«Αμμόχωστος.
Έφυγε από το σπίτι της είκοσι πέντε χρονών κοπέλα. Δεν πήρε τίποτα μαζί της εκτός από μια αλλαξιά ρούχα. Νόμιζε ότι θα ξαναγυρίσει σε δυο τρεις μέρες. Επέστρεψε χθες, ύστερα από 46 ολόκληρα χρόνια. Είναι πια εβδομήντα ενός ετών. Μόλις αντίκρισε το ερειπωμένο σπίτι της λύγισε. Ακούμπησε στον τοίχο την παλάμη της και ξεκίνησε να κλαίει γοερά. Δεν θα κατάφερνε να μπει μέσα εάν δεν την εμψύχωνε με λόγια παρηγορητικά ο γιος της. Ένιωθε πως η καρδιά της θα σταματούσε από τον πόνο. Σαν να είχε θάψει τον πιο αγαπημένο της άνθρωπο και τώρα την άφηναν να τον δει ξανά για λίγο, έτσι όπως βγήκε από τον τάφο, ενώ την ίδια ώρα ήξερε πως θα τον ξαναχάσει. Μπήκε τελικά, όπως κάνουν όλοι οι γενναίοι άνθρωποι που ενώ λυγίζουν δεν σπάνε. Ήταν σαν ρομπότ μέσα στο σπίτι. Προσπαθούσε με τα μάτια της να ανακαλύψει κάτι δικό της ή κάτι της μάνας της. Το πλιάτσικο και ο χρόνος είχαν διαλύσει τα πάντα. Ούτε στον πρώτο όροφο βρήκε αυτό που έψαχνε: μια φωτογραφία, έναν πίνακα, κάτι.
Καθώς κατέβαινε τη σκάλα κοίταξε έξω από το παράθυρο. Σκοτεινιάστηκε και για λίγα δευτερόλεπτα έχασε τις αισθήσεις της. «Καλά είμαι», είπε του γιου της, που έτρεξε να τη συνεφέρει. «Είδα ξαφνικά τον εαυτό μου νέα κοπέλα, ντυμένη νύφη, να κατεβαίνει την ίδια σκάλα πριν σαράντα επτά χρόνια. Ήταν όλα όπως τότε. Οι φρεσκοβαμμένοι τοίχοι, οι μπεζ κουρτίνες της μάνας μου, τα τραγούδια του γάμου. Είδα τους συγγενείς και τους οικογενειακούς φίλους να με χειροκροτούν και να γελούν».
Διήγηση της Rena Choplarou για Αμμοχωστιανή που επέστρεψε 46 ολόκληρα χρόνια μετά στο ερειπωμένο σπίτι της…
Η φωτογραφία είναι του Βαρωσιώτη Ανδρέα Αναστασίου.