Γιὰ νὰ διατηρήσουμε τὴν ἑνότητά μας, θὰ πρέπει νὰ κάνουμε ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία, στοὺς ἐπισκόπους της. Ὑπακούοντας στὴν Ἐκκλησία, ὑπακούουμε στὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Ὁ Χριστὸς θέλει νὰ γίνουμε μία ποίμνη μὲ ἕναν ποιμένα.
Νὰ πονᾶμε γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Νὰ τὴν ἀγαπᾶμε πολύ. Νὰ μὴ δεχόμαστε νὰ κατακρίνουν τοὺς ἀντιπροσώπους της.
Στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ πνεῦμα ποὺ ἔμαθα ἦταν ὀρθόδοξο, βαθύ, ἅγιο, σιωπηλό, χωρὶς ἔριδες, χωρὶς καυγάδες καὶ χωρὶς κατακρίσεις. Νὰ μὴν πιστεύουμε τοὺς ἱεροκατηγόρους. Καὶ μὲ τὰ μάτια μας νὰ δοῦμε κάτι ἀρνητικὸ νὰ γίνεται ἀπὸ κάποιον ἱερωμένο, νὰ μὴν τὸ πιστεύουμε, οὔτε νὰ τὸ σκεφτόμαστε, οὔτε νὰ τὸ μεταφέρουμε. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ λαϊκὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ γιὰ κάθε ἄνθρωπο.
Ὅλοι εἴμαστε Ἐκκλησία.
Ὅσοι κατηγοροῦν τὴν Ἐκκλησία γιὰ τὰ λάθη τῶν ἐκροσώπων της, μὲ σκοπὸ δῆθεν νὰ βοηθήσουν γιὰ τὴ διόρθωση, κάνουν μεγάλο λάθος. Αὐτοὶ δὲν ἀγαποῦν τὴν Ἐκκλησία, οὔτε βέβαια τὸν Χριστό. Τότε ἀγαπᾶμε τὴν Ἐκκλησία, ὅταν μὲ τὴν προσευχή μας ἀγκαλιάζουμε κάθε μέλος της καὶ κάνουμε ὅ,τι κάνει ὁ Χριστός. Θυσιαζόμαστε, ἀγρυπνοῦμε, κάνουμε τὸ πᾶν, ὅπως Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος “λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὔκ ἠπείλει”.
(Βίος καὶ Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου, σελ. 196)