ΚΥΠΡΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ · Ο ΠΟΙΜΗΝ Ο ΚΑΛΟΣ
Παραλληλισμός ιστορικών πηγών και Ευαγγελίου για την σκιαγράφηση της αγιότητας του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού
Εκφωνήθηκε από τον Ηγούμενο Μαχαιρά, Επίσκοπο Λήδρας Επιφάνιο, στην επιστημονική Ημερίδα «Η εκατόμβη της 9ης Ιουλίου 1821», η οποία πραγματοποιήθηκε στην Αραδίππου την 19ην Ιουνίου 2021.
Οἱ ἅγιοί μας Πατέρες πανσόφως ὥρισαν τὴν νυχθήμερον ἀκολουθίαν καὶ ἔγραψαν λεπτομερέστατα τυπικὰ γι᾽ αὐτήν. Σὲ μίαν ἐκ τῶν παραμέτρων αὐτῆς ὥρισαν νὰ ἀναγινώσκεται στὴν Θεία Λειτουργία, ὅταν τυγχάνει ἡ μνήμη τῶν ἱεραρχῶν, ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην, κεφ. 10, στίχοι 9-16, ὡς ἀκολούθως: «Εἶπεν ὁ Κύριος· ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι’ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ, σωθήσεται, καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται, καὶ νομὴν εὑρήσει. ὁ κλέπτης οὐκ ἔρχεται εἰ μὴ ἵνα κλέψῃ καὶ θύσῃ καὶ ἀπολέσῃ· ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσιν. ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός. ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων· ὁ μισθωτὸς δὲ καὶ οὐκ ὢν ποιμήν, οὗ οὐκ εἰσὶ τὰ πρόβατα ἴδια, θεωρεῖ τὸν λύκον ἐρχόμενον καὶ ἀφίησι τὰ πρόβατα καὶ φεύγει· καὶ ὁ λύκος ἁρπάζει αὐτὰ καὶ σκορπίζει τὰ πρόβατα. ὁ δὲ μισθωτὸς φεύγει, ὅτι μισθωτός ἐστι καὶ οὐ μέλει αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων. ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός, καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ γινώσκομαι ὑπὸ τῶν ἐμῶν, καθὼς γινώσκει με ὁ πατὴρ κἀγὼ γινώσκω τὸν πατέρα, καὶ τὴν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων. καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· κἀκεῖνά με δεῖ ἀγαγεῖν, καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσι, καὶ γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν».
Αὐτὴ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ σκιαγραφεῖ τέλεια τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό, ὁ ὁποῖος συγκαταλέγεται στὸ πλῆθος τῶν ἱεραρχῶν ποὺ μαρτύρησαν στὰ χέρια τῶν ἀλλοθρήσκων, γενόμενοι φάροι φωτεινοὶ γιὰ τὸ ποίμνιό τους. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανὸς εἶναι γνωστὸς ἀνὰ τὸ παγκύπριο καὶ τὸ πανελλήνιο κυρίως γιὰ τὸν μαρτυρικό του θάνατο δι᾽ ἀπαγχονισμοῦ καὶ καρατόμησης, κατὰ τὶς βιαιοπραγίες τῶν Τούρκων τὴν 9η Ἰουλίου 1821 στὴν Λευκωσία. Στὸ πρόσωπο τοῦ Κυπριανοῦ, στὸ ποιμαντικό του ἔργο καὶ στὴν πατρική του μέριμνα κατὰ τὴν τραχειὰ περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας ἔβλεπαν οἱ ὑπόδουλοι Ἕλληνες τῆς Κύπρου τὸν ἀνιδιοτελῆ ποιμενάρχη, τὸν στοργικὸ πατέρα καὶ πρὸ πάντων τὸν γνήσιο Ὀρθόδοξο Ἕλληνα Χριστιανὸ ποὺ δὲν λογάριασε τὴν δύναμη τοῦ βάναυσου δυνάστη οὔτε κάμφθηκε ἀπὸ τὴν γλυκύτητα τῆς παρούσας ζωῆς, ἀλλὰ μαρτύρησε Ἰησοῦν Χριστὸν μὲ θάρρος καὶ παρρησία μπροστὰ στὸν δήμιό του καὶ σὲ πλῆθος λαοῦ. Τὸ μαρτύριο καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ Κυπριανοῦ ὑπῆρξαν τόσο δυνατά, ποὺ ἔσπασαν τὸ φράγμα τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου καὶ ἐξακολουθοῦν διακόσια χρόνια μετὰ νὰ μεταλαμπαδεύονται ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ καὶ ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη σ’ ὅλο τὸν Ἑλληνισμό.
Τὸ γεγονὸς αὐτό, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸν ἄσβεστο πόθο τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Κύπρου γιὰ ἕνωση μὲ τὴν Ἑλλάδα, ὤθησε καὶ τὸν Βασίλη Μιχαηλίδη νὰ συνθέσει τὸ 1894 τὸ πασίγνωστο ποίημα «Ἡ 9η Ἰουλίου 1821 ἐν Λευκωσίᾳ [Κύπρου]», τὸ ὁποῖο ἀγγίζει μέχρι σήμερα τὶς εὐαίσθητες χορδὲς τῆς καρδιᾶς τῶν Κυπρίων. Ἕως τὶς ἡμέρες μας, ὁ μαρτυρικὸς θάνατος τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ἱερομάρτυρος Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανοῦ ἀποτελεῖ ἔμπνευση γιὰ πληθώρα μελετητῶν, ἐκπαιδευτικῶν καὶ καλλιτεχνῶν, γιὰ ἐκπόνηση μελετῶν, παρουσίαση θεατρικῶν δρωμένων καὶ ποικίλων ἐπετειακῶν δραστηριοτήτων, ὡς ἐπίσης καὶ διδασκαλίας τῶν γεγονότων μέσα ἀπὸ τὰ σχολικὰ ἐγχειρίδια, καθιστώντας τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κυπριανὸ γνωστὸ στὸν ὅπου γῆς Ἑλληνισμό. Λόγῳ τῆς συσχέτισής του μὲ τοὺς ἐθνικοὺς πόθους, τὶς ἑορτὲς καὶ τὶς ἐπετείους, τοῦ δόθηκε, προϊόντος τοῦ χρόνου, ἡ προσωνυμία «ἐθνομάρτυς».
Ἡ ἔρευνα, ἡ μελέτη καὶ οἱ ἐκδόσεις ποὺ πραγματοποίησε ἡ Ἱερὰ Μονὴ Μαχαιρᾶ, ἡ πνευματική του τροφός, τὴν τελευταία δεκαετία καὶ πλέον, ἀποκατέστησαν τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια γιὰ τὸ πρόσωπό του. Αὐτὸς εἶναι μάρτυρας τῆς πίστης καὶ τῆς πατρίδας μὲ τὴν εὐρύτερη πνευματικὴ ἑρμηνεία τοῦ ὅρου. Ἔτσι λοιπόν, δὲν ἐξαρκεῖται ἡ μελέτη τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνδρὸς μόνον ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς πηγὲς τῆς θύραθεν παιδείας, ἀλλὰ δύναται νὰ ἐπεκταθεῖ καὶ στὶς ἱστορικὲς πνευματικὲς πηγὲς τῆς Ἐκκλησίας. Διότι ὁ ἄνδρας δὲν εἶναι τυχαῖον πρόσωπον οὔτε ἕνας ἐκ τῆς λαϊκῆς μάζας ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἕνα ἐκκλησιαστικὸ πρόσωπο καὶ μάλιστα ὁ πρῶτος τῇ τάξει στὴν ἱεραρχία τῆς ἐν Κύπρῳ Ἐκκλησίας. Ὡς ἐκ τούτου, γιὰ νὰ μελετήσουμε τὴν προσωπικότητα τοῦ ἀνδρός, δὲν στεκόμαστε μονοδιάστατα στὰ ἱστορικὰ γεγονότα, ἀλλὰ ἀνατρέχουμε καὶ στὴν Ἁγία Γραφή, ὥστε σφαιρικά, ἀντλώντας πληροφορίες ποὺ ἀντικατοπτρίζουν τὴν θυσιαστικὴ ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν ἄνθρωπο, νὰ καταδείξουμε πάλιν καὶ πολλάκις τὴν ἁγιότητα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανοῦ.
Ἀρξάμενοι τοῦ ἐγχειρήματος, θὰ προσπαθήσουμε, ἀρυόμενοι φράσεις ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ περικοπή, νὰ τὶς ἀντιπαραβάλουμε καὶ νὰ τὶς ταυτίσουμε μὲ τὰ ἱστορικὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κυπριανοῦ. Ξεκινοῦμε λοιπὸν ἀπὸ τὴν φράση: «ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων», ποὺ σὲ ἁπλὰ νεοελληνικὰ ἀποδίδεται ὡς «ὁ καλὸς ποιμένας θυσιάζεται γιὰ τὰ πρόβατά του» καὶ μεταφορικῶς ἑρμηνεύεται ὡς «ὁ ἔχων θέσιν ἐξουσίας ὡς διακονίαν καὶ εὐθύνη, θυσιάζεται, δηλαδὴ καταναλώνεται ἕως θανάτου, γιὰ τὰ λογικὰ πρόβατα, τοὺς ἀνθρώπους».
Ἡ ταύτιση τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου δὲν ἐκπληρώνεται μόνο σ᾽ αὐτὸν τὸν δι᾽ ἀγχόνης θάνατον ποὺ ὑπέμεινε ὁ Κυπριανὸς κατὰ τὶς παγκύπριες σφαγὲς τοῦ 1821. Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὸ κορυφαῖο γεγονὸς τῆς θυσίας του καὶ τῆς καταξίωσής του σὲ «καλὸ ποιμένα», ὅπως καὶ τὸ πρότυπό του, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς. Ἡ ρίζα τῆς θυσίας εὑρίσκεται σ’ αὐτὴν τὴν πνευματική του γέννηση στὴν Ἱερὰ Μονὴ Μαχαιρᾶ: «Ἡμεῖς δὲ ἐξ αὐτῆς τῆς βαλβῖδος τοῦ βίου, ἀνθ’ ὧν τὴν μετάνοιαν ἡμῶν, καὶ εἴχομεν, καὶ ἔχομεν, καὶ φυλάξομεν ἄχρι βίου τερμάτων εἰς τὸ ἱερὸν καὶ σεβάσμιον μοναστήριον τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, τὸ ἐπικεκλημένον τοῦ Μαχαιρᾶ». Στὸ ἱερὸ μοναστήρι καὶ στὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ πρώτη, ἀλλὰ δὲν ἦταν ἡ μόνη φορὰ ποὺ ἄκουγε τὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τοῦ καλοῦ ποιμένος, ἡ ὁποία ὡς σπόρος ἔπεσε στὴν καρδία τοῦ μικροῦ Κυπριανοῦ βρίσκοντας γόνιμον ἔδαφος. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ σταυροφόρος μοναχικὴ βιοτή, μὲ τὰ ἐνάρετα παραδείγματα τῶν πατέρων τῆς μονῆς ποὺ γνώρισε ἐκ τοῦ σύνεγγυς καὶ μὲ εὐχάριστη νοσταλγία θυμᾶται καὶ καταχωρίζει στὴν ρύμη τοῦ λόγου του -γράφοντας «τοῦ ἀοιδίμου ἐκείνου ἀξιεπαίνου ἀνδρὸς καθηγουμένου κὺρ Παρθενίου τὰ πηδάλια τῆς μονῆς διαδεξαμένου, καὶ οἰακοστροφοῦντος, περίπου τὸ χιλιοστὸν ἑπτακοσιοστὸν πεντηκοστὸν σωτήριον ἔτος. Ὅς τις, ἐν ᾧ ἐξήρχετο εἴς τινα ὑπηρεσίαν τῆς μονῆς φέρων μεθ’ ἑαυτοῦ καὶ τοὺς ἀδελφούς, ἔβλεπες ὡσὰν μίαν ἐκστράτευσιν ἐκστρατεύουσαν, καὶ ἕνα ὁλόκληρον στρατόν, ἔχων ὑπὲρ τοὺς διακοσίους μοναχούς, ἀκολουθοῦντας αὐτῷ»-, ἀποτελοῦσαν τὰ μέσα καὶ τὴν περιποίηση τῆς αὔξησης τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου στὸ εἶναι του.
Παρατρέχοντας ὅλα τὰ ἐνδιάμεσα στάδια τῶν διαφόρων γεγονότων τῆς ζωῆς του, μὲ κομβικὰ σημεῖα τὰ ἔτη 1804 καὶ 1810 καὶ ἐρχόμενοι σ’ αὐτὴ τὴν στιγμὴ τῆς ἐθνεγερσίας τὸ 1821, βλέπουμε τὸν θεῖον φωτισμὸ καὶ τὴν ἁγίαν διάκριση τοῦ Κυπριανοῦ, ὅταν, συμμετέχοντας στὴν ἐθνεγερσία, ἀρκεῖται νὰ συνδράμει μὲ χρήματα καὶ τρόφιμα, γνωρίζοντας τὸ πολεμικὰ ἀδύνατον καὶ τὸ διαμπὰξ κατασταλτικὸν ὁποιασδήποτε ἐξέγερσης στὴν Κύπρο, μὲ ὅλα τὰ συνεπακόλουθα, ὅπως συνέβη στὴν Χῖο καὶ τὶς Κυδωνίες ἕνα χρόνο ἀργότερα. Τὰ ἴδια τὰ ἱστορικὰ γεγονότα τὸν δικαιώνουν πλήρως σὲ κάθε καλόπιστο μελετητή.
Εἶναι μέσα στὴν ἴδια ἀτμόσφαιρα καὶ στὴν ἴδια προοπτικὴ ποὺ γράφει καὶ τὴν ἐγκύκλιο πρὸς τοὺς κατοίκους τῆς Λευκωσίας γιὰ τὴν παράδοση τῶν ὅπλων. Καὶ δὲν δικαιώνεται μόνο σήμερα ἀπὸ τοὺς καλόπιστους, δικαιώθηκε καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἰωάννη Καποδίστρια, ὅταν ὁ τελευταῖος, ἀπαντώντας στὴν ἐρώτηση τοῦ ἐκπροσώπου τοῦ Ὑπουργοῦ Ἐξωτερικῶν τῆς Μεγάλης Βρετανίας Willmont-Horton γιὰ τὸν καθορισμὸ τῆς ἐδαφικῆς ἔκτασης τῆς Ἑλλάδας, διακήρυξε: «Τὰ ὅρια ταῦτα ἀπὸ τοῦ 1821 καθορίζονται ὑπὸ τοῦ αἵματος τοῦ ἐκχυθέντος εἰς τὰ σφαγεῖα τῶν Κυδωνιῶν, τῆς Κύπρου, τῆς Χίου, τῆς Κρήτης, τῶν Ψαρῶν καὶ τοῦ Μεσολογγίου καὶ εἰς τοὺς πολλοὺς κατὰ γῆν καὶ θάλασσαν ἀγῶνας, διὰ τῶν ὁποίων ἐδοξάσθη τὸ ἀνδρεῖον τοῦτο ἔθνος».
Ὁ Κυπριανὸς εἶχε μέσα στὴν καρδία του τὴν ἐπιθυμία νὰ θυσιαστεῖ αὐτὸς γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς Κυπρίους ἀδελφούς του, καὶ νὰ σωθοῦν ἐκεῖνοι μόνον, ἐὰν ἦταν δυνατόν. Αὐτὴν τὴν διάθεση καὶ αὐτὸν τὸν λόγο τὰ συναντοῦμε στὸν μεγάλο Προφήτη Μωυσῆ καὶ στὴν πλειάδα τῶν ἁγίων ἀρχιερέων, μὲ πρῶτον τὸν καλὸν Ποιμένα, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ποὺ εἶπε στοὺς Ἑβραίους ποὺ ἦρθαν νὰ τὸν συλλάβουν στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ: «Εἶπον ὑμῖν ὅτι ἐγώ εἰμι. εἰ οὖν ἐμὲ ζητεῖτε, ἄφετε τούτους ὑπάγειν· ἵνα πληρωθῇ ὁ λόγος ὃν εἶπεν, ὅτι οὓς δέδωκάς μοι, οὐκ ἀπώλεσα ἐξ αὐτῶν οὐδένα». Τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Κυπριανοῦ, ποὺ διασώθηκαν ἀπὸ τὸν John Carne, εἶναι δηλωτικὰ τοῦ ὅτι ἐπακολουθεῖ τὰ ἴχνη καὶ ἀντιγράφει τὸ πρότυπο τοῦ μεγάλου διδασκάλου Θεανθρώπου Ἰησοῦ, ὡς καλὸς καὶ αὐτὸς ποιμήν: «Συχνὰ δάκρυζε, ἐνῶ μᾶς μιλοῦσε γιὰ τὶς σφαγὲς τῶν συμπατριωτῶν του. Τὸν ἐρωτήσαμε γιατί ἐν μέσῳ τέτοιων κινδύνων δὲν προτιμοῦσε τὴν δική του ἀσφάλεια ἀναχωρώντας ἀπὸ τὸ νησί. Μᾶς ἀνακοίνωσε ὅτι θὰ ἔμενε νὰ ὑποστηρίζει τὸν λαό του κατὰ τὴν δύναμή του μέχρι τέλους καὶ θὰ θυσιαζόταν γι’ αὐτούς».
Τὶς σκέψεις αὐτὲς δὲν τὶς εἶχε μόνο στὴν καρδιά του, ἀλλά, ὅταν παρουσιάσθηκε ἀνάγκη, θαρραλέα τὶς κατέθεσε καὶ ἐνώπιον τοῦ Κουτσιοὺκ Μεχμέτη. Καὶ πάλιν ἡ γραφίδα τοῦ Carne διέσωσε: «Ὁ κυβερνήτης, ποὺ εἶχε προηγουμένως τοποθετήσει φρουροὺς στὶς πύλες καὶ διαδρόμους, ἀμέσως διέταξε ν’ ἀρχίσουν οἱ ἐκτελέσεις. Ὁ Κυπριανός, σ’ αὐτὴ τὴν δοκιμασία ἀντέδρασε μὲ θάρρος καὶ ἀξιοπρέπεια. Ζήτησε ἀπὸ τὸν κυβερνήτη νὰ τοῦ ἀπαντήσει σὲ τί ἔφταιξαν ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἀθῶοι ἄνθρωποι, ποὺ νὰ δικαιολογεῖ αὐτὴ τὴν σφαγή. Παρ’ ὅλες τὶς ὕβρεις καὶ λοιδωρίες, ποὺ εἶχαν ὑποστεῖ τελευταῖα, ἐν τούτοις ἦσαν ἐντελῶς ἀνεύθυνοι, καί, ἐὰν ζητοῦσε ἡ ἀπανθρωπιὰ τοῦ κυβερνήτη μόνο αἷμα, ἂς τὸν ἀρκοῦσε μόνο τὸ δικό του. Ὁ Τοῦρκος ἀπάντησε κοφτὰ καὶ βάναυσα σ’ αὐτὴ τὴν προσφορά».
Ἐκτὸς τοῦ Carne, ἀξιοσημείωτη εἶναι καὶ ἡ μαρτυρία ἑνὸς Κυπρίου ποὺ διέφυγε τὶς σφαγές, «ἵνα ἐπὶ στόματος δύο μαρτύρων ἢ τριῶν σταθῇ πᾶν ῥῆμα». Γράφει λοιπὸν γιὰ τὸν ἅγιο προκαθήμενο: «Ὁ σεβάσμιος αὐτὸς ἄνθρωπος, πλήρης θάρρους ἐναντίον τῆς τυραννίας, ἀπηύθυνε πρὸς τὸν ἄπιστο κυβερνήτη αὐτὰ τὰ λόγια: “Γιὰ ποιό ἔγκλημα μπορεῖς νὰ κατηγορήσεις τὰ ἀτυχῆ αὐτὰ θύματά σου, τῶν ὁποίων τὸ αἷμα θέλεις νὰ χύσεις; Ἔχεις ἀπομυζήσει ἀπ᾿ αὐτοὺς ἀναρίθμητες θυσίες. Ἐὰν μετὰ ποὺ μᾶς ἔχεις καταντήσει στὴν ἐσχάτη ἔνδεια, ἐὰν μετὰ ποὺ μὲ ἀνάγκασες νὰ συνεισφέρω σὲ ὅλες τὶς ἀνάγκες τῆς κυβερνήσεως μὲ βαρεῖς φόρους πάνω στὰ φτωχά μου τέκνα, ἐὰν μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ἡ ὀργή σου παραμείνει ἀνικανοποίητη, τότε ἂς πέσει ἡ ἐκδίκησή σου μόνο πάνω στὸ κεφάλι μου καὶ χάρισε τὸ αἷμα τῶν ἀθώων αὐτῶν ἀνθρώπων. Μὴν ξεχνᾶς”, συνέχισε, “ὅτι ὑπάρχει Θεός, ποὺ βλέπει τὶς πράξεις τῶν ἀνθρώπων καὶ δικάζει δίκαια”». Ἀλλὰ καὶ ὁ βάρδος ποιητὴς τῆς Κύπρου Βασίλης Μιχαηλίδης, ἀποδίδοντας ποιητικῶς αὐθεντικὲς μαρτυρίες ἀπὸ αὐτόπτες καὶ αὐτηκόους μάρτυρες, στιχουργεῖ:
«Ἡ Ρωμιοσύνη ἐν’ φυλὴ συνότζιαιρη τοῦ κόσμου,
κανένας δὲν εὑρέθηκεν γιὰ νὰ τὴν ι-ξιλείψη,
κανένας, γιατί σσιέπει τὴν ’ποὺ τά ’ψη ὁ Θεός μου.
Ἡ Ρωμιοσύνη ἐννὰ χαθῆ, ὄντας ὁ κόσμος λείψη!
Σφάξε μας οὔλους τζὶ ἂς γενῆ τὸ γαῖμάν μας αὐλάτζιν,
κάμε τὸν κόσμον ματζιελειὸν τζιαὶ τοὺς Ρωμιοὺς τραούλλια,
ἀμμά ’ξερε πὼς ἴλαντρον ὄντας κοπῆ καβάτζιν
τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.
Τὸ ’νιν ἀντᾶν νὰ τρῶ’ τὴν γῆν, τρώει τὴν γῆν θαρκέται,
μὰ πάντα τζιεῖνον τρώεται τζιαὶ τζιεῖνον καταλυέται».
Ἐκ τῶν ἀνωτέρω καταδεικνύεται ὅτι ἡ αὐτουθυσία τοῦ Κυπριανοῦ δὲν προέκυψε περιστασιακά, ἀλλὰ ἐν πλήρει γνώσει καὶ συνειδήσει ἑκουσίως πορεύθηκε στὸ μαρτύριο. Εἶχε καὶ αὐτός, καθὼς καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, στραμμένο τὸ πρόσωπό του πρὸς τὴν δική του Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸν δικό του Γολγοθά, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὰ ἱστορικὰ κείμενα ποὺ καταθέσαμε ἀνωτέρω. Ἐπιβεβαιώνεται ἔτι καὶ ἔτι ὅτι εἶναι καλὸς ποιμὴν καὶ ἀπὸ τὴν εἰδοποιὸ διαφορὰ μεταξὺ καλοῦ ποιμένος καὶ μισθωτοῦ. Στὸ Εὐαγγέλιο γράφει: «Ὁ μισθωτὸς δὲ καὶ οὐκ ὢν ποιμήν, οὗ οὐκ εἰσὶ τὰ πρόβατα ἴδια, θεωρεῖ τὸν λύκον ἐρχόμενον καὶ ἀφίησι τὰ πρόβατα καὶ φεύγει». Ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ σημείου, ὁ Κυπριανὸς δοκιμάσθηκε καὶ ἐλέγχθηκε. Ὅπως στιχουργεῖται στὸ ποίημα τοῦ Βασίλη Μιχαηλίδη, πρὸ τῆς συλλήψεως τοῦ Κυπριανοῦ, πρῶτα ὁ ἴδιος ὁ Κκιόρογλου πρότεινε πιεστικὰ στὸν Κυπριανὸ νὰ τὸν φυγαδεύσει στὴν Σκάλα, στὰ κονσουλάτα. Ἀκολούθως, ὅταν ἦταν ὁ Κυπριανὸς στὴν φυλακή, ὁ Κκιόρογλου ἔστειλε τὸν γιό του νὰ τοῦ προτείνει ἀκόμη μία φορὰ τὴν διέξοδο διαφυγῆς. Ἀλλὰ τὰ ἀξιομνημόνευτα λόγια τοῦ Κυπριανοῦ καὶ ἡ ἐπακολουθήσασα πράξη τῆς ἑκούσιας παραμονῆς καὶ τῆς συγκακοπάθησής του μὲ τὸ ποίμνιό του, πέρα γιὰ πέρα διαγράφουν καὶ ἐξαφανίζουν ἀκόμη καὶ τὴν παραμικρήν ὑποψία γιὰ τὸν Κυπριανὸ περὶ «μισθωτοῦ ποιμένος»:
«Δὲν θέλω, Κκιόρογλου, ἐγιὼ νὰ φύω ᾽ποὺ τὴν Χώραν,
γιατί, ἂν φύω, τὸ κακὸν ἐννὰ γινῆ περίτου.
Θέλω νὰ μείνω, Κκιόρογλου, τζ᾽ ἂς πᾶ’ νὰ μὲ σκοτώσουν,
ἂς μὲ σκοτώσουσιν ἐμὲν τζ᾽ οἱ ἄλλοι νὰ γλυτώσουν.
Δὲν φεύκω, Κκιόρογλου, γιατί, ἂν φύω, ὁ φευκός μου
ἐννὰ γενῆ θανατικὸν εἰς τοὺς Ρωμιοὺς τοῦ τόπου.
Νὰ βάλω τὴν συρτοθηλειὰν εἰς τὸν λαιμὸν τοῦ κόσμου;
Παρὰ τὸ γαῖμαν τοὺς πολλοὺς ἐν’ κάλλιον τοῦ ’πισκόπου».
Μάλιστα, ἀντιστρόφως ἀνάλογα, ἐπικυρώνουν τὰ προλεχθέντα περὶ καλοῦ ποιμένος, καὶ τὸν στεφανώνουν ὡς μιμητὴν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Ἐπιπροσθέτως, ἡ σοφία καὶ ἡ διάκριση ποὺ τὸν χαρακτηρίζουν ὡς καρποὶ ἀρετῆς καὶ τὸ καρδιακὸ πλήρωμα ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον, τὸν φωτίζουν στὴν δύσκολη στιγμὴ νὰ ἀσφαλίσει τὸ ποίμνιο στὴν θεοσέβεια, λέγοντάς τους: «Τέκνα, ἔδωκα ὑμῖν παράδειγμα». Καὶ τὸ παράδειγμά του δὲν ἦταν ἄλλο ἀπὸ τὴν μαρτυρία Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ μαρτύριο γιὰ τὴν ἀγάπη Του. Καὶ καθὼς τὸ Εὐαγγέλιο γράφει: «τὰ πρόβατα τὰ ἐμὰ τῆς φωνῆς μου ἀκούει», ἔτσι, τόσο οἱ παρευρισκόμενοι ὅσον καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἀνὰ τὸ παγκύπριον, ἄκουσαν τὴν φωνὴν τοῦ καλοῦ τους ποιμένος καὶ τὸν ἀκολούθησαν στὴν μαρτυρία καὶ στὸ μαρτύριον Ἰησοῦ Χριστοῦ, γενόμενοι ἑκατόμβη μαρτύρων, θυσία εὐπρόσδεκτος Κυπρίων προσφερομένη στὸν Θεό, ὀσμὴ εὐωδίας εὐάρεστος εἰς Αὐτόν· καθ᾽ ὅτι ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς γνωρίζει τὰ δικά του πρόβατα καὶ γνωρίζεται ἀπὸ αὐτά, ὅπως συνεχίζει κατωτέρω ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή. Καὶ ἡ μὲν δική του γνώση περὶ τῶν προβάτων του, τοῦ λογικοῦ του ποιμνίου, καταχωρίζεται στὶς προσωπικὲς ἐπιστολὲς ποὺ ἔστελλε καὶ στὶς ἐγκυκλίους του, ἡ δὲ γνώση τοῦ ποιμνίου του, καὶ ὄχι μόνον, περὶ αὐτοῦ, καταχωρίζεται συνοπτικὰ μὲ ἁπλά, γλαφυρά, ἀνεπιτήδευτα καὶ ἀκριβέστατα λόγια ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο Οἰκονόμου τὸν ἐξ Οἰκονόμων στὴν ἐπιστολὴ τῆς 21ης Αὐγούστου 1816 ποὺ τοῦ ἔστειλε, γράφοντας:
«Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ! Πάτερ κοινὲ καὶ εὐεργέτα τοῦ λαμπροῦ καὶ χριστωνύμου γένους σου. Αἱ ἀρεταί σου κινοῦσι πᾶσαν γλῶσσαν πρὸς ἔπαινόν σου. Οὔτε κολακείας ὑπόνοια, οὔτε ψῆφος δεκασμοῦ, οὔτε ἄλλη κἀμμία κηλὶς δύναται νὰ ἐπικαθίσῃ εἰς τῶν ἐγκωμίων σου τὸ καθαρώτατον κάτοπτρον. Ἀπεστάλης ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ποιμὴν ἀγαθός, διὰ νὰ ποιμαίνῃς τὸ λογικόν σου ποίμνιον καὶ μὲ λόγον, καὶ μὲ ἔργον, καὶ μὲ πρᾶξιν, καὶ μὲ διδασκαλίαν, καὶ μ’ αὐτὴν ἂν τύχῃ τὴν ἀνεκτίμητόν σου ψυχήν. Τὸ θεῖον πρωτότυπόν σου εἶναι ὁ ποιμὴν τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ ἡ ἱερά σου εἰκὼν διαγράφεται ἀπὸ τοῦ πανηγυρικωτάτου τῶν προφητῶν Ἰεζεκιὴλ τὴν πνευματοκίνητον γλῶσσαν· ῾῾τὸ ποίμνιόν σου ὁδήγησας ὑπὸ φυτὸν εἰρήνης, καὶ οὐκ ἔτι ἔσονται ἀπολλύμενοι λιμῷ ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ὀνειδισμὸν ἐθνῶν οὐ μὴ ἐνέγκωσιν ἔτι, τὸ συντετριμμένον κατέδησας, τὸ ἀπολωλὸς ἀνεζήτησας, τὸ ὑγιαῖνον ἐξέθρεψας, τὸ ἰσχυρὸν ἐφύλαξας, καὶ ἐβόσκησας τὸν λαὸν Κυρίου μετὰ κρίματος. Τοιοῦτόν σε ποιμένα ἐξήγειρε Κύριος ἐν τῷ οἴκῳ Ἰσραήλ᾽᾽. Ποιμὴν ἀγαθὲ καὶ ἀληθινέ. Διὰ σὲ ἡ Ἐκκλησία καυχᾶται, ἡ Κύπρος κομπάζει, ἡ Ἑλλὰς τιμᾶται, τὸ γένος λαμπρύνεται. Ξένοι καὶ οἰκεῖοι, ὁμογενεῖς καὶ ἀλλόφυλοι, διαμεριζόμενοι τὰς ἀρετάς σου, ἄλλος ἄλλην φιλοτιμεῖται νὰ κηρύττῃ ἐνθουσιῶν. Ὁ μὲν τοῦ νοὸς τὸ ἁδρεπήβολον καὶ μεγαλόφρον καὶ ἐμβριθές. Ὁ δὲ τῆς καρδίας σου τὸ φιλάγαθον καὶ φιλάνθρωπον καὶ φιλόξενον. Ὁ δὲ τῶν μελισταγῶν συμβουλῶν σου τὸ πρᾷον καὶ μειλίχιον καὶ πιθανόν. Ὁ δὲ τοῦ ἱεροῦ σου χαρακτῆρος τὸ χριστομίμητον καὶ θεοφιλὲς καὶ ψυχαγωγόν. Ὁ δ’ ἄλλος τις ἄλλο τι τῶν πολλῶν καὶ καλῶν καὶ μεγάλων προτερημάτων σου. Ἐγὼ δέ, μακαριώτατε δέσποτα, ὅλων τούτων δι’ ὅλου πειραθεὶς εἰς τὴν μικρὰν ἅμα καὶ μεγάλην μετὰ τῆς θεσπεσίας σου ψυχῆς παροικίαν μου, ἀναλογίζομαι καθ’ ἑκάστην τὸν πλατὺν καὶ εὐώδη λειμῶνα τῶν ἀρετῶν σου. Καὶ ὡς μέλισσα μικρὰ περιϊπτάμενος μὲ τὴν διάνοιαν, ἐπαινῶ καὶ κηρύττω μετ’ εὐφημίας τὰ ἀκήρατα τῶν κατορθωμάτων σου ἄνθη. Εἶδον, μακαριώτατε πάτερ, εἶδον εἰς τὴν σεβασμιωτάτην σου κορυφὴν ἄνδρα, καὶ νὰ νοήσῃ διορα(τι)κώτατον, καὶ νὰ πράξῃ τὸ νοηθὲν δραστικώτατον, καὶ νὰ ἐκφράσῃ τὸ νοούμενον δεξιώτατον. Εἶδον ἀρχιερέα κοσμοῦντα τὸν θρόνον πολὺ περισσότερον, ἀφ’ ὅσον δύναται νὰ κοσμήσῃ ὁ θρόνος ἀρχιερεῖς. Βαρύτης φωνῆς καὶ τραχύτης ἐπισκυνίου καὶ βλέμματος σοβαρότης καὶ τρόπος ἀκοινώνητος, δὲν συνιστῶσι τὸν ἄρχοντα τὸν πνευματικόν. Τοιοῦτοι ἄρχοντες ὁμοιάζουσι κολοσσοὺς μεγάλους καὶ ἀτέχνους ἀνδριάντας, τῶν ὁποίων ὅλη ἡ ἀξία συνίσταται εἰς τὸν ἐξωτερικὸν ὄγκον καὶ τῆς ὕλης τὴν βαρύτητα καὶ παχύτητα».
Καὶ καθὼς ὁ Κύριος συνεχίζει λέγοντας «κἀγὼ γινώσκω τὸν Πατέρα καὶ τὴν ψυχή μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων», ἐννοώντας ὅτι γνωρίζει τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ταπείνωση τοῦ Πατέρα νὰ δώσει τὸν Υἱὸν Του τὸν ἀγαπητὸ σὲ θάνατο γιὰ σύνολη τὴν ἀνθρωπότητα, ἔτσι καὶ ὁ ἴδιος ὁ Υἱός, ἀγαπώντας τὸν Πατέρα Του μέχρι τέλους, ὑπακούει στὸν λόγο καὶ στὸ θέλημα Αὐτοῦ, καὶ ταπεινώνοντας τὸν ἑαυτό Του παραδίδεται ἑκουσίως εἰς θάνατο γιὰ τὴν σωτηρία καὶ τὸν ἁγιασμὸ σύνολης τῆς ἀνθρωπότητας.
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, γνωρίζοντας ὁ Κυπριανὸς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὴν ἐσταυρωμένην του ἀγάπη, παραδίδει ἑκουσίως καὶ αὐτὸς τὸν ἑαυτόν του εἰς θάνατον ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τοῦ ἐμπεπιστευμένου σὲ αὐτὸν ποιμνίου. Καὶ καθὼς ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τελειώνει μὲ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου «καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· κἀκεῖνά με δεῖ ἀγαγεῖν, καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσι, καὶ γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν», τὸ ἴδιο καὶ ὁ Κυπριανός, ἔχοντας καὶ ἄλλα λογικὰ πρόβατα, τοὺς ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς στὶς ἄλλες μητροπολιτικὲς περιφέρειες, ἀρξάμενος ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν καὶ συλλειτουργῶν αὐτοῦ μητροπολιτῶν, γίνεται ὁ προέξαρχος τῆς ἑκατόμβης τῶν μαρτύρων· καὶ θέσει, ὡς ἀρχιεπίσκοπος, καὶ λόγῳ, ὡς μαρτυρῶν εὐθαρσῶς τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ πράξει, ὡς ἐκ τῶν πρώτων μαρτυρησάντων.
Αὐτὴ ἡ πορεία ζωῆς καὶ αὐτὸς ὁ θάνατος, καθὼς ἑρμηνεύσαμε ἀνωτέρω, τὸν ἀναδεικνύουν τέλειον ἐκμαγεῖον τοῦ ἀρχετύπου, καλὸν ποιμένα καὶ αὐτόν, ὅπως ὁ Κύριος καὶ Θεός του, λαμβάνοντα παρὰ τοῦ μισθαποδώτου Θεοῦ τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς θείας δόξης τῶν ἱερομαρτύρων.