Το Σάββατο, πριν από την Κυριακή της Πεντηκοστής, λέγεται «Σάββατο των Ψυχών» ή Ψυχοσάββατο.
Είναι το δεύτερο από τα δυό Ψυχοσάββατα του έτους (το πρώτο επιτελείται το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω). Ο λόγος που το καθιέρωσε η Εκκλησία μας, παρ’ ότι κάθε Σάββατο είναι αφιερωμένο στους κεκοιμημένους, είναι ο εξής:
Επειδή πολλοί κατά καιρούς απέθαναν μικροί ή στην ξενιτιά ή στη θάλασσα ή στα όρη και τους κρημνούς ή και μερικοί, λόγω πτώχειας, δεν αξιώθηκαν των διατεταγμένων μνημοσύνων, «οι θείοι Πατέρες φιλανθρώπως κινούμενοι θέσπισαν το μνημόσυνο αυτό υπέρ πάντων των απ’ αιώνος ευσεβώς τελευτησάντων Χριστιανών».
Τα Κόλλυβα δε που προσφέρουν οι πιστοί κατά τις ημέρες αυτές γίνονται μονον από σιτάρι και έχουν την έννοια, ότι, όπως τα σπέρματα του σιταριού θάβονται στη γη, σαπίζουν και μετά από πολύ καιρό καρπίζουν όμορφα, αγέρωχα και ζωντανά στάχυα, έτσι και ο άνθρωπος: Κατά την Ορθόδοξη Πίστη θάβεται νεκρός στο χώμα, σαπίζει, για να εγερθεί αφθαρτοποιημένος στη Δευτέρα Παρουσία, τότε, που, σύμφωνα με το Σύμβολο της Πίστης μας, «προσδοκούμε ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος».
Απολυτίκιον. Ήχος πλ. δ’.
Ο βάθει σοφίας φιλανθρώπως πάντα οικονομών, και το συμφέρον πάσιν απονέμων, μόνε Δημιουργέ, ανάπαυσον, Κύριε, τας ψυχάς των δούλων σου, εν Σοι γαρ ανέθεντο, τω Ποιητή και Πλάστη και Θεώ ημών.
Κοντάκιον. Ήχος ο αυτός.
Μετά των Αγίων ανάπαυσον, Χριστέ, τας ψυχάς των δούλων σου, ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος.
«Περὶ τῶν ἐν πίστει κεκοιμημένων»
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ
Τὰ νόστιμα καὶ ἀκριβὰ φαγητὰ ὅταν προσφέρονται συχνά, ὄχι μόνο τούς πεινασμένους προκαλοῦν νὰ φᾶνε, ἀλλὰ καὶ τοὺς χορτάτους. Τὸ ἴδιο καὶ τὰ γλυκόπιοτα ποτὰ ὄχι μόνο τους διψασμένους τραβᾶνε, ἀλλὰ καὶ ὅσους ἔχουν πιεῖ. Ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς φιλόπλουτους παρόμοια συμβαίνουν, ἀφοῦ ὅταν ἀποκτήσουν πλοῦτο ἀνεβαίνει ἡ ἀγάπη τοὺς πρὸς αὐτὸν καὶ ἀγωνίζονται καθημερινὰ νὰ τὸν ἐπαυξήσουν.
Λοιπὸν καὶ σᾶς τίμια μέλη τῆς ἐκκλησίας, ἱερεῖς καὶ πατέρες, ἀδελφοὶ καὶ μητέρες καὶ τέκνα ἀγαπητά, δὲν σᾶς ἀνάγκασε ἡ στέρηση τῶν θείων λόγων, οὔτε ἡ δίψα γιὰ τὰ ἱερὰ μαθήματα καὶ τὴ θεόπνευστη γνώση νὰ τρέξετε στὸ λόγο ποὺ τώρά σας προσφέρεται, ἀλλὰ θεοχαρίτωτη ἐπιθυμία πού σας ὁδηγεῖ ψηλότερα σὲ δύναμη καὶ χάρη πνευματική.
Γιατί αὐτὸ ποὺ πολλὲς φορὲς δὲν μποροῦν νὰ βροῦν οἱ τέλειοι, τὸ βρίσκει ἕνα μικρὸ παιδὶ ἤ ἕνας νεοφώτιστος. Καὶ αὐτὸ ποὺ πολλὲς φορὲς δέν τό βρίσκουμε στοὺς τελείους, ἢ μπορεῖ νὰ λείπει ἀπὸ τοὺς τελείους, τὸ βρίσκουμε σ’ ἕνα μικρὸ παιδὶ ἢ ἕνα νεοφώτιστο. Καὶ αὐτὸ ποὺ δὲν πρόσεξαν οἱ σοφοὶ φανερώθηκε σὲ ἀγράμματους, αὐτὸ ποὺ ξέφυγε ἀπὸ τοὺς δασκάλους ᾖρθε καὶ φώτισε μαθητές. Γιὰ μᾶς οὔτε αὐτὸ μπορῶ νὰ τολμήσω νὰ τὸ πῶ, ἀλλὰ ἀφοῦ μαζέψουμε τὶς ρόγες ποὺ ἔμειναν στὸ ἀμπέλι μετὰ τὸν τρύγο, καὶ τὰ στάχυα ποὺ λόγω τῆς πληθώρας ἔμειναν στὸ χωράφι καὶ γενικῶς κάθε καρπὸ ποὺ ἐγκαταλείφθηκε πάνω στὰ δένδρα μετὰ τὴ συγκομιδή, μὲ αὐτά, ἐπαναλαμβάνω, τὰ ἐφόδια θὰ φιλέψουμε ὅσους θέλουν, καὶ πάντα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ βοηθοῦ Θεοῦ ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὸ λόγο μὲ ἔργα καὶ ἀποδείξεις.
Τὸ κούφιο καὶ ἄδειο ἀπὸ κάθε καλὸ καὶ ἀγαπητὸ στὸ Θεὸ πρᾶγμα καὶ ἀπὸ κάθε θεοφιλῆ σκέψη φίδι, ὁ πατημένος κάτω ἀπὸ τὸ πέλμα ἐχθρός, ποὺ κτυπιέται ἀπὸ τὴ φιλαδελφία, ποὺ κομματιάζεται ἀπὸ τὴν πίστη, ποὺ νεκρώνεται ἀπὸ τὴν ἐλπίδα, ποὺ ταράζεται ἀπὸ τὴ συμπάθεια, τὸ παράνομο αὐτὸ φίδι ἐπέπεσε μὲ τρόπο παράνομο καὶ ἄθεσμο πάνω σὲ κάποιους καὶ τοὺς φύτεψε τὴν ἰδέα ὅτι τάχα ὅλα τὰ ἀγαπητὰ στὸν Θεὸ ἔργα σὲ τίποτε δὲν ὠφελοῦν τοὺς πεθαμένους. Ὑπενθυμίζει μάλιστα τὰ χωρία: «Τοὺς ἀπέκλεισε ὁ Θεὸς ἀπ’ αὐτά» (Ἰὼβ 3, 23), καὶ «Ὁ καθένας θὰ ἀποκομίσει ἀνάλογα μὲ ὅσα μὲ τὸ σῶμα του ἔπραξε, εἴτε καλὸ εἴτε κακό» (Β΄ Κορ. 5, 10), καὶ «Ποιὸς θὰ σὲ δοξολογήση στὸν ἄδη;» (Ψαλμ. 6, 6), καὶ «Σὺ θὰ πλήρωσης στὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα του» (Ψαλμ. 61, 13), ἤ τὸ «Ὅ,τι ἔσπειρε ὁ καθένας αὐτὸ καὶ θὰ θερίση» (Γαλ. 6, 7).
Ἀλλὰ θὰ τοὺς ποῦμε: Σοφοὶ ἐσεῖς, ἐρευνῆστε καὶ μάθετε ὅτι εἶναι μεγάλος ὁ φόβος ἀπὸ τὸν Δεσπότη τῶν ὅλων Θεό, ἀλλὰ πιὸ πολὺ ὑπερέχει ἡ ἀγαθότητά του. Καὶ οἱ ἀπειλὲς εἶναι φοβερές, ἀλλ’ ἡ φιλανθρωπία του ἀφάνταστα πιὸ μεγάλη. Τρομακτικὲς εἶναι καὶ οἱ καταδίκες, ἀλλὰ λόγια δὲν βρίσκονται γιὰ τὴν καλωσύνη του.
Ἀκοῦστε τί λέει ἡ θεία Γραφή: Πὼς ὁ Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος στὴ Σιῶν τὴν πόλη τοῦ μεγάλου βασιλέως, ὅταν εἶδε τὸ λαὸ τοῦ θανατωμένο ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, καὶ ἀφοῦ ἐρευνώντας βρῆκε ἀνάμεσά τους εἴδωλα, ἀμέσως πρόσφερε μὲ κάθε εὐλάβεια καὶ ἀγάπη θυσία καθαρτικὴ γιὰ τὸν καθένα ἀπ’ αὐτοὺς στὸν ἕτοιμο γιὰ εὐσπλαχνία Κύριο. Καὶ γι’ αὐτὴ τοῦ τὴν πράξη τὸν θαυμάζει καὶ τὸν ἐπαινεῖ ἡ Γραφή. Ἀλλὰ καὶ οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι, οἱ αὐτόπτες μάρτυρες τοῦ Λόγου, ποὺ σαγήνευσαν τὸν κόσμο, καθόρισαν νὰ γίνεται κατὰ τὴ θεία λειτουργία μνημόνευση τῶν πιστῶν νεκρῶν. Αὐτὴ τὴν παράδοση χωρὶς καμμιὰ ἀντίρρηση τὴν κρατεῖ ἡ ἁπλωμένη στὰ πέρατα τοῦ κόσμου Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ σταθερὰ ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα καὶ μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ὁπωσδήποτε ὄχι ἀλόγιστα τὸ καθιέρωσαν, οὔτε ἄδικα καὶ τυχαία. Γιατί τίποτε ἀνώφελο δὲν παρέλαβε ἡ ἀλάθητη θρησκεία τῶν χριστιανῶν, ἀλλὰ ὅλα ὅσα κρατεῖ στοὺς αἰῶνες σταθερὰ εἶναι καὶ χρήσιμα καὶ ἀρέσουν στὸ Θεὸ καὶ βοηθοῦν στή σωτηρία.
ΠΗΓΗ: ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΚΗΦΙΣΙΑΣ, ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ, ΩΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΜΑΡΑΘΩΝΟΣ