«(..)Γνῶμες, καρδιές, ὅσοι Ἕλληνες,
κ’ ἐσεῖς, οἱ φυτρωμένοι
στὴ γῆ ποὺ ἀρήμαχτη ἔμεινε,
κ’ ἐσεῖς, ξερριζωμένοι,
– χώματα, ὀϊμέ! αἱματόπνιχτα
τῆς Θράκης, τῆς Ἰωνίας! –
ρημάδια τῆς μανίας
καὶ τῆς καταστροφῆς.
Ἄντρες κ’ ἐσεῖς τῆς Ρούμελης
καὶ τοῦ Μωριᾶ βλαστάρια,
χοροὶ τοῦ Αἰγαίου, τῆς Ἤπειρος
βουνὰ καὶ παλληκάρια,
κ’ ἐσεῖς, παρθένες Ἰόνιες,
πάντα καὶ ἡρώϊσσα Κρήτη,
καὶ ὦ Ρήγισσα Ἀφροδίτη,
πού εἰσαι τῆς Κύπρος πνοή.
Κ’ ἐσύ, Μακεδονίτισσα,
θεία ματιασμένη χώρα,
καὶ ἡ Ρόδος, Δωδεκάνησα
χρυσὰ καὶ μέσ’ στὴ μπόρα,
καὶ ὅπου ναοί, κάμποι, μάρμαρα,
δάφνες ξερές, νέα κρίνα,
τὸ Μισολόγγι! Ἀθήνα,
ποὺ πάντα ζοῦν οἱ θεοί!
(..)
Πατρίδα! Ἑλλάδες, παίρνετε
νόημ’ ἀπὸ μιὰ καὶ μόνη
λέξη, καὶ αὐτὴ τὸ χαῖρε μου
τὸ ἐκστατικὸ πυρώνει.
Στὴ λέξη, ποὺ σὰν ἄγαλμα
βωμοῦ φαντάζει, φέρνω
τὸν ὕμνο, βάγια σπέρνω.
Π α τ ρ ί δ α! Εἶν’ ὅλα ἐκεῖ.
(..)
Γνῶμες, καρδιές, ὅσοι Ἕλληνες,
ὅ,τι εἶστε, μὴν ξεχνᾶτε,
δὲν εἶστε ἀπὸ τὰ χέρια σας
μονάχα, ὄχι. Χρωστᾶτε
καὶ σὲ ὅσους ἦρθαν, πέρασαν,
θὰ ‘ρθοῦνε, θὰ περάσουν.
Κριτές, θὰ μᾶς δικάσουν
οἱ ἀγέννητοι, οἱ νεκροί.»
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ