«Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε» – Τoυ Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’
Στή μοναδική στό εἶδος της γιά τόν πλοῦτο τῶν ὡραίων ἐκφράσεων καί τό μέγεθος τῆς πατρικῆς στοργῆς, στή τοῦ Ἀπ. Παύλου ἐπιστολή πρός Φιλιππησίους, ἐμπεριέχεται στό τελευταῖο κεφάλαιό της, ἡ γεμάτη ἀγάπη προτροπή του, «χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε» (Φιλιπ. 4,4). Δηλαδή, νά χαίρεσθε ἀδελφοί μου πάντοτε, μέ ἐκείνη τήν ἁγία καί δαψιλή χαρά πού δίνει ὁ Κύριος. Καθ’ ὅτι κάθε χαρά πρέπει νά ἐκπηγάζει ἀπό τόν Χριστό καί σ’ Αὐτόν πρέπει νά καταλήγει. Ἀληθῶς, ἡ ἕνωση καί ἡ κοινωνία μας μέ τόν Σταυρωθέντα καί Ἀναστάντα Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν προσφέρει στό εἶναι μας τήν χαρά. Ὡραιότατα ὁ Ψαλμωδός θά φωνάξει: «Ἄσω τῷ Κυρίῳ ἐν τῇ ζωή μου, ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω… ἐγώ εὐφρανθήσομαι ἐπί τῷ Κυρίῳ» (Ψαλμ. 103, 33-34).
Ὁ Χριστός εἶναι Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος εὐαγγελίζεται τήν χαρά τῆς σωτηρίας. Τόσο ἡ Ἐνανθρώπηση, ἡ ἔλευση στόν κόσμο τοῦ Χριστοῦ, ὅσο καί ἡ Ἀνάληψή Του δημιουργοῦν μία ἀτμόσφαιρα χαρᾶς. Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ μεγάλη χαρά καί γιά τούς ἀγγέλους πού τήν ἀναγγέλλουν καί γιά τούς ἀνθρώπους γιά τούς ὁποίους ἔρχεται πρός λύτρωσή τους ἀπό τήν ἁμαρτία. Εἶναι ὁ Χριστός «ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», γι’ αὐτό καί καλεῖ κοντά του ὅλους μέ τοῦτα τά λόγια: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς (Ματθ. 11,28). Καί ἀκόμη ὅταν ὁ Ἀναστημένος Χριστός ὑποσχέθηκε τήν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἀνελήφθη, τότε οἱ μαθητές αἰσθάνθηκαν μεγάλη χαρά ἀκριβῶς γιατί θά εἶχαν μαζί τους τήν δύναμη καί φώτιση τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Ἔπειτα, ἡ θεία Διδασκαλία κρύβει μέσα της πληρότητα χαρᾶς. Διακηρύττει ὁ Κύριος στήν ἀρχιερατική προσευχή του, πρό τοῦ ἁγίου Του Πάθους: «Νῦν δέ πρός σέ ἔρχομαι καί ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τήν χαράν τήν ἐμήν πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς» (Ἰω. 17,13) καί τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου γίνεται παντοῦ, ὅπου ἀκούγεται, πηγή μεγάλης χαρᾶς (Πράξ. 8,8), γι’ αὐτό καί οἱ Ἀπόστολοι ψάλλουν ἀκόμη καί ὅταν βρίσκονται σέ δοκιμασίες (Πράξ. 16, 23 ἑπ.).
Ὁ Χριστός, λοιπόν, προσφέρει τήν χαρά. Ἡ πρώτη Του λέξη μετά τήν Ἀνάστασή Του εἶναι μία καί μοναδική. «Χαίρετε». Νά ἔχετε χαρά εἶπε στίς Μυροφόρες καί ἐκεῖνες «προσελθοῦσαι ἐκράτησαν αὐτοῦ τάς πόδας καί προσεκύνησαν αὐτῷ» (Ματθ. 28,9). Αὐτός εἶναι ἡ ἀληθινή, ἡ πηγαία, ἡ ἀκριβής χαρά γιατί στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ παροῦσα καί ἐκεῖ στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν εἶναι ἡ τέλεια χαρά. «Οὐ γάρ ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καί πόσις, ἀλλά δικαιοσύνη καί εἰρήνη καί χαρά ἐν Πνεύματι ἁγίῳ» (Ρωμ. 14,17). Γι’ αὐτό καί οἱ μαθητές ἔχουν τήν χαρά νά γνωρίζουν ὅτι τά ὀνόματά τους εἶναι γραμμένα στούς οὐρανούς. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τό διαβεβαίωσε: «Χαίρετε ὅτι τά ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Λουκ. 10,20).
Ἐκεῖ δέ στόν «Κῆπο τῆς Ἐδέμ» εἶναι ἡ εὐφροσύνη καί ἡ ἀγαλλίαση, ἡ παντοτινή χαρά, ἡ ἄλλη χαρά πού δέν μπορεῖ νά κατανοήσει ὁ μακράν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ κοσμικός ἄνθρωπος. Ἐκεῖ στήν ἐπουράνια θεία βασιλεία εἶναι ἡ ὠδή τοῦ θριάμβου καί ἐκεῖ ἀκούγεται διηνεκῶς τό «ἀλληλούϊα» (Ἀποκ. 18,20 καί 19,1 καί 3) καί οἱ πιστοί, ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ θά χαίρονται, καί θά νοιώθουν ἀγαλλίαση καί θά δοξάζουν τόν Θεό (Ἀποκ. 19,7).
Ὡραιότατη καί μέ βαθειά νοήματα εἶναι ἡ προσευχή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης ἐν προκειμένῳ τήν ὁποία καί παραθέτουμε: «Σύ ὑπάρχεις ἀληθῶς, Δέσποτα, ἡ καθαρά καί ἀένναος πηγή τῆς ἀγαθωσύνης. Δικαίως μᾶς ἀπεστράφης διά τάς ἁμαρτίας μας, ἀλλά καί μᾶς ἠλέησες φιλανθρώπως. Ὠργίσθης, ἀλλά κατόπιν μᾶς ἠγάπησες. Μᾶς ἐξώρισες ἀπό τόν παράδεισον, ἀλλά πάλιν μᾶς ἐκάλεσες εἰς αὐτόν. Μᾶς ἔβγαλες τά φύλλα τῆς συκῆς, πού εἴχαμεν ὡς ἄσχημον κάλυμμα, καί μᾶς ἐνέδυσες ἱμάτιον πολύτιμον. Ἤνοιξες τό δεσμωτήριον καί ἠλευθέρωσες τούς καταδίκους. Ἐρράντισες μέ ὕδωρ καθαρόν καί ἐκαθάρισες τόν μολυσμόν. Ὁ Ἀδάμ, ὅταν θά τόν φωνάξῃς, δέν θά ἐντραπῇ, οὔτε θά καλυφθῇ ἐλεγχόμενος ἀπό τήν συνείδησιν καί κρυπτόμενος εἰς τούς θάμνους τοῦ παραδείσου. Οὔτε ἡ φλογίνη ρομφαία θά κυκλώσει τόν παράδεισον, ἐμποδίζουσα τήν εἴσοδον εἰς τούς πλησιάζοντας. Ὅλα εἰς ἡμᾶς, τούς κληρονόμους τῆς ἁμαρτίας, μετετράπησαν εἰς χαράν. Τώρα εἶναι ἀνοικτός ὁ παράδεισος καί ὁ οὐρανός εἰς τόν ἄνθρωπον. Ἡ κτίσις, ἡ ἐγκόσμιος καί ἡ ὑπερκόσμιος, πού ἄλλοτε εὑρίσκετο εἰς διένεξιν, τώρα ἡνώθη διά φιλίας. Καί οἱ ἄνθρωποι συνεφιλιώθησαν μέ τούς ἀγγέλους, ἀκολουθοῦντες τήν ἰδικήν των ἱεράν πολιτείαν. Δι’ ὅλα αὐτά ἄς ψάλωμεν εἰς τόν Θεόν τόν ὕμνον τῆς χαρᾶς, τόν ὁποῖον ἐτόνισε παλαιά τό θεόπνευστον στόμα τοῦ προφήτου: «Ἀγαλλιάσθω ἡ ψυχή μου ἐπί τῷ Κυρίῳ˙ ἐνέδυσε γάρ με˙ ὡς νυμφίῳ περιέθηκέ με μίτραν καί ὡς νύμφην κατεκόσμησέ με κόσμῳ». Διακοσμητής δέ τῆς νύμφης εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ὤν καί προών καί ἐσόμενος, εὐλογητός καί τώρα καί εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν».
*
Ἡ χαρά, λοιπόν, ἔχει χριστολογικό χαρακτῆρα καί ὁ πιστός καλεῖται νά ζήσει τήν χαρά, νά τήν βιώσει, νά τήν καλλιεργήσει μέσα του, νά λάβει πείρα τῆς χριστιανικῆς χαρᾶς, αὐτῆς πού προσφέρει ἡ θεία διδασκαλία, ἡ ἐνυπόστατη πίστη, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Αὐτή ἡ κατάκτηση καί διαφύλαξη τῆς χαρᾶς εἶναι ὑγεία τῆς ψυχῆς ἐνῶ ἀντίθετα ἡ θλίψη καί τά πάθη εἶναι ἀσθένεια ψυχῆς. Ὅταν ὁ πιστός ἐλευθερώνεται μέ τήν ἐξομολόγηση καί τόν γυρισμό στό «παλάτι τοῦ Πατέρα», ὅταν μετανοεῖ εἰλικρινά, τότε νοιώθει τήν ἀνακούφιση τῆς χαρᾶς, τήν ἐπίσκεψη μέσα του τῆς θείας χάριτος. Ἀλλά καί ἀνεκλάλητη χαρά προσφέρει καί ἡ συμμετοχή στή Θ. Μετάληψη γι’ αὐτό καί ἡ τελευταία εὐχή τῆς Θείας Λειτουργίας λέγει: «Πλήρωσον χαρᾶς καί εὐφροσύνης τάς καρδίας ἡμῶν, Κύριε».
*
Αὐτή ἡ χριστιανική χαρά εἶναι καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Γαλ. 5,22). Αὐτή ἡ χαρά φέρει τήν γαλήνη τῆς ψυχῆς, τήν γενναιοδωρία, τήν ὑπακοή στίς θεῖες ἐντολές, τήν πιστότητα στήν ἀλήθεια, τήν ἑνότητα τῶν πιστῶν. Δέν εἶναι χαρά πρόσκαιρη, γήϊνη, φευγαλέα, ἑνός παροδικοῦ ἐνθουσιασμοῦ καί ἄκριτου ζήλου. Εἶναι χαρά πηγαία, σταθερή, σοβαρή, πού ζωογονεῖ τήν ὑπομονή καί τήν ἐλπίδα. Εἶναι ἡ χαρά καί μέσα στή δοκιμασία καί σ’ αὐτόν ἀκόμη τόν πόνο. Ὁ Ἀπ. Παῦλος λαμβάνει πείρα αὐτῆς τῆς χριστιανικῆς, ἀληθινῆς χαρᾶς στήν ὅλη του ἀποστολική διακονία γι’ αὐτό μπορεῖ καί γράφει: «Ὡς λυπούμενοι ἀεί δέ χαίροντες, ὡς πτωχοί, πολλούς δέ πλουτίζοντες, ὡς μηδέν ἔχοντες καί πάντα κατέχοντες» (Β’ Κορ. 6,10). Ὁ ἴδιος ὁ μέγας Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν λέγει: «Ὑπερπερισσεύομαι τῇ χαρᾷ ἐπί πάσῃ τῇ θλίψει ἡμῶν» (Β’ Κορ. 7,4) καί ἀκόμη διακηρύττει: «Νῦν χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου ὑπέρ ὑμῶν καί ἀνταναπληρῶ τά ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί μου ὑπέρ τοῦ σώματος αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἡ Ἐκκλησία» (Κολ. 1,24) καί τό μόνο πού τόν ἐνδιαφέρει εἶναι νά κηρύττεται ὁ Χριστός, γι’ αὐτό καί πάντοτε χαίρεται, ἤτοι: «Ἐν τούτῳ χαίρω ἀλλά καί χαρήσομαι» (Φιλιπ. 1,18), ὅταν ἀκούγεται τό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἐξόχως σπουδαῖο ὅτι στόν Παῦλο ἡ προτροπή πρός τούς πιστούς «Χαίρετε» βρίσκεται σέ πολλές ἐπιστολές του.
Εἶναι δέ πολύ χαρακτηριστικό ὅτι αὐτός ὁ καρπός τοῦ Πνεύματος ἡ χαρά ὑπάρχει καί στούς δύσκολους αἰῶνες τῶν διωγμῶν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Βρίσκουμε τήν χαρά στίς κατακόμβες, στά ἀμφιθέατρα, ὅπου γινόντουσαν τά μαρτύρια τῶν χριστιανῶν, σέ ταφικές ἐπιγραφές καί σέ κείμενα τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων. Γιά παράδειγμα: Τρεῖς φορές ἀναφέρεται ἡ λέξη χαρά στό μαρτύριον τῶν ἁγίων Σαμωνᾶ καί Γουρία (Ἐδέσσης) τέσσερες φορές στό μαρτύριο Φιλίππου Ἡρακλείας˙ ἕξι φορές εἰς τό μαρτύριον τοῦ ἐπισκόπου Φρουκτουόζου˙ ἑπτά φορές ἀναφέρεται ἡ χαρά στό μαρτύριον Μαριανοῦ καί Ἰακώβου Νουμιδίας. Ἐπίσης ἕνα θαυμάσιο κείμενο τῶν ἀποστολικῶν Πατέρων, ὁ Ποιμήν τοῦ Ἑρμᾶ, εἶναι ἕνας ὕμνος στήν χαρά. Ὁ Ἑρμᾶς παρουσιάζεται «πάντοτε γελῶν» καί «ἱλαρός» (Ὅρασις α’ 11). Ἡ δέ λύπη παρουσιάζεται ὡς «πάντων τῶν πνευμάτων πονηροτέρα καί δεινοτάτη τοῖς δούλοις τοῦ Θεοῦ καί παρά πάντα τά πνεύματα καταφθείρει τόν ἄνθρωπον καί ἐκτρίβει τό Πνεῦμα τό Ἅγιον (Ἐντολή ι’ Ι, Β.Ε.Π.Ε.Σ. τόμ. 3).
*
Ἔπειτα οἱ θεοφόροι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὁμιλοῦν καί γράφουν γιά τήν χριστιανική χαρά. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέγει ὅτι ἡ χαρά εἶναι «σκίρτημα τῆς ψυχῆς» καί ὅταν γράφει γιά τόν ἀσκητή τῆς ἐρήμου τόν Μέγα Ἀντώνιο ὑπογραμμίζει ὅτι «ἀπό τῆς χαρᾶς τῆς ψυχῆς ἱλαρόν εἶχε τό πρόσωπον καί οὐδέποτε ἦταν σκυθρωπός (PG 26,940). Ὁ ἄλλος σπουδαῖος ἀσκητικός πατέρας, ὁ Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος στό περίφημο σύγγραμμά του «Ὁμιλίαι Πνευματικαί» γράφει γιά ἐκείνους τούς ἀνθρώπους πού εἶναι γεμᾶτοι ἀπό χαρά: «Ἐστίν ὅτε γίνονται ὡς ἐν βασιλικῷ δείπνῳ εὐφραινόμενοι καί ἀγαλλιῶντες ἀγαλλιάσει καί εὐφροσύνῃ ἀνεκλαλήτῳ. Ἄλλη ὥρα εἰσίν ὥσπερ νύμφη συναναπαυομένη ἐν κοινωνίᾳ τῷ νυμφίῳ αὐτῆς ἀναπαύσει θεϊκῇ… ἄλλοτε εἰσίν, ὥσπερ ἐν μέθῃ ποτοῦ, εὐφραινόμενοι καί μεθύοντες τῷ Πνεύματι, μέθην θείων μυστηρίων πνευματικῶν… Ἄλλοτε ἐν τοσαύτῃ ἀγαλλιάσει καί ἀγάπῃ ὑπό τοῦ Πνεύματος ἐκπυροῦνται, ὡς εἰ δυνατόν πάντα ἄνθρωπον ἐν τοῖς ἰδίοις σπλάγχνοις ἐμβαλεῖν… Ἄλλοτε ἕν χαρᾷ ἀνεκλαλήτῳ ὑπό τοῦ Πνεύματος διατηροῦνται» (Ὁμιλίαι Πνευματικαί, ἔκδ. Σ. Σχοινᾶ, Βόλος, 1954, σελ. 120).
Ὁ Ἱ. Χρυσόστομος τονίζει γιά τήν χαρά πολύ χαρακτηριστικά λέγοντας: «Τήν εὐθυμίαν, καί τήν χαράν δέν τήν κάμνει οὔτε τό πλῆθος τῶν χρημάτων, οὔτε δυναστείας ὄγκος,,οὔτε ἰσχύος σώματος, οὔτε πολυτέλεια τραπέζης. Οὔτε ἱματίων κόσμος, οὔτε ἄλλο τι τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, ἀλλά μόνον ἡ πνευματική προσπάθεια (κατόρθωμα) καί τό ἀγαθόν συνειδός. Ἐκεῖνος πού ἔχει τό τελευταῖον, ἔστω καί ἄν φορῇ ράκη καί ἄν παλαίῃ μέ τόν λιμόν, εἶναι εὐθυμότερος τῶν «σφόδρα τρυφώντων» (ἔκδ. Bareille, τόμ. 15, σελ. 453). Ἀλλά καί ὁ Ἱ. Αὐγουστῖνος στό περίφημο βιβλίο του τίς «Ἐξομολογήσεις» μιλᾶ γιά τήν χαρά τονίζοντας πολλές φορές ὅτι «Ὅπου Σέ εὑρίσκω, Κύριε, χαίρω διά Σέ».
Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος ὁμιλεῖ γιά τήν χαρά τῆς ἑνώσεως τοῦ πιστοῦ μέ τόν Χριστό καί γι’ αὐτό τό πνευματικό γεγονός καί θεῖο μυστήριο γράφει: «Αὐτός εὑρίσκεται ἐντός μου, ἔνδον ἐν τῇ ταλαίνῃ μου καρδία ἀπαστράπτων, πάντοθεν περιλάμπων με τῇ ἀθανάτῳ αἴγλη, ἅπαντα δέ τά μέλη μου ἀκτῖσι καταυγάζων, ὅλος περιπλεκόμενος, ὅλον καταφιλεῖ με, ὅλον τε δίδωσιν αὐτόν ἐμοί τῷ ἀναξίῳ, καί ἐμφοροῦμαι τῆς αὐτῆς ἀγάπης καί τοῦ κάλλους, καί ἡδονῆς καί γλυκασμοῦ ἐμπίμπλαμαι τοῦ θείου. Μεταλαμβάνω τοῦ φωτός, μετέχω καί τῆς δόξης, καί λάμπει μου τό πρόσωπον, ὡς καί τοῦ ποθητοῦ μου καί ἅπαντα τά μέλη μου γίνονται φωτοφόρα. Ὡραίων ὡραιότερος τότε ἀποτελοῦμαι. Πλουσίων πλουσιώτερος καί δυνατός ἁπάντων ὑπάρχω δυνατώτερος, καί βασιλέων μείζων, καί τιμιώτερος πολύ τῶν ὁρωμένων πάντων, οὐχί τῆς γῆς, καί τῶν τῆς γῆς, ἀλλά καί οὐρανοῦ δέ, καί πάντων τῶν ἐν οὐρανῷ τόν πάντων ἔχων κτίστην» (Τα εὑρισκόμενα, Ἔκδ. Δ. Ζαγοραίου, Ἐνετίησι 1790, Λόγος 7ος σελ. 19). Ὁ δέ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός ἔλεγε στά κηρύγματά του: «Πρέπει, ἀδελφοί μου, νά χαιρώμεθα καί περισσότερον τήν Κυριακήν» καί ἀκόμη ἔλεγε: «Νά χαίρεσθε ὅσοι βγάζετε τό ψωμί σας μέ τόν κόπον σας…» (Φ. Μιχαλοπούλου Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, Ἀθῆναι 1940, σελ. 43-44).
Κυρίως, ὅμως, ἡ Ὑμνολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι γεμάτη ἀπό ὕμνους χαρᾶς. Ἡ ὑμνολογία τῆς Ἀναστάσεως, τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, τήν Κυριακήν τοῦ ἔτους ἀλλά καί σ’ αὐτό τό Τριώδιον βρίσκουμε τήν βαθυτάτη ἔννοια τῆς πνευματικῆς χαρᾶς καί εὐφροσύνης. Δέν νοεῖται κατά συνέπειαν χριστιανός χωρίς χαρά. Δέν ἐπιτρέπεται νά εἴμεθα ἀπηλπισμένοι καί σκυθρωποί, μελαγχολικοί καί ἀπογοητευμένοι. Ὑπάρχει ὁ Κύριος. Εἶναι δίπλα μας. «Μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός». Εἶναι ἕτοιμος μόλις Τόν ἐπισκεφθοῦμε νά σταλάξει εἰρήνη καί ἐλπίδα μέσα μας, νά φέρει στήν ἀνήσυχη καί τεταραγμένη ψυχή μας τήν χαρά. Ὁ Ἴδιος μᾶς εἶπε: «Αἰτεῖτε καί λήψεσθε, ἵνα ἡ χαρά ὑμῶν ἡ πεπληρωμένη» (Ἰω. 16,24). Γιά τούς χριστιανούς, λοιπόν, ἰσχύει τό βιβλικόν: «Δεῦτε, ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, ἀλαλάξωμεν τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρι ἡμῶν».
*
Ὡστόσο, ὀφείλουμε νά μήν εἴμεθα αἰθεροβάμονες, μήτε ἐπιπόλαιοι ἀλλά ρεαλιστές στή ζωή μας. Νά ἔχουμε ἐπίγνωση ὅτι θά μᾶς ἐπισκεφθοῦν οἱ δύσκολες καταστάσεις. Σ’ αὐτές τίς ὧρες πολύ χαρακτηριστικά ἔρχεται ὁ προφήτης Ἱερεμίας καί ὑπογραμμίζει ὅτι «εὐλογημένος ὁ ἄνθρωπος, ὅς πέποιθεν ἐπί τῷ Κυρίῳ καί ἔσται Κύριος ἐλπίς αὐτοῦ καί ἔσται ὡς ξύλον εὐθηνοῦν παρ’ ὕδατα καί ἐπί ἰκμάδα βαλεῖ ρίζαν αὐτοῦ καί οὐ φοβηθήσεται ὅταν ἔλθῃ καῦμα» (Ἱερεμ. 17, 7-8). Πράγματι, ὁ πιστός, ὁ ριζωμένος στόν Θεό καί ὅταν καταφθάσει κάθε εἴδους «καῦμα» δέν ἔχει νά φοβηθεῖ τίποτε. Γι’ αὐτό καί δέν ἀφήνεται στόν παραπικρασμό. Γνωρίζει ὅτι ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ δέν θά τόν ἐγκαταλείψει καί ἡ δρόσος τῆς χριστιανικῆς χαρᾶς ἐν Κυρίῳ θά τόν ζωογονεῖ συνεχῶς στή πορεία τῆς ζωῆς του.
Ἀπό τό ἄλλο μέρος τίθενται ἀσφαλῶς καί τά ἐρωτήματα: Μποροῦν τά σύγχρονα ἐπιστημονικά ἐπιτεύγματα, ἡ τεράστια ἐπικράτηση τῆς τεχνολογίας, ἡ τεχνητή νοημοσύνη, τά ποικίλα «ρομπότ» νά δώσουν τήν χαρά στόν ἄνθρωπο; Εἶναι δυνατόν νά ἐπιτευχθεῖ ἡ ψυχική μόρφωση καί ἡ ἐσωτερική ἀνωτερότητα; Ἀμείλικτα ἐρωτήματα. Ἴσως χρειαστεῖ ἡ σμίλη τοῦ Μιχαήλ Ἄγγελου καί ὁ λόγος του μπροστά στό βουβό μάρμαρο τοῦ Μωϋσῆ: «Μίλα μου».