Γνώμες
31 Οκτωβρίου, 2018

Φαναρίου Αγαθάγγελος: Aνησυχητική η Εκκλησιαστική ένταση

Διαδώστε:

Ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Φαναρίου γαθαγγέλος και Γενικός Διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος μίλησε για την εκκλησιαστική ένταση των τελευταίων ημερών αναλυτικά στο κείμενο που ακολουθεί:

Εἶναι δυστυχῶς γεγονός ὅτι κάποιες φορές ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, κληρικοί ἤ λαϊκοί, εἴτε νοιώθουμε μεγάλοι (καί λόγῳ θέσεως στήν ἱεραρχία) εἴτε θεωροῦμε τόν ἑαυτό μας ταπεινωμένο, αἰσθανόμαστε ὡς οἱ κηδεμόνες τῶν ἄλλων. Μερικές φορές πλάι στήχριστιανική μας ταυτότητα ἀποδίδουμε στόν ἑαυτό μας μιά γήινη ταυτότητα πού μᾶς γεμίζειἔπαρση, καί νομίζουμε ὅτι εἴμαστε πιό πιστοί ἀπό τούς ἀδελφούς ἐκείνους πού τούς συντρίβει ἡ ἱστορία, ἤ τούς ἀπογοητεύει ὁ κόσμος, ἤ ἀγωνίζονται μαζί μέ μᾶς γιά ἕνα κόσμο δίκαιο καί εἰρηνικό, ἁπλό καί ἀνεπιτήδευτο, ἀγαπητικό καί ἐλπιδοφόρο «ἐν γῇ ἐρήμῳ, ἐν δίψει καύματος, ἐν γῇ ἀνύδρῳ» (Δευτερ. 32,10).

Θά ἤθελα νά προχωρήσω ἐν μέσῳ παγίδων πολλῶν, πού θέτει πρῶτα ὁ ἑαυτός μου καί μετάἡ πραγματικότητα τοῦ κόσμου, σέ αὐτή τήν ἔρημη καί ἄνυδρη γῆ, καί νά γράψω γι’ αὐτά πού μέ πονᾶνε καί μέ προβληματίζουν. Πιστεύω ὅτι ὑπάρχουν πολλοί ἀδελφοί, ἐγγύς καί μακράν, πού διέρχονται μέ ἀγωνία καί πόνο τά γενόμενα κατά τόν τελευταῖο καιρό στήν Ἐκκλησία μέἀφορμή τήν ἔνταση στίς σχέσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. Ὅσα καταθέτω ἐνώπιον τῶν πατέρων καί τῶν ἀδελφῶν μου μέ σεβασμό εἶναι ταπεινές σκέψεις πού δέν διεκδικοῦν τήν πρωτοτυπία καί δέν ἀξιώνουν καμία ἀνθρώπινη σοφία. Εἶναι ἁπλά μία ἐξομολόγηση καρδίας ἀδελφοῦ πρός ἀδελφούς. Εἶναι μία ἔξοδος ἀπό τόν καθησυχασμό μου, μιά ἔξοδος πού χρειάζεται, ὅπως κάθε προσωπική ἔξοδος, ταπείνωση καί κουράγιο, τόλμη καί ἀνδρεία, γιά νά μήν γυρίσεις πίσω πληγωμένος καί ἀπεριμμένος, κυνηγημένος καί ἀπογοητευμένος, θλιμμένος καί λυπημένος ἀπό τή ματαιοδοξία, τήν κενοδοξία, τήν ἀπόρριψη, ἀπορημένος ἐάν ἐσύ –ἐάν θέλεις καί ἐάν σέ ἀφήνουν- μπορεῖς νάἀνήκεις σέ μιά οἰκογένεια πού ἡ γλώσσα τῆς θεολογίας, τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, τοῦ ἤθους, πού μέχρι τώρα μᾶς ἐδίδαξαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ὀνομάζεται πνευματική οἰκογένεια.

Ἡ πορεία τῆς προσωπικῆς ἐξόδου διά τῆς ἐκφράσεως τῶν ἀπόψεών μου γίνεται μέ τήν προσδοκία νά δῶ τούς πατέρες μου, τούς ἀδελφούς μου, τούς φίλους μου, τά παιδιά μας, καί νά νιώσω ὅτι εἶδα τόν Θεό μου. Βαδίζω νιώθοντας ὅτι ἄγγελος Κυρίου μέ συνοδεύει γιά νά μή φοβᾶμαι, διότι ἐάν ὁ Θεός εἶναι μαζί μας οὐδείς εἶναι ἐναντίον μας. Ἡ ἱεραποστολή, ἡκατήχηση, ἡ διδασκαλία, ὁ πολιτισμός, ἡ ἐπαφή μου μέ πολλούς ἀδελφούς καί συνεργάτες σέ διορθόδοξο καί διαχριστιανικό ἐπίπεδο, οἱ σπουδές στό ἐξωτερικό, τό Φοιτητικό Οἰκοτροφεῖο μέ τό δυναμικό του, ἡ εὐθύνη γιά τίς ἐκδόσεις τοῦ θεολογικοῦ λόγου καί τήν ποιότητα τους, μέ ὡρίμασαν μέσα στήν οἰκογένεια τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας νά σκέπτομαι μετά 36 χρόνιαἱερατικῆς διακονίας, ἀπό τά ὁποῖα 16 εἶναι χρόνια ἐπισκοπικῆς διακονίας, νά ἐξέλθω ἀπό τή γῆ τῆς συγγενείας μου καί νά ἀρχίσω νά γράφω γι’ αὐτά πού πονᾶνε καί πικραίνουν, ἀλλά καί γι’ αὐτά πού ἡ ἀνθρώπινη ψυχή προσδοκᾶ καί ἐλπίζει.

Προχωράω, ἀφήνοντας στήν ἄκρη γιά λίγο τά θεολογικά γράμματα πού ἔμαθα, ἄν καί αὐτά εἶναι ἦθος καί ζωή καί δέν ξεκολλᾶνε ἀπό τή σάρκα μου. Ἐξέρχομαι μέ τή σκέψη στήνὀμορφιά καί τό κάλλος, τή χάρη καί τήν ὡραιότητα, τήν πράξη καί τό πάθος. Ἀπομακρύνομαιἀπό ἕνα κόσμο μᾶλλον φολκλορικό, πού πάσχει ἀπό μιά μορφή ἐπαρχιωτισμοῦ σέ ὅλα τάἐπίπεδα τῆς ζωῆς, γιά νά εἰσέλθω λίγο πιό ἀποφασιστικά στό βασικά περιπλανώμενο παιχνίδι τοῦ κόσμου τῶν μακρινῶν ὁριζόντων. Ὅμως, πῶς νά ἀτενίσουμε τούς μακρινούςὁρίζοντες, ἄν δέν σταθοῦμε πρῶτα στά πόδια μας; Πῶς νά συναντήσουμε τόν ἄλλον, ἄν δένἀντιμετωπίσουμε τόν ἑαυτό μας; Πῶς ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά μπεῖ μέ τό δικό της δυναμικό προφητικό τρόπο στήν ἱστορία τοῦ κόσμου ὅταν ἡ μετριότητα καί ἡ παρακμή χαρακτηρίζουν τό δημόσιο βίο πού εἶναι καί βίος δικός μας; Πῶς ἡ Ἐκκλησία θά ἀρθρώσει ἕνα λόγο πού θάἔχει λίγο χῶρο γιά ἴσκιο πού θά ἀναπαύει καί θά εἰρηνεύει τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων;Ἀντέχουμε νά μιλήσουμε γιά αὐθεντική αὐτοσυνειδησία; Πῶς θά μιλήσουμε γιά μιά προφητική ἐγρήγορση καί γιά τήν προσδοκία μας κατά τήν «ἡμέρα Κυρίου »; Πῶς θά μιλήσουμε στούς ἀνθρώπους γιά τήν πολιτεία τῆς βιοτῆς τους, ἀφοῦ «Χριστός ἀνέστη καί ζωή πολιτεύεται» ; Ἤ, γιά νά θυμηθῶ τούς λόγους τοῦ Γεωργίου Σεφέρη: «Πῶς νάἀντικρύσουμε τό δυτικό πολιτισμό, ἄν δέν ἀντλήσουμε δύναμη ἀπό τίς δικές μας ρίζες καί χωρίς ἕνα συστηματικό μόχθο γιά τή δική μας παράδοση;» .

Ἡ προέκταση τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἕως τῆς συντέλειας τοῦαἰῶνος συνεπάγεται ὄχι μόνο τήν πρόσληψη τῶν ἐθνῶν στήν Ἐκκλησία μέ τήν ὅλη πολιτιστική τους ταυτότητα, ἀλλά καί τήν ὑπέρβασή τους στή λειτουργία τοῦ ἑνιαίουἐκκλησιαστικοῦ σώματος τῆς οἰκουμένης. Ἡ ἀλήθεια αὐτή κάνει τήν Ὀρθοδοξία καί τίς κατάτόπους Ἐκκλησίες – παρά τίς ἐπικαιρικές ἤ περιστασιακές δυσκολίες καί ἀνοχές μας – νάσυμβάλλουν οὐσιαστικά στή νέα πραγματικότητα καί στή λειτουργική πληρότητα τοῦεὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, ὥστε μέσα σέ ἐποχές δύσκολες, νά διακονοῦν μέ ἀγάπη καί θυσία τόν κάθε ἄνθρωπο, τόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας, τόν ὅπου γῆς, καί ὁ ὁποῖος καθημερινάἀγωνίζεται καί ἀγωνιᾶ γιά τήν εἰρήνη, τή δικαιοσύνη καί τήν ἑνότητα τοῦ σύμπαντος κόσμου. Πρόκειται γιά λαούς πού πεινᾶνε καί διψᾶνε τόν ἄρτο τῶν ἀγ-γέλων καί τό ζῶν ὕδωρ.

Οἱ Ποιμένες μας, οἱ Πατριάρχες μας, οἱ Προκαθήμενοι καί οἱ Πρόεδροι τῶν ὈρθοδόξωνἘκκλησιῶν, πέρα ἀπό τά δύσκολα, καί ἄχαρα κάποιες φορές, διοικητικά τους καθήκοντα,ἔχουν «χρεωθεῖ» στήν προσωπική τους ἱστορία, ἀλλά καί τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, νά ζυμώσουν ἕνα νέο φύραμα, νά μορφώνουν τό ἦθος μας, ἔτσι ὥστε ἡ ζωή μας νά συμφωνεῖ μέ τή συνείδησή μας καί νά εἶναι γεμάτη ἀπό τήν ἀναστάσιμη χαρά. Ἔχουν «χρεωθεῖ» νά μαρτυρήσουν ὅτι ἡ διοίκηση δέν χωρίζεται ἀπό τήν πνευματικότητα, ἡ ἐκκλησιαστικήἀλληλεγγύη δέν ὑπάρχει χωρίς ἀγάπη, ἡ κανονικότητα δέν νοεῖται χωρίς τό δόγμα καί τόἦθος. Ἔλα ὅμως πού ὁ μεγαλύτερος πειρασμός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ τρόπος ἄσκησης τῆς ἐξουσίας…

Ἔτσι, αὐτό τό ἐξουσιαστικό χρέος πολλές φορές ἐξαντλεῖται μέσα στά ὅρια τοῦ «πρέπει» και τοῦ «ὀφείλω» – δυό ρήματα πού μπορεῖ νά σκοτώσουν τή ζωή, ἀφοῦ τήν ἀποστεροῦν ἀπό κάθε παιδαγωγική διάθεση καί τήν καταδικάζουν σέ ἕνα καθωσπρεπισμό μέ τήν τήρηση τῶν κοσμικῶν ὅρων, ἄν καί αὐτό ὄχι ὅλες τίς φορές. Ἡ ἐξουσιαστική, λοιπόν, αὐτή ἐπιβολή δυνάμεως γίνεται δυναστεία, ἀδιάκριτη συμπεριφορά, ὑποτίμηση τοῦ ἄλλου, ἄκρατη ἐπιβολή θέσεων καί ὑποκειμενικῶν ἀπόψεων πού στό ὄνομα τῆς συνοδικότητας προβάλλει μισέςἀλήθειες ἤ ἐρωτοτροπεῖ μέ τό καθολικό ψεῦδος, κρίνει καί ἐπικρίνει, αὐθαιρετεῖ καί παραπληροφορεῖ στό ὄνομα μιᾶς «ἀτομικῆς συλλογικότητας, ἀσθενοῦς συνοδικότητας καίἀτομικοῦ συμφέροντος», ἐξαγριώνει, πληγώνει, φθείρει καί διαφθείρει συνειδήσεις, θέλειὀπαδούς καί ὄχι μέλη.

Παράλληλα μέσα ἀπό τίς ἀλληλοσυγκρουόμενες αὐτές καταστάσεις ἡ πολιτική ἐπιδιώκει τή μεταχείριση τῆς πίστης γιά τή στήριξη προσωπικῶν, ἐθνικιστικῶν, φυλετικῶν, διεθνῶν στρατηγικῶν καί ἄλλων συμφερόντων. Δυστυχῶς, οἱ Ἐκκλησίες ὄχι μόνον ὑποκύπτουν πολλές φορές στούς ἀθέμιτους σχεδιασμούς τῆς διεθνοῦς πολιτικῆς, ἀλλά ἐξαρτοῦν ἤθεωροῦν τήν πολιτική προοπτική ἑνός τόπου κάτω ἀπό μία συγκεκριμένη ἑρμηνεία τῶν θρησκευτικῶν ἀληθειῶν. Εἴμαστε μάρτυρες μιᾶς δαιμονικῆς καταστάσεως βίας καί τρομοκρατίας. Ἄνθρωποι χάνονται, δολοφονοῦνται ἀνυποψίαστοι, πεινᾶνε, ἀσθενοῦν, φοβοῦνται, ἐνῶ ἡ θάλασσα ἔγινε νεκροταφεῖο ἐλπίδων. Ποῦ λόγος γιά τό δικαίωμα στή ζωή, γιά τό θεῖο δῶρο τῆς εἰρήνης, γιά τήν ἀμοιβαιότητα καί τήν ἀλληλεγγύη, πού δίνουν νόημα στήν καθημερινή βιοτή καί στήν ὕπαρξή μας; Μέσα σέ αὐτή τήν πραγματικότητα διερωτᾶται κανείς πῶς μπορεῖ νά μήν ὑπάρχει ἐκκλησιαστική κοινωνία καί ἑνότητα; Τί θά ποῦμε στούς Χριστιανούς μας; Πῶς θά μιλήσουμε στά παιδιά μας; Πῶς θά διδάξουμε στόν κόσμο τόἄγγελμα τῆς σωτηρίας; Πῶς θά πρσλάβουμε τό μήνυμα τῶν καιρῶν, γιά νά τό ἀποδώσουμε χριστοποιημένο στούς λαούς μας;

Οἱ Ἐκκλησίες καλοῦνται νά ἐργασθοῦν μέ ἐντιμότητα καί εἰλικρίνεια γιά τήν ἔγκαιρηὑπέρβαση τῶν πολιτικῶν ἤ παραπολιτικῶν συγχύσεων, τῶν προσηλυτιστικῶν διαθέσεων τοῦἐθνοφυλετισμοῦ, τοῦ φονταμενταλισμοῦ καί τῆς παγκοσμιοποιήσεως. Ἡ οἰκουμενικότητα δέν καταλύει, ἀλλά διατηρεῖ τήν ταυτότητα τῶν λαῶν· ἡ ἀμοιβαία γνωριμία δέν ὁδηγεῖ σέθρησκευτικό συγκρητισμό, ἀλλά σέ σεβασμό γιά ἕνα πλουραλισμό, γιά τόν ὁποῖο θά πρέπει νά ὑπάρχει τό μέτρο κρίσης καί ἀξιολόγησης.

Ἡ οἰκουμενικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας δέν εἶναι ὅρος ἐδαφικός, ἀλλά ἡ κατάλυση τῶνἀνθρωπίνων φραγμῶν στήν καινή κτίση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος σαρκοῦται, ὑποφέρει, ἀνίσταται καί ἀναλαμβάνεται στούς οὐρανούς γιά τήσωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, καλεῖ ὅλους νά διαλεχθοῦμε – ὄχι βεβαίως γιά νά ἀναιρέσουμε ἤ νάἀρνηθοῦμε- ἀλλά γιά νά ὑπερβοῦμε τό νοσηρό φαινόμενο τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ. Δυστυχῶς, ἡοἰκουμενικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας τρομάζει τίς ἀσθενικές συνειδήσεις ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι δέν μποροῦν νά ἑρμηνεύσουν τά μηνύματα τῶν γεγονότων, παρ’ ὅλα τά συγκλονιστικά δεδομέναὥστε νά δοῦν ὅτι τό μόνο ἀντίδοτο στήν κρίση τῶν καιρῶν δέν εἶναι ἡ ἀμυντική καίἐπιθετική τακτική ἤ καί οἱ παθολογικές τους ἐκφράσεις, ἀλλά ἡ οἰκουμενικότητα καί ὁδιάλογος. Ἡ εὐχαριστιακή ἀναφορά τῆς Ἐκκλησίας μας στήν Θεία Λειτουργία προσφέρει τόν Χριστό, Αὐτόν πού σαρκώθηκε καί προσέλαβε στή θεία ὑπόστασή Του ὅλον τόν κόσμο, γι’ αὐτό ἡ μετοχή μας στό Σταυρό καί τήν Ἀνάστασή Του ἀποτελεῖ τήν οὐσιαστική πράξη γιάτήν ὑπέρβαση τοῦ νοσηροῦ ἐθνοφυλετισμοῦ.

Συνεπῶς, ἐάν ἡ πρόσδεσή μας στήν παράδοση δέν πάψει νά εἶναι αὐτοδικαιωτικήπαρελθοντολογία καί ἐάν ἡ παράδοση δέν γίνει ὁ φορέας τοῦ προφητικοῦ χαρίσματος, φωτίζοντας τό παρόν μέ τά ἐσχατολογικά φῶτα τοῦ μέλλοντος, τότε αὐτή ἡ παράδοση θάἀντιγράψει, μέ πνεῦμα στεῖρο νεκρά στοιχεῖα τοῦ παρελθόντος καί ἡ καρδιά μας θά ἀδυνατεῖνά σχηματίσει τόσο τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ὅσο καί τήν εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου γιά νά διαλεχθεῖμαζί τους. Αὐτή εἶναι πλέον καί ἡ μεγάλη εὐθύνη τῆς Χριστιανικῆς Εὐρώπης καί τῶνἘκκλησιῶν πού ἔχουν πληγώσει πνευματικά τούς πολίτες καί τά μέλη τους, πού καλλιεργοῦν τόν κυνισμό ἑνός κόσμου χωρίς Θεό στόν ὁποῖο δεσπόζει μόνο ἡ δύναμη καί τό κέρδος, πού προβάλλουν ἀξιακά κριτήρια κατεστραμμένα, ὥστε ἡ διαφθορά καί ἡ ἀσυλλόγιστη δίψα γιάἐξουσία νά θεωροῦνται κάτι τό αὐτονόητο.

Ὁ προβληματισμός εἶναι ἐντονώτερος ἐάν μέσα ἀπό τίς ὀξειδώσεις τοῦ χρόνου, ἀπό τήν ψυχολογία τῶν περιστάσεων καί ἀπό τίς ἀναπόφευκτες ἐπικίνδυνες συγχύσεις, ἔχειἀτονίσει, ὑποθηκεύεται ἤ ἀλλοιώνεται ἡ συνοδική συνείδηση . Οἱ ἐκκλησιαστικοί ἱστορικοί μποροῦν νά ὑπενθυμίσουν σέ ὅλους τίς πληγές τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τίς αὐθαίρετες καίἀντικανονικές παρενέργειες τοῦ προκλητικοῦ ἰδεοληπτικοῦ συνδρόμου τῆς αὐτοκεφαλίας τῶν νεωτέρων χρόνων. Ποιός μπορεῖ νά ἐγγυηθεῖ συνοδικά σήμερα ὅτι θέματα τῆςἘκκλησίας δέν παρανοοῦνται καί δέν παρερμηνεύονται γιά πολλές καί ἀνομολόγητες σκοπιμότητες; Τό θέμα τῆς Οὐκρανίας σήμερα εἶναι ἡ κορυφή τοῦ παγόβουνου. Τό πρόβλημα ὑπάρχει. Πῶς θά πολεμήσουμε τόν ἐθνοφυλετισμό, ὅταν ἡ Μόσχα προωθεῖἀπωθημένες ἰδεοληπτικές σκοπιμότητες, γιά νά ἐπιβληθεῖ στά διορθόδοξα πράγματα;Ὡστόσο προσπαθεῖ συγχρόνως νά ἀποψιλώνει τό καθιερωμένο ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους κανονικό δικαίωμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νἀ μεριμνᾶ γιά τά θέματα τῆς καθόλου Ὀρθοδοξίας, γι’ αὐτό στρέφεται συστηματικά ἐνάντια στήν καθιερωμένη κανονική παράδοση γιά τήν ἀπόλυτη ἀναγκαιότητα τοῦ Πρώτου, καίτοι ἡ Ἐκκλησία πληρώνει τό τίμημα τῶν αὐθαίρετων καί μονομερῶν ἀντικανονικῶν ἐκκλησιαστικῶν πράξεων τοῦΠατριαρχείου Μόσχας κατά τό παρελθόν. Ἄλλωστε ὁ κανονικός θεσμός τῆς Αὐτοκεφαλίας γεννᾶ πάντοτε Ἀδελφές Ἐκκλησίες, ἐνῶ ἡ ἐπεκτατική διάθεση τῶν δικαιοδοσιῶν γεννᾶσοβαρά προβλήματα γιά τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας.

Γιά τήν Ἐκκλησία τά πράγματα εἶναι ἁπλά, διότι ὁ Θεός εἶναι ἁπλοῦς καί εἶναι Πρόσωπο. Γι’ αὐτό μέ προσωπεῖα δέν μπορεῖ νά γίνει διάλογος. Ὡστόσο ἡ Θεολογία, μέ τή χάρη τοῦΠαρακλήτου καί τή σοφία εὐλογημένων ὑπάρξεων, ἀνοίγει δρόμους γιά νά ὑπερβεῖ τάἀδιέξοδα. Εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στήν ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Κυρίου, «ἵνα ὦσιν ἕν».Εἶναι ἡ κοινή εὐθύνη πού ἔχουν ὅλοι οἱ Πατριάρχες καί οἱ Προκαθήμενοι τῶν ΑὐτοκεφάλωνἘκκλησιῶν νά δοῦν μέ ὑπεύθυνο τρό πο ὁ ἕνας στά μάτια τόν ἄλλον καί νά καλλιεργήσουν «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ» τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς πίστης καί τῆς ζωῆς, τῆς ἀδιάκοπης συνέχειας τῆς Παράδοσης καί τῶν δώρων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ἐκφρά-ζουν καί ἐκπληρώνουν τήν κοινωνία ἑνός Ἐπισκόπου μέ τούς ἄλλους Ἐπισκόπους τόσο σέ λειτουργικό, ὅσο καί σέ συνοδικό ἐπίπεδο. Αὐτό βεβαιοῖ τήν κανονικότητα, τό δόγμα καί τό εὐχαριστιακό ἦθος.

Στήν Ἐγκύκλιο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ἀναφέρονται μεταξύ ἄλλων: «ἐν χαρᾷπεπληρωμένῃ, εὐαγγελιζόμεθα τόν λόγον τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδος καί τῆς ἀγάπης, προσβλέποντες πρός τήν ἀνέσπερον καί ἀδιάδοχον καί ἀτελεύτητον ἡμέραν.Ὅθεν δίδει (ἡἘκκλησία) τήν εὐαγγελικήν μαρτυρίαν καί διανέμει ἐν τῇ οἰκουμένη τά δῶρα τοῦ Θεοῦ: τήνἀγάπην Του, τήν εἰρήνην, τήν δικαιοσύνην, τήν καταλλαγήν, τήν δύναμιν τῆς Ἀναστάσεως καί τήν προσδοκίαν τῆς αἰωνιότητος». Ὅσες Ἐκκλησίες ὑπέγραψαν αὐτό τό βαρυσήμαντο θεολογικό κείμενο, ἀλλά καί αὐτές πού δέν συμμετεῖχαν, καλοῦνται νά τό κάνουν σάρκα μέ λόγο καί ἔργο, προφητική ἐγρήγορση καί πράξη, καθημερινό ἀγώνα, μαρτυρία καί μαρτύριο, προσευχή, μετάνοια, έλευθερία, χαρά, προσδοκία, εἰρήνη, ἐνθουσιασμό, ἑνότητα.

Διαδώστε: