Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Γυναίκας της Γυναίκας που τιμάται κάθε χρόνο στις 8 Μαρτίου αναδημοσιεύουμε την προσφώνηση του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου στο 14ο διεθνές συνέδριο του δικαίου των ανατολικών εκκλησιών (Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών – Σεπτέμβριος 1999)
Ειδική Συνοδική Επιτροπή Γυναικείων Θεμάτων
(Κανονισμός 153/2002)
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Από την προσφώνηση τoυ Αρχιεπισκόπου Αθηνών στο
( Αἴθουσα Τελετῶν τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Σεπτ. 1999)
Ἡ παρουσία τῆς γυναίκας στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ταυτόσημη καί ἰσότιμη μέ ἐκείνη τοῦ ἄνδρα, διότι καί οἱ δύο ὡς πιστοί καί μέλη τοῦ ἰδίου σώματος ἑνώνονται μεταξύ τους καί μαζί μέ τή Θεία Κεφαλή τοῦ σώματος σέ μία “ἐν Χριστῷ” ζωή, μέ τήν ἐνέργεια τῆς Θείας Χάριτος. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἀντιλαμβάνεται τήν ἰσότητα ὡς ἰσοπέδωση. Ἡ ποικιλία σ’ αὐτή δέν ἀντιστρατεύεται τήν ἑνότητα. Γι’ αὐτό καί στόν χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας δέν ὑπῆρξαν ποτέ ἐπαναστάσεις καί κινήματα διορθωτικά τῶν τάσεων πού εἶχε κατά καιρούς ἡ ἑνότητα. Στήν Ὀρθοδοξία ἀνέκαθεν ἴσχυσεν ὁ κανών τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: Τό σῶμα ἔχει πολλά μέλη καί τό κάθε μέλος ἔχει τή δική του ἀποστολή, πού ἐκπληρούμενη συμβάλλει, μέ τήν ἀξία καί μοναδικότητά της, στή γενική ἁρμονία. Τό νά θέλουν ὅλα τά μέλη νά ἐκτελοῦν τήν ἴδια λειτουργία στό σῶμα ἀποτελεῖ ἔνδειξη σοβαρᾶς ἀσθένειας τῶν ἴδιων καί τοῦ σώματος. “Μή πάντες ἀπόστολοι; μή πάντες προφῆται; μή πάντες διδάσκαλοι; μή πάντες χαρίσματα ἔχουσιν ἰαμάτων; μή πάντες γλώσσαις λαλοῦσι; μή πάντες διερμηνεύουσι;” Στό ὀρθόδοξο ἦθος ὁ σεβασμός τῆς ἰδιαιτερότητος ἀποτελεῖ θεμελιώδη ἀρχή, τήν ὁποία οἱ σύγχρονες δυτικές κοινωνίες δέν ἀποδέχονται εὔκολα. Ἔτσι καί ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς γυναίκας καί τῶν λειτουργημάτων πού ἐπιτελεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία δέν ἔχει στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τό νόημα τῆς ὑποτιμήσεώς της.
Πράγματι, οἱ γυναῖκες ὄχι μόνο εἶναι ἰσότιμες μέ τούς ἄνδρες, ἀλλά κατέχουν καί τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὡς ἀναπόσπαστα μέλη τῆς δομῆς τῆς Ἐκκλησίας. Εἰδικότερα, ἡ γυναίκα συμβολίζει τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία, τόν ναό τοῦ Θεοῦ, πού δέχεται τό σῶμα τῶν πιστῶν· γι’ αὐτό καί τό διακονικό της ἔργο στήν Ἐκκλησία εἶναι ἔργο ἀγάπης καί φιλανθρωπίας πρός τόν πλησίον, μέ τήν ἐσωτερική καί τήν ἐξωτερική της ἱεραποστολή. Ἡ συμβολική προσφορά τῆς γυναίκας στήν ἐκκλησιαστική ζωή εἶναι ἔργο πού ἀγκαλιάζει ὅλο τό ποίμνιο καί δέν συγκρίνεται μέ ἀξίωμα ἀναγόμενο στή συνήθη ἱεραρχική δομή.
Ἡ θέση τῆς γυναίκας στήν Ἐκκλησία ἔχει τήν ἀξία της ἤδη ἀπό τή Θεοτόκο, πού προβλήθηκε, μέσα στό ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας, ὡς ὁ τύπος τῆς Ἐκκλησίας. Πρίν προχωρήσουμε στήν τυπολογική αὐτή σχέση, θά πρέπει νά ἐπισημανθεῖ ὅτι ὁ χριστιανισμός δέν ὑποβάθμισε τή γυναικεία ὑπόσταση. Ἀντίθετα πρός τόν ἀρχαῖο ἑλληνικό κόσμο, στόν ὁποῖο ἡ γυναίκα δέν εἶχε τό δικαίωμα νά ἀποκτήσει μιά εὐρεία μόρφωση καί νά συμμετέχει στίς κοινωνικές ἐκδηλώσεις τῆς πόλης, στόν χριστιανικό κόσμο ἡ γυναίκα προσφέρει, διακονεῖ, ἐνῶ στή χριστιανική διδασκαλία στηρίζονται τά ἀναγνωρισθέντα σέ αὐτήν ἀνθρώπινα δικαιώματα, πού ὁδηγοῦν καί στήν ἰσοτιμία τῶν δύο φύλων. “Ἀρετῆς δεκτικόν τό θῆλυ, ὁμοτίμως τῷ ἄρρενι παρά τοῦ Κτίσαντος γέγονε. Τό στερρόν καί εὔτονον καί ὑπομονητικόν ἐξ ἴσου τοῖς ἀνδράσι καί παρ’ ἡμῶν ὀφείλεται τῷ Δεσπότῃ”, εἶπεν ἡ ἁγία μάρτυς Ἰουλίττα ὀλίγον πρό τοῦ μαρτυρίου. Καί ὁ μέγας Βασίλειος παρατηρεῖ πρός τίς γυναῖκες: “Πρός οὐδέν ὑμῖν τῶν ἀγαθῶν τό ἐλάττωμα τῆς φύσεως ἐμποδίζει”.
Ὅμως, ὁ σημαντικός καί διακεκριμένος ρόλος τῶν γυναικῶν ἐκφράζεται στήν τυπολογική ἀναλογία Εὔας-Μαρίας, στήν ὁποία ἐμπεριέχεται μία “ἀνακύκληση”, καθώς ἡ ἀνυπακοή τῆς Εὔας ἀποκαταστάθηκε μέ τήν ἀποδοχή τῆς βουλῆς τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό τήν Παρθένο Μαρία γιά τήν Ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ Εὔα παρίσταται ὡς ἡ ἐκπέσουσα ἀρχαία ἀνθρωπότητα, ἡ ὁποία γιά τήν παρακοή της “τήν κατάραν εἰσωκίσατο”, ἐνῶ ἡ Μαρία ὡς ἡ ἀνακαίνιση τῆς ἀρχαίας πεσούσης ἀνθρωπότητος, ἡ ὁποία συντελέσθηκε μέ τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ καί ἐμφανίζεται ὡς νέα ἀνθρωπότητα, ἡ “καινή ἐν Χριστῷ κτίσις”. Ἀπό τή θέση αὐτή γίνεται κατανοητό ὅτι τό κεντρικό πρόσωπο στό σχέδιο τῆς σωτηρίας εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ Θεοτόκος. Ἀντιπροσωπευτικό τοῦ λειτουργήματός της εἶναι τό εἰδικό λειτούργημα τῆς γυναίκας, πού τιμᾶται ὡς ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί τῆς διαιώνισης τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καί ὡς λειτούργημα σιωπῆς εὔγλωττης.
Ἡ συμβολική ἐπέλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Παρθένο Μαρία ἀναδεικνύει τήν ἐπικουρική σημασία τοῦ ἔργου τῶν γυναικῶν στό πεδίο τῆς ἐκκλησιαστικῆς δραστηριότητας. Ἤδη ἀπό τήν ἀρχέγονη καί μετέπειτα Βυζαντινή Ἐκκλησία εἶχε ἀνατεθεῖ στίς γυναῖκες ἀφ’ ἑνός μέν ἡ συμμετοχή στή λειτουργική ζωή διά τοῦ θεσμοῦ τῶν διακονισσῶν, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἡ συνεισφορά των στίς θρησκευτικές καί στίς ἄλλες ἀνάγκες τοῦ γυναικείου κόσμου, ὅπως στά πτωχοκομεῖα, στά νοσοκομεῖα, σέ διάφορες ἀδελφότητες κ.ἄ. Κατ’ οὐσίαν, οἱ γυναῖκες εἶχαν ἀναλάβει τό κοινωνικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, καί κυρίως ὅ, τι ἀφοροῦσε στήν περίθαλψη καί στήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν στά διάφορα ἐκκλησιαστικά ἱδρύματα.
Μέσα στό πλαίσιο τοῦ γυναικείου ἱεραποστολικοῦ ἔργου δέν πρέπει νά παραλειφθεῖ ἡ σπουδαιότητα τοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ, πού συνέβαλε στήν ἀνύψωση τῆς θέσης τῶν γυναικῶν στήν Ἐκκλησία. Μέ αὐτό τό πρίσμα δηλώνεται ὄχι μόνο ἡ κοινωνική προσφορά τῶν γυναικῶν στήν κοσμική ζωή, ἀλλά καί ἡ πνευματική δύναμή τους. Ὁ μοναχισμός εἶναι ἕνα ἰδιαίτερος τρόπος ζωῆς, τόν ὁποῖο ἑκούσια διάγουν ἄνδρες καί γυναῖκες καί ὑπόκεινται στή δοκιμασία καί στήν ἐγκράτεια ἀνάλογα μέ τίς ἰδιαίτερες κλίσεις τους· γεγονός πού ἀναιρεῖ τήν πεποίθηση γιά διάκριση ἀρσενικοῦ καί θηλυκοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον καί τά δύο φύλα ἔχουν τό δικαίωμα νά ἀναχθοῦν στό θεῖο, ἐπιτυγχάνοντας τήν ὑπεροχή τους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπό ἕναν σχετικά δυσκολότερο δρόμο ἀπό ἐκεῖνον τοῦ ἐγκόσμιου βίου.
Ἄν κατανοήσουμε ὅτι ὁλόκληρη ἡ χριστιανική διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπικεντρώνεται στή θεωρητική καί στήν πρακτική σημασία τῆς ἔννοιας τῆς ἀγάπης, θά διαπιστώσουμε δύο καίρια σημεῖα γιά τό θέμα μας:
1. Ὁ εὐρύτατος κύκλος τῶν διακονημάτων, δηλαδή τό λειτουργικό, ποιμαντικό, κατηχητικό, διδακτικό ἱεραποστολικό καί κοινωνικό ἔργο, ἔχει μεγάλη σπουδαιότητα καί ἀποτελεῖ τό ὑπόβαθρο γιά τό ἱερατικό ἀξίωμα καί τήν ἐν γένει ἀποστολή τοῦ ἱερέα μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ συμμετοχή τῆς γυναίκας στά διακονήματα αὐτά ἐνθαρρύνεται σήμερα περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά καί συνδέεται ἄρρηκτα μέ τήν πνευματικότητά της καί τίς προσωπικές κλίσεις της. Τά λειτουργήματα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν τά ἀντιλαμβάνεται ὡς ἐξουσία καί δύναμη, ἀλλά ὡς διακονία καί θυσία, ὡς μαρτυρία καί ἐνίοτε συνεπάγεται τό μαρτύριο. Στή σύγχρονη δυτική σκέψη, πού εἶναι συνηθισμένη στή διεκδίκηση δικαιωμάτων, τά λειτουργήματα ἀποτελοῦν δικαιώματα πρός ἀπολαβήν καί ὄχι πρός θυσίαν. Ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ἀποκλείοντας τή γυναίκα ἀπό τήν ἱεροσύνη, δέν θεωρεῖ ὅτι τήν ὑποτιμᾶ, μιά καί τῆς ἀναγνωρίζει ἄλλου εἴδους σημαντικές διακονίες, πού εἶναι μία ἄλλη μορφή θυσίας. Γι’ αὐτό καί οἱ ὀρθόδοξες γυναῖκες πού διαπνέονται ἀπό αὐτή τή νοοτροπία δέν συμμερίζονται οὔτε τή διαμαρτυρία τῶν γυναικῶν ἄλλων ὁμολογιῶν γιά τόν ἀποκλεισμό των ἀπό τήν ἱεροσύνη, πού ὀφείλεται σέ καθαρά δογματικούς καί παραδοσιακούς λόγους, οὔτε τόν ἀγώνα ἐκείνων γιά τήν κατάκτηση τοῦ ὀχυροῦ τῆς ἱεροσύνης. Ἀρκοῦνται στή λειτουργική διακονία τῆς ἀγάπης καί τῆς θυσίας καί ἀξιοποιοῦν τά χαρίσματά των στή διακονία τῆς σύγχρονης κοινωνίας, πού ξηραίνεται καί μαραίνεται ἀπό τόν καυστικό λίβα τοῦ ἀτομισμοῦ καί τοῦ συμφέροντος.
2. Ἡ ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης αὐτῆς μέ τήν προσφορά καί τήν ἀνανέωση τῆς ἐνοριακῆς καί τῆς καθόλου ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κάτι πού ἁρμόζει στή γυναίκα, ἡ ὁποία, ἐκ φύσεως εὐαίσθητη λόγῳ μητρότητός της, ἐπιδεικνύει πάντοτε μεγάλο ζῆλο, πίστη καί ἀφοσίωση στό κοινωνικό της ἔργο. Ἡ γυναίκα, λόγῳ τῆς μητρότητος, μᾶς μαθαίνει νά ζοῦμε ὡς πρόσωπα καί ὄχι ὡς ἄτομα, ὡς ὄντα σχέσεως καί ὄχι ὡς αὐτονομημένα καί ἀνεξάρτητα ὄντα. Χρειάζεται ὁ δυτικός πολιτισμός νά ἀναθεωρήσει τήν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας πού κληρονόμησε ἀπό τήν κοινή μας χριστιανική παράδοση, ἑδραίωσε μέ τόν καρτεσιανό διαφωτισμό καί ἐξάντλησε μέ τόν ὑπαρξιακό μηδενισμό. Πρέπει νά ἀντιληφθεῖ ὅτι ἐλευθερία δέν σημαίνει ἀπελευθέρωση ἀπό κάποιον ἤ ἀπό κάτι, ἀλλά γιά κάποιον ἤ γιά κάτι.
Στό σημεῖο αὐτό θά πρέπει νά τονισθεῖ ἡ σπουδαιότητα τοῦ σύγχρονου ἔργου πού ἔχουν ἀναλάβει σήμερα οἱ γυναῖκες στόν χῶρο τῆς ἐνορίας, ὅπου συχνά δημιουργοῦνται προβλήματα ἀπό τήν ἴδια τήν ποιμαίνουσα. Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας ἡ ὑποστήριξη καί ἡ ἐνθάρρυνση συχνά δέν ἐπαρκοῦν. Μάλιστα, ἡ προσφορά τῆς γυναίκας καί ἡ παρουσία της ἀποτελοῦν ἐπιτακτική ἀνάγκη γιά τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα, διότι ἡ πνευματική καθοδήγηση, ἡ χριστιανική ἀγωγή καί ἡ συνείδηση τῶν πιστῶν εἶναι πολύ πιό δύσκολο ἔργο, σήμερα πού οἱ κοινωνίες μαστίζονται ἀπό αἱρέσεις, παραθρησκευτικές ὀργανώσεις, πολιτικά καί οἰκονομικά συμφέροντα σέ τοπικό καί διεθνές ἐπίπεδο, τά ὁποῖα ἐπικαλύπτονται πίσω ἀπό τίς ἀντιπαραθέσεις τῶν θρησκειῶν, κλονίζοντας τήν πίστη καί τίς συνειδήσεις τῶν λαῶν. Ἡ γυναίκα, ἀποκτώντας ἐνεργό ρόλο στή ζωή τῆς ἐνορίας, δείχνει τόν δρόμο πρός τόν ἐξανθρωπισμό τῆς κοινότητας καί συμβάλλει στήν προσφορά τῆς εὐχαριστιακῆς σύναξης. Ἡ γυναίκα ἐνορίτις, ἡ γυναίκα παρασκευάστρια τοῦ προσφόρου, δηλαδή τοῦ ἄρτου πού θά εὐλογηθεῖ καί θά γίνει Σῶμα Χριστοῦ, ἡ γυναίκα ὡς ἐκκλησιαστική ἐπίτροπος, ἡ γυναίκα ὡς κατηχήτρια, ὡς διακόνισσα τῶν ἔργων ἀγάπης, ὡς μοναχή, ὡς ψάλτρια, ὡς φιλάνθρωπος μέσα στά πλαίσια τῆς ἐνορίας μετέχει στά ἐκκλησιαστικά πράγματα μέ ἐπίγνωση, ὑπευθυνότητα καί ἀποδοτικότητα.
Τά τελευταῖα χρόνια διατυπώνεται, βέβαια, καί στόν χῶρο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀρκετά δειλά ἡ διεκδίκηση τῆς ἱεροσύνης γιά τίς γυναῖκες. Τό θέμα αὐτό πρέπει νά ἀντιμετωπισθεῖ μέ ἐξαιρετικά μεγάλη σοβαρότητα, γιατί κατ’ ἀρχήν δέν πρέπει, ἐπαναλαμβάνω, νά ἀποδοθεῖ ἡ ἀρνητική τοποθέτηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας σέ ὁποιεσδήποτε προκαταλήψεις ἀπέναντι στό γυναικεῖο φύλο ἤ σέ μιά προϊούσα τάση ὑποβάθμισης τῆς σημασίας τῆς γυναικείας παρουσίας μέσα στή χριστιανική κοινωνία. Χωρίς νά θέλω νά προκαταλάβω τό συνέδριο ὑπαγορεύοντας τά συμπεράσματά του στό συγκεκριμένο θέμα τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν, θά ἤθελα ἁπλῶς νά ὑπενθυμίσω σέ γενικές γραμμές τά ἐπιχειρήματα πού προβάλλονται γιά τήν ἀπόρριψη τῆς μυστηριακῆς ἱεροσύνης τῶν γυναικῶν.
Πρωτεύουσα θέση μεταξύ τῶν ἐπιχειρημάτων κατέχει ἡ προβολή τῆς παραδοσιακῆς τακτικῆς τῆς Ἐκκλησίας, τό γεγονός δηλαδή ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν ἐπέλεξε γυναῖκες μεταξύ τῶν δώδεκα Ἀποστόλων, μολονότι δέν ἔλειπαν οἱ γυναῖκες ἀπό τόν εὐρύτερο κύκλο τῶν μαθητῶν Του. Ἐξαίρεση δέν ἀπετέλεσε οὔτε ἡ ἴδια ἡ Θεοτόκος, διά τῆς ὁποίας τελειοποιήθηκε τό ἔργο τῆς “ἐν Χριστῷ” οἰκονομίας. Τό παράδειγμα τοῦ Κυρίου ἀκολούθησαν καί οἱ Ἀπόστολοι, πού δέν χειροτόνησαν γυναῖκες. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, μάλιστα, ρητῶς τῆς ἀποκλείει ἀπό τό ἱερατεῖο. Ἀπό τήν πρακτική αὐτή δέν ἀπομακρύνθηκε ἡ Ἐκκλησία στή διάρκεια τοῦ δισχιλιετοῦς βίου της.
Οἱ ὑποστηρικτές τῆς ἱεροσύνης τῶν γυναικῶν παραγνωρίζουν τό θεολογικό νόημα τῆς ἱεροσύνης. Ὁ ἱερεύς δέν ἐνεργεῖ ὡς ὄργανο ἐξουσιοδοτημένο κατά τήν ἄσκηση τῶν τελετουργικῶν του καθηκόντων, ἀλλά εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ σωματική παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ὀρθόδοξη, δηλαδή, θεολογία ταυτίζει τόν λειτουργό ἱερέα μέ τόν Ἱδρυτή τῆς Ἐκκλησίας. Παρίσταται, μέ ἄλλες λέξεις, “εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ”, κατά τήν φρασεολογία τῶν Πατέρων. Περαιτέρω, κατά τήν ἀνθρώπινή Του ὑπόσταση, ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦταν ἄνδρας. Στήν ἐκκλησιαστική γλώσσα τό πρόσωπό Του λέγεται “θεανδρικό”. Αὐτή, λοιπόν, ἡ ταύτιση ἀπετέλεσε τή βάση γιά τήν παροχή τοῦ χαρίσματος τῆς ἱεροσύνης μόνο σέ ἄνδρες.
Ἄλλο, τέλος, ἐπιχείρημα ἀναφέρεται στόν νυμφικό συμβολισμό τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ συμβολισμός ἐπιβάλλει νά εἶναι ὁ τελετουργός τῶν Μυστηρίων ἄνδρας, ἐφ’ ὅσον παρίσταται “εἰς τόπον Χριστοῦ”, τοῦ νυμφίου τῆς Ἐκκλησίας.