Ο Μητροπολίτης Γουμενίσσης, Αξιουπόλεως και Πολυκάστρου υπέρτιμος και έξαρχος Δυτικής Μακεδονίας κ. Δημήτριος συγγράφει και αποστέλλει θεολογικό κείμενο υπό τον τίτλο: “Λειτουργική ἐμπειρία καί θεολογία (ἡ θεία κοινωνία κατά τή θεολογία τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ νέου Θεολόγου)”.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ το παρακάτω, εξόχως αναλυτικό, ορθόδοξο θεολογικό κείμενό του, το οποίο εκφράζει και την επίκαιρη, ποιμαντική αγωνία του Σεβασμιωτάτου:
Ἡ ἐκκλησιαστική σωτηρία ὡς βιωματικό ἄθλημα καί ἡ χριστιανική θεολογία ὡς ὁροθετική ἀποτύπωσηεἶναι κατεξοχήν ἐμπειρικές “ἐπιστῆμες”.
Ἐνῶ ὁ ἐπιστημονικός ἐμπειρισμός περί τοῦ κόσμου ἔχει μιά κοσμική χωροταξία ἀντιληπτότητας, μέ πομποδέκτη τά ἀνθρώπινα ὅριά μας•… ἡ ἄμεση κοινωνία μέ τό Θεό ἐπίσταται (ὅσον ἔνεστι) θεοεμπειρικά καί θεολογικά τό Α καί τό Ω τῆς ὑπαρκτικότητάς μας.
Ἡ πρακτική ἐμβίωση τῆς σωτηρίας καί ἡ θεολογική της ἀποτύπωσηπροϋποθέτουν καί ἀποσκοποῦν στήν ἐκκλησιαστική ἐμπειρία τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Μιά κατεξοχήν “ἐμπειρική ἐπιστήμη” (τό ἐπαναλαμβάνω) πού μᾶς δόθηκε ἀπό τό Χριστό, μετέχουμε σ᾽ αὐτήν ἐκκλησιαστικά καί ἁπλώνεται ὡς “ἀτέλεστον τέλος”, αὐτό πού ἀποκαλοῦμε παράδεισο ἁγιασμοῦ, αἰωνιότητα σωτηρίας, ἀγέραστη μακαριότητα, ἀθάνατη καί ἐπουράνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Τό ὅτι ―τόν τελευταῖο καιρό― ἀνευρίσκονται φλυαροῦντες κατ᾽ αὐτῶν μέ ἐπίκεντρο τή θεία Κοινωνία δηλοποιεῖ καί τόν τρόμο τῆς ἐπιστημονικῆς κοινότητος καί τῆς πανανθρωπότητος κατενώπιον τῆς πανδημίας• δηλοποιεῖ ὅμως καί ἕνα βαθύτατο ἔλλειμμα πίστεως καί ἤθουςπού διατρέχει τήν πατρίδα μας.
Πολλές ἀποκρίσεις ἀγωνίας καί διαμαρτυρίας καταστρώνονται καί δημοσιεύονται μέ ποικιλίαεὐλογημένων θέσεων καί ὑποθέσεων καί προθέσεων. Ἕκαστος συνεισφέρει φιλοπόνως ὅ,τι δύναταικαλύτερο στόν κοινό προβληματισμό.
Ἀκόμη καί οἱ σιωπῶντες, ἀλλά πάντως λειτουργημένοι καί προσευχόμενοι καί ἱλεούμενοι τόν Θεό ὑπέρ ἁπάντων, μέ μιάν ἀναλογία πόνου ὡσάν τῶν ἡσυχαστῶν Πατέρων μας. Καθότι ἡ μεγαλύτερη ἐλλειμματικότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας σώματος εἶναι ἡ σύσσωμη λειτουργική κραυγή καί ἡ ἀκοίμητη λιτοδέηση.
Μετά ἀπό ὁρισμένες εἰσαγωγικές ἐπισημάνσεις στή συνέχεια, θά παρουσιάσουμε κατόπιν καί ἕνα θεολογικό λειτουργικό διάγραμμα, ἀναμέτρησης τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδητότητας ὅλων μας.
***
Ὡς γνωστόν, ἡ ἁγιοπνευματική ἐμπειρική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχει ἀναγνωρίσει τήθεολογική φερωνυμίαβεβαίως σέ ὅλους τούς Πατέρες τῆς θεολογίας μας, ὡς εἰδικό ὅμως ἐπίτιτλο σέ τρεῖς πνευματικές καί πολυδιάστατες προσωπικότητες:
α) στόν ἀγαπημένομαθητή, ἐπιστήθιο φίλο καί παρθένο, τόν ἀπόστολο καί εὐαγγελιστήἸωάννη, ὁ ὁποῖος “πλήρης ὤν τῆς ἀγάπης, πλήρης γέγονεν καί τῆς θεολογίας” (μιά θεολογία πού χαρακτηρίσαμε κατεξοχήν ἐμπειρική ἐπιστήμη)·
β) στόν ποιμενικό αὐλό τῆς θεολογίας καί λύρα (ποιηματική) τοῦ Πνεύματος, Γρηγόριο τόνἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, “ὡς τά βάθη τοῦ Πνεύματος ἐκζητήσαντα καί τά κάλλη τοῦ φθέγματος (προσδεξάμενον)”· καί γ) στόν ὅσιο ἱερομόναχο Συμεών,“εἰς τόν ἄδυτον γνόφον τῆς ἐν Πνεύματι θεωρίας εἰσελθόντα”, “τόν νέον θεολόγονγενόμενον, τῆς ὑπερθέου Τριάδος τῷ φωτί τῷ τρισηλίῳ λαμπόμενον” καί “διασκεδάζοντα τήν σκοτόμαιναν τοῦ κόσμου”.
Δέν εἶναι οἱ μόνοι, ἀφοῦ ἄλλωστε ὅλοι οἱ Ἅγιοι ἀνά τούς αἰῶνες ἔχουν καί ζοῦν στήν αἰωνιότητα τή θεολογία τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ. Πάντως καί οἱ τρεῖς αὐτοί φερωνύμως “Θεολόγοι” ἔζησαν καί φανέρωσαν τή θεολογία μέσα σέ ἕνα περιβάλλον ἀρνήσεων, ταλαιπωρίας, ἀμφισβητήσεων, διωγμῶν. Ἡ ἐπιστήμων κοινωνία τους μέ τό ζῶντα Θεό τῆς ἀποκαλύψεως καί ἡ ἰαματική τους πρός τόν κόσμο προσφορά αὐτῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς πείρας ἀντιμετωπιζόταν ἀπό τόν σύγχρονο κόσμο τους ὡσάν ἀπειλή!
Ἡ θεολογία τῆς ἐκκλησιαστικῆς παρουσίας καί διακονίας πάντοτε θλιβόταν καί πάντοτε θά γνωρίζει “θλίψιν ἐν τῷ κόσμῳ”, ἀναδεχόμενη μυστικά τά φορτία τῆς ἐθελοταλαιπωρίας τοῦ κόσμου πού δέν ἐννοεῖ νά ἀποδυθεῖ “τόν παλαιόν ἄνθρωπον σύν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ” καί νά ἐνδυθεῖ “τόν νέον τόν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ᾽ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν”(αὐτό πού προϋποθέτει ὡς βαπτισματική δωρεά ἡ ἐκκλησιαστική βιωματική ἠθική, βλ. Κολ. 3: 9-10).
***
Θά ἀξιοποιήσουμε ἕνα πολύτιμο ἔργο γιά τήν (ἀναγκαστικά) περιορισμένη-ἐπιλεκτική παρουσίαση τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου πού ἔζησε καί ἔδρασε στήν Κωνσταντινούπολη τό 10ο-11ο αἰ. (949-1022) καί μελετᾶται μέχρι σήμερα ἐπιστημόνως ἀπό τήν Ὀρθόδοξη (καί ὄχι μόνο) θεολογία. Θά χρησιμοποιήσουμε σάν “θεολογικό ἐγχειρίδιο” τό ἔργο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Βασιλείου Κριβοσέϊν “Μέσα στό φῶς τοῦ Χριστοῦ (Ἅγιος Συμέων ὁ Νέος Θεολόγος 949-1022, Βίος-
Πνευματικότητα-Διδασκαλία”, ἀπό τίς ἐκδόσεις “Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας” (1983). Πρόκειται γιά μιά ἀναλυτική καί ἀνασυνθετική θεολογική παρουσίαση τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Ἁγίου καί τήν συνιστοῦμε σέ κάθε ἐνδιαφερόμενο, ἐάν βεβαίως μπορεῖ σέ κάποια βιβλιοθήκη νά ἀνακαλύψει αὐτό τό περίφημο βιβλίο.
Ἐπισημειώνοντας πάντως ὅτι κυκλοφοροῦνται πολύτιμες θεολογικές ἐργασίες, εἴτε εἰδικές εἴτε συνθετικές, γιά τή θεολογία τοῦ ἁγίου Συμεών.
Αὐτήν τήν περισπούδαστη χαρισματοῦχο προσωπικότητα τοῦ θεοφόρου Πατρός θά ἐπιχειρήσουμε νά προσεγγίσουμε ἀπό μιά εἰδική σκοπιά, ὅσον ἀφορᾶ τήν ἐπιστήμονα ἐμπειρική διδασκαλία του γιά τό μεθεκτό τοῦ ἀπροσίτου καί ἀκτίστου φωτός τῆς λειτουργικῆς εὐχαριστιακῆς μεθέξεως.
Προκαλούμεθα ἀπό τό καυτό ποιμαντικό ζήτημα πού μᾶς “πονάει” ὅλους στόν Ἑλλαδικό χῶρο, τούς πιστεύοντες (ἀπό ἐμβιωματική εὐλάβεια καί λατρευτικό θεῖο πόθο) καί τούς μή πιστεύοντεςἐπιστήμονες καί μή (ἀπό ἰδεοληπτική καί ἀθεΐζουσα ἐμμονή). Εἶναι μιά εὐκαιρία ἀρίστη ὄχι μιᾶς ἐπικοινωνιακῆς ἀντιπαράθεσης, ἀλλά μιᾶς εὐρύτερης ἀνακατήχησης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, μιᾶς εὐρύτερης ἀνάκτησης τοῦ ὀρθοδόξου εὐχαριστιακοῦ ἤθους καί τῆς ὀρθοδόξου λειτουργικῆς εὐλάβειας. Αὐτά ἔχουν ὡς κέντρο καί ἐπίκεντρο τή θεία μετάληψη, τή θεία κοινωνία, τήν ἑνότητά μας μέ τό Χριστό καί τήν κομιδή τῆς λειτουργικῆς εὐχαριστιακῆς μεθέξεως στήν βασανισμένη (τελικά) καί (ἄλλως ἀνόητη καί ἄσκοπη) καθημερινή κοινωνική μας ζωή. Διότι, ἄν δέν ἔχουμε νά προσφέρουμε τόν ἑαυτό μας ἐκκλησιασμένο καί λειτουργημένο καί κοινωνημένο, γεμάτο Χριστό, στήν ἄμεση οἰκογένειά μαςκαί στήν εὐρεία κοινωνική μας “οἰκογένεια”, τότε ἐλάχιστα μποροῦμε νά συνεισφέρουμε ὡς ἄνθρωποι στή συνανθρωπότητα. Ὁπότε καί ὡς συλλογικότητες θά συνεχίσουμε νά συνεισφέρουμε τό πολύ-πολύ μιάν ὑπαρκτικότητα ἐξεγευνισμένης καί ἐξωραϊσμένης φθαρτότητας, μειωμένης ἐμπορευματικῆς σημασίας γιά τίς μεγάλες “ἀγορές” ἀριθμοποιημένων ἀτομικοτήτων.
Ὁ Χριστός εἶναι ὁ δημιουργός, ὁ προνοητής, ὁ σωτήρας, ὁ ἐν Ἑαυτῷ καί εἰς Ἑαυτόν κριτής τῆς χαρισμένηςκαί τῆς θεανθρωποσωσμένης φυσικῆς μας ἀκεραιότητος, ὁ ἑαυτοζυγιστής τῆς πανανθρωπότητος ὡς πρόςτήν τωρινή καί τήν ἔσχατη βιωματική φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία μας.
Ἔγινε οἰκεῖός μας καί μᾶς προσφέρεται διά τῆς Ἐκκλησίας σέ μιά διαρκή οἰκείωση. Πόσο οἰκεῖοί Του θέλουμε νά εἴμαστε; Πόσο διακαῶς ἐπιθυμοῦμε νά γίνουμε οἰκεῖοί Του διά τῆς μετανοίας γιά νά ἐξοικειωθοῦμε μαζί Του;
Αὐτό τό θεῖο ὡρίμασμα μᾶς προσφέρει, μᾶς προσδίδει, μᾶς συγκαλεῖ νάἀναζητήσουμε καί νά ἐπιζητήσουμε ἐκκλησιασμένοι καί ἐκκλησιοποιημένοι ὁ Θεός καί Σωτήρας μας.
Ἄς διέλθουμε ἀπό τό συγκλονισμό τῆς συναίσθησης καί τῆς αἴσθησης, γιά νά φθάσουμε σ᾽ αὐτό πού οἱ σύγχρονοι Ἅγιοι θά ἀποκαλοῦσαν θεο-αίσθηση, μέ ἐργαλεῖο τή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου περί τῆς θείας Λειτουργίας.
***
«Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος εἶναι ἴσως ὁ πρῶτος μεταξύ τῶν ἀσκητικῶν συγγραφέων, πού τοποθέτησε τή θεία Εὐχαριστία καί τήν κοινωνία στό κέντροτῆς ὁδοῦ πρός τόν Θεό… Ἡ βασική ἰδέα τοῦ Συμεών σχετικά μέ τήν θεία Εὐχαριστία εἶναι ἡ ἑξῆς: ἡ εὐχαριστιακή κοινωνία μᾶς ἑνώνει μέ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ πού γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο Μαρία, καί μέ τήν Ἐκκλησία πού εἶναι ἐπίσης τό Σῶμα Του, καί θεοποιεῖ ἐκείνους πού κοινωνοῦν ἄξια καί μέ πίστη:“Μέ τήν ἐνανθρώπησή του ὁ Χριστός ἔγινε γιά πάντα συγγενής μας καί μᾶς κατέστησε συμμέτοχους τῆς θεότητάς του. Ὅσους λοιπόν κοινωνοῦν ἐπάξια ὅλους αὐτούς τούς κατέστησε συγγενεῖς του. Ἄλλωστε ἡ μεταδοθεῖσα σέ μᾶς μέ τή θεία κοινωνία θεότητά του εἶναι ἄτμητη καί ἀχώριστη ἀπό τήν ὕπαρξη τοῦ Χριστοῦ. Ἑπομένως καί ἐμεῖς, πού ἀληθινά μετέχουμε στή θεία κοινωνία, μέ τήν ἐνέργεια τοῦ ἑνός Ἁγίου Πνεύματος εἴμαστε μέ τό Χριστό ἀχώριστα ἕνα σῶμα” (Βίβλος Ἠθικῶν 1.6,76-82).
»Εἶναι μιά ἐνσωμάτωση διαρκής:“Αὐτό λοιπόν τό μυστήριο μέ τό Χριστό μέσα σέ ὅλο τόν κόσμο δέν πραγματοποιήθηκε μόνο ἀρχικά ὅταν ἐνανθρώπησε, ἀλλά πραγματοποιήθηκε καί στόν καθένα ἀπό τούς παλαιούς ἁγίους καί πραγματοποιεῖται πάντοτε καί μέχρι σήμερα.Λαμβάνουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα πού εἶναι ἀχώριστα ἑνωμένο μέ τό Δεσπότη καί Θεό μας καί ἔτσι γινόμαστε συμμέτοχοι τῆς θεότητας καί τῆς ὑπάρξεώς του• μεταλαμβάνοντας καί τρώγοντας τήν πανάγια σάρκα του, τά θεῖα μυστήρια, γινόμαστε ἀληθινά καί ὁλοκληρωτικά σύσσωμοι καί συγγενεῖς του” (Ἠθικῶν 1.3,79-86)…
»Αὐτή ἡ πραγματική ἐνσωμάτωση, πού συγχρόνως εἶναι καί πνευματική, τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, εἶναι κατά τόν Συμεών τό μεγάλο μυστήριο τοῦ Θεοῦ:“Αὐτό τό μυστήριο εἶναι τό μεγαλύτερο γεγονός τοῦ ἀνέκφραστου θείου τρόπου τῆς σωτηρίαςμας καί τῆς πάνω ἀπό κάθε λογική κατανόηση θεϊκῆς συγκαταβάσεώς του σέ μᾶς, αὐτό εἶναι τό πιό φρικτό ἀπό ὅλα μυστήριο” (Ἠθικῶν 1.10,72-74)…
[Ἄς ὑποσημειώσουμε κι ἐμεῖς ἐδῶ παρένθετα τό συλλογικό καί τό προσωπικό εὐχαριστιακό μας χρέος, μιᾶς ὁλοτελῶς φιλόθεης (συν)αίσθησης: Ὁ Χριστός προσφέρει σέ μᾶς τή Θεανθρωπότητά Του γιά νά Τήν κοινωνοῦμε μέσα ἀπό τή θεία λειτουργία. Κι ἐμεῖς, σέ μιά ἁγιοπνευματικά συνειδητή θεομεθεξία, εἴτε πραεῖς εἴτε ἐκστατικοί Τόν δοξολογοῦμε: “Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ, περὶ πάντων ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν;Δι’ ἡμᾶς Θεὸς ἐν ἀνθρώποις, διὰ τὴν καταφθαρεῖσαν φύσιν ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, πρὸς τοὺς ἀχαρίστους ὁ Εὐεργέτης, πρὸς τοὺς αἰχμαλώτους ὁ Ἐλευθερωτής, πρὸς τοὺς ἐν σκότει καθημένους ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης.Ἐπὶ τὸν Σταυρόν ὁ ἀπαθής, ἐπὶ τὸν ᾅδην τὸ φῶς, ἐπὶ τὸν θάνατον ἡ ζωή, ἡ Ἀνάστασις διὰ τοὺς πεσόντας. Πρὸς ὃν βοήσωμεν• ὁ Θεὸς ἡμῶν δόξα σοι” (ἀπό τούς Αἴνους τῆς Κυριακῆς τοῦ γ΄ ἤχου, ποιητικές θεολογικές ἐμπνεύσεις τοῦ δογματικοῦ μας θεολόγου Πατρός Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ τοῦ 8ου αἰ.). Ἀλλά συνεχίζει θεολογῶν ὁ ὅσιος Συμεών].
“Ἡ σάρκα τοῦ Κυρίου προέρχεται ἀπό τή σάρκα τῆς Θεοτόκου. Καί ἀπό αὐτήν τή θεωμένη σάρκα τοῦ Κυρίου μεταλαμβάνουμε, ὁπότε ὁμολογοῦμε καί πιστεύουμε ὅτι μεταλαμβάνουμε ζωή αἰώνια, ἐκτός ἄν κοινωνοῦμε ἀνάξια καί πρός καταδίκη μας” (Ἠθικῶν 1.10,170-175)…
[Πάλι παρένθετα ἐπισημειώνουμε τό δικό μας ρόλο ἐπάξιας συμμετοχῆς, τ.ἔ. λαχτάρας γιά τό Θεό καί ἑτοιμασίας γι᾽ αὐτήν τή θεομεθεξία τῆς θείας κοινωνίας. Αὐτή ἡ ἐπιπόθηση καί ἡ προετοιμασία ἔχει τή διάσταση τῆς ἐκκλησιαστικότητας, τῆς ἐνσυνείδητης μετοχῆς στό ἑνιαῖο κοινωνικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Κάθε ἐνάσκηση ἀρετῆς ἐκεῖ ἀποβλέπει μέ στόχο τή θεία κοινωνία. Εἶναι τό λειτουργικό “Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν” καί τό διά τῶν λειτουργῶν “ὁ Χριστός ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν… καί ἦν καί ἔστι καί ἔσται, εἰς αἰῶνα αἰῶνος”.
Ἐπειδή μάλιστα γίνεται πολύς σήμερα λόγος γιά τήθ. λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου, ἄς παραθέσουμε ἕνα λειτουργικό διάλογο ἐπάξιας ἑτοιμασίας:“Ὁ Κύριος εὐλογήσαι πάντας ἡμᾶς καί συνδιακονήσαι ἡμῖν καί ἀξίους ποιήσαι τῆς παραστάσεως τοῦ ἁγίου αὐτοῦ θυσιαστηρίου καί τῆς ἐπελεύσεως τοῦ ἁγίου αὐτοῦ Πνεύματος… Μεγαλύνατε τὸν Κύριον σὺν ἐμοί καὶ ὑψώσωμεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπὶ τὸ αὐτό… Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι… Μνησθείη ἡμῶν Κύριος ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν…” Μέ ἄλλα λόγια ἡ ἀγωνία τῆς ἐπάξιας συμμετοχῆς ἐπικεντρώνεται στήν ἐκκλησιαστική διάσταση τῆς ζωῆς, αὐτήν πού σήμερα τήν “κατατεμαχίζουμε” σέ ἀποστάσεις ἀσφαλείας ἤ μᾶλλον ἀποδομήσεως… Ἄς ἐπανέλθουμε ὅμως πάλι στόν ἅγιο Συμεών τό ν.Θ.].
“Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦξεκάθαρα κραυγάζει ὅτι ἡ ἑνότητά μας μαζί του μέσα ἀπό τή θεία κοινωνία εἶναι παρόμοια μέ τήν ἑνότητα καί τή ζωή πού ἐκεῖνος ἔχει μέ τόν Πατέρα. Ὅπως ἐκεῖνος εἶναι φυσικά ἑνωμένος μέ τό δικό του Θεό Πατέρα, ἀνάλογα καί ἐμᾶς κατά χάριν λέει ὅτι θά ἑνωθοῦμε μαζί του καί θά ζήσουμε μαζί του τρώγοντας τό σῶμά του καί πίνοντας τό αἷμά του” (Ἠθικῶν 3, 506-511).
»Εἶναι ἡ συνεχής κάθοδος τοῦ Υἱοῦ. “Γιά νά μή νομίζουμε ὅτι τό πᾶν βρίσκεται στόν ὁρατό ἄρτο, γι᾽ αὐτό πολλές φορές εἶχε πεῖ ὁ Χριστός, ‘Ἐγώ εἶμαι ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνων’. Καί δέν εἶπε ὁ καταβάς, πού θά σήμαινε τήν ἐφάπαξ κατάβασή του. Ἀλλά τί εἶπε; ‘Ὁ καταβαίνων’, δηλαδή ὅτι διαρκῶς καί πάντοτε κατέρχεταιστούς ἀξίους τῆς θείας κοινωνίας καί κάθε ὥρα εὑρίσκεται τώραπαρών” (Ἠθικῶν 3,512-517).
»Ἐντούτοις ὁ Συμεών ἐπιμένει πολύ στόν πνευματικό χαρακτήρα τῆς κοινωνίας:“Νά μήν ὑποπτευθεῖς τίποτε τό σωματικό μήτε τό γήινο, ἀλλά αὐτήν τή μικρή μερίδα ἄρτου, τήν λίγη θεοποιημένη μερίδα νά τήν βλέπεις μέ τούς νοερούς ὀφθαλμούς ὅτι γίνεται ὁλόκληρη ὅμοια μέ τόν ἄρτο τόν κατερχόμενο ἀπό τόν οὐρανό, πού εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός καί συγχρόνως ἄρτος καί πόμα ἀθάνατης ζωῆς. Καί αὐτό πρέπει νά τό προσεγγίζεις ἔτσι, γιά νά μήν ἐναπομένεις στήν ἀπιστία καί μόνο στόν ἄρτο τόν ὁρατό ἀπό τίς αἰσθήσεις, ὁπότε ἔτσι (μέ τήν ἀπιστία) θά φᾶς ὄχι τόν οὐράνιο ἄρτο, ἀλλά μόνο τόν ἐπίγειο καί θά στερηθεῖς τή ζωή, ἀφοῦ δέν θά μεταλάβεις πνευματικά τόν οὐράνιο ἄρτο” (Ἠθικῶν 3,528-537).
[Παρένθετα ἐπεξηγοῦμε ὡς ἐπίσης βασική προϋπόθεση ἐπάξιας μεταλήψεως τήν ἀκλόνητη πίστη στό μυστήριο τῆς Πνευματοποιήσεως τῶν τιμίων δώρων, τῆς Ἁγιοπνευματικῆς μεταβολῆς τους σέ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό συντελεῖται κάθε φορά, σέ κάθε θεία λειτουργία. Ὁ Κύριος ἐν Πνεύματι εἶναι κάθε φορά “ὁ καταβαίνων”, ὁ μεταβάλλων τόν ἄρτο καί τόν οἶνο σέ Σῶμα καί Αἷμά Του].
»Μόνο ἡ ἐνσυνείδητη κοινωνία μέ τό θεωμένο Σῶμα “ζωοποιεῖ”:“Ἑπομένως ποιούς δέν ὠφελεῖ ἡ μετάληψη τῆς θείας σαρκός; Αὐτούς πού λένε πώς εἶναι ἁπλός ἄνθρωπος καί ὄχι ὁ Θεός. Λοιπόν, ἐάν κι ἐσύὁ ἴδιος ὁ πιστόςμεταλαμβάνειςμέ τήν αἴσθησηἁπλοῦ ἄρτου καί ὄχι θεωμένου σώματος, ἐάν δέν πιστεύεις ὅτι δέχεσαι ὅλον αὐτόν ἐκεῖνο τόν Χριστό, τότε πῶς ἐλπίζεις νά λάβεις ἀπό αὐτόν ζωή καί νά τόν νιώθεις ὅτι τόν κατέχεις μέσα σου; Ὁ Κύριος λέει• ‘Ὅποιος τρώει τόν ἄρτο πού κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό θά ζήσει αἰώνια’. Καί ἀλλοῦ• ‘Ἡ σάρκα τίποτε δέν ὠφελεῖ• τό πνεῦμα εἶναι αὐτό πού τήν ζωντανεύει’. Πραγματικά τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἡ ἀληθινή βρώση καί πόση.
Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι αὐτό πού μεταβάλλει τόν ἄρτο σέ σῶμα τοῦ Κυρίου. Πραγματικά τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι αὐτό πού μᾶς καθαρίζει καί μᾶς κάνει ἄξιους νά μεταλαμβάνουμε τό σῶμα τοῦ Κυρίου” (Ἠθικῶν 3,538-551).
»Ἡ μεταβολή τῶν εὐχαριστιακῶν Δώρων ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα σέ ὁλοκληρωτικά θεωμένο Σῶμα καί Αἷμα Κυρίου βεβαιώνεται ἐδῶ ἀπό τόν Συμεών. Ἡ Εὐχαριστία εἶναι ἡ τροφή πού μᾶς δίνει ὁ Θεός.“Ἔτσι λοιπόν προσφέρεται ὁ καλός μας Κύριος καί Θεός στούς δούλους του πού μᾶς ἔκανε μέ φιλανθρωπία καί χάρη υἱούς του• προσφέρει σ᾽ αὐτούς τόν ἑαυτό του, ‘αὐτός πού εἶναι ὁ ἄρτος πού κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό καί δίνει ζωή στόν κόσμο’. Ἀπό αὐτόν καί μαζί μ᾽ αὐτόν τρέφονται χορταστικά ἀτέλειωτα, καί μέ τή θεία κοινωνίαμεταποιοῦνται ὥστε νά ζοῦν αἰώνια, καθώς ἁγιάζονται καί στήν ψυχή καί στό σῶμά τους” (Ἠθικῶν 4,285-291)… …
»Ἡ Εὐχαριστία εἶναι φῶς, ὅπως ἐξ ἄλλου κάθε τι πού ἀναφέρεται στόν Θεό:“Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ σωτήρας καί βασιλιάς τοῦ παντός, εἶναι φῶς• ὁ ἄρτος τῆς ἄχραντης σάρκας του εἶναι φῶς• τό ποτήριο τοῦ τιμίου αἵματός του εἶναι φῶς” (Θεολογικῶν 3,150-152).
»Ὅταν δεῖ κανείς αὐτό τό φῶς τῆς Θεότητας μέσα στά Τίμια Δῶρα, ἡ κοινωνία εἶναι πραγματικά αὐθεντική:“Ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί ἡ μετουσία τῆς ζωῆς δέν δίνεται μόνο μέ τόν ἄρτο καί τόν οἶνο τῆς μεταλήψεως, ἀλλάμέ τή θεότητα πούἐνυπάρχει σ᾽ αὐτά καί εἶναι ἑνωμένη μυστικά καί ἀσύγχυτα. Λέω μυστικά, ἐπειδή ἡ θεότητα δέν ἀποκαλύπτεται σέ ὅλους, ἀλλά σέ ὅσους εἶναι ἄξιοι γιά τήν αἰώνια ζωήκαί καθιστᾶ υἱούς φωτός καί υἱούς ἡμέρας ὅσους τήν βλέπουν. Ἀντίθετα, ὅσοι δέν βλέπουν τό θεῖο φῶς, μολονότι λάμπει καθαρά, ἐκεῖνοι κάθονται στό σκοτάδι” (Ἠθικῶν 10,189-197)…
[Ἐδῶ πάλι, μέ βάση τήν ὅλη θεολογία τοῦ Ὁσίου, θά ἐπισημειώσουμε κάτι ἀπαραίτητο. Ὁ ἄρτος γίνεται Σῶμα Χριστοῦ ἐν Πνεύματι, ὁ οἶνος γίνεται Αἷμα Χριστοῦ ἐν Πνεύματι. Ὅταν ἐμεῖς βλέπουμε μόνον ἄρτο καί οἶνο, ὅταν ἐμεῖς δέν προσερχόμεθα σέ μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἐμεῖς δέν πιστεύουμε καί δέν ἀφηνόμεθα λατρευτικά στή λειτουργική δράση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε προσεγγίζουμε καί δέν προσεγγίζουμε. Δέν ζοῦμε τή μυστική καί ἀσύγχυτη ἕνωση τῆς Θεότητας τοῦ Κυρίου μας μέ τά καθαγιασμένα Τίμια Δῶρα. Εἶναι ἀληθινά Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, ἀλλά, γιά νά ἐνεργήσουν σέ μᾶς, πρέπει κι ἐμεῖς νά τά προσεγγίζουμε μέ τέτοια λειτουργική πίστη συνεχοῦς θείου φόβου καί εὐλάβειας καί προετοιμασίας.Αὐτό θέλει νά τονίσει ὁ Ὅσιος. Καί σ᾽ αὐτήν τήν θεοφόρο κοινωνία ἀποβλέπει ὅλη ἡ λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, στή μετοχή τῆς ἀκτίστου παρουσίας, τῆς ἀκτίστου χάριτος, τῶν ἀκτίστων δωρεῶν σωτηρίας-φωτισμοῦ-ἁγιασμοῦ μέ τίς ὁποῖες μᾶς προσφέρεται ὁ Τριαδικός Θεός. Π.χ. στήν προσευχή πρίν τά λειτουργικά ἀναγνώσματα παρακαλοῦμε “Ἔλλαμψον (ἔλα καί λάμψε μέσα μας) ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν τό τῆς σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς…”. Αὐτό μᾶς συνέχει ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς ὀρθρινῆς συνάξεως “…λάμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν τόν ἀληθινόν ἥλιον τῆς δικαιοσύνης σου· φώτισον τόν νοῦν ἡμῶν καί τάς αἰσθήσεις ὅλας διατήρησον… ὅτι παρά σοί ἐστιν ἡ πηγή τῆς ζωῆς, καί ἐν ἀπολαύσει γενέσθαι καταξιωθῶμεν τοῦ ἀπροσίτου φωτός” (ιβ΄ ὀρθρινή Εὐχή)].
»Ἡ συνείδηση εἶναι πράγματι ἡ προϋπόθεση τῆς δραστικότητας τῆς κοινωνίας: “Ἐάν κοινωνεῖς μέ συναίσθηση καί ἐπίγνωση, τότε μετέχεις ἀξίως (στά τίμια δῶρα)• διαφορετικά, πάντως ἀνάξια τρώγεις καί πίνεις (τά ἄχραντα μυστήρια). Ἐάν μετέλαβες αὐτό πού μετάλαβες μέ καθαρή θέαση τῶν μυστηρίων, νά λοιπόν πού ἔγινες ἄξιος αὐτῆς τῆς (πνευματικῆς) τράπεζας• ἐάν ὅμως (δέν προετοιμαστεῖς) νά γίνεις ἄξιος, τότε δέν θά προσκολληθεῖς, δέν θά ἑνωθεῖς καθόλου μέ τό Θεό. Γι᾽ αὐτό λοιπόν ὅσοι εἶναι ἀνάξιοι καί συμμετέχουν στά θεῖα μυστήρια νά μήν ἔχουν τήν ἐντύπωση πώς ἁπλά μ᾽ αὐτόν τόν τρόπο προσκολλῶνται καί ἑνώνονται μέ τόν ἀόρατο Θεό• αὐτό δέν θά γίνει μέ κανένα τρόπο καί ποτέ μά ποτέ δέν θά τούς συμβεῖ.Αὐτοί μόνο γνωρίζουν ὅτι ὁ Κύριος εἶναι χρηστός ὅσοι μεταλαμβάνουν τή θεία σάρκα τοῦ Κυρίου καί μέ νοερό ἄγγιγμα στήν ψυχή τους ἀξιώνονται νά δεχθοῦν τήν ἀποκάλυψη τῆς ἀόρατης θεότητος στό νοερό ὀφθαλμό καί νά φάγουν μέ τό νοερό στόμα (τῆς ψυχῆς). Αὐτοί τρώγουν καί πίνουν μαζί ὄχι μόνον αἰσθητά τόν αἰσθητό ἄρτο, ἀλλά τήν ἴδια ὥρα μαζί τρώγουν καί πίνουν νοητά τόν Θεό. Μέ τίς διπλές αἰσθήσεις (τίς σωματοψυχικές καί τίς πνευματικές) ἐπίσης τρέφονται τόν ἄρτο ὁρατά καί τό Θεό ἀόρατα, ἑνώνονται καί μέ τά δύο μέ τόν διπλό στίς φύσεις Χριστό καί γίνονται σύσσωμοι μαζί του καί συμμέτοχοι στή χάρη του καί στή θεότητά του” (Ἠθικῶν 14,225-241).
»Ὁ Συμεών βεβαιώνει ξανά, ὅτι ἡ ἐνσυνείδητη κοινωνία εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή: “Ἔτσι λοιπόν ἑνώνονται μέ τό Θεό ὅσοι τρώγουν ἀπό αὐτόν τόν ἄρτο καί πίνουν ἀπό αὐτό τό ποτήριο μέ εὐαίσθητη ψυχή καί καρδιά, ἄξια καί μέ ἐπίγνωση καί μέ νοερή προσέγγιση τοῦ μυστηρίου. Ἀντίθετα ὅσοι αὐτό τό πράττουν ἀνάξια εἶναι ἄδειοι ἀπό τή δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τρέφοντας μόνο τό σῶμά τους, ὄχι ὅμως καί τήν ψυχή τους” (Ἠθικῶν 14,242-247).
»Τόσο ριζοσπαστικές θέσεις πάνω στήν ἀναγκαιότητα τοῦ νά κοινωνεῖ κανείς ἐνσυνείδητα, προκαλοῦσαν ὅπως θά μποροῦσε νά τό περιμένει κανείς διαμαρτυρίες. Ὁ Συμεών ἀπαντᾶ στούς ἐπικριτές του, πώς ἡ (θεία) κοινωνία ὄντας φῶς, δέν θά μποροῦσε νά παραμείνει ἀπαρατήρητη ἀπό ἐκεῖνον πού τό δέχεται. “Μή ταραχθεῖς, ἀγαπητέ, ἀκούγοντας νά σοῦ φανερώνω τήν ἀλήθεια. Ὁμολογεῖς ὅτι αὐτό πού μεταλαμβάνεις εἶναι ἄρτος τῆς ζωῆς καί ὅτι δίνει τή ζωή καί εἶναι ἡ σάρκα τοῦ Κυρίου• γνωρίζεις ὅτι αὐτό εἶναι τό αἷμά του καί ὅτι δίνει τή ζωή στούς μετέχοντες καί γίνεται στόν πίνοντα πηγή ζωντανοῦ ὕδατοςγιά τήν αἰώνια ζωή. Πές μου λοιπόν, πῶς ἐσύ πού μετέχεις σ᾽ αὐτά δέν ζεῖς καμιά ψυχική πρόοδο, ἀλλά, ἀκόμη κι ἄν νιώσεις κάποια μικρή χαρά, πάλι σέ λίγο παραμένεις ἔτσι ὅπως ἤσουν, χωρίς νά ζεῖς καμιά προσθήκη ζωῆς μέσα σου ἤ καμιά ἀναβλύζουσα (πνευματική) πηγή ἤ χωρίς νά βλέπεις τό παραμικρό φῶς; Ὁ ἄρτος αὐτός αἰσθητά φαίνεται ψωμί σέ ὅσους δέν ὑπερβαίνουν τήν φυσική αἴσθηση, ἀλλά νοερά εἶναι ἀχώρητο καί ἀπρόσιτο φῶς• παρόμοια καί ὁ οἶνος καί αὐτός εἶναι φῶς, ζωή, φωτιά καί ζωντανό νερό. Ἐάν λοιπόν, τρώγοντας καί πίνοντας τόν θεϊκό ἄρτο καί τόν οἶνο τῆς (ἁγιοπνευματικῆς) εὐφροσύνης, δέν ἀντιληφθεῖς ἐάν ἔζησες τήν ἀνώλεθρη ζωή, ἐάν δέν δέχθηκες μέσα σου φωτοειδή τόν ἄρτο ἤ πύρινο σάν τόν προφήτη, ἐάν δέν ἤπιες το δεσποτικό αἷμα ὡς ὕδωρ πού ἀναπηδᾶ καί λαλεῖ, ἐάν τίποτε ἀπό αὐτά δέν εἶδες καί δέν εἶχες μετοχή, πῶς ἔχεις τήν ἐντύπωση ὅτι ἔγινες κοινωνός τῆς (θείας) ζωῆς; Πῶς νομίζεις ὅτι ἔπιασες τό ἀπρόσιτο πῦρ ἤ πῶς ἔχεις τήν ἐντύπωση ὅτι μετέλαβες τό ἀΐδιο φῶς; Ὄχι λοιπόν, μέ κανένα τρόπο δέν συνέβη αὐτό σέ σένα, πού διακατέχεσαι ἀπό ἀναισθησία γιά τά τοιαῦτα. Ἀλλά σέ καταλάμπει τό (θεῖο) φῶς ἐνῶ εἶσαι τυφλός (καί δέν τό βλέπεις)•ἔρχεται τό (θεϊκό) πῦρ νά σέ θερμάνει, ἀλλά δέν σέ ἀγγίζει• σέ ἐπισκίασε ἡ (θεϊκή) ζωή, ἀλλά δέν ἑνώθηκε μέ σένα•τό ὕδωρ τῆς ζωῆς πέρασε μέσα ἀπό τήν ψυχή σου σάν ἀπό ρυάκι (χωρίς νά παραμείνει), ἐπειδή δέν βρῆκε ἀντάξια ὑποδοχή. Μέ τέτοιο λοιπόν τρόπο μεταλαμβάνοντας καί ἀγγίζοντας τά ἄψαυστα καί νομίζοντας ὅτι τά τρώγεις, παραμένεις χωρίς νά λάβεις, χωρίς νά φᾶς, χωρίς νά κρατήσεις τίποτε μέσα σου” (Ἠθικῶν 14,248-276).
»Ἀλλιῶς ὁ Χριστός θά εἶχε μπεῖ σέ ὅρια: “Ὁ ἀπρόσιτος Λόγος (τοῦ Πατρός), ὁ ἄρτος πού κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό, δέν περιλαμβάνεται μέσα στούς ἀνθρώπους αἰσθητά, ἀλλά μᾶλλον αὐτός συμπεριλαμβάνει μέσα του καί ἀγγίζει καί ἑνώνεται ἀσύγχυτα μέ ὅσους εἶναι ἄξιοι καί καθαροί γιά τήν ὑποδοχή του”(Ἠθικῶν 14,276-278).
»Ἡ (θεία) κοινωνία εἷναι Πάσχα, εἶναι πέρασμα ἀπό τόν αἰσθητό κόσμο στόν νοητό κόσμο, γιά νά συμβασιλέψει κανείς μέ τόν Χριστό: “Ἐάν ἔτσι ἑορτάζεις καί μέ τέτοιο τρόπο μεταλαμβάνεις τά θεῖα μυστήρια, ὅλη σου ἡ ζωή θά γίνει μιά ἑορτή, καί ὄχι ἑορτή (ἁπλῶς), ἀλλά ἀφορμή ἑορτῆς καί ἕνα (διαρκές) Πάσχα, ἡ μετάβαση καί ἀναχώρηση ἀπό τά ὁρώμενα στά νοούμενα. Ἐκεῖ κάθε σκιά καί κάθε προτύπωση καί τά τωρινά σύμβολα σταματοῦν. Καθαροί καί καθαρά αἰωνίως θά ἀπολαύουμε συνεχῶς τό καθαρότατο θύμα, ἑνωμένο μέ τό Θεό Πατέρα καί τό ὁμοούσιο (Ἅγιο) Πνεῦμα. Θά βλέπουμε διαρκῶς τό Χριστό καί θά μᾶς βλέπει ἐκεῖνος, θά εἴμαστε μαζί μέ τό Χριστό, θά βασιλεύουμε μαζί μέ τό Χριστό, καί ἀπό αὐτό δέν ὑπάρχει τίποτε ἀνώτερο στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν” (Ἠθικῶν 14,281-290)… …».
***
Ἄς προσευχόμεθα κι ἄς ἐπιζητοῦμε ὅλοι ὑπέρ ἀλλήλων ὁλόψυχα νά δώσει ὁ Θεός νά μετέχουμε ὁ κάθε ἕνας καί νά ἐνεργοποιοῦμε συμμετοχικά τό λειτουργικό γεγονός ἀπό τή δική μας ἀνθρώπινη πλευρά, ὥστε νά μᾶς μεταποιεῖ ὁ Παράκλητος σέ κοινωνούς καί μετόχους τοῦ Θεοῦ.Καί μέ τέτοια αἴσθηση νά πορευόμαστε στά καθ᾽ ἡμέραν, ὅπως ἀντίστοιχα μέ ἀνάλογη ἐπιπόθηση νά διαπορευόμεθα στήν καθημερινότητα.
“Μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες… εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ” (Ἐφεσ. 4:13). Ὁπότεθά ἀκτινοβολοῦμε μέ ἐγκαρδιωμένους λόγους ἤ καί μέ μόνη τήν παρουσία μας τό δοξολογικό ὕμνο:“Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ, ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες, αὕτη γάρ ἡμᾶς ἔσωσεν” (ὁμολογιακός λειτουργικός ὕμνος ἀπό τάτροπάρια τῆς Πεντηκοστῆς).
†Ὁ Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως