κ. Παν­τε­λε­ῆ­μον, Ἐκ­πρό­σωπε τῆς Αὐ­τοῦ Θει­ο­τά­της Πα­να­γι­ό­τη­τος τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­άρ­χου κ. Βαρ­θο­λο­μαίου καί Το­πο­τη­ρητά τῆς ἀ­πορ­φα­νι­σθεί­σης Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λεως Δρά­μας,

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι καί Θε­ο­φι­λέ­στα­τοι Ἅ­γιοι Ἀρ­χι­ε­ρεῖς,

Εὐ­λα­βέ­στα­τοι Πρε­σβύ­τε­ροι καί Δι­ά­κο­νοι,

Ὁ­σι­ώ­τα­τοι Μο­να­χοί καί Μο­να­χές,

Ἐν­τι­μό­τα­τοι Ἄρ­χον­τες,

Λαέ τοῦ Κυ­ρίου πεν­θη­φόρε,

 

Δέκα μό­λις ἡ­μέ­ρες πέ­ρα­σαν ἀπό τότε πού μέσα ἀπό τό κενό Μνη­μεῖο ἀ­κού­σαμε τό «και­νόν» Μή­νυμα τῆς Ἀ­να­στά­σεως τοῦ Χρι­στοῦ καί, ἰ­δού, ἀ­τε­νί­ζον­τας ἐν τῷ μέσῳ τοῦ παν­σέ­πτου αὐ­τοῦ Μη­τρο­πο­λι­τι­κοῦ Ἱ­ε­ροῦ Ναοῦ τόν μα­κα­ρι­στό πλέον Μη­τρο­πο­λίτη Δρά­μας κυρό Παῦλο ἄ­πνουν, κα­λού­μα­στε ὅ­λοι, κατά τούς λό­γους τοῦ χρυ­σορ­ρή­μο­νος πα­τρός καί δι­δα­σκά­λου τῆς Ἐκ­κλη­σίας ἁ­γίου Ἰ­ω­άν­νου, Πα­τρι­άρ­χου Κων­σταν­τι­νου­πό­λεως: «Νά κη­ρύ­ξουμε τό νό­ημα αὐ­τῆς τῆς σω­τη­ρίου ἡ­μέ­ρας. Νά δι­α­κη­ρύ­ξουμε τήν νέ­κρωση τοῦ δι­α­βό­λου, τήν αἰχμα­λω­σία τῶν ἀ­κα­θάρ­των δαι­μό­νων, τήν σω­τη­ρία τῶν χρι­στι­α­νῶν, τήν ἐκ νε­κρῶν ἀ­νά­σταση» [1].

Πρῶ­τος ἱ­ε­ρο­κῆ­ρυξ αὐ­τοῦ τοῦ «φαι­δροῦ» τῆς Ἀ­να­στά­σεως κη­ρύ­γμα­τος γί­νε­ται ὁ ἴ­διος ὁ μα­κα­ρι­στός Μη­τρο­πο­λί­της Παῦ­λος δι­ότι πο­ρευ­ό­με­νος στόν πα­ρόντα βίο πί­στεψε στόν Ἀ­να­στάντα, προ­σοι­κει­ώ­θηκε τό κή­ρυγμα τῆς Βα­σι­λείας τοῦ Θεοῦ, πέ­θανε γιά τόν κό­σμο μέ τήν μο­να­χική ἀ­φι­έ­ρωσή του στήν Ἐκ­κλη­σία τοῦ Ἀνα­στάν­τος καί, ὡς λει­τουρ­γός τῶν Μυ­στη­ρίων τοῦ Θεοῦ, κή­ρυξε «τρα­νῶς» καί «πε­παρ­ρη­σι­α­σμέ­νως» τά με­γα­λεῖα τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁ­ποῖος μπο­ρεῖ καί ἐ­γεί­ρει τούς νε­κρούς. Καί ἐγ­κα­τέ­λειψε τήν πα­ροῦσα ζωή μετά τήν Θεία Λει­τουρ­γία καί τήν κοι­νω­νία τοῦ Ἀ­να­στη­μέ­νου Σώ­μα­τος καί Αἵ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, λου­σμέ­νος μέσα στό ἀ­να­στά­σιμο φῶς, μέ τό «Χρι­στός Ἀ­νέ­στη» στά χείλη καί τήν καρ­διά, «ἡ­μῖν ὑπολιμ­πά­νων ὑ­πο­γραμ­μόν, ἵνα ἐ­πα­κο­λου­θή­σω­μεν τοῖς ἴ­χνε­σιν αὐ­τοῦ» (Α΄ Πετρ. 2, 21).

Ὁ μα­κα­ρι­στός Μη­τρο­πο­λί­της Δρά­μας κυ­ρός      Παῦ­λος (κατά κό­σμον Ἀ­λέ­ξαν­δρος) Ἀ­πο­στο­λί­δης, ἐ­γεν­νήθη στήν Βέ­ροια τῆς Μα­κε­δο­νίας κατά τό ἔ­τος 1963, ἕλ­κον­τας τήν κα­τα­γωγή ἀπό τήν ἀ­λη­σμό­νητη γῆ τοῦ Πόν­του.

Ἀ­να­τρά­φηκε «ἐν παι­δείᾳ καί νου­θε­σίᾳ Κυ­ρίου» ἀπό τούς εὐ­σε­βεῖς γο­νεῖς του, ἰ­δίως τήν καλή του μη­τέρα, ἀπό τούς ὁ­ποί­ους δι­δά­χθηκε τήν ὀρ­θό­δοξη εὐ­σέ­βεια τῆς Ρω­μηο­σύ­νης στά ὅ­ρια τῆς ἐ­νο­ρίας τοῦ Ἁ­γίου Δη­μη­τρίου Να­ού­σης, ὅ­που ἦ­ταν καί ἡ πα­τρική του οἰ­κία.

Μετά τίς ἐγ­κύ­κλιες σπου­δές του βρέ­θηκε ὡς ἱ­ε­ρο­σπου­δα­στής στήν ᾿Εκ­κλη­σι­α­στική Σχολή Λα­μίας, ὅ­που συ­ν­δέθηκε πνευ­μα­τικά μέ δύο ξε­χω­ρι­στές μορ­φές κλη­ρι­κῶν τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Ἀ­γά­θω­νος: τόν Ἡ­γού­μενό της Ἀρ­χι­μαν­δρίτη Γερ­μανό Δη­μᾶκο καί τόν ἁ­γι­α­σμένο Γέ­ροντα Βησ­σα­ρί­ωνα Κορ­κο­λι­ᾶκο, τοῦ ὁ­ποίου τό σκή­νωμα πα­ρα­μέ­νει ἀ­δι­α­λώ­βητο καί μαρ­τυ­ρεῖ τήν κοινή καί κα­θο­λική Ἀ­νά­σταση.

Ση­μαν­τικό ρόλο στήν πνευ­μα­τική του κα­τάρ­τιση δι­α­δρα­μά­τισε ἡ ἀπό τά μα­θη­τικά του χρό­νια ἐπαφή μέ τά ἱ­ερά σκη­νώ­ματα τοῦ Ἁ­γίου Ὄ­ρους, τίς Ἱ­ε­ρές Μο­νές Δι­ο­νυ­σίου καί Ἁ­γίου Παύ­λου, τήν Ἱ­ερά Σκήτη τῆς Ἁ­γίας Ἄν­νης καί τόν μα­κα­ρι­στό Κα­θη­γού­μενο τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς τῆς Με­γί­στης Λαύ­ρας, Γέ­ροντα Ἀ­θα­νά­σιο, μέ τόν ὁ­ποῖον διατηροῦσε τα­κτική ἀλ­λη­λο­γρα­φία.

Δι­ά­κο­νος ­χει­ρο­το­νήθηκε τό ἔ­τος 1983 ὑπό τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ Μη­τρο­πο­λί­του Βε­ροίας κυ­ροῦ Παύ­λου, ὁ ὁποῖος ἐ­κτι­μών­τας τό ἦ­θος καί τόν χα­ρα­κτήρα του, τοῦ προ­σέ­φερε τι­μη­τικά τό ὄ­νομά του —Παῦ­λος— δι­α­βλέ­πον­τας ἴσως καί τόν ἱ­ε­ρα­πο­στο­λικό ζῆλο, τόν ὁ­ποῖο εἶχε ὁ νέος τότε δι­ά­κο­νος.

Μό­λις κα­τέ­στη πτυ­χι­οῦ­χος τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Πα­νε­πι­στη­μίου Θεσ­σα­λο­νί­κης τό ἔ­τος 1988, χει­ρο­το­νήθηκε ἀπό τόν μα­κα­ρι­στό Γέ­ροντά του Πρε­σβύ­τε­ρος καί Ἀρ­χι­μαν­δρί­της καί ὑ­πη­ρέ­τησε ἀρ­χικά ἐπί τρι­ε­τία ὡς Ἐ­φη­μέ­ριος τοῦ Ἱ. Ναοῦ Ἁ­γίου Ἀν­τω­νίου, Πο­λι­ού­χου Βε­ροίας.

Τό ἔ­τος 1991 ­δι­ο­ρί­σθηκε Ἡ­γού­με­νος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Πα­να­γίας Σου­μελᾶ Βερ­μίου Ὄ­ρους, ὅ­που, μέ τήν εὐ­λο­γία τοῦ Γέ­ρον­τός του, ἀρ­χικά, καί ἀπό τό 1994 σέ ἄρι­στη συ­νερ­γα­σία μέ τόν νέο Ποι­με­νάρχη του, Σε­βα­σμι­ώ­τατο Μη­τρο­πο­λίτη Βε­ροίας κ. Παν­τε­λε­ή­μονα, κα­θώς καί μέ τά κατά και­ρούς μέλη τῶν Δι­οι­κη­τι­κῶν Συμ­βου­λίων τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Ἱ­δρύ­μα­τος, ἐ­πι­δό­θηκε στήν δι­α­κο­νία τῶν πο­λυ­πλη­θῶν προ­σκυ­νη­τῶν μέ φόβο Θεοῦ, αἴ­σθημα εὐ­θύ­νης, ἀ­γάπη καί δι­ά­κριση. Με­ταξύ πολ­λῶν, ἐ­πι­με­λή­θηκε τό κει­μη­λι­ο­φυ­λά­κιο τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς, ὅπου ἔ­χουν ἐ­να­πο­τε­θεῖ ἱ­ερά ἀν­τι­κεί­μενα προ­ερ­χό­μενα ἀπό τόν Πόντο, με­γά­λης συ­ναι­σθη­μα­τι­κῆς καί ἱ­στο­ρι­κῆς ἀ­ξίας, ἐνῶ φρόν­τισε ἰ­δι­αι­τέ­ρως καί τά τῆς ἀ­να­δεί­ξεως τοῦ ἁ­γι­ο­λο­γι­κοῦ πλού­του τοῦ Πόν­του, μέ τήν με­τα­κο­μιδή στό Βέρ­μιο ἱ­ε­ρῶν ἀ­πο­τμη­μά­των ἐκ τῶν λει­ψά­νων τῶν κτη­τό­ρων τῆς Πα­να­γίας Σου­μελᾶ τοῦ Πόντου, Ὁ­σίων Βαρ­νάβα καί Σω­φρο­νίου, ἀλλά καί τοῦ πο­λι­ού­χου τῆς Τρα­πε­ζοῦν­τος, Ἁ­γίου Εὐ­γε­νίου.

Ὁ μα­κα­ρι­στός Μη­τρο­πο­λί­της Παῦ­λος ὑ­πῆρξε ἕ­νας ἐκ τῶν πλέον πε­παι­δευ­μέ­νων Ἱ­ε­ραρ­χῶν τῆς Ἐκ­κλη­σίας τῆς Ἑλ­λά­δος, ἀ­φοῦ ἦ­ταν κά­το­χος με­τα­πτυ­χι­α­κοῦ δι­πλώ­μα­τος ἀπό τό ἔ­τος 1995, με­λε­τή­σας ἰ­δι­αι­τέ­ρως τήν προ­σω­πι­κό­τητα καί τό ἔργο τοῦ Μη­τρο­πο­λί­του Τρα­πε­ζοῦν­τος Χρυ­σάν­θου Φι­λιπ­πί­δου, με­τέ­πειτα Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Ἀ­θη­νῶν, ἀλλά καί Δι­δά­κτωρ τῆς Θε­ο­λο­γίας τοῦ Ἀρι­στο­τε­λείου Πα­νε­πι­στη­μίου Θεσ­σα­λο­νί­κης ἀπό τό ἔτος 2002, μέ θέμα τῆς δι­α­τρι­βῆς του: « Μη­τρό­πολη Ρο­δο­πό­λεως – Τό Ζή­τημα τῶν Ἐ­ξαρ­χειῶν τοῦ Πόν­του».

Ἡ πα­ρου­σία του στήν Σου­μελᾶ καί ἡ ἐ­κεῖ ἐρ­γα­σία του, ὅ­πως καί ἡ εὐ­ρύ­τερη δράση του ὡς κλη­ρι­κοῦ καί ἐπι­στή­μο­νος, ὁ­δή­γησε τήν Σε­πτή Ἱ­ε­ραρ­χία τῆς Ἐκ­κλη­σίας τῆς Ἑλ­λά­δος, ὑπό τήν προ­ε­δρία τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που κυ­ροῦ Χρι­στο­δού­λου, νά τόν προ­κρί­νει εἰς δι­α­δο­χήν τοῦ ἀ­οι­δί­μου Μη­τρο­πο­λί­του Δρά­μας κυ­ροῦ Δι­ο­νυ­σίου τήν 6η Ὀ­κτω­βρίου 2005, τῆς χει­ρο­το­νίας του τε­λε­σθεί­σης στόν Μη­τρο­πο­λι­τικό Ἱ­ερό Ναό Ἀ­θη­νῶν τήν 9η Ὀ­κτω­βρίου.

Ἡ ἐν­θρό­νισή του ­πρα­γμα­το­ποι­ήθηκε τήν 19η Νο­εμ­βρίου τοῦ ἰ­δίου ἔ­τους στόν ἱ­ερό Τόπο, στόν ὁ­ποῖο ὅ­λοι μας καί σή­μερα εὑ­ρι­σκό­μεθα. Τήν ἡ­μέρα ἐ­κείνη, με­ταξύ πολ­λῶν καί ση­μαν­τι­κῶν λό­γων, τούς ὁ­ποί­ους ὁ τότε νέος Μη­τρο­πο­λί­της Παῦ­λος ἀ­πηύ­θυνε πρός τό πλή­ρωμα τῆς κατά τήν Δράμα Ἐκ­κλη­σίας, εἶπε καί τά ἑ­ξῆς: «…Ἐρ­χό­με­νος πρός ὑ­μᾶς, τέ­κνα ἐν Κυ­ρίῳ ἀ­γα­πητά καί πε­ρι­πό­θητα ἤ μᾶλ­λον στα­λείς ὑπό τῆς πνοῆς τοῦ Πα­να­γίου Πνεύ­μα­τος τοῦ συγ­κρο­τοῦν­τος τόν θε­σμόν τῆς Ἐκ­κλη­σίας, ἵ­στα­μαι ἐν τῷ μέσῳ ἡ­μῶν, οὐχί διά νά κη­ρύξω ἐ­μαυ­τόν, ἀλλά τό Εὐ­αγ­γέ­λιον καί τήν Βα­σι­λείαν τοῦ Θεοῦ…»[2].

Οἱ ἀνωτέρω λό­γοι εἶ­ναι ἐν­δει­κτι­κοί τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ φρο­νή­μα­τος τοῦ Μη­τρο­πο­λί­του Παύ­λου, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐ­πί­γνωση τῆς πα­ρου­σίας καί τῆς δι­α­κο­νίας του στήν Ἐκ­κλη­σία. Γνώ­ριζε ὅτι εἶ­ναι, ὅ­πως ὁ κάθε Ἐ­πί­σκο­πος καί γε­νι­κῶς ὁ κάθε ἐρ­γά­της στό πνευ­μα­τικό γε­ώρ­γιον τοῦ Θεοῦ, «ἀ­πε­σταλ­μέ­νος». Ὁ Θεός τόν ἔ­στειλε διά τῆς Ἐκ­κλη­σίας καί μά­λι­στα μέ συγ­κε­κρι­μένο στόχο καί σκοπό: νά κη­ρύσ­σει Χρι­στόν, Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νον καί Ἀνα­στάντα, καί νά δρᾶ πάν­τοτε πα­ρα­πεμ­πτικά πρός Ἐ­κεῖ­νον, τόν ἀ­πο­στέλ­λοντα τούς ἐ­κλε­κτούς Αὐ­τοῦ, μέ τούς λό­γους, τούς τρό­πους, τήν συ­να­να­στροφή του, κα­τα­θέ­τον­τας συγ­κε­κρι­μένη μαρ­τυ­ρία, αὐ­τήν τῆς ἀεί ἐρ­χο­μέ­νης, ἀλλά καί δι­αρ­κῶς πα­ρού­σης ἐν τῇ Ἐκ­κλη­σίᾳ, Βα­σι­λείας τοῦ Θεοῦ.

Ὁ μα­κα­ρι­στός Μη­τρο­πο­λί­της Παῦ­λος ἐ­ποί­μανε ἐπί δε­κα­ε­πτά σχε­δόν ἔτη τήν ἐν Δράμᾳ πα­ροι­κοῦσα Ἐκ­κλη­σία τοῦ Χρι­στοῦ, προ­σφέ­ρον­τας χά­ριν Αὐ­τῆς, ἀλλά καί τῆς κα­θό­λου Ἐκ­κλη­σίας κάθε χά­ρι­σμα τό ὁ­ποῖο τοῦ ­δόθηκε ἀπό τόν Δω­ρε­ο­δότη Κύ­ριο καί γι᾿ αὐτό ἀ­ξι­ώ­θηκε νά ζή­σει με­γά­λες χα­ρές καί νά λά­βει οὐ­ρά­νιες εὐ­λο­γίες κατά τό δι­ά­στημα αὐτό, ὅ­πως τό κο­ρυ­φαῖο γιά τήν σύγ­χρονη ἱ­στο­ρία τῆς το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σίας γε­γο­νός, τῆς Ἁ­γι­ο­κα­τα­τά­ξεως, ἐν ἔ­τει 2008ῳ, τοῦ Ὁ­σίου καί Θε­ο­φό­ρου πα­τρός ἡ­μῶν Γε­ωρ­γίου τοῦ Καρ­σλί­δου, καθώς καί τήν ἀ­νέ­γερση καί τόν ἐγ­και­νι­α­σμό Ἱ­ε­ροῦ Ναοῦ πρός τι­μήν τοῦ προ­κα­τό­χου του, Ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος Μη­τρο­πο­λί­του Σμύρ­νης Χρυ­σο­στό­μου, τοῦ ἀπό Δρά­μας, κατά τό ἔ­τος 2016.

Ἕ­τε­ροι ὁ­μι­λη­τές, ἁρ­μο­δι­ό­τε­ροι τοῦ ὁ­μι­λοῦν­τος, θά  ἀ­να­φερ­θοῦν στό ἔργο τοῦ ἀ­οι­δί­μου Μη­τρο­πο­λί­του στήν εὐ­λο­γη­μένη αὐτή Ἐ­παρ­χία, δι­ότι ἔ­ζη­σαν ἀπό κοντά τήν εὐ­ερ­γε­τική πα­ρου­σία τοῦ μα­κα­ρίου Ἐ­πι­σκό­που στόν τόπο αὐτό. Τό βέ­βαιο εἶ­ναι ὅτι ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Δρά­μας Παῦ­λος Ἀ­πο­στο­λί­δης δέν ὑ­πῆρξε μό­νο «θρό­νων δι­ά­δο­χος» τῶν ὄν­τως σπου­δαίων Προ­κα­τό­χων του Μη­τρο­πο­λι­τῶν, ἀλλά καί «τρό­πων μέ­το­χος» στόν βίο καί τά καλά τους ἔργα, ἐμ­πνε­ό­με­νος ἀπό τόν ἐν Ἁ­γί­οις ἔν­δοξο Ἱ­ε­ρο­μάρ­τυρα Χρυ­σό­στομο Κα­λα­φάτη, συγ­κρι­νό­με­νος μέ τόν λο­γι­ώ­τατο Βα­σί­λειο Κομ­βό­πουλο καί συ­νε­χί­ζοντας κα­θο­ρι­στικά τό ἔργο τοῦ ἀ­νε­ξι­κά­κου, ἐ­να­ρέ­του καί τα­πει­νοῦ Δι­ο­νυ­σίου Κυ­ράτ­σου, τοῦ καί ἀ­μέ­σου Προ­κα­τό­χου του.

Ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Δρά­μας Παῦ­λος ὑ­πῆρξε τι­μι­ώ­τατο μέ­λος τῆς σε­πτῆς Ἱ­ε­ραρ­χίας τῆς Ἐκ­κλη­σίας τῆς Ἑλ­λά­δος καί πάν­τοτε μέ παρ­ρη­σία καί θάρ­ρος ἐ­ξέ­φραζε τήν γνώμη του γιά τά ζη­τή­ματα πού ἀ­πα­σχο­λοῦν τήν Αὐ­το­κέ­φαλο Ἐκ­κλη­σία τῆς Ἑλ­λά­δος, ἀλλά καί εὐ­ρύ­τερα τήν Ὀρ­θό­δοξη Ἐκ­κλη­σία σέ ὅλο τόν κό­σμο. Σεβόταν ὑπερβαλλόντως τό Οἰ­κου­με­νικό Πα­τρι­αρ­χεῖο καί δέν πα­ρέ­λειπε νά ἐκ­φρά­ζει τήν εὐ­γνω­μο­σύνη του πρός τήν Με­γάλη Ἐκ­κλη­σία, γιά ὅσα προ­σέ­φερε καί προ­σφέ­ρει πρός τό εὐ­σε­βές Γέ­νος μας, το­νί­ζον­τας ἐν ταὐτῷ ὅτι «ἡ ἐν Ἑλ­λάδι Αὐ­το­κέ­φα­λος Ἐκ­κλη­σία τι­μη­τι­κῶς καί ὀ­φει­λε­τι­κῶς λει­τουρ­γεῖ ὡς προ­μα­χών καί θώ­ραξ καί προ­φυ­λακή τοῦ παν­σέ­πτου Οἰ­κου­με­νι­κοῦ θρό­νου. Ἰ­σχυρά δέ Αὐ­το­κέ­φα­λος ἐν Ἑλ­λάδι Ἐκ­κλη­σία δύ­να­ται ν’ ἀ­πο­τε­λέσῃ ἀ­να­τρε­πτι­κόν πα­ρά­γοντα καί τεῖ­χος ὀχυ­ρώ­τα­τον κατά τῶν ἐ­πι­βου­λευ­ο­μέ­νων αὐ­τήν»[3].

Ἀ­γα­ποῦσε καί τήν Πα­τρίδα μέ γνή­σιο πα­τρι­ω­τι­σμό, δί­χως νά ἐκ­πί­πτει στήν φο­βερή αἵ­ρεση τοῦ ἐ­θνο­φυ­λε­τι­σμοῦ, ἡ ὁ­ποία τόσα δεινά προ­ξε­νεῖ στήν Ἐκ­κλη­σία καί τό Γέ­νος. Στα­θε­ρός στήν ἑλ­λη­νική συ­νεί­δηση γιά τήν γῆ τῆς Μα­κε­δο­νίας, τήν ὁ­ποία ἐ­ξύ­μνησε μέ δύ­ναμη καί μα­χη­τι­κό­τητα. Ἄρ­ρη­κτα συν­δε­δε­μέ­νος μέ τόν Πόντο, ἀ­λη­θι­νός ἐ­ρα­στής τῶν Ἁ­γίων του, τῶν ἱ­ε­ρῶν προ­σκυ­νη­μά­των καί σε­βα­σμά­των του, μά καί αὐ­τῶν τῶν ἀν­θρώ­πων του. Ἕλ­λη­νας πρα­γμα­τι­κός, δι­αρ­κῶς ἐμ­πνε­ό­με­νος ἀπό τήν Ἑλ­λη­νική Παι­δεία μέ τά οἰ­κου­με­νικά καί πα­ναν­θρώ­πινα μη­νύ­ματα.

Πρώ­τι­στα, ὅ­μως, ὁ ἀ­οί­δι­μος Μη­τρο­πο­λί­της Δρά­μας Παῦ­λος ἀ­γά­πησε τήν Ἐκ­κλη­σία τοῦ Χρι­στοῦ, στήν Ὁ­ποία πα­ρέ­μεινε ἀ­φο­σι­ω­μέ­νος ὅσο τί­ποτε ἄλλο. Καί τοῦτο γι­ατί γνώ­ριζε ὅτι στήν Ἐκ­κλη­σία φα­νε­ρώ­νε­ται ὁ Ἀ­να­στάς Χρι­στός, τόν Ὁ­ποῖον ἔ­χει τόση ἀ­νάγκη ὁ κό­σμος. Καί ἡ τε­λευ­ταία ὁ­μι­λία του, τό τε­λευ­ταῖο του κή­ρυ­γμα, πού ἔ­γινε μό­λις πρό τριῶν ἡ­με­ρῶν, τό πε­ρα­σμένο Σάβ­βατο, ἐπί τῇ ἱ­ερᾷ Μνήμῃ τῶν Ἁ­γίων ἐν Να­ούσῃ Νε­ο­μαρ­τύ­ρων, ἐ­νώ­πιον Ὑ­μῶν, Μα­κα­ρι­ώ­τατε Πά­τερ καί Δέ­σποτα, ὑ­πῆρξε ἕ­νας ὕ­μνος πρός τόν Ἀ­να­στάντα Κύ­ριο καί τούς αὐ­τό­πτες μάρ­τυ­ρες τῆς πα­ρου­σίας Του, μία ἀ­λη­θινή Ὁ­μο­λο­γία Πί­στεως:

«Ὁ Κύ­ριός μου καί ὁ Θεός μου, δόξα σοι!», ἀ­να­φώ­νησε ὁ μα­κά­ριος Μη­τρο­πο­λί­της καί συ­νέ­χισε: «…Ἡ ἀνά­σταση τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι τό θε­μέ­λιο τῆς πί­στεώς μας… Ἡ ζωή τοῦ χρι­στι­α­νοῦ εἶ­ναι ὑ­πέ­ροχη. Τό βλέ­πουμε στά ὁ­λό­φωτα πρό­σωπα τῶν ἁ­γίων τῆς πί­στεώς μας. Ὁ χρι­στι­α­νός, σύμ­φωνα μέ τούς λό­γους τοῦ Χρι­στοῦ, ἀπό ἐδῶ ἔ­χει γεύση τῆς αἰ­ω­νίου ζωῆς· «ὁ τόν λό­γον μου ἀκούων καί πι­στεύων τῷ πέμ­ψαντί με ἔ­χει ζωήν αἰ­ώ­νιον». Δέν εἶπε ὅτι θά ἔ­χει στό μέλ­λον, ἀλλά ὅτι ἤδη ἔ­χει ζωή αἰ­ώ­νια. Οἱ ἀπό­στο­λοι καί οἱ ἅ­γιοι αἰ­σθά­νον­ταν ἔν­τονα μέσα τους τήν πνευ­μα­τική ἀ­νά­σταση καί τήν αἰ­ώ­νια ζωή, ὥ­στε πε­ρι­φρο­νοῦ­σαν τόν σω­μα­τικό θά­νατο. Αὐτή εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­στολή τῆς Ἐκ­κλη­σίας, νά ἑ­νώ­σει ὅ­λους τούς πι­στούς μέ τό πρό­σωπο τοῦ Θε­αν­θρώ­που Χρι­στοῦ. Ὅλα τά ἄλλα εἶ­ναι δευ­τε­ρεύ­οντα».

Αὐτά τά τε­λευ­ταῖα λό­για τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ Ἱ­ε­ράρ­χου, ὁ «ἐ­πί­λο­γος» τῆς πο­ρείας του τό ἔ­τος 2022, εὑ­ρί­σκον­ται σέ ἄ­μεση σχέση μέ τόν «πρό­λογο» τοῦ Ἐν­θρο­νι­στη­ρίου πρός ὑ­μᾶς λό­γου του, πα­τέ­ρες καί ἀ­δελ­φοί Δρα­μι­νοί, τό ἔ­τος 2005: «…Πά­σχα Κυ­ρίου εὐ­αγ­γε­λί­ζο­μαι ὑ­μῖν, ἀ­γα­πητά τέ­κνα, μέ τήν ποι­μαν­το­ρι­κήν ρά­βδον, δᾷ­δα τῆς Ὀρ­θο­δο­ξίας. Ἀ­μήν.». Καί ὁ λό­γος του ὄν­τως ἐγέ­νετο βέ­βαιος!

 

Μα­κα­ρι­ώ­τατε,

Ἐ­πι­τρέ­ψατέ μου νά κα­τα­κλείσω τόν λόγο, πα­ρα­φρά­ζον­τας τόν στίχο ἑ­νός ἀπό τά πολλά ποι­ή­ματα στήν πον­τι­ακή δι­ά­λε­κτο, τά ὁ­ποῖα ἀ­γά­πησε καί τρα­γού­δησε ὁ προ­κεί­με­νος μα­κα­ρι­στός Ἀρ­χι­ε­ρεύς. Εἶ­ναι τό ποί­ημα «Πόντος! Ἐν’ ἄστρον φωτεινόν» τοῦ Γε­ωρ­γίου Σα­ρα­κε­νίδη, τό ὁ­ποῖο ἀ­να­φέ­ρε­ται στόν Πόντο καί τα­πεινά θε­ωρῶ ὅτι ἁρ­μό­ζει θαυ­μα­στά μέ τήν συ­νεί­δηση τῆς Ἐκ­κλη­σίας γιά τόν μα­κα­ρι­στό Ἱ­ε­ράρχη:

«Παῦ­λος ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Δρά­μας!

Ἐν’ ἄ­στρον φω­τει­νόν ὀψέ, ὀ­σή­με­ρον καί πάντα.»

 

          Καλή Ἀ­νά­σταση, ἀ­οί­διμε Μη­τρο­πο­λῖτα Δρά­μας κυρέ Παῦλε! Νά ἔ­χουμε τήν ἁ­γία εὐχή Σου! Ἀ­λη­θῶς Ἀνέ­στη ὁ Κύ­ριος!

 

[1]  Ἰω. Χρυσοστόμου, Λόγος εἰς τήν τριήμερον Ἀνάστασιν.

[2] Περιοδικόν «ΕΚΚΛΗΣΙΑ», ἔτος ΠΒ΄, τχ. 11, Δεκέμβριος 2005 σελ. 903.

[3]  Περιοδικόν «ΕΚΚΛΗΣΙΑ», ὅ.π., σελ. 906.

Διαδώστε: