Γνώμες
05 Ιουνίου, 2024

Ναυπάκτου Ιερόθεος: Το μυστήριο του Σταυρού στο φως της ορθοδόξου εσχατολογίας

Διαδώστε:

Τό ἄρθρο αὐτό γράφηκε τόν Ἰανουάριο τοῦ 1992, πρίν 32 χρόνια καί δημοσιεύθηκε στό βιβλίο μου «Παρεμβάσεις στήν σύγχρονη κοινωνία». Δημοσιεύεται ἐδῶ, διότι ἔχει διαχρονική ἰσχύ, ἐπειδή σωζόμαστε μέ τήν μέθεξη τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Δέν χωρίζεται ὁ Σταυρός ἀπό τήν Ἀνάσταση, οὔτε ἡ Ἀνάσταση χωρίζεται ἀπό τόν Σταυρό, οὕτε τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ χωρίζεται ἀπό τήν ὀρθόδοξη ἐσχατολογία.

Ἡ μέθεξη τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ προϋπόθεση καί ἡ βίωση ὅλων τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἐκφράζει τήν νηπτική θεολογία, τήν ἡσυχαστική παράδοσή της, ὅπως διατυπώνεται ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο: «Οἱ δέ τοῦ Χριστοῦ τήν σάρκα ἐσταύρωσαν σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γαλ. ε΄, 24)• «Ἐμοί δέ μή γένοιτο καυχᾶσθαι, εἰ μή ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι’ οὗ ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται κἀγώ τῷ κόσμῳ» (Γαλ. στ΄, 14)• «Χριστῷ συνεσταύρωμαι• ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. β΄, 20).

Γι’ αὐτό ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει ὅτι «Ὁ λόγος γάρ ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μέν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δέ σῳζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι». Καί ἐπειδή οἱ Ἰουδαῖοι ζητοῦν ὡς ἀποδείξεις θαύματα καί οἱ ἐθνικοί ἀνθρώπινη σοφία «ἡμεῖς κηρύσσομεν Χριστόν ἐσταυρωμένον», ὁ Ὁποῖος γιά τούς Ἰουδαίους εἶναι σκάνδαλο, γιά τούς Ἕλληνες-Ἐθνικούς ἀνοησία, ὅμως γι’ αὐτούς πού κάλεσε ὁ Θεός, Ἰουδαίους καί Ἕλληνες, ὁ Χριστός (πού σταυρώθηκε) εἶναι «Θεοῦ δύναμις καί Θεοῦ σοφία» (Α΄ Κορ. α΄, 18-24).

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σέ ἕναν Θεόπνευστο λόγο του «εἰς τόν τίμιον καί ζωοποιόν Σταυρόν», ἑρμηνεύοντας τόν Ἀπόστολο Παῦλο καί ὅλη τήν πατερική παράδοση, ἀναλύει τήν θεολογία τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί πῶς αὐτό τό μυστήριο ἐνεργεῖ στήν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου, μέ τήν ἡσυχαστική παράδοση.

Ἐπομένως, ἡ ἀπομόνωση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἀναστάσεως ἀπό τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ δηλώνει μιά ἀντιησυχαστική ζωή, συνιστᾶ ἄγνοια ἤ παραθεώρηση τῶν προϋποθέσεων τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, πού εἶναι ἡ ἀσκητική – ἡσυχαστική παράδοσή της.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔγραφε ὅτι ὑπάρχει ἑνότητα μεταξύ τῆς «Theologia Crucis» (Θεολογία τοῦ Σταυροῦ) καί τῆς «Theologia Gloria» (Θεολογία τῆς δόξης). Ἀντίθετα ὁ χωρισμός μεταξύ τῆς θεολογίας τοῦ Σταυροῦ καί τῆς θεολογίας τῆς δόξης ἀποτελεῖ μιά «ψευδομόρφωση» στόν Χριστιανισμό, ὅπως τό συναντᾶμε στήν δυτική θεολογία, Ρωμαιοκαθολική καί Προτεσταντική.

Ἀκολουθεῖ μιά σύντομη ἀνάλυση γιά τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ στό φῶς τῆς ὀρθοδόξου ἐσχατολογίας.

* * *
Δημιουργεῖται ἡ ἐντύπωση σέ πολλούς Χριστιανούς ὅτι ὅταν γίνεται λόγος γιά τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ ἐννοεῖται μόνον ἡ σταυρική θυσία τοῦ Γολγοθᾶ, καί ἀκόμη ὅταν ὁμιλοῦμε γιά τήν ἐσχατολογία ἀναφερόμαστε στά γεγονότα τῶν ἐσχάτων, τά ὁποῖα θά συμβοῦν στό μέλλον τῆς ἱστορίας. Ὅμως οἱ δύο φράσεις «τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ» καί ἡ «ὀρθόδοξη ἐσχατολογία» δέν εἶναι ἀντίθετες μεταξύ τους, ἀλλά κατά ἕνα παράδοξο τρόπο συνδέονται στενώτατα.

Τό θέμα εἶναι ἀρκετά μεγάλο καί ἐνδιαφέρον καί δέν ἔχουμε πρόθεση νά τό ἐξαντλήσουμε στά μικρά περιθώρια πού διαθέτουμε. Ἁπλῶς θά ὑπογραμμίσουμε μερικές ἀλήθειες γιά τήν κατανόηση τῆς σχέσεως πού ὑπάρχει μεταξύ τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς ὀρθοδόξου ἐσχατολογίας.

Ἡ ἐσχατολογία στήν ὀρθόδοξη παράδοση δέν ἀναφέρεται μόνον στά μελλοντικά γεγονότα πού θά ἔλθουν, ἄν καί ὑπάρχουν ἁγιογραφικά χωρία πού ἀναφέρονται καί σ᾽ αὐτήν τήν ἔννοια, ἀλλά κυρίως στήν βίωση τῶν ἐσχάτων, δηλαδή στήν βίωση τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Πιστεύουμε ὅτι ἡ ἐσχατολογία δέν συνδέεται ἀποκλειστικά μέ τόν χρόνο, ἀλλά μέ τόν τρόπο ζωῆς καί εἰδικότερα μέ τήν σχέση μεταξύ τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἡ ἐσχατολογία ταυτόχρονα εἶναι παρελθόν, παρόν καί μέλλον. Μιλώντας, λοιπόν, ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς γιά ἐσχατολογία, πρέπει πάντα νά ἔχουμε ὑπ᾽ ὄψη μας, ὅτι τά ἔσχατα, πού θά συμβοῦν στό μέλλον, δηλαδή ἡ βίωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὅπως τά ἀρχικά, δηλαδή ἡ ζωή τοῦ Ἀδάμ στόν Παράδεισο πρό τῆς πτώσεως, καί ὅπως τά ἐνδιάμεσα, δηλαδή ἡ μέθεξη τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ, πού εἶχαν ὅλοι οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ, Προφῆτες, Ἀπόστολοι καί ἅγιοι.

Ὅλοι οἱ ἅγιοι μετεῖχαν καί μετέχουν τῆς ἀκτίστου θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὅμως ὑφίσταται μιά διαφορά. Ὁ Ἀδάμ πρό τῆς πτώσεως βρισκόταν στόν φωτισμό τοῦ νοῦ, χωρίς ὅμως νά ἔχη δοκιμασθῆ ἡ ἐλευθερία του. Οἱ Προφῆτες καί οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μετεῖχαν τῆς θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά ἔχη καταργηθῆ ἀκόμη ὁ θάνατος καί εὑρισκόμενοι ἔξω ἀπό τό Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Δηλαδή, οἱ Προφῆτες ἔβλεπαν τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀσάρκως καί ἔτσι ἔφθασαν στήν θέωση χωρίς νά εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως συμβαίνει μέ τούς ἁγίους τῆς Καινῆς Διαθήκης. Οἱ ἅγιοι τῆς Καινῆς Διαθήκης φθάνουν στήν θέωση ὡς μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ὅμως ζοῦν πρό τῆς καθολικῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, πράγμα τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι ὅλοι βιώνουν τόν πρόσκαιρο χωρισμό τοῦ σώματος ἀπό τήν ψυχή, ἕως τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, κατά τήν ὁποία θά ἑνωθοῦν πάλι οἱ ψυχές μέ τά σώματα, καί θά ἀναστηθοῦν τά σώματά τους, τά ὁποῖα ἀπό τώρα βιώνουν τήν θέωση μέ τήν μεταμόρφωσή τους σέ λείψανα. Ἔτσι ὅλοι οἱ ἅγιοι μετέχουν τῆς θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, καί βιώνουν τά ἔσχατα κατά διαφόρους καιρούς καί μέ ἀνάλογο τρόπο.

Ἐξ ἄλλου τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ στήν ὀρθόδοξη παράδοση εἶναι ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἔσωζε τούς ἀνθρώπους πρό τῆς ἐνανθρωπήσεως, κατά τήν ἐνανθρώπηση καί μετά τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Γηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀναπτύσσει αὐτήν τήν θεμελιώδη ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Διδάσκει ὅτι ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι φίλοι τοῦ Θεοῦ καί φίλοι τοῦ Σταυροῦ. Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ ὁ Σταυρός εἶναι «ἡ τῆς ἁμαρτίας κατάργησις». Ὑπογραμμίζει δέ τήν ἀλήθεια ὅτι ὁ Σταυρός «προανεκηρύττετο καί προετυποῦτο μυστικῶς ἐκ γενεῶν ἀρχαίων, καί οὐδείς ποτε κατηλλάγη τῷ Θεῷ χωρίς τῆς τοῦ Σταυροῦ δυνάμεως». Ἔτσι, ὅλοι οἱ Προφῆτες καί οἱ ἅγιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαάκ, ὁ Μωῦσῆς κλπ. ὑπῆρξαν φίλοι τοῦ Θεοῦ. Πραγματικά, «φίλοι Θεοῦ πολλοί πρό νόμου καί μετά νόμον, μήπω τοῦ Σταυροῦ φανέντος». Οἱ ἅγιοι, ἑπομένως, καί πρίν ἀκόμη τήν ἐμφάνιση τοῦ Σταυροῦ βίωναν τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης διδάσκει ὀρθόδοξα ὅτι τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως εἶναι «ἡ πρό τοῦ κόσμου ἀεί ὑπάρχουσα καί τοῖς πᾶσι κατά δύναμιν χωροῦσα δόξα ἐν ᾗ κατοικεῖ ὁ Θεός». Ὅταν, δηλαδή κάνουμε λόγο γιά τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως ἐννοοῦμε τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού ὑπάρχει «ἀϊδίως κατά φύσιν» στόν Θεό καί δέν τήν ἀποκτᾶ ἁπλῶς σέ μιά χρονική στιγμή. Στήν πραγματικότητα τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἡ ἄκτιστη οὐσιώδης ἐνέργειά Του. Αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ «πρό τοῦ τόν κόσμον εἶναι παρά τῷ Θεῷ, ἐν τῇ δημιουργίᾳ καί κυβερνήσει τοῦ κόσμου, πρό τῆς ἐνανθρωπήσεως, ἐν τῇ ἐνανθρωπήσει, πρό τῆς σταυρικῆς θυσίας, ἐν τῇ σταυρικῇ θυσίᾳ καί μετά τήν σταυρικήν θυσίαν». Δέν νοεῖται ποτέ Θεός χωρίς τήν ἄκτιστη ἐνέργειά Του, οὔτε καί χωρίς τήν ἀγάπη Του. Πάντοτε ἀγαποῦσε τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο, πρίν τήν δημιουργία τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου, μετά ἀπό αὐτήν, πρό τῆς πτώσεως, μετά τήν πτώση, πρό τῆς ἐνανθρωπήσεως καί μετά ἀπό αὐτήν. Αὐτή δέ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ «καθιστᾶ τήν σταυρικήν θυσίαν, ἤτοι τήν δύναμιν τῆς ἀναστάσεως παροῦσαν ἐν τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καί τοῖς μυστηρίοις καί δι᾽ αὐτῆς ἐνεργεῖ τήν καταλλαγήν καί διατροφήν τῶν πιστῶν καί τήν πνευματικήν αὔξησιν καί ἄνδρωσιν αὐτῶν πρός τήν θέωσιν».

Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, ἀναφερόμενος στήν βίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ, λέγει: «Δύο τρόποι εἰσί τοῦ ἀνελθεῖν ἐν τῷ σταυρῷ • ὁ εἷς ἡ σταύρωσις τοῦ σώματος• καί ὁ δεύτερος, τό ἀνελθεῖν εἰς θεωρίαν. Καί ὁ μέν πρῶτος, ἐκ τῆς ἐλευθερίας τῶν παθῶν• ὁ δέ δεύτερος, ἐκ τῆς ἐνεργείας τῶν ἔργων γίνεται τοῦ πνεύματος». Αὐτό ἔχει ὑπ᾽ ὄψη του ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης ὅταν λέγη: «ἀνάξιος εὑρέθην τοῦ διπλοῦ σταυροῦ τῆς πράξεως καί τῆς θεωρίας». Οὐσιαστικά ἀναφέρεται στήν καθαρτική, φωτιστική καί θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὅταν, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος βιώνη τήν ἄκτιστη καθαρτική, φωτιστική καί θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τότε βιώνει τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως.

Ἀπό ὅσα ἀναφέραμε προηγουμένως μποροῦμε νά τονίσουμε πέντε σημεῖα.

Πρῶτον, ἡ σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἔκφραση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά τό ἀνθρώπινο γένος. Αὐτή ἡ ἀγάπη ἐκφράσθηκε μέ πολλούς τρόπους, κυρίως διά τῆς σαρκώσεως, τῆς κενώσεως καί τῆς σταυρικῆς Του θυσίας ἐπάνω στόν Γολγοθᾶ. Ἡ σταυρική θυσία εἶναι ἱστορικό γεγονός, ἔκφρασῃ τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ, πού εἶναι ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Δέν μποροῦμε νά ἀπομονώσουμε τό ἱστορικό γεγονός τῆς σταυρώσεως ἀπό τήν οὐσιώδη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.

Δεύτερον, ἡ βίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδιαιτέρως στήν θεία Εὐχαριστία γίνεται μέ τήν ἐνέργεια τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεία Χάρη εἶναι ἐκείνη πού διά τοῦ Βαπτίσματος καταλλάσσει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό, διά τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας τόν τρέφει στήν πνευματική του ζωή, καί γενικά μέ ὅλη τήν ἐκκλησιαστική ζωή τόν ὁδηγεῖ πρός τήν θέωση. Μέθεξη τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι μέθεξη τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ καί βεβαίως, μέθεξη τῆς ἀγάπης Του.

Τρίτον, ἡ κατά Χριστόν ἄσκηση, πού συνδέεται ἀναπόσπαστα μέ τήν μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶναι μιά ἀνθρώπινη προσπάθεια, δέν ἐξαντλεῖται σέ ἀνθρωποκεντρικές ἐνέργειες, ἀλλά γίνεται μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου σ᾽ αὐτήν. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια κάνουμε λόγο γιά πράξη καί θεωρία. Πράξη εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη πού γίνεται μέ τήν καθαρτική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, καί θεωρία εἶναι ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ καί ἡ θεοπτία, πού γίνεται μέ τήν φωτιστική καί θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως, ἡ βίωση τοῦ σταυροῦ καί τῆς πράξεως, δηλαδή τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, εἶναι μέθεξη τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.

Τέταρτον, ὑπάρχει στενός σύνδεσμος μεταξύ τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς ὀρθοδόξου ἐσχατολογίας. Ἡ βίωση τῶν ἐσχάτων γίνεται διά τῆς μεθέξεως τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως, πού εἶναι βίωση καί μέθεξη τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, γιά τούς φίλους τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Σταυροῦ, ὁ Σταυρός εἶναι Παράδεισος καί Βασιλεία Οὐράνιος, ἐνῶ γιά τούς ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Σταυροῦ, γίνεται Κόλαση καί καταδίκη. Μέ αὐτό τό πρίσμα πρέπει νά ἑρμηνευθῆ ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «ὁ λόγος τοῦ σταυροῦ τοῖς μέν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δέ σωζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι» (Α΄ Κορ. α΄, 18). Ἔτσι, ἀπό τώρα μποροῦμε νά βιώσουμε τόν Παράδεισο καί τήν Κόλαση. Τά ἔσχατα βιώνονται σέ κάθε χρονική στιγμή.

Πέμπτον, τά γεγονότα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι προτύπωση τοῦ Σταυροῦ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀπό τήν ἄποψη ὅτι εἶναι σέ ἀνάλογο βαθμό μέθεξη τοῦ μυστηρίου τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Δέν πρόκειται, δηλαδή, γιά μιά συμβολική προτύπωση, ἀλλά γιά μέθεξη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Γιά παράδειγμα, διά τῆς ράβδου τοῦ Μωϋσέως, μέ τήν ὁποία ἄνοιξε ἡ Ἐρυθρά θάλασσα καί πέρασαν οἱ Ἰσραηλίτες, βίωσαν τήν κυβερνητική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Βέβαια, διά τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, βιώνουμε σέ μεγαλύτερο βαθμό τήν σωστική καί θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀκριβῶς γιατί ὁ Χριστός προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, καί ἐπάνω στόν Γολγοθᾶ νίκησε τόν διάβολο, τόν θάνατο καί τήν ἁμαρτία. Σ᾽ αὐτό τό γεγονός ὑπερέχουμε ἀπό τούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.Ἔτσι, ὅσα ἔγιναν στήν Παλαιά Διαθήκη δέν ἦταν ἁπλῶς συμβολισμοί καί ἐξωτερικές προτυπώσεις τῶν ὅσων θά ἀκολουθοῦσαν στήν Καινή Διαθήκη, ἀλλά μέθεξη, κατά μικρότερο βαθμό, τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.

Ὅλα ὅσα μέ συντομία ὑπογραμμίσαμε προηγουμένως δείχνουν ὅτι ἡ θεολογία δέν εἶναι ὑπόθεση μιᾶς ξηρῆς παραθέσεως μερικῶν ἁγιογραφικῶν καί πατερικῶν χωρίων, ἀλλά ἀνακάλυψη τοῦ βαθυτέρου νοήματος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.

Δυστυχῶς πολλοί σήμερα ἀρκοῦνται στήν μηχανική παρουσίαση διαφόρων χωρίων τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Πατέρων, ἀφοῦ τά ἐντάσσουν μέσα στά δικά τους ἀνθρωποκεντρικά διανοήματα καί τούς δικούς τους στοχασμούς.

Τό πρόβλημα ὅμως δέν εἶναι νά χρησιμοποιοῦμε τήν Κονκορντάτσια ἤ μέ τήν βοήθεια τῶν κομπιοῦτερς νά βρίσκουμε τίς λέξεις τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀλλά νά ἀποκτήσουμε θεολογικό νοῦ καί νά καταλαβαίνουμε τήν γλώσσα τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, οὐσιαστικά τήν ἐκκλησιαστική γλώσσα. Ὅταν διαβάζουμε μηχανικά τά ἐκκλησιαστικά κείμενα, τότε γινόμαστε «γλωσαλγοῦντες» καί «αὐτοχειροτόνητοι» θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι ἐπιλέγουμε διάφορα «λεξίδια» καί τά κάνουμε «ξιφίδια» ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν μας, κατά τόν εὔστοχο λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.

Διαδώστε: