Εγκαινιάστηκε και τίθεται σε λειτουργία ο Εθνικός Μηχανισμός για τον εντοπισμό και την προστασία ασυνόδευτων παιδιών τα οποία βρίσκονται στον δρόμο ή ζουν σε επισφαλείς συνθήκες, μια πρωτοβουλία στην οποία συμμετέχει ενεργά και η Εκκλησία της Ελλάδος.
Πρόκειται για ένα σύστημα υποστήριξης των παιδιών αυτών, το οποίο δημιουργήθηκε από την Ειδική Γραμματεία Προστασίας Ασυνόδευτων του υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου και την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες σε συνεργασία με τον ΔΟΜ (Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης), την Αρσις, τη ΜΕΤΑδραση και το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού
Υπενθυμίζεται ότι ο ΔΟΜ έχει ήδη υπογράψει Μνημόνιο Συνεργασίας με την Εκκλησία της Ελλάδος, ώστε να ενισχυθεί η συνεργασία σε προγράμματα που στοχεύουν στην υποστήριξη των ασυνόδευτων ανηλίκων που διαμένουν στην Ελλάδα.
Βάσει της συνεργασίας ο ΔΟΜ στηρίζει το έργο του «Κέντρου Συμπαραστάσεως Παλιννοστούντων και Μεταναστών – Οικουμενικό Πρόγραμμα Προσφύγων», ώστε να δημιουργηθούν νέοι χώροι φιλοξενίας σε δομές, που χρηματοδοτούνται από το Εθνικό Ταμείο, Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης (AMIF).
«Με ιδιαίτερη χαρά σας υποδεχόμαστε. Έχουμε διάθεση να βοηθήσουμε όσο μπορούμε το πρόγραμμα των ασυνόδευτων παιδιών, αλλά υπό προϋποθέσεις. Δηλαδή την προσεκτική επιλογή παιδιών και τον καθορισμό της ηλικίας τους για παιδαγωγικούς και άλλους λόγους, από 6 έως 12 και από 13 έως 17 έτη. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις θα κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε να βοηθήσουμε και όταν μεγαλώσουν αυτά τα παιδιά να θυμούνται αυτούς που τους βοήθησαν», είχε δηλώσει τότε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, κ.κ. Ιερώνυμος.
Ο Εθνικός Μηχανισμός περιλαμβάνει μια 24ωρη τηλεφωνική γραμμή για την ταυτοποίηση και τον εντοπισμό παιδιών σε ανάγκη (0030- 2132128888 και 0030- 6942773030, μέσω WhatsApp ή Viber), η οποία είναι διαθέσιμη σε έξι γλώσσες, επτά ημέρες την εβδομάδα. Η γραμμή παρέχει καθοδήγηση σε παιδιά, πολίτες, τοπικές και δημόσιες αρχές, σχετικά με τα βήματα και τις ενέργειες που πρέπει να πραγματοποιηθούν από τον εντοπισμό ενός ασυνόδευτου παιδιού μέχρι την τοποθέτησή του σε δομές επείγουσας φιλοξενίας.
Στο πλαίσιο αυτής της πρωτοβουλίας, παρέχεται στα ασυνόδευτα ανήλικα υλική και ψυχοκοινωνική στήριξη, διερμηνεία, ασφαλής συνοδεία εκτός δομής φιλοξενίας, εκπροσώπηση κατά τις διαδικασίες καταγραφής ενώπιον των Αρχών και εκπαιδευτικές δραστηριότητες, μέσω κινητών μονάδων, κέντρων ημέρας και γραφείων πληροφόρησης που τίθενται σε λειτουργία σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Τα ασυνόδευτα παιδιά στις δομές επείγουσας φιλοξενίας λαμβάνουν εξειδικευμένες υπηρεσίες και περαιτέρω υποστήριξη μέχρι τη μεταφορά τους σε δομές μακροπρόθεσμης φιλοξενίας, βάσει μιας τυποποιημένης διαδικασίας αξιολόγησης των αναγκών του παιδιού, του ιστορικού του, καθώς και των διαθέσιμων επιλογών στην Ελλάδα.
Ο ρόλος της Εκκλησίας
Η αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία της Εκκλησίας της Ελλάδος «Κέντρο Συμπαραστάσεως Παλιννοστούντων και Μεταναστών – Οικουμενικό Πρόγραμμα Προσφύγων» ιδρύθηκε (Κανονισμός υπ’ αριθμ. 234/2012, Πρωτοδικείο Αθηνών αριθμ. 11561/2012) τον Ιούλιο του 2012 και αποτελεί καθολικό διάδοχο του Κέντρου Συμπαραστάσεως Παλιννοστούντων Μεταναστών, το οποίο είχε συσταθεί το 1978 ως υπηρεσία της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος με στόχο την παροχή υποστηρικτικών υπηρεσιών σε Έλληνες παλιννοστούντες από γερμανόφωνες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, ώστε αυτοί να ανταπεξέλθουν κυρίως σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης καθώς και σε προβλήματα που προέκυπταν κατά την επιστροφή και επανένταξή τους στην ελληνική κοινωνία.
Όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 άρχισε να διογκώνεται η εισροή αλλοδαπών μεταναστών και προσφύγων προς την Ελλάδα, η εν λόγω υπηρεσία ίδρυσε ένα ιδιαίτερο γραφείο, το Οικουμενικό Πρόγραμμα Προσφύγων (Ecumenical Refugee Program/ERP) προκειμένου να διαχειρίζεται αποτελεσματικότερα υποθέσεις αιτούντων άσυλο, προσφύγων και μεταναστών.
Στις 2/3/2021 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος κατόπιν προτάσεως της Διοικούσας Επιτροπής του φορέα, ενέκρινε την αλλαγή του ονόματος σε «ΣΥΝΥΠΑΡΞΙΣ – ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ«.
Με τις αυξημένες ροές αιτούντων άσυλο στην Ελλάδα μετά το 2015, εκατοντάδες ασυνόδευτα παιδιά βρέθηκαν στη χώρα μας, χωρίς να λαμβάνουν την απαραίτητη στήριξη, στέγαση ή καθοδήγηση, εν μέρει λόγω των υπερφορτωμένων δομών υποδοχής στην Ελλάδα. Τα ασυνόδευτα ανήλικα συχνά κατέληγαν σε αστυνομικά τμήματα και κέντρα κράτησης και παρέμεναν εκεί για μακρές περιόδους υπό ακατάλληλες συνθήκες. Η πρακτική της παραμονής ασυνόδευτων παιδιών σε δομές κράτησης λάμβανε χώρα για σχεδόν 20 χρόνια, πλήττοντας σχεδόν 100 παιδιά το μήνα απ’ το 2017. Η πρακτική αυτή, η οποία οδήγησε σε δικαστικές αποφάσεις εναντίον της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και έχει κατακριθεί ευρέως από φορείς προστασίας δικαιωμάτων, καταργήθηκε νομικά το Δεκέμβρη του 2020.