Στις 30 Μαρτίου 2007 είχε παρουσιαστεί στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών η μουσική σύνθεση του Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος έφυγε σήμερα σε ηλικία 96 ετών, για το έργο του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού «Ακολουθία εις Κεκοιμημένους».
Στη συνέντευξη Τύπου που είχε γίνει μια ημέρα πριν ο Μίκης Θεοδωράκης είχε αναφερθεί στην Ορθοδοξία και την πίστη του ενώ είχε ασκήσει και δριμεία κριτική σε όσους στις ημέρες μας αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικοί με το να απαξιώνουν την ιστορία μας και τις καταβολές μας.
“Ημουν αντιστασιακός, κομμουνιστής και παράλληλα Χριστιανός, άνθρωπος που πίστευε στην Ορθοδοξία» είχε πει χαρακτηριστικά.
Ο Μίκης Θεοδωράκης όμως είχε αναφερθεί και σε ζητήματα της επικαιρότητας. «Τελειώσαμε με τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη, τον Ρήγα Φεραίο, με το Αρκάδι, το Μεσολόγγι, με τα σύμβολα. Τους πειράζει η 25η Μαρτίου. Γιατί όμως; Γιατί οι ελευθερωτές μας ήταν οι φουστανελάδες, τους οποίους κατηγορούν ως αγράμματους. Αυτοί όμως μας απελευθέρωσαν. Είναι μύθος, λένε, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός. Δεν κρατούσε, υποστηρίζουν, με το ένα χέρι ο Κολοκοτρώνης την ελληνική σημαία και με το άλλο τον Σταυρό και δεν ευλογούσε η Εκκλησία τη σημαία. Αυτά είναι γι’ αυτούς αντιδραστικά. Και δεν πρέπει να τα ξέρουν τα παιδιά μας. […] Ακόμη και ο Βελουχιώτης έβαζε στη σειρά τους αγωνιστές και έμπαιναν στα χωριά με την ελληνική σημαία, και αφού τους μιλούσε για τον αγώνα, τους καλούσε όλους να μπουν μέσα στην Εκκλησία. Και μπροστά σε όλους τους κατοίκους του χωριού και τους αντάρτες, παρακαλούσε τον παπά να ευλογήσει τη σημαία και τον αγώνα τους. Αυτοί ήταν επαναστάτες. Ποιοι είναι αυτοί οι σημερινοί που λένε ότι είναι προοδευτικοί; Τι σχέση έχουν αυτοί με όλα αυτά; Βρίσκομαι εδώ ενσυνείδητα. Αυτή ήταν η φυσιολογική πορεία της Ελλάδας. Ετσι έπρεπε να γίνει. Εχει συνέχεια ο ελληνισμός. Μόνο με την ανανέωση της μνήμης και της πίστης μπορούμε να γίνουμε κάτι. Πρέπει να έχουμε βάσεις και ρίζες, να είμαστε περήφανοι για αυτό το καταπληκτικό πάντρεμα της ουσίας της ελληνικότητας με την ουσία του Χριστιανισμού. Δεν ξέρουν όμως όλοι αυτοί τι σημαίνει Ορθοδοξία. Λένε ότι δεν υπήρχε Κρυφό Σχολειό. Μέσα όμως στις εκκλησίες οι παπάδες διάβαζαν τα Ευαγγέλια, τα οποία ήταν γραμμένα στα ελληνικά».
Μάλιστα είχε σπεύσει να υποστηρίξει και τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο για τις επιθέσεις που δεχόταν από διάφορους κύκλους γιατί εξέφραζε απλά τη γνώμη του. «Βέβαια, αν κάνει μία δήλωση ο Μακαριώτατος βγαίνουν και τον χτυπούν, αμφισβητώντας το δικαίωμά του να έχει γνώμη, όπως έχει ο κάθε πολίτης. Και αν διαφωνούν με τη γνώμη του, να την αντιμετωπίσουν με επιχειρήματα. Οχι με κραυγές και αναθέματα λάσπης. Με στεναχωρεί το ότι εμείς παλέψαμε, η γενιά η δική μου, για να έρθει αυτή η δημοκρατία που ζούμε σήμερα… Όταν μιλάς για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή τον αρχηγό της Εκκλησίας, πρέπει πρώτα να πλένεις το στόμα σου. Πρέπει να σέβεσαι τους θεσμούς για τους οποίους πεθάναμε εμείς. Ας έρθει ο οποιοσδήποτε να με αντικρούσει. Τι να μου πουν εμένα; Οτι δεν πάλεψα; Οτι δεν είμαι προοδευτικός; Οτι δεν έπιασα το σφυγμό του λαού; Οτι δεν έδωσα καλή τροφή στον λαό;».