Η Ι.Μ. Αγίου Διονυσίου και το φυσικό περιβάλλον του Ολύμπου
Ἀρχιμ. Μαξίμου Κυρίτση, Καθηγούμενου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς
Καθοριστικό στοιχεῖο στήν διαμόρφωση μιᾶς κοινωνίας, ἑνός περιβάλλοντος, μιᾶς δημιουργίας εἶναι τό ἀνθρώπινο πρόσωπο.
Ὅταν λέμε ἀνθρώπινο πρόσωπο ἐννοοῦμε τόν ἄνθρωπο στήν αὐθεντική του μορφή. Τόν ἄνθρωπο πού δημιουργεῖ σχέσεις μέ τό Θεό, τόν δημιουργό του, καί τό περιβάλλον, μέσα στό ὁποῖο ἐτάχθη νά κατοικήση. Δέν ἐννοοῦμε τόν ἄνθρωπο, πού παρασύρεται καί ἐνεργεῖ πιεζόμενος ἀπό ἀρρωστημένες ψυχικές καί ψυχολογικές λειτουργίες, πολλές φορές διεσπασμένες μεταξύ τους καί ἀπομονωμένες ἀπό τό Θεό καί τό περιβάλλον. Καί αὐτός διαμορφώνει περιβάλλον, ἀλλά ἀρνητικά καί καταστροφικά.
Ὁ ἄνθρωπος σάν λογικό ἐλεύθερο ὄν ἔχει τήν ἐλευθερία νά ἀρνηθῆ τό Θεό καί νά προσπαθήση νά μεταβάλλη τήν φυσική ἀρμονία καί τό δέσιμό του μέ τό φυσικό περιβάλλον.Ἐκεῖνο ὅμως πού τελικά ἐπιτυγχάνει εἶναι νά τραυματίζη καί νά ἀκροτηριάζη τήν ὀντολογία του καί νά διασαλεύη τόν ἐσωτερικό του κόσμο καί ἐν συνεχεία τόν ἐξωτερικό, δημιουργώντας ἀφύσικα ἀποτελέσματα καί ἐκτρωματικές κατασκευές πού προκαλοῦν τόν λογισμό τοῦ φυσιολογικά σκεπτομένου ἀνθρώπου.
Φυσικό περιβάλλον καί ἄνθρωπος, βρίσκονται σέ μία λεπτή σχέση καί ἀλληλοεξάρτηση ἡ ὁποία ἐξασφαλίζει τήν ὁμαλή καί ἁρμονική λειτουργία τῆς κτίσεως καί τήν πορεία της πρός τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο προορίσθηκε ἀπό τόν Δημιουργό της. Ὁ ρόλος τοῦ ἀνθρώπου στήν σχέση αὐτή εἶναι διπλός, ἀφ’ ἑνός ἔχει τήν δυνατότητα νά ἐπωφελεῖται ἀπό ὅλα ὅσα ὑπάρχουν στήν κτίση καί νά τά χρησιμοποιεῖ σύμφωνα μέ τίς ἀνάγκες του, καί ἀφ’ ἑτέρου ὀφείλει νά μεριμνᾶ γιά ὅλη τήν δημιουργία καί νά ἀποτελεῖ τόν σύνδεσμο μεταξύ Θεοῦ καί κτίσεως, τόν «ἱερέα» τῆς δημιουργίας πού θά «ἀναφέρει» τήν δημιουργία στόν Θεό, πρός περαιτέρω ἁγιασμό. «Τά Σά ἐκ τῶν Σῶν σοί προσφέρομεν κατά πάντα (τόπον) καί διά πάντα (λόγον)».
Ἄν ἔνας ἄνθρωπος πιστεύει ὅτι εἶναι ἀπόλυτα ἐλευθερος νά κάνη ὅτι θέλει καί ἐπιχειρίσει τήν ἐφαρμογή αὐτῶν πού πιστεύει, ἀντί νά δημιουργήση σχέσεις καλές ἤ πολιτισμό καταστρέφει καί τόν ἑαυτό του καί τούς ἄλλους καί τίς σχέσεις. Οὐσιαστικά ἡ πίστη του αὐτή δέν ἀπορρέει ἀπό τίς φυσικές του ἰδιότητες, ὡς κτιστοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι αὐθαίρετη φανταστική ἐνέργεια πού ἀρχή ἔχει τόν ἐγωϊσμό καί τήν φιλαυτία. Ἀπόλυτα ἐλεύθερος, ὡς αὐτοπροσδιοριζόμενος εἶναι μόνο ὁ ἄκτιστος Θεός.
Ἕνας σοφός ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁὉμολογητής, ἀναφέρει τά ἐξῆς: Ἡ ἀκεραιότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἑπομένως καί ἡ γνήσια καί ὑγειής δραστηριότητά του ἐξαρτᾶται ἀπό τήν φυσιολογική λειτουργία τῶν τριῶν κεντρικῶν δυνάμεών του. Τοῦ νοῦ, τῆς λογικῆς καί τῶν αἰσθήσεων. Ἡ φυσιολογική ἐνέργεια τοῦ νοῦ δημιουργεῖται, ὅταν ἔχει θεία καί ἀγαθά νοήματα, ἄλλως καταλήγει σέ παρά φύσιν. Κατά συνέπεια ἡ λογική ἀποκτᾶ ἀγαθούς λογισμούς. Ἀγαθοί λογισμοί καί σκέψεις δημιουργοῦνται ὅταν ἡλογική ἀσχολεῖται καί ἀνακαλύπτει τό βάθος τῶν ὅσων ὁΘεός ἐντέλλεται, ἀπ΄ ὅπου ἀπορρέει ὁ ἐνάρετος βίος. Τότε ἡλογική ἐνεργεῖ κατά φύσιν. Ὅταν ὅμως ἡ λογική κατακλύζεται ἀπό ἐμπαθεῖς λογισμούς τότε ἐνεργεῖ παρά φύσιν. Ὁἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος λέγει ὅτι μιά κατά φύση θεώρηση τοῦ κόσμου ἀπό τόν ἄνθρωπο προϋποθέτει τήν ἐργασία τῶν θείων ἐντολῶν καί ἐπιτυγχάνεται μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁπότε οἱ αἰσθήσεις ἐπιτυγχάνουν τήν φυσική τους ἐνέργεια καί δέν ἀσχολοῦνται μέ τήν ἐπιφάνεια τῶν δημιουργημάτων καί ὅλων τῶν φυσικῶν φαινομένων. Οἱ αἰσθήσεις ἐξ αἰτίας τῆς ὑγιειοῦς καταστάσεώς τους διεισδύουν στό βάθος τῶν πραγμάτων καί ἀνακαλύπτουν τό λόγο τῆς ὑπάρξεώς τους. Καί ὁ πρωταρχικός λόγος ὑπάρξεως τῆς φύσεως εἶναι τό γεγονός ὅτι δόθηκε ὡς δωρεά ἀπό τό Θεό γιά τόν ἄνθρωπο. Ὁ δέ ἄνθρωποςπρέπει νά τήν συντηρῆ καί διατηρῆ μετ᾿ εὐχαριστήσεως καί εὐγνωμοσύνης, ὡς καλός υἱός ἀγαπητοῦ Πατρός. Ὄχι ὡς ἄτακτος καί σπάταλος καί ἀγνώμων. Κάθε βλάβη πού προξενεῖται στά ζῶα ἤ στά φυτά καί ἐν γένει στό φυσικό περιβάλλον, ἀντιτίθεται στό νόμο τοῦ Θεοῦ, ὅπως καί κάθε προσκόλληση σ’ αὐτά ἀντιβαίνει στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.
Τό τεχνικό περιβάλλον πού δημιουργεῖ ὁ ἄνθρωπος μέσα στό εὐρύτερο φυσικό περιβάλλον πού τοῦ κληροδότησε ὁΘεός, εἶναι πάντοτε προϊόν τῶν ἐσωτερικῶν ὑγειῶν ἤ μή, ψυχολογικῶν καταστάσεών του. Ἄν ὑπάρχη ἐσωτερική ἐναρμόνηση ὅλων τῶν δυνάμεών του καί ὑγιής λειτουργία τους, τότε ὅλα τά προϊόντα, πολιτιστικά, τεχνολογικά καί περιβαλλοντολογικά εἶναι ὑφασμένα καί ἐναρμονισμέναμέ τό κληροδοτημένο φυσικό περιβάλλον πού τοῦ δώρησε ὁΘεός. Ἄν ὁ ἔσω ἄνθρωπος ἀσθενεῖ καί πάσχει καί ἀποδιοργανώνεται τότε ὅλα τά δημιουργήματα ἔχουν αὐτή τή τραυματισμένη σφραγίδα καί ἀπό μέσα ἐξυπηρετήσεως καί ἱκανοποιήσεως τῶν φυσικῶν ἀναγκῶν, γίνονται παγίδες θανάτου καί κλίμακες καθόδου γιά τήν ἀνθρώπινη προοπτική.
Ἡ σημερινή ἐποχή παρ᾿ ὅλο πού φαίνεται ἀλματωδῶς προοδευτική ὡς πρός τήν τεχνολογία κρύβη μέσα της στοιχεῖα ἀρρωστημένης δημιουργικότητος πού φέρνει τόν ἄνθρωπο σέ μεγάλες ὑπαρξιακές δυσκολίες.
Σήμερα παρά ποτέ ἄλλοτε, μέ τήν ἐμπειρία τῆς ἀγχώδους ζωῆς, ἀποτέλεσμα κατά ἕνα μεγάλο βαθμό τῆς ξέφρενης καί ἄλογης καί ἀσύνετης τεχνολογικῆς ἀπολαύσεως, ὁ ἄνθρωπος νοσταλγεῖ παλαιές καλές ἡμέρες.
Ἀπό ὀρθοδόξου πλευράς ὁ φυσικός καί οὐσιαστικός «ὅρος ἀναφορᾶς» στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ Παράδοση. Ἡπεῖρα τοῦ παρελθόντος. Ἡ γήϊνη ζωή σ᾿ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι συνέπεια τῆς ὀρθόδοξης ἐμπειρίας του. Ἡ δέ ὀρθόδοξη ἐμπειρία δέν εἶναι μιά ἀνθρώπινη ἱκανότητα καί ἀνακάλυψη. Εἶναι μιά θεία ἀποκάλυψη. Ἀποκαλύπτεται ὁ ἀνώτερος τρόπος ζωῆς. Ἀποβάλεται ὁ φθαρτός τρόπος αὐτῆς τῆς ζωῆς. Ἐκδηλώνεται τό ὡραῖο, τό ἁρμονικό, τό ἰδεῶδες. Ὁ φυσικός ἄνθρωπος ἐγκαταλείπει ἐρχόμενος σέ ἐπαφή μέ τόν ἀληθινό Θεό τίς ἀναμείξεις μέ τίς παθολογικές ἀποκλίσεις καί ἐνδύεται τήν εὐπρέπεια τῆς οὐρανίου Θείας ζωῆς. Κατεβαίνει ὁ οὐρανός στή γῆ καί ἡ γῆγεννᾶ ἔργα πού ἀποτυπώνουν τίς οὐράνιες ὀμορφιές. ΤόἙλληνορθόδοξο παρελθόν εἶναι γιά μᾶς ὁ μεγάλος δάσκαλος πού δίνει ἔτοιμο ὑλικό, σοφά δημιουργημένο γιά τήν παραπέρα προαγωγή.
Ἡ σύγχρονη ὅμως πραγματικότητα δέν σέβεται τό παρελθόν. Θέλει συνεχῶς νά βρίσκεται σέ «ἐξέλιξη». Μέ τήν φιλαυτία τους οἱ πάντες θέλουν νά παρουσιάσουν τό ὑποκειμενικά ὡραῖο. Δέν χρησιμοποιοῦν τό παρελθόν μιᾶς τεράστιας παραδόσεως. Γιατί αὐτή ἡ παράδοση συκοφαντήθηκε ὡς βάρβαρη καί στή θέση της μπῆκε αὐτή πού φαντάζη καί ἐντυπωσιάζη. Παρουσιάζεται ἕνας τεχνολογικά πελώριος ἄνθρωπος πού συνθλίβη τόν φυσικό ἄνθρωπο. Καί γιά νά χωρέση αὐτός στή γῆ χαλάει καί τό φυσικό περιβάλλον πού δόθηκε γιά νά ζήση ὁ φυσικός ἄνθρωπος. Τά ὄμορφα χωριά μικραίνουν καί ἐξαφανίζονται. Οἱ πόλεις μεγαλώνουν καί γίνονται παράδοξες.
Αὐτό πού ὀνομάζουμε ἐμεῖς οἱ θεολόγοι τῆς Ἀνατολῆς ἐκκλησιαστική ἐσχατολογία, δηλαδή διαπαιδαγώγηση τοῦἀνθρώπου πῶς σταδιακά νά καλλιεργεῖται καί νά μεταμορφώνεται «ἀπό δόξης εἰς δόξαν» καί νά φθάνει «εἰς ἄνδρατέλειον», πῶς νά χρησιμοποιεῖ μέ μέτρο τά ἀγαθά τῆς γῆς καί νά μετατρέπη αὐτόν τόν κόσμο σέ θεῖο παράδεισο πού πρῶτος θά χαίρεται ὅσο ζῆ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος.
Αὐτή ἡ ἐμπειρία πού ἔφτιαχνε ὅμορφα κτίρια, ὅμορφους Ναούς, ὄμορφους οἰκισμούς, ἀντανάκλαση τοῦ θείου παραδείσου, ἐγκαταλείφθηκε καί στή θέση της ἦλθε τό κοσμοείδωλο τῆς ὑλιστικῆς ἐσχατολογίας τοῦ σύγχρονου ὑλιστικοῦ Δυτικοῦ κόσμου.
Μέ βάση τήν ἀπόκτηση χρημάτων καί κτημάτων καί ὑλιστικῶν ἀπολαύσεων, μετατίθεται τό ἐνδιαφέρον τῶν ἀνθρώπων καί ἡ σταθερότητα καί ἡ τάξη μετατρέπεται σέ μιά ξέφρενη παραγωγή προϊόντων πού στόχο ἔχουν φαινομενικά μέν τήν ἐξυπηρέτηση τοῦ ἀνθρώπου οὐσιαστικά δέ τήν ἐξόντωσή του.
Ἡ Ἐκκλησία ὑπενθυμίζουσα τήν ἀληθινή ἀποστολή τοῦλαοῦ τοῦ Θεοῦ καταγγέλει τήν προδοσία αὐτή καί ἐμμένεινά διατηρῆ στά ἔργα καί στά λόγια της ζωντανό καί ἐνεργητικό τό κριτήριο ἐκεῖνο μέ τό ὁποῖο προβάλλεται τό ἀληθινά ὡραῖο καί ἁρμονικά συσχετισμένο μέ τήν σύμπασα κτίση. «Ὁ γάρ Χριστός σαρκί γεννᾶται ἀνακαινίζων τήν κτίσιν, φθαρεῖσα πονηραῖς παραβάσεσι» (Ὑμνολογία Χριστουγέννων).
Εἰδικώτερα ἡ ἀποστολή αὐτή ἐκδηλώνεται πιό ἄμεσα καί πιό στενά στήν περίπτωση τῶν μοναχῶν καί τῶν Μοναστηριῶν. Ὁ μοναχός ἀναχωρεῖ ἀπό τόν κόσμο καί καταφεύγει στήν φύση. Τό φυσικό περιβάλλον γίνεται τό σπίτι του. Τά Μοναστήρια κτίζονται στίς πιό ὡραῖες, τίς πιό παρθένες καί τίς πιό ἀπομονωμένες τοποθεσίες μέ τοπικά ὑλικά (πέτρα, ξῦλο, κ.λ.π.), ἐνῶ ἡ στενή σχέση πού ἀναπτύσσει μέ τήν φύση ὁ μοναχός τοῦ δίνει τήν δυνατότητα νά ἐντάσσει ἁρμονικά τά μοναστηριακά κτίσματα στό περιβάλλον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἡ Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, ἡ ὁποία κτισμένη πρίν 500 περίπου χρόνια ἀπό τόν ἱδρυτή της Ἅγιο Διονύσιο τόν ἐν Ὀλύμπῳ, σέ τοποθεσία μοναδικῆς ὀμορφιᾶς στό φαράγγι τοῦ Ἐνιπέα, μέ τοπικά ὑλικά, πέτρα καί ξῦλο, εἶναι ἕνα ἀρχιτεκτονικό μνημεῖο ἁρμονικά καί ἰδανικά ἐντεταγμένο στό φυσικό περιβάλλον καί ταυτίζεται ἀπόλυτα μ’ αὐτό ἀποτελώντας ἀναπόσπαστο μέρος του. Σάν νά φυτρώνη ἕνα δένδρο. Σάν νά διαμορφώνεται μιά ἡφεστιογεννής σχηματική ποικιλία.
Ὁ ἀσκητικός τρόπος ζωῆς, πού κατά δύναμιν ζεῖ ὁ κάθε μοναχός, τοῦ δίνει τήν δυνατότητα νά ἀποδεσμεύσει καί νά ἀπελευθερώσει τόν ἑαυτό του ἀπό τίς περιττές ἀπαιτήσεις, τίς παράλογες ἐπιθυμίες καί τά πάθη γενικότερα, καί νά χρησιμοποιεῖ τήν κτίση καί τά ἀγαθά πού αὐτή προσφέρει, γιά τήν ἱκανοποίηση, μόνο τῶν πραγματικῶν ἀναγκῶν του. Ὁ τρόπος αὐτός τῆς ζωῆς ἀπαλάσσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό«ἴδιο ἐγωϊστικό του θέλημα», στό ὁποῖο ἐγκλωβισμένος ὁ ἄνθρωπος παραμένει «κύκλος κλειστός» καί ἔχει τήν τάση νά κυριαρχεῖ στήν κτίση καί νά τήν χρησιμοποιεῖ ἰδιοτελῶς γιά τήν δική του ἱκανοποίηση. Διά τῆς «ἐν ἀπολύτῳ ἐλευθερίᾳ» τελουμένης μοναχικῆς ὑπακοῆς, θραύεται τό κέλυφος τῆς ἀτομικότητος τοῦ ἀνθρώπου, πλατύνεται τό εἶναι του καί διευρύνεται ἡ ὑπόστασή του, ὥστε νά χωράει τή ζωή ὅλου τοῦ κόσμου. Στή φυσική της ὡραιότητα καί τήν ἔνθεη ἀναγέννησή της. Δημιουργεῖται ἔτσι ἕνα ἦθος ὡς προϊόν ἐλευθερίας καί ὄχι ὡς προϊόν πειθαρχίας καί ὑποταγῆς σέ ἀνώτερη ἀνθρώπινη θέληση καί γιά ἀνθρώπινα ὀφέλη. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται μιά πηγή εὐλογίας γιά ὅλη τήν κτίση.
Στήν Βυζαντινή τέχνη ὁ ἦχος ἑνός τροπαρίου, οἱ πέτρες ἑνός Ναοῦ καί οἱ ψηφίδες ἑνός μωσαϊκοῦ εἶναι ὕλη πού ἔχει ἀποκτήσει ἔκφραση καί φωνή.
Τά σπίτια σ᾿ ἕνα χωριό ἔχουν διαπροσωπική κοινωνία μεταξύ τους καί μέ τό Ναό, πού εἶναι συνήθως στό κέντρο τοῦχωριοῦ. Στρέφονται ὅλα πρός τό Ναό σάν νά δοξολογοῦν τόν Θεό.
Ἀντίθετα τά σύγχρονα κατασκευάσματα χάνουν αὐτό τό πρόσωπο καί τό ἕνα εἶναι γυρισμένο μέ τήν πλάτη στό ἄλλο. ὅπως ἀκριβῶς εἶναι σήμερα τά αἰσθήματα τοῦ ἐνός γιά τόν ἄλλον. Δέν ἔχουν μόνο μιά δύσμορφη ἐπιφανειακή κατασκευή, ἀλλά ἀποπνέουν μιά νεκρική καί ψυχρή παρουσία μέσα στήν ὁποία καλεῖται νά ἀναπτυχθῆ καί διαμορφωθῆ ὁ ἄνθρωπος.
Θά ἄξιζε νά σπουδάση κανείς ἔστω καί μόνο τήν ἀρχιτεκτονική ἑνός Βυζαντινοῦ κτίσματος ἤ τήν τέχνη τῆς τοιχοποιῒας καί τῶν ἁρμῶν τῶν λίθων γιά νά ψηλαφίση τή φυσική σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ὕλη καί νά θαυμάση ἐκεῖ τό ἦθος ἐκείνου τοῦ πολιτισμοῦ. Δέν βιάζει τήν ὕλη ὁ Βυζαντινός, σεβόμενος καί σπουδάζοντας τό λόγο τοῦ ὑλικοῦ. Δέν θέλει νά τήν πειθαρχήση στή σκοπιμότητα τοῦ δικοῦ του μυαλοῦ. Ἀσκεῖται σέ παραίτηση καί ἀπάρνηση τῆς ἐγωκεντρικῆς ματαιοδοξίας καί ἀγωνίζεται νά ἀναδείξη τίς δυνατότητες τοῦ ὑλικοῦ καί νά τό θέση σέ διάλογο μέ τόν τεχνίτη, πού καμμιά σύγχρονη τεχνική δέν μπορεῖ νά τό ἐπαναλάβη. Τά ἔργα αὐτῆς τῆς τέχνης ἄν καί κατασκευάσθηκαν ἀπό τά ἀνθρώπινα χέρια καί μέ τά ὑλικά τῆς γῆς εἶναι ἔργαθεότευκτα καί θεόδμητα, ἐπειδή ἡ κατασκευή τους δέν εἶναι ἐπίνοια τῶν ἀνθρώπων ἀλλά ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αἰώνιο παράδειγμα εἶναι ἡ Ἁγία Σοφία στήν Κωνσταντινούπολη.
Προσκυνεῖ τόν Δημιουργό καί σέβεται τήν ὕλη κατά τήν διατύπωση τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ «Προσκυνῶ τόν τῆς ὕλης δημιουργόν, δι’ ἐμέ γενόμενον, καί ἐν ὕλῃ τήν κατοίκησιν θέμενον καί δι’ ὕλης, τήν σωτηρίαν μου ἐργασάμενον. Σέβω οὖν τήν ὕλην … δι’ ἧς ἡ σωτηρία μου γέγονε. Σέβω δέ, οὐχ ὡς Θεόν, ἀλλ’ ὡς θείας ἐνεργείας καί χάριτος ἔμπλεων»[1].
Εἶναι ἀξιέπαινη ἡ προσπάθεια μερικῶν ἐρευνητῶν τῆς σύγχρονης ζωῆς γιά τήν διατήρηση τοῦ περιβάλλοντος στά φυσικά δεδομένα. Προσπαθοῦν νά ἀντιληφθοῦν καί στό μέτρο πού διαθέτουν τά μέσα νά ἐργασθοῦν γιά τόν ἀπεγκλωβισμό τῶν ἀνθρώπων ἀπό τά βασανιστικά κλουβιά τῆς σύγχρονης κουλτούρας. Καμμιά φορά οἱ δυσκολίες γίνονται δάσκαλοι γιά τήν ἀνεύρεση τοῦ φυσιολογικοῦ. Γίνονται πρωτοπόροι ἀγωνιζόμενοι αἰματηρά νά πείσουν τόν σύγχρονο ἄνθρωπο νά ἀποκτήση «ἐλεήμονα καρδία». Καί «ἐλεήμων καρδία», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ, «εἶναι αὐτή πού καίγεται γιά ὁλόκληρη τήν κτίση, γιά τούς ἀνθρώπους, γιά τά ὄρνια, γιά τά ζῶα καί γιά ὅλα τά κτίσματα». Στήν ἀξιέπαινη προσπάθειά τους ὅμως ἐλάχιστα ἐπιτυγχάνουν. Γιατί τούς λείπει τό «ἕν» καί συγχρόνως τό πᾶν στή ζωή τους. Καί ὅποιος εἶναι τυφλός πρός τό «ἕν» κατά τόν ἅγιοΣυμεών, «τυφλός πρός πάντα ἐστιν». Καί «ὁ βλέπων ἐν τῷἑνί, ἐν θεωρίᾳ τῶν πάντων ἐστί». Μ᾿ αὐτή τελικά τήν προϋπόθεση ὁ ἄνθρωπος παύει νά βλέπη μέ ἀδιαφορία τό περιβάλλον του. Καταργεῖ τίς διαθέσεις παραχρήσεώς του. Τό βλέπει μέ ἀπέραντο σεβασμό, ἀφοῦ πιστεύει ὅτι εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ, αἰσθάνεται ἔντονη εὐθύνη καί ἀγάπη γιά αὐτό, ὥστε νά μή μπορῆ νά ἀνεχθῆ ὁποιαδήποτε καταστροφή, χωρίς νά πληγώνεται βαθειά. Ἄν ἡ σύγχρονη τεχνολογία δέν ἀγνοήσει τήν πραγματικότητα αὐτή θά διευρυνθῆ οὐσιαστικά ὁ ὀρίζοντας τοῦ πολιτισμοῦ μας, ἐνῶ οἰ τεχνολογικές καί οἰκονομικές πραγματικότητες θά βροῦν ὑψηλότερους στόχους, χωρίς ἐνδογενῆ ἀδιέξοδα.
Ὁ Ἅγιος Διονύσιος, ὡς γνήσιος φορέας τοῦ ἀσκητικοῦ αὐτοῦ ἤθους καί πνεύματος ἀποτελεῖ σημεῖο ἀναφορᾶς καί πρότυπο μοναχοῦ καί δείχνει ποιά πρέπει νά εἶναι ἡ σχέση ἀνθρώπου καί φύσεως. Ἐξαιρετικός ἀσκητής ἔζησε κυρίως μέσα σέ σπηλιές, στά δάση καί τίς κορυφές τοῦ Ὀλύμπου, σέ συνεχῆ κοινωνία μέ τόν Θεό καί ἁρμονική συμβίωση μέ τήν φύση καί τά ἄγρια ζῶα. Ἐπλατύνθη τό εἶναι του, διευρύνθηκε ἡ ὑπόστασή του, καί χώρεσε τήν ζωή ὅλου τοῦ κόσμου. Ἡ παρουσία του καί τά θαύματά του ἦταν καί εἶναι μιά συνεχής εὐλογία γιά τό φυσικό περιβάλλον.
Μ’ αὐτό τό ἦθος καί πνεῦμα πού κληροδότησε καί παρέδωσε ὁ Ἁγιος Διονύσιος, ζοῦν, κατά τό μέτρο τῶν δυνάμεών τους, γιά αἰῶνες γενεές μοναχῶν, μέχρι σήμερα, μέσα στόν σημερινό Ἐθνικό Δρυμό Ὀλύμπου, οἱ ὁποῖοι συνδιάζοντας τόν ρεαλισμό μέ τήν ἀγάπη καί τόν σεβασμό γιά τό περιβάλλον, κατορθώνουν καί τίς ἀνάγκες διαβιώσεώς τους νά καλύψουν ἀναπτύσσοντας δραστηριότητες φιλικές πρός τό περιβάλλον, ἀλλά καί νά διαφυλάξουν τήν ὡραιότητα καί μοναδικότητα τοῦ Ὀλύμπου γιά τήν ὁποία σήμερα ὅλοι καυχόμαστε. Παράδειγμα οἱ σημερινές δραστηριότητες τῆς Μονῆς ὅπως οἰκολογικές καλλιέργειες, ἐκτροφή ζώων (ἀγριόχοιρων, πουλερικῶν κ.λ.π.) μέ ἐκτατικό τρόπο, ἡ παραγωγή παραδοσιακῶν προϊόντων, ἡ ἀνακύκλωση ὅπου εἶναι δυνατόν τῶν ἀποβλήτων καί ἀπορριμάτων, ἡ λελογισμένη διαχείρηση τοῦ δάσους, ἡ χρῆσις τοπικῶν ὑλικῶν στίς κατασκευές κ.λ.π.
Τό ἀσκητικό αὐτό ἦθος εἶναι ἴσως ὅ,τι σημαντικώτερο ἔχει νά προσφέρει ὁ Ὀρθόδοξος μοναχισμός στόν σύγχρονο κόσμο τοῦ ὁποίου ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό παραδοσιακές ἀξίες καί ἀρχές καί ἡ ἐπικράτηση ἑνός λογικοκρατούμενου πολιτισμοῦ, ἐκτός τῶν ἄλλων εἶχαν σάν συνέπεια καί τήν δημιουργία τῆς «οἰκολογικῆς κρίσεως». Μιᾶς κρίσεως ἡ ὁποία δέν ἔχει νά κάνει ἁπλά μέ τήν ποιότητα τῆς ζωῆς μας, ἀλλά θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς ὅτι ἀφορᾶ αὐτή τήν ἴδια τήν ὑπόστασή μας. Μιᾶς κρίσεως πού δέν μπορεῖ νά ἀντιμετωπισθεῖ οὔτε μέ τίς ἠθικές συμβουλές οὔτε μέ τήν λογική. Διότι «. . . ἡ ἠθική, εἴτε ἐπιβαλλόμενη εἴτε ἐλεύθερη, προϋποθέτει ἄλλα, πολύ πιό βαθιά ὑπαρξιακά κίνητρα, γιά νά λειτουργήσει. Οἱ ἄνθρωποι δέν ἐγκαταλείπουν εὔκολα τό βιοτικό τους ἐπίπεδο, γιατί αὐτό εἶναι «λογικό» ἤ «ἠθικό» … Ἡ ἀνθρωπότητα δέν συμπεριφέρεται πάντα λογικά, καί δέν μπορεῖ κανείς νά τήν κάνει οὔτε μέ τή βία οὔτε μέ τήν πειθώ, νά φερθεῖ ἔτσι. Ὑπάρχουν ἄλλες δυνάμεις, πέρα ἀπό τήν ἀνθρώπινη λογική, πού ἀποφασίζουν τήν κατεύθυνση, πρός τήν ὁποία θά κινηθεῖ ἡ τύχη τοῦ κόσμου»[2] ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Περγάμου. Δέν χρειάζεται ἑπομένως τόσο ἕνας προγραμματισμός, μιά νομοθεσία καί μιά ἠθική ἀλλά μιά βαθύτερη στάση ζωῆς καί μιά νοοτροπία, ἕνας πολιτισμός καί ἕνα ἦθος, τό ἦθος πού καλλιεργεῖται στήν Ὀρθόδοξη Παράδοσή μας.
Αὐτό τό ἦθος καί τόν πολιτισμό, προβάλει ἐδῶ καί 500 χρόνια, ἡ Ἱερά Μονή Ἁγίου Διονυσίου, στό πρόσωπο τοῦ ἱδρυτοῦ της Ἁγίου Διονυσίου ἀλλά καί στά πρόσωπα τῶν μοναχῶν της κατά τό μέτρο πού βιώνουν τήν Ὀρθόδοξη μοναχική Παράδοση ὅπως τήν κληρονόμησαν ἀπό τόν Ἅγιό τους. Τό ἦθος αὐτό συνετέλεσε στήν δημιουργική καί ἁρμονική συνύπαρξη ἀνθρώπου καί περιβάλλοντος στόν χῶρο τοῦ Ἐθνικοῦ Δρυμοῦ Ὀλυμπου. Ἡ διατήρηση αὐτή τῆς ἰσορροπίας ἐκτός ἀπό τήν σημασία πού ἐχει σέ τοπικό ἐπίπεδο νομίζουμε ὅτι μπορεῖ νά ἀποτελέσει καί μία ἀπόδειξη ὅτι ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχει τρόπους καί μπορεῖ νά βοηθήσει στήν ἁρμονική συνύπαρξη τοῦ ἀνθρώπου μέ τό φυσικό περιβάλλον καί στό ξεπέρασμα τοῦ οἰκολογικοῦ ἀδιεξόδου τῆς ἐποχῆς μας.
Εἴθε νά ἀπολαύσουμε κάποτε αὐτόν τόν κόσμο τῶν ὀνείρων μας πού δέν περιορίζεται στά στενά ὅρια τῆς ζωῆς αὐτῆς ἀλλά ὁδηγεῖ στόν ὕψιστο σκοπό, μέσα στό ἄπειρο.
[1] Ἁγ. Ἰωαν. Δαμασκηνοῦ, Περί Εἰκόνων 1, PG 94, 1300 AB.
[2] Μητροπολίτου Περγάμου, Ἰωάννου Ζηζιούλα, Ἡ κτίση ὡς Εὐχαριστία, ἐκδ. Ἀκρίτας, 1992, σελ. 42, 121, 123.
ΠΗΓΗ: http://imado.gr
ΦΩΤΟ: monastiria.gr
H αναδημοσίευση του παραπάνω άρθρου ή μέρους του επιτρέπεται μόνο αν αναφέρεται ως πηγή το ORTHODOXIANEWSAGENCY.GR με ενεργό σύνδεσμο στην εν λόγω καταχώρηση.
Ακολούθησε το ORTHODOXIANEWSAGENCY.gr στο Google News και μάθε πρώτος όλες τις ειδήσεις.