Ως “προστάτης” των πολιτών από την έκθεσή τους στα fake news παρουσιάστηκε σε σημερινή του ομιλία ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Σύμφωνα με την νέα νομοθεσία, η παραπληροφόρηση θα τιμωρείται με έως και πέντε χρόνια φυλάκιση.
«Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία περιγράφηκαν ως σύμβολο ελευθερίας όταν πρωτοεμφανίστηκαν, έχουν μετατραπεί σε μία από τις κύριες πηγές απειλής για τη σημερινή Δημοκρατία», είπε ο Ερντογάν σε βιντεοσκοπημένο μήνυμά του σε μια διάσκεψη επικοινωνίας στην Κωνσταντινούπολη. Και τόνισε: «Προσπαθούμε να προστατεύσουμε τους ανθρώπους μας, ειδικά τα ευάλωτα στρώματα της κοινωνίας μας, από ψέματα και παραπληροφόρηση χωρίς να παραβιάζουμε το δικαίωμα των πολιτών μας να λαμβάνουν ακριβείς και αμερόληπτες πληροφορίες».
Είναι πάντως αξιοσημείωτο ότι την ώρα που η χώρα πλήττεται από τον πληθωρισμό και ο ντόπιος πληθυσμός έρχεται αντιμέτωπος με ζητήματα επιβίωσης, ο Τούρκος Πρόεδρος εστιάζει στο ζήτημα της “παραπληροφόρησης” από τα μέσα ενημέρωσης. Φυσικά δεν είναι σαφές στο τι καθορίζει ως fake news. Μήπως εννοεί όσους αντιστέκονται στην ερντογανική γραμμή;
Είναι χαρακτηριστικό ότι πέρυσι η Τουρκία ψήφισε νόμο που απαιτεί από τις πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης που έχουν περισσότερους από 1 εκατομμύριο χρήστες να διατηρούν νόμιμο εκπρόσωπο και να αποθηκεύουν δεδομένα. Μεγάλες εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, συμπεριλαμβανομένων των Facebook, YouTube και Twitter, έχουν έκτοτε ιδρύσει γραφεία στην Τουρκία.
Η νέα νομοθεσία προβλέπει την φυλάκιση με έως και πέντε έτη όσων καταδικαστούν για τη διάδοση «ψευδών ειδήσεων», σύμφωνα με δημοσιεύματα των μέσων ενημέρωσης. Θα δημιουργήσει επίσης μια ρυθμιστική αρχή κοινωνικής δικτύωσης.
Σύμφωνα με την ετήσια απογραφή δημοσιογράφων που φυλακίστηκαν ή δολοφονήθηκαν που διεξήχθη από την Επιτροπή Προστασίας Δημοσιογράφων (CPJ), τουλάχιστον 18 δημοσιογράφοι είναι φυλακισμένοι στην Τουρκία, κατατάσσοντας την χώρα στην έκτη θέση παγκοσμίως ως προς τις φυλακίσεις δημοσιογράφων. «Μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης της χώρας τείνουν προς εξαφάνιση ωθώντας πολλούς δημοσιογράφους να εγκαταλείψουν το επάγγελμα», σύμφωνα με την CPJ .
Σε παγκόσμιο επίπεδο, τουλάχιστον 293 δημοσιογράφοι φυλακίζονται αυτή τη στιγμή για τη δουλειά τους, όπως διαπίστωσε η CPJ. Σαράντα από τους 293 δημοσιογράφους είναι γυναίκες. Τουλάχιστον 24 δημοσιογράφοι σκοτώθηκαν λόγω της ειδησεογραφικής τους κάλυψης, ενώ άλλοι 18 έχασαν τη ζωή τους σε συνθήκες «πολύ σκοτεινές για να καθοριστεί εάν ήταν συγκεκριμένοι στόχοι», όπως αναφέρει η έκθεση.
Επί του παρόντος, 50 δημοσιογράφοι πιστεύεται ότι είναι φυλακισμένοι στην Κίνα. Μετά την Κίνα, η Μιανμάρ έχει φυλακίσει 26 δημοσιογράφους από το πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου κατά τη διάρκεια του οποίου ο στρατός ανέκτησε τον έλεγχο του κράτους. Ακολουθεί η Αίγυπτος που έχει φυλακίσει 25 δημοσιογράφους, το Βιετνάμ με 23 κρατούμενους, και στην Ευρώπη, η Λευκορωσία έχει επί του παρόντος 19 δημοσιογράφους φυλακισμένους.
Η Τουρκία, η Ερυθραία, η Σαουδική Αραβία, η Ρωσία και το Ιράν είναι οι επόμενοι σε αυτήν την λίστα χωρών, με κάθε μία να έχει φυλακίσει αρκετούς δημοσιογράφους.
Για πρώτη φορά, το CPJ έπρεπε να συμπεριλάβει δημοσιογράφους φυλακισμένους στο Χονγκ Κονγκ, κυρίως τον ιδρυτή της εφημερίδας Apple Daily που έκλεισε πλέον, τον Jimmy Lai.
Της Σ.Λ.