Ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης του Μαυροβουνίου και νυν δικηγόρος και μέλος της ειδικής ομάδας διαλόγου της Εκκλησίας με την Κυβέρνηση, Dragan Šoć, προέβη σε δηλώσεις στον τηλεοπτικό σταθμό Ν1 σχετικά με τον νόμο για την θρησκευτική ελευθερία στη χώρα του, αλλά και τα τεκταινόμενα των τελευταίων ημερών: «Οι Σέρβοι και οι Μαυροβούνιοι είναι αδέλφια της ίδιας μάνας, είναι ένας λαός. Σε όλον αυτόν τον αγώνα δεν χωράνε πολιτικά παιχνίδια. Δεν είμαστε εχθροί. Εχθροί είναι οι «επαγγελματίες» των εθνικοτήτων αυτών και όχι ο λαός. Εμείς είμαστε ένας λαός, Σέρβοι και Μαυροβούνιοι. Είμαστε μαζί στον αγώνα για τη δημοκρατία και στην υπεράσπιση της Εκκλησίας μπροστά στον άδικο νόμο».
Το κανάλι Ν1 ανέφερε ότι η σύλληψη του Πανιερώτατου Επισκόπου Βουδίμλιε και Νίκσιτς κ. Ιωαννικίου, λόγω δήθεν παραβίασης του κανόνα που απαγορεύει τις συγκεντρώσεις, επανέφερε στο προσκήνιο τις διαιρέσεις, οι οποίες είχαν τεθεί προσωρινά σε «αναστολή» λόγω της επιδημίας του κορωνοϊού και οι οποίες είχαν προκύψει λόγω του νόμου της Κυβέρνησης για την ελευθερία της θρησκείας.
«Οι λιτανείες σίγουρα θα συνεχιστούν εάν εν τω μεταξύ δεν επιτευχθεί συμφωνία σχετικά με αλλαγές στις αμφισβητούμενες διατάξεις του νόμου», δήλωσε ο κ Šoć, προσθέτοντας ότι αναμένουν από την κυβέρνηση την απάντηση στην πρόσκληση που έστειλε το Επισκοπικό Συμβούλιο».
Ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης δήλωσε επίσης: «Ο αμφισβητούμενος νόμος εισάγει το τεκμήριο ιδιοκτησίας υπέρ του κράτους και αναγκάζει την Ορθόδοξη Εκκλησία, δηλαδή, τη Μητρόπολη Μαυροβουνίου και άλλες επαρχίες να αποδείξουν ότι είναι ιδιοκτήτες, δηλαδή ότι απέκτησαν τις ιδιοκτησίες τους νόμιμα μέχρι το 1918». Η Μητρόπολη Μαυροβουνίου υπάρχει εδώ και 800 χρόνια όμως… Ο νόμος αυτός δεν είναι για την ελευθερία της θρησκείας, αλλά για τη νομιμοποίηση της αρπαγής των ναών και των μοναστηριών» .
«Στην ουσία, ολόκληρη η ιστορία αυτή», προσθέτει, «είναι μια προσπάθεια να τεθεί η Ορθόδοξη Εκκλησία στο Μαυροβούνιο υπό τον έλεγχο του κυβερνώντος κόμματος και τον (Μίλο) Τζουκάνοβιτς προσωπικά» .
Καταλήγοντας, ο κύριος Σοτς τόνισε ότι πρέπει να βρεθεί κοινή γλώσσα και να λυθεί το πρόβλημα αυτό μεταξύ κράτους και εκκλησίας.