Γνώμες
06 Μαρτίου, 2019

Γέροντας Αλέξιος: “Ο Θε­ός δεν α­γα­πά τί­πο­τε πιο πο­λύ α­πό τον άν­θρω­πο!”

Διαδώστε:

 

Ο Θε­ός δεν α­γα­πά τί­πο­τε πιο πο­λύ α­πό τον άν­θρω­πο!

Ό­λο το ά­γιο Ευ­αγ­γέ­λιο μας ο­μι­λεί για την φι­λαν­θρω­πί­α του Θε­ού!

«Ού­τως η­γά­πη­σεν ο Θε­ός τον κό­σμον, ώ­στε τον υ­ιόν αυ­τού τον μο­νο­γε­νή έ­δω­κεν, ί­να πας ο πι­στεύ­ων εις αυ­τόν μή α­πό­λη­ται, αλ­λ’ έ­χη ζω­ήν αι­ώ­νιον» (Ιω­άν. γ’ 16), δια­κη­ρύτ­τει ο μα­θη­τής της α­γά­πης και Ευ­αγ­γε­λι­στής Ιω­άν­νης ο Θε­ο­λό­γος.

Ό­λο το κο­σμο­σω­τή­ριο έρ­γο του Σω­τήρος ημών Ιησού Χρι­στού α­πο­βλέ­πει στην σω­τη­ρί­α του αν­θρώ­που! Η α­γί­α Του γέν­νη­σις, μέ­σα στις πιο τα­πει­νές συν­θή­κες, ό­λα τα γε­γο­νότα πού ε­πα­κο­λού­θη­σαν κα­τά την δια­δρο­μή Του στους χρό­νους της ε­πι­γεί­ου πα­ρου­σί­ας Του, τι άλ­λο μαρ­τυ­ρούν πα­ρά την ά­πει­ρη του Θε­ού φι­λαν­θρω­πί­α!

«Ος δι­ήλ­θεν ευ­ερ­γε­τών και ιώ­με­νος πά­ντας…»· (Πράξ. ι΄ 38). Οι πει­ρα­σμοί Του, τα θαυ­μά­σιά Του, οι μέ­ρι­μνές Του, πού α­πέ­βλε­παν πα­ρά να φω­τί­σει, να δι­δά­ξει, να θε­ρα­πεύ­σει και να σώ­σει τον άν­θρω­πο;

Το έρ­γο της ε­λεύ­σε­ως του Σω­τή­ρος Χρι­στού πε­ρι­γρά­φει, συν τοις άλ­λοις, α­πλά και εκ­φα­ντι­κά ο προ­ε­όρ­τιος ύ­μνος της Εκ­κλη­σί­ας μας:

«Έρ­χε­ται ο Χρι­στός, τον πο­νη­ρόν συ­ντρί­ψαι, τους εν σκό­τει φω­τί­σαι, και λύ­σαι τους δε­σμί­ους» (προ­ε­όρ­τιον α­πό­στι­χον).

Τον με­γά­λο αί­τιο της αν­θρω­πί­νης πτώ­σε­ως διά­βο­λο, έρ­χε­ται ο Χρι­στός να κα­ταρ­γή­σει και συ­ντρί­ψει με την δύ­να­μι της α­γά­πης, του Σταυ­ρού και της Α­να­στά­σε­ως. Το α­πο­κο­ρύ­φω­μα της θεϊκής φι­λαν­θρω­πί­ας μαρ­τυ­ρείται α­πό την φάτ­νη ως τον Σταυ­ρό! Έ­τσι, συ­ντρί­βε­ται το κρά­τος του ε­χθρού και πα­ράλ­λη­λα φω­τί­ζο­νται οι κα­θή­με­νοι «εν σκό­τει και σκιά θα­νά­του» πλα­νη­θέ­ντες άν­θρω­ποι, με την δύ­να­μι της πί­στε­ως, της α­γά­πης και της ελ­πί­δος, πού εί­ναι Αυ­τός ο Χρι­στός, και κα­ταρ­γού­νται τα δε­σμά  της α­μαρ­τί­ας με την χά­ρι της Πε­ντη­κο­στής, ό­ταν οι υ­πο­σχέ­σεις του Σω­τήρος Χρι­στού εκ­πλη­ρώ­νο­νται την ή­με­ρα ε­κεί­νη με τον Πα­ρά­κλη­το που α­φθο­νοπάρο­χα πα­ρέ­χε­ται μέ­σω της α­γί­ας μας Εκ­κλη­σί­ας!

Πώς λοι­πόν και ε­μείς, α­πο­λαμ­βά­νο­ντες την πολ­λή και ά­με­τρο του Θε­ού φι­λαν­θρω­πί­α, να μην ε­ξυμνή­σου­με έρ­γοις και λό­γοις τα με­γα­λεί­α του Θε­ού;

Πώς να μην ψάλ­λου­με με­τά των Αγ­γέ­λων χαρ­μο­νι­κώς το «Δό­ξα εν υ­ψί­στοις Θεώ και ε­πί γης ει­ρή­νη, εν αν­θρώποις ευ­δο­κί­α»;

Πώς να μην σπεύ­σου­με νο­ε­ρώς με­τά των ποι­μέ­νων και των μά­γων, προ του θε­ο­δέγ­μο­νος ιε­ρού σπη­λαί­ου, για να προ­σκυ­νή­σου­με τον «εν σπη­λαί­ω γεν­νη­θέ­ντα και εν φάτ­νη α­να­κλι­θέ­ντα» Κύ­ριον, που έ­λα­βε δού­λου μορ­φή για την σω­τη­ρί­α μας;

Προ­σεγ­γί­ζο­ντας με την ε­ναν­θρώ­πι­σι του Λό­γου του Θε­ού το μέ­γα μυ­στή­ριο της α­πεί­ρου του Θε­ού φι­λαν­θρω­πί­ας, ας α­πο­θέ­σου­με κά­θε ε­γω­ϊ­στι­κή αμ­φι­βο­λί­α, που προ­σβάλ­λει την φι­λο­θε­ΐ­α μας, ας φω­τι­στού­με α­πό της θε­ϊ­κής α­γά­πης την α­κτι­νο­βο­λί­α, ας ε­λευ­θε­ρω­θού­με α­πό των πα­θών τα δε­σμά, που διέρ­ρη­ξε ή ά­κρα του Θε­ού συ­γκα­τά­βα­σι, τα­πεί­νω­σι και θυ­σί­α, για να α­πο­λαύ­σου­με την ε­λευ­θε­ρί­α των τέ­κνων του Θε­ού, που μας δώ­ρι­σε ο σαρ­κω­θείς αι­ώ­νιος Λό­γος.

Ζώ­ντας την εν Χρι­στώ ε­λευ­θε­ρί­α, πο­λι­τευ­ό­μα­στε με φι­λό­θε­ο και φι­λά­δελ­φο φρό­νη­μα, βιώ­μα­τα που α­να­φέ­ρο­νται σ’ ό­σους γνώ­ρι­σαν την φι­λαν­θρω­πί­α του θε­αν­θρώ­που Ι­η­σού Χρι­στού μέ­σα α­πο την κέ­νω­σί Του και την α­σύλ­λη­πτη και σω­τή­ριο οί­κο­νο­μί­α Του!

 

Διαδώστε: