Το πένθος, ο θάνατος και η πίστη
Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Βέτσος, Master Θεολογίας
Ο χριστιανισμός με το χαρμόσυνο και συγχρόνως λυτρωτικό μήνυμα της Αναστάσεως του Θεανθρώπου άλλαξε ριζικά την αντιμετώπιση του θανάτου και κατ’ επέκταση νοηματοδότησε διαφορετικά το πένθος[1]. Από τη στιγμή που χάθηκε η καταδυνάστευση του θανάτου, οι χριστιανοί αντιμετωπίζουν τον αποχαιρετισμό των προσφιλών ανθρώπων ως κοίμηση, στηριζόμενοι στην Ανάσταση του Χριστού[2]. Αυτό δεν σημαίνει ότι το πένθος δεν είχε θέση ανάμεσα στους χριστιανούς[3].
Στους πρώτους χρόνους της Εκκλησίας είχαν διατηρηθεί κάποια νεκρικά έθιμα του ιουδαϊσμού[4], τα οποία παρέμειναν στην πρακτική των ανθρώπων[5] μέχρι τον 4ο αιώνα[6]. Ωστόσο, το πένθος του θανάτου πριν τον χριστιανισμό σκορπούσε το φόβο και μόνο στη σκέψη του[7]. Ήταν πολύ δύσκολο να απεμπολήσει το ανθρώπινο μυαλό την έννοια του θανάτου[8], αφού εμπλεκόταν τόσο άμεσα με τη φύση του[9]. Δεν ήταν εφικτό κάποια φιλοσοφία να αποβάλει τον φόβο από την ανθρώπινη σκέψη, παρά μόνο η πίστη στην ανάσταση του Χριστού και η συμμετοχή του ανθρώπου σ’ αυτήν[10]. Το πένθος και η έκφραση του αποτελεί ένα σημείο αντιπαράθεσης μεταξύ της χριστιανικής γραμματείας των πρώτων αιώνων και της μηδενιστικής τάσης που είχε ο φιλοσοφικός στοχασμός[11].
Ο θάνατος είναι η είσοδος στην απέραντη αιωνιότητα και δεν θα πρέπει να προκαλεί βαρύ πένθος[12], το οποίο υπάρχει εκεί όπου δεν σημειώνεται η ελευθερία της ψυχής από τα πάθη[13]. Η ανάσταση του Χριστού αποτελεί τη σημαντικότερη ήττα του θανάτου[14], ωστόσο η ολοκληρωτική νίκη και το οριστικό τέλος του πένθους θα λάβει χώρα στα έσχατα[15].
Ο άνθρωπος είναι θνητός και αυτή του η θνητότητα έγκειται όχι μόνο στο γεγονός του θανάτου, αλλά στο ότι το γνωρίζει[16]. Ο άνθρωπος, λοιπόν, είναι ένα πεπερασμένο ον, που το νόημα της ζωής του είναι άρρητα συνδεδεμένο με τον θάνατο. Ακούγεται αντιφατικό, αλλά η ζωή αποκτά νόημα, εφόσον δοθεί νόημα στον θάνατο. Η καταξίωση του θανάτου καταξιώνει και την ίδια τη ζωή[17]. Επιπρόσθετα, για το θέμα αυτό ο Μπερδιάγεφ αναφέρει ότι η ζωή είναι ευγενής, γιατί εμπεριέχει τον θάνατο, που αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος έχει δημιουργηθεί για μια άλλη ζωή, ανώτερη της παρούσας[18]. Για τον λόγο αυτό, δεν χρειάζεται να απωθεί τη σκέψη του θανάτου χάνοντας την αυθεντική σκοπιά θέασης της ζωής[19]. Ο άνθρωπος δεν εκμηδενίζεται μετά τον σωματικό θάνατο[20].
Είναι σημαντικό το γεγονός ότι ο απόστολος Παύλος κάνει λόγο για κεκοιμημένους και όχι για νεκρούς[21]. Οι άνθρωποι οφείλουν να γνωρίζουν ότι η ζωή και ο θάνατος του καθενός βρίσκεται στα χέρια του Θεού[22]. Πολύ εύστοχα αναφέρεται στο Δευτερονόμιο «…εγώ αποκτενώ και ζην ποιήσω»[23].
Συνταράσσεται ολόκληρη η ανθρώπινη ύπαρξη στη διαδικασία αντιμετώπισης του θανάτου. Μόνο η σκέψη του θανάτου μπορεί να προκαλέσει ταραχή στον άνθρωπο. Το πένθος του θανάτου αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά όταν οι άνθρωποι είναι συνειδητά μέλη της Εκκλησίας. Η βίωση του χαρμόσυνου μήνυματος της Αναστάσεως μέσα από την πνευματική και λειτουργική ζωή της Εκκλησίας συντελεί να συνειδητοποιήσουν όσοι πενθούν και πολύ περισσότερο οι γονείς πως ο αναστημένος Κύριος νίκησε το κράτος του θανάτου και αυτό είναι πλέον είναι μια πραγματικότητα, ένα γεγονός που ισχύει και για τον άνθρωπο.
Υποσημειώσεις:
[1] Ραυτόπουλου Θ., Η στάση του ανθρώπου έναντι του θανάτου και η ορθόδοξη ποιμαντική αντιμετώπιση κατά τον Μέγα Βασίλειο, Διδακτορική Διατριβή υποβληθείσα στο Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Χαϊδάρι 2011, σ. 12.
[2] Σαρρή Β., Η Βυζαντινή παραμυθητική επιστολή από τον Θεόδωρο Στουδίτη έως τον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης (9οσ-10ος αι), εκδ. Αντ. Σταμάτη, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 138.
[3] Volp Ulrich, Tod und Ritual in den christlichen Gemeiden Jer Antike, Lëiden-Boston-Brill 2002, σ. 96-99.
[4] Τζέρπου Δ., ο αγιασμός της ζωής των πιστών. μελέτες επί των ιερών ακολουθιών του μικρού ευχολογίου (σύγχρονοι λειτουργικοί προβληματισμοί 3), εκδ. «Τήνος», Αθήνα 2006, σ. 135-137.
[5] Evangelisches Kirchenlexicon, 3 Vanderhoeck & Ruprecht, Göttingen 1992, σ. 1467.
[6] Άριες Φιλίπ, Ο άνθρωπος ενώπιον του θανάτου. Η εποχή των κοιμωμένων Ι – Ο εξαγριωμένος Θάνατος ΙΙ, μτφρ. Θεοδόσης Νικολαΐδης, εκδ. Εστία, Αθήνα 1997, σ. 212-214.
[7] Μπαλανού Δ., Πώς παρηγορούν τους Πενθούντας οι Πατέρες της Εκκλησίας, Αθήναι 1928, σ. 5.
[8] Ματσούκα, Ν., Το πρόβλημα του Κακού, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 100.
[9] Danielou Jean, «La doctrine de la mort chez les peres de l’ Eglise», Le mystere de la mort et sa celebration, Vouves 2729 Avril 1949 (Lex orandi 12) Les editions du Cerf, Paris 1951, σ. 141.
[10] Γιαννικόπουλου Αν., Η εκπαίδευση κατά τον 4ο αιώνα και κατά την αρχαιότητα, Αθήνα 1983, σ. 42.
[11] Fischer Joseph, «Studien zum Todesgedanken in der alten kirche», τ. 1, Max Hreber Verlag, München 1954, σ. 15-24.
[12] Fischer Joseph, «Μελέτη θανάτου. Eine Skizze zur Frühen griechische Patristik», Wegzeichen, Festgabe Biedermann, Wurzburg 1971, σ. 43.
[13] Μπιτσάκη Αν., Η Αθανασία της ψυχής κατά τον Πλάτωνα, Ανάτυπον εκ του περιοδικού Θεολογία 75(1994), σ. 68.
[14] Α’ Κορινθ. 15, 54-55.
[15] Ζήση Θ., Η σωτηρία του Ανθρώπου και του Κόσμου, εκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 210.
[16] Μαντζαρίδη Γ., Χριστιανική Ηθική II Άνθρωπος και Θεός και συνάνθρωπος Υπαρξιακές και Βιοηθικές Θέσεις και προοπτικές, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 635.
[17] Ό.π., σ. 639.
[18] Μπερδιάγεφ Ν., Περί του προορισμού του ανθρώπου, μτφρ. Ειρηναίου Μητροπολίτου Σάμου και Ικαρίας, Αθήναι 1990, σ. 344.
[19] Heidegger Martin, Sein und Zeit, Tübingen 1967, σ. 265.
[20] Ρόουζ Σ., Η ψυχή μετά τον θάνατο – Οι μεταθανάτιες εμπειρίες στο φως της Ορθόδοξης διδασκαλίας, εκδ. Μυριόβιβλος, Αθήνα 2007, σ. 122.
[21] Σάκκου Σ., Οι νεκροί μας δεν χάθηκαν, εκδ. Χριστιανική ελπίς, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 3.
[22] Βάντσου Μ., Η ιερότητα της ζωής – Οι θέσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας σε θέματα Βιοηθικής, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 35.
[23] Δευτ. 32,39.