Στη καθοριστική συμβολή που είχαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες στην ανάπτυξη και την πρόοδο του τόπου έκανε ιδιαίτερη μνεία ο Γενικός Γραμματέας της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης της Ορθοδοξίας και βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος, μιλώντας στην εκδήλωση «100 χρόνια Γιάννουλη-100 χρόνια προσφυγιάς και μνήμης», που διοργάνωσε η Κοινότητα Γιάννουλης σε συνεργασία με τον Μορφωτικό Σύλλογο Γιάννουλης, στη πλατεία Θρακών, παρουσία εκατοντάδων πολιτών.
«Οι πρόσφυγες ερχόμενοι στην Ελλάδα έκαναν τον πόνο τους δημιουργία. Σε σύντομο χρονικό διάστημα αντί για βάρος έγιναν δύναμη δημιουργίας και προκοπής για την πατρίδα. Συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη και την πρόοδο του τόπου. Διακρίθηκαν σχεδόν σε όλους τους τομείς -όχι τόσο στην πολιτική, ίσως γιατί ήταν περισσότερο ντόμπροι από όσο αντέχει το πολιτικό σύστημα της χώρας. Στην οικονομία ξεχώρισαν μεγάλες μορφές, από τον Αριστοτέλη Ωνάση μέχρι τον Μποδοσάκη. Το πρώτο Νόμπελ λογοτεχνίας το έφερε στη χώρα ο Καππαδόκης, γεννημένος στα Βουρλά της Σμύρνης με καταγωγή από την Καππαδοκία, Γεώργιος Σεφέρης» τόνισε χαρακτηριστικά.
Ο μικρασιατικής καταγωγής βουλευτής και συγγραφέας, αφού συνεχάρη τους διοργανωτές του όμορφου διήμερου μνήμης και προβληματισμού, επισήμανε στην ομιλία του ότι «βεβαίως, τίποτα δεν προμήνυε στις αρχές του 20ου αιώνα το άδοξο τέλος του ελληνισμού στη Μικρά Ασία, με μία διαδρομή τριών χιλιάδων χρόνων. Αντιθέτως, στις αρχές του 1900 υπήρχε μία πνευματική και οικονομική άνθηση του ελληνισμού στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Οι Έλληνες, οι Ρωμιοί ήταν ουσιαστικά η οικονομική αλλά και πνευματική ελίτ της οθωμανικής αυτοκρατορίας, μαζί με τους Αρμένιους. Σχολεία ιδρύονταν παντού, τα ρωμέϊκα σχολεία ήταν τα πιο ονομαστά στην οθωμανική αυτοκρατορία. Από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, το Ζάππειο και το Ζωγράφειο στην Κωνσταντινούπολη, την Ευαγγελική Σχολή στη Σμύρνη, το Φροντιστήριο στην Τραπεζούντα και στην Αργυρούπολη του Πόντου, τη Σχολή του Τιμίου Προδρόμου στο Ζιντζί Ντερέ της Καππαδοκίας μέχρι μία πλειάδα σχολείων που άρχισαν να ανοίγουν και στο τελευταίο Ρωμέικο χωριό της Μικράς Ασίας.
Όμως, το κίνημα των Νεότουρκων το 1908, ουσιαστικά ήταν εκείνο που επέβαλε την Μικρασιατική Εκστρατεία. Γιατί πολλά λέγονται αυτές τις μέρες -με την πολυτέλεια και την άνεση του ενός αιώνα από τα ιστορικά γεγονότα- για το αν έπρεπε να γίνει η εκστρατεία στη Μικρά Ασία. Η ελληνική πολιτεία από τη στιγμή που πήρε την εντολή από τις Μεγάλες Δυνάμεις να αποβιβαστεί στη Σμύρνη, δεν μπορούσε να την αρνηθεί. Ήδη, πέντε χρόνια πριν, το 1914, είχαν αρχίσει οι διωγμοί στη Φώκαια, είχε ξεκινήσει η Γενοκτονία των Αρμενίων, των Ασσυρίων, των χριστιανικών πληθυσμών. Ήταν μονόδρομος, κατά την ταπεινή μου γνώμη, η απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Βεβαίως μεσολάβησαν πολλά, έγιναν λάθη πολλά, κάποιες εκ των Μεγάλων Δυνάμεων σταδιακά μας εγκατέλειψαν».
Τι μας διδάσκει η μικρασιατική περιπέτεια
Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος υπογράμμισε ότι «εκείνο που οφείλουμε να αντλήσουμε ως δίδαγμα από την περιπέτεια της Μικράς Ασίας είναι: πρώτον ότι κάνεις δεν θα κάνει τον δικό σου πόλεμο, εμείς πρέπει να έχουμε τις δυνάμεις για να μπορούμε να υπερασπιστούμε τα δίκαια μας. Και θα έλεγα ακόμη ότι το μείζον δίδαγμα της μικρασιατικής περιπέτειας είναι η εθνική ενότητα. Το σαράκι του εθνικού διχασμού είναι εκείνο το οποίο κυρίως ευθύνεται για την Μικρασιατική Καταστροφή.
Αυτά τα δύο διδάγματα είναι εξαιρετικά επίκαιρα και σήμερα που αντιμετωπίζουμε ως ελληνισμός, και πάλι, μία απρόκλητη κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας. Θα πρέπει να έχουμε, λοιπόν, ως κορωνίδα την εθνική ομοψυχία και να γνωρίζουμε ότι μόνο πατώντας στις δικές μας δυνάμεις μπορούμε να υπερασπιστούμε με αποφασιστικότητα και ψυχραιμία κάθε ξένη επιβουλή».
Να δούμε την αλήθεια κατάματα
Ο ερευνητής της ιστορίας του προσφυγικού ελληνισμού κατέληξε λέγοντας ότι «έναν αιώνα μετά ας έχουμε τη δύναμη να δούμε κατάματα την ιστορία. Η μεν Ελλάδα, παρότι καθημαγμένη και για 10 χρόνια σε πόλεμο με ήττα, μπόρεσε να ενσωματώσει σχεδόν 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες. Ωστόσο, πολλές φορές η αντιμετώπιση που έτυχαν οι πρόσφυγες από τους γηγενείς, δεν ήταν η καλύτερη. Πολλά μπορούμε να πούμε και να αναλύσουμε από κοινωνιολογική άποψη. Οι Θεσσαλοί κολίγοι μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στον εθνικό κορμό, ανέμεναν να διανεμηθούν σε αυτούς οι εθνικές γαίες, τα τσιφλίκια, και έβλεπαν ότι οι πρόσφυγες που ήρθαν ανέστιοι πια στην Ελλάδα, είχαν τον πρώτο λόγο στη διανομή των γαιών. Αλλά νομίζω ότι με την απόσταση του ενός αιώνα θα πρέπει να βλέπουμε την αλήθεια κατάματα. Δεν έτυχαν της καλύτερης υποδοχής οι πρόσφυγες αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς. Αλλά παρόλα αυτά αποτέλεσαν δύναμη δημιουργίας για την πατρίδα και συνέβαλαν καθοριστικά σε αυτό το Νεοελληνικό κράτος, που όλοι καμαρώνουμε ως μέλος της Ευρωπαϊκής οικογένειας».