Ο Άγιος Σπυρίδων υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Κύπριους Αγίους των πρώτων βυζαντινών αιώνων και χαίρει πανορθόδοξης φήμης.
Έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Μεγάλου Κωνσταντίνου και του γιου του, επίσης αυτοκράτορα, Κωνστάντιου, στα τέλη του 3ου – αρχές του 4ου αιώνα, και για τον βίο του σώζονται αρκετές μαρτυρίες εκκλησιαστικών ιστορικών της βυζαντινής περιόδου, γεγονός που καταδεικνύει την πολύ σημαντική θέση του στη ζωή της Εκκλησίας. Όπως αναφέρεται σχετικά, ο Άγιος γεννήθηκε στο χωριό Άσσια της Μεσαορίας από ευσεβείς γονείς, οι οποίοι φρόντισαν για την κατά Θεό διαπαιδαγώγησή του. Από πολύ νωρίς άσκησε το επάγγελμα του ποιμένα και όταν έφθασε σε κατάλληλη ηλικία νυμφεύθηκε κόρη ευσεβή και σεμνή, με την οποία απέκτησε τουλάχιστον μία θυγατέρα, την Ειρήνη. Η σύζυγός του, όμως, απεβίωσε, οπότε χειροτονήθηκε ιερέας, ύστερα από προτροπή των ομοχωρίων του, οι οποίοι γνώριζαν από τις καθημερινές συναναστροφές τους τη θερμή πίστη του στον Θεό, το ήθος και τη βαθιά του ευσέβεια.
Ο Άγιος διακρινόταν για την απλότητα, την καταδεκτικότητα και τη διάκριση, αρετές με τις οποίες συνέβαλλε στη στήριξη των πονεμένων και στην πνευματική και ηθική καλλιέργεια των πιστών. Συνήθιζε να μελετά καθημερινά την Αγία Γραφή, που είχε ως αποτέλεσμα, με την πάροδο του χρόνου, να καταστεί, όχι μόνο θεωρητικός γνώστης της ευαγγελικής διδασκαλίας, αλλά και βιωματικός μέτοχός της. Aκόμη, δίδασκε πάντοτε με το παράδειγμά του και την έμπρακτη επίδειξη αγάπης προς τον πλησίον με τη φιλανθρωπία. Γι’ αυτό και όταν κενώθηκε η Επισκοπή Τριμυθούντος κλήρος και λαός τον ανέδειξαν σε Επίσκοπο.