Την Κυριακή της Σαμαρείτιδος (17 Μαΐου) ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε το θείο λόγο στον Ιερό Ναό Αγίου Λουκά του Ιατρού στην Ιερά Μονή Παναγίας Δοβρά, με τη συμμετοχή πιστών και τἠρηση των κανόνων ασφαλείας που έθεσε η ΔΙΣ της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Στο τέλος της θείας Λειτουργίας ο Σεβασμιώτατος τέλεσε τρισάγιο υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των συμπολιτών μας που εκοιμήθησαν προσφάτως συνεπείᾳ της πανδημίας και ανέγνωσε στους πιστούς εγκύκλιο της ΔΙΣ.
Στην ομιλία του ο Σεβασμιώτατος, αναλύοντας την Ευαγγελική περικοπή μεταξύ άλλων τόνισε:
«Κύριε, δός μοι τοῦτο τό ὕδωρ».
Κυριακή τῆς Σαμαρείτιδος σήμερα, καί σάν τή Σαμαρείτιδα καί ἐμεῖς σπεύσαμε μετά ἀπό δύο μῆνες, κατά τούς ὁποίους ἡ πανδημία, ἡ ὁποία ἐνέσκηψε καί στήν πατρίδα μας, ὁδήγησε σέ ὑποχρεωτικό κλείσιμο τῶν ἱερῶν μας ναῶν καί, κατά συνέπεια, σέ ἀναγκαστική ἀποχή ἀπό τή θεία Λειτουργία καί στέρηση καί αὐτοῦ ἀκόμη τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, σπεύσαμε σήμερα στό νοητό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, τούς ἱερούς ναούς μας, γιά νά ἀκούσουμε τόν λόγο τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί γιά νά λάβουμε τό ὕδωρ τό ζῶν.
Εὐχαριστοῦμε καί δοξάζουμε τόν Ἀναστάντα Κύριο, διότι μᾶς ἀξίωσε νά ἐξέλθουμε ἀπό τόν πειρασμό τῆς ἐπιδημίας τοῦ κορωνοϊοῦ σῶοι καί ὑγιεῖς καί νά μήν δοκιμασθοῦμε τόσο ὀδυνηρά, ὅπως πολλοί συνάνθρωποί μας σέ ἄλλες χῶρες, ἀλλά καί νά μπορέσουμε νά ἐπανέλθουμε καί πάλι προοδευτικά στήν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας μέ ἀνοικτές τίς θύρες τῶν ναῶν μας καί μέ τή συμμετοχή τῶν πιστῶν, τηρώντας πάντοτε ἀπαρέκκλιτα τίς ὁδηγίες τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τῶν ὑπευθύνων τῆς πολιτείας μας γιά τήν προστασία τῆς ὑγείας ὅλων μας ἀπό τή λοιμογόνο αὐτή ἀσθένεια.
Οἱ κλειστοί ναοί ἦταν μία μεγάλη δοκιμασία γιά ὅλους μας, μιά μεγάλη δοκιμασία γιά τόν εὐσεβῆ λαό μας, ἀλλά καί μία ἀκόμη μεγαλύτερη γιά τούς ποιμένες, τούς ἱερεῖς καί τούς Ἐπισκόπους. Γι᾽ αὐτό καί καταβάλαμε κάθε δυνατή προσπάθεια νά τήν ἀμβλύνουμε καί νά ἀνταποκριθοῦμε ὅσο μπορούσαμε περισσότερο στίς πνευματικές σας ἀνάγκες.
Αὐτό προσπαθοῦμε νά κάνουμε καί τώρα, τελώντας σήμερα τή θεία Λειτουργία ἐδῶ, στόν ναό τοῦ ἁγίου Λουκᾶ, τοῦ ἰατροῦ καί θεραπευτοῦ, ὥστε νά δώσουμε σέ περισσότερους ἀδελφούς μας τή δυνατότητα νά συμμετάσχουν, καί τό ἴδιο θά κάνουμε καί σέ ὅλες τίς ἐνορίες καί τούς ναούς τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως, ἀντιλαμβανόμενοι καί συμμεριζόμενοι τόν πόθο καί τήν ἐπιθυμία σας νά ἐκκλησιασθεῖτε καί πάλι μετά ἀπό τόσον καιρό καί νά μετάσχετε στό ἱερό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.
Καί θά ἤθελα νά τονίσω γιά ἄλλη μία φορά ὅτι ὅσα ἀκούονται καί γράφονται σχετικά μέ τή θεία Κοινωνία εἶναι πλάνη καί εἶναι ἀντίθετα μέ τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας καί τήν Ὀρθόδοξη παράδοσή μας.
Γιά ἐμᾶς τούς ὀρθοδόξους τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι τό κέντρο τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς μας. Εἶναι αὐτό πού μᾶς συνδέει μέ τόν Χριστό, πού εἶναι ἡ Ζωή. Χωρίς τήν κοινωνία μαζί του, χωρίς τό Σῶμα του καί τό Αἷμα του, εἴμεθα, ὅπως λέει καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, κλήματα ἀποκομμένα ἀπό τήν Ἄμπελο, ἀπό τόν Χριστό, τά ὁποῖα εἶναι καταδικασμένα νά ξεραθοῦν.
Δέν εἶναι, ἄλλωστε, δυνατόν νά δεχθοῦμε ποτέ ὅτι διά τῆς θείας Κοινωνίας, δηλαδή διά τοῦ Χριστοῦ, μπορεῖ νά μεταδοθεῖ ὁποιαδήποτε ἀσθένεια, οὔτε καί νά ἀλλάξουμε τήν παράδοση αἰώνων σχετικά μέ τόν τρόπο μεταδόσεως τῆς θείας Κοινωνίας, ἐπειδή κάποιοι, οἱ ὁποῖοι δέν πιστεύουν στήν ἱερότητα τοῦ μυστηρίου, τό ἀμφισβητοῦν καί τό συκοφαντοῦν.
Τό εἴπαμε καί τό ἐπαναλαμβάνουμε: ἡ θεία Κοινωνία εἶναι Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, εἶναι μετάδοση καί μετάληψη ὄχι ἁπλῶς ζωῆς ἀλλά καί ἀθανασίας, γιά ὅσους προσέρχονται «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης», γιά ὅσους πιστεύουν ὅτι λαμβάνουν τόν ἴδιο τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος ποτέ δέν μεταδίδει οὔτε ἀσθένειες οὔτε πολύ περισσότερο τόν θάνατο, ἀλλά μεταδίδει τή ζωή καί τό ὕδωρ τό ζῶν, ὅπως ἀκούσαμε στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα.
Τιμώντας πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες, μαζί μέ τίς Μυροφόρες γυναῖκες καί τόν Ἰωσήφ τόν ἀπό Ἀριμαθαίας, τόν Νικόδημο, τόν νυκτερινό μαθητή τοῦ Κυρίου, εἴχαμε ἀναφερθεῖ στόν διάλογό του μέ τόν Χριστό, ἕναν ἀπό τούς δύο συγκλονιστικούς διαλόγους τοῦ Κυρίου, τούς ὁποίους μᾶς παραδίδει στό ἱερό εὐαγγέλιό του ὁ εὐαγγελιστής τῆς ἀγάπης, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Ὁ δεύτερος διάλογος εἶναι αὐτός πού ἀκούσαμε σήμερα, Κυριακή τῆς Σαμαρείτιδος.
Καί ἐάν στόν πρῶτο διάλογο συνομιλητής τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἕνας ἐκ τῶν Φαρισαίων, ἕνας ἄρχων τῶν Ἰουδαίων, ἕνας ἄνθρωπος πού γνώριζε τόν θεῖο νόμο καί τούς προφῆτες, στόν δεύτερο διάλογο ὁ Κύριος συνομιλεῖ μέ μία ἁπλῆ γυναίκα, ἡ ὁποία ὄχι μόνο ἦταν Σαμαρείτιδα, βρισκόταν δηλαδή σέ ἀντιπαράθεση σέ θέματα πίστεως καί ἑρμηνείας τοῦ νόμου μέ τούς Ἰουδαίους, ἀλλά καί δέν ζοῦσε, ὅπως φάνηκε, σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Χριστός ὅμως δέν εἶναι προσωπολήπτης, δέν κάνει διακρίσεις, δέν κρίνει τούς ἀνθρώπους ἀνάλογα μέ τήν καταγωγή ἤ μέ τή ζωή τους. Δέν συναναστρέφεται τούς εὐσεβεῖς καί ἀποστρέφεται τούς ἁμαρτωλούς. Βλέπει τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων καί τή διάθεσή τους καί ἐπιβλέπει σέ ἐκείνους πού τόν πλησιάζουν μέ εἰλικρίνεια καί ἀποδέχονται μέ ἁπλότητα τήν πρόσκλησή του.
Αὐτά τά δύο στοιχεῖα διακρίνει ὁ Χριστός στή Σαμαρείτιδα πού συναντᾶ στό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ. Ἡ εἰλικρίνειά της τήν κάνει νά ἀποκαλύπτει τή ζωή της σέ ἕναν ἄγνωστό της ἄνδρα καί ἡ ἁπλότητα τῆς ψυχῆς της τήν κάνει δεκτική στήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. «Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ».
Αὐτό πού δέν κατανοοῦσαν οἱ διδάσκαλοι τοῦ Ἰσραήλ, τό κατανοεῖ ἡ Σαμαρείτιδα, καί ἀξιοποιεῖ τήν εὐκαιρία πού τῆς δίδει ὁ Χριστός γιά νά γνωρίσει τήν ἀλήθεια γιά τόν Θεό. Καί ὁ Χριστός δέν τῆς ἀρνεῖται τό αἴτημα, κατά τήν ὑπόσχεσή του ὅτι «ὁ αἰτῶν λαμβάνει καί ὁ ζητῶν εὑρήσει». Τῆς ἀποκαλύπτει ὅ,τι δέν εἶχε πεῖ οὔτε στούς μαθητές του. Τῆς μιλᾶ γιά τόν Πατέρα του καί τά χαρακτηριστικά τῶν ἀληθινῶν προσκυνητῶν του. Τῆς ἐξηγεῖ ὅτι ὁ Θεός εἶναι πνεῦμα καί γι᾽ αὐτό ὅσοι τόν προσκυνοῦν πρέπει νά τό κάνουν «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ».
Ὁ διάλογος τοῦ Χριστοῦ μέ τή Σαμαρείτιδα δέν εἶναι μία ἀποκάλυψη μόνο γιά ἐκείνη. Εἶναι ἀποκάλυψη γιά ὅλους ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι, παρότι ἔχουμε βαπτισθεῖ χριστιανοί, παρότι εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί ζοῦμε μέσα σ᾽ αὐτήν, πολλές φορές φερόμεθα σάν νά ἀγνοοῦμε τίς βασικές της ἀλήθειες.
Γι᾽ αὐτό καί ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἀπευθύνεται σήμερα καί σέ μᾶς γιά νά μᾶς ὑπενθυμίσει ὅ,τι ἡ συνήθεια ἤ ἡ ἐξοικείωση ἤ καί ἡ ἀναγκαστική ἀποχή ἀπό τή θεία λατρεία μᾶς ἔχει κάνει νά ξεχάσουμε.
Ὅμως ὁ Χριστός τό τονίζει γιά νά μήν ὑπάρχει καμία ἀπολύτως ἀμφιβολία. Ὁ Θεός ζητᾶ ἀληθεῖς προσκυνητές. Καί αὐτοί εἶναι ὅσοι τόν λατρεύουν «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ». Ὅσοι δηλαδή δέν τόν προσκυνοῦν καί δέν τόν λατρεύουν μόνο ἐπιφανειακά, ἀπό συνήθεια ἤ ἀπό διάθεση νά διαφημίσουν τήν πίστη τους μόνο μέ τά λόγια ἤ καί τά ἔργα πού βλέπουν οἱ ἄνθρωποι γύρω τους, ἀλλά τόν λατρεύουν μέ τό πνεῦμα τους, μέ τήν ψυχή τους, μέ ὅλη τήν ὕπαρξή τους. «Καί γάρ ὁ πατήρ τοιούτους ζητεῖ τούς προσκυνοῦντας αὐτόν». Αὐτοί μόνο μποροῦν νά λάβουν τό ὕδωρ τό ζῶν γιά νά μήν διψάσουν στόν αἰώνα, νά λάβουν τή χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος πού ἀρδεύει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί τήν κάνει νά καρποφορεῖ καρπούς ἀρετῶν.
Καί ἄν ἡ Σαμαρείτιδα ἀπορεῖ πῶς ὁ Χριστός μπορεῖ νά τῆς προσφέρει τό ὕδωρ πού τῆς ὑπόσχεται, καθώς «οὔτε ἄντλημα ἔχει καί τό φρέαρ ἐστίν βαθύ», ἐμεῖς ἔχουμε ἄντλημα, καί αὐτό εἶναι ἡ ψυχή μας, πού μπορεῖ νά γεμίσει ἀπό τό ζῶν ὕδωρ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἐάν τήν προσφέρουμε στόν Χριστό καί θελήσουμε νά λάβουμε τό ὕδωρ πού Ἐκεῖνος μᾶς δίδει, γιατί ἡ ἀγάπη του φθάνει καί στά μεγαλύτερα βάθη, φθάνει μέχρι τά ἔγκατα τῆς ψυχῆς, προκειμένου νά τήν σώσει.
Ἄς σπεύσουμε, λοιπόν, καί ἐμεῖς σάν τή Σαμαρείτιδα καί ἄς παρακαλέσουμε τόν Χριστό: «Κύριε, δός μοι τοῦτο τό ὕδωρ, ἵνα μή διψῶ». Καί νά ἔχουμε τήν πίστη καί τή βεβαιότητα ὅτι, ἐάν προσερχόμεθα μέ εἰλικρίνεια καί ἁπλότητα, ὅπως ἡ Σαμαρείτιδα, ὁ Χριστός θά δώσει τό ὕδωρ τῆς χάριτός του καί σέ μᾶς.