[…] Ὁ Ὁμέρ Βρυώνης χώρισε τή δύναμή του σέ τρία µέρη. […] Τό σχέδιό του πέτυχε ἀπολύτως. Ὁ Δυοβουνιώτης, ἀποκλεισμένος στό Δέμα, δέν προσέφερε καμμιά συνδρομή. Στή Χαλκομάτα ἔγινε σύγκρουση φοβερή ἀλλά ὁ Πανουργιᾶς τραυματίστηκε βαρειά καί οἱ ἄνδρες του µαζί µέ τούς λοιπούς καπετάνιους ὑποχώρησαν. Τότε εἶναι πού οἱ Τοῦρκοι ἀποκεφάλισαν τόν τραυματισµένο δεσπότη Σαλώνων Ἠσαΐα,[…] τόν ἀδελφό του ἱερομόναχο Παπαγιάννη κι ἕναν ἀνεψιό του. […] Ὕστερα ὁ Ὁμέρ Βρυώνης ἔσμειξε τίς δυνάµεις του µέ αὐτές τοῦ Κιοσέ Μεχμέτ καί µαζί ἔρριξαν µιά δύναµη 8.000 ἀνδρῶν ἐναντίον τῆς δυνάµεως τοῦ Διάκου στήν Ἀλαμάνα […] πού συνολικά οἱ ἱστορικοί τήν ὑπολογίζουν σέ 400-500 ἄνδρες, ἀπό τούς ὁποίους οἱ 200 κρατοῦσαν τή γέφυρα καί τό ἐκεῖ χάνι […]. Ὁ Διάκος πολεμοῦσε μπροστά, ἀντιµετωπίζοντας τίς ἀλλεπάλληλες ἐπιθέσεις. Οἱ ἄνδρες δίπλα του καί μπροστά του ἔπεφταν λαβωμένοι ἤ σκοτωµένοι. Ὁ Βασίλης Μποῦσγος µέ δάκρυα τόν παρακαλοῦσε νά φύγει, γιατί ἡ ζωή του θά ἦταν χρήσιµη σέ ἄλλη περίσταση. Ὁ ἱπποκόμος του Μπισµπιρίγος ἔφερε τό ἄλογό του, τήν «Ἀστέρω», γιά νά ξεφύγει γρηγορώτερα. Ὁ Διάκος, ὡς νά εἶχε λάβει «λεωνίδειον» πνοή, ἀρνήθηκε λέγοντας: «Ὁ Διάκος δέν φεύγει· δέν ἐγκαταλείπει τούς συντρόφους του».
Ὑπῆρξε ἕνας ἱππότης τῆς αὐταπαρνήσεως. Τά ὅπλα του πυρακτώθηκαν· τό ξίφος του ἔσπασε ἀπό ἐχθρικό βόλι· τοῦ ἀπέμεινε ἡ λαβή· µιά ἄλλη σφαῖρα ἀχρήστεψε τό δεξιό ώμο του. Αἱμόφυρτος ἔπεσε στά χέρια τῶν Τσάµηδων […] καί µέ ἕνα μουλάρι µεταφέρθηκε στή Λαμία. Ἡ λαϊκή μοῦσα τόν φαντάστηκε, καθώς ὁ Διάκος πορευό-ταν πρός τόν μαρτυρικό θάνατο, νά λέει τό ποιητικώτατο δίστιχο:
«Γιά ἰδές καιρό πού διάλεξε ὁ χάρος νά µέ πάρει,
τώρα π᾿ ἀνθίζουν τά κλαδιά καί βγάζει ἡ γῆ χορτάρι». […]
Τήν ἑπομένη ὁ Διάκος, ἀγνώριστος, ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ παλαιοῦ γνωρίµου του Ὁμέρ Βρυώνη, ὁ ὁποῖος, ξέροντας τή φιλοτιµία τοῦ ἄνδρα, τόν ἐρώτησε ἔκπληκτος πῶς ἐπέτρεψε νά τόν πιάσουν. «Ἄν ἤξερα, ἀποκρίθηκε ὁ Διάκος, θά φύλαγα τό τελευταῖο φουσέκι γιά τόν ἑαυτό µου». Στή συζήτηση παρενέβη καί ὁ Κιοσέ Μεχμέτ πού τοῦ ἐπεσήμανε τό ἄσκοπο τοῦ Ἀγώνα· καί τοῦ συνέστησε νά προσχωρήσει σ᾽ αὐτούς. Σέ περίπτωση ἀρνήσεως τόν ἀπείλησε ὅτι θά τόν παλουκώσουν. Ἡ παράδοση διασώζει δύο ἀπαντήσεις τοῦ Διάκου: «Ἔχει κι ἄλλους σάν κι ἐμένα ὁ τόπος µου» καί: «Οὔτε σέ δουλεύω ( =ὑπηρετῶ), οὔτε καί σ᾿ ὠφελῶ, ἄν σέ δουλέψω».
Οἱ δύο Μουσουλμάνοι ἀξιωματοῦχοι, ἐκτιμώντας τό εὐθαρσές ἦθος τοῦ Διάκου, ἀποφάσισαν νά τόν κρατήσουν ὅμηρο, ἀλλά ἡ ἐπίμονη πίεση τοῦ Τούρκου ἄρχοντα τῆς Λαμίας, τοῦ Χαλίλ µπέη, τούς ἀνάγκασε νά συγκατατεθοῦν σέ µιά φρικτή θανά-τωση, ὥστε νά παραδειγματισθοῦν καί νά σωφρονισθοῦν οἱ ἐξεγερμένοι ραγιάδες. Τό ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας ὁδηγήθηκε σέ µιά μάντρα, στή θέση ὅπου σήµερα ὑψώνεται ὁ ἀνδριάντας του. Ὁ Διάκος ἔφερε ἐπί τοῦ αἱμορραγοῦντος ὤμου του τό ὄργανο τοῦ μαρτυρίου του καί Ἀσιάτες Τοῦρκοι, ὡς εἰδικοί, τόν «ἐπασσάλωσαν». […] Ὁ Διάκος πρίν ἐκπνεύσει ἀπευθύνθηκε στούς Ἀλβανούς, πού τόν ἤξεραν ἀπό τά Ἰωάννινα καί τούς εἶπε τά στερνά λόγια:
-«Δέν βρίσκεται κανένα παλληκάρι νά μοῦ ρίξει μιά πιστολιά, νά μέ γλιτώσει ἀπό τούς Χαλδούπηδες; [=Τοῦρκοι ἐκ τῆς Ἀσίας]».
«Καί ταῦτα εἰπών, ἐξέπνευσε», ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς γιά τόν Χριστό, πού σταυρώθηκε στήν ἴδια ἡλικία µέ τόν Διάκο. […]
Ὁ Διάκος, µέ τή µαρτυρική του θυσία, τήν ὡραιότητα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός του, τήν ποιητική του εὐαισθησία, ἐνέπνευσε πολλούς συγγραφεῖς καί καλλιτέχνες. Ὑπῆρξε ὁ Λεωνίδας τῆς Ἐπαναστάσεως. […] Ἡ Ἀλαμάνα, εἰδικά µετά τό μαρτυρικό θάνατο τοῦ Διάκου, ἔγινε σύμβολο θυσίας. Οἱ Θερμοπύλες τοῦ νεώτερου Ἑλληνισμοῦ. Γι’ αὐτό συχνά ἁπαντᾶται στούς στίχους νεοελλήνων ποιητῶν. Ἐνδεικτικά παραπέµπουµε στό Ποίημα «Ὁ δρόμος» τοῦ Ἀνδρέα Ἐμπειρίκου: «Ὅπως τά Σάλωνα, ὅπως ἡ γέφυρα τῆς Ἀλαμάνας, καθώς καί ἀπό ἄλλα µέρη ξακουστά». Ὅσο γιά τό περίφημο δίστιχο τοῦ Διάκου, «γιά δές καιρό πού διάλεξε…», ἔγινε σέ πανελλήνια ἔκταση ἡ πιό γνωστή ἔκφραση πού μᾶς κληροδότησε τό ’21. […]
Ἀξίζει ἀκόμη νά σηµειωθεῖ ὅτι ἕνα ἀπό τά πρῶτα ἀντάρτικα τραγούδια, πού ἀκούστηκε στά βουνά τῆς Ρούμελης µετά τήν ἀνατίναξη τῆς γέφυρας στόν Γοργοπόταμο (φθινόπωρο 1942) περιεῖχε τό στίχο:
«Ὁ Γοργοπόταμος στήν Ἀλαμάνα στέλνει περήφανο Χαιρετισµό…».
ΔΙΑΚΟΣ
1. Μέρα τοῦ Ἀπρίλη
πράσινο λάμπος,
γελοῦσε ὁ κάµπος
μέ τό τριφύλλι.
2. Ὡς τήν ἐφίλει
τό πρωινό θάµπος
ἡ φύση σάµπως
γλυκά νά ὁμίλει.
3. Ἐκελαδοῦσαν
πουλιά πετώντας
ὅλο πιό πάνω.
4. Τ᾽ ἄνθη εὐωδοῦσαν.
Κι εἶπε ἀπορώντας:
«Πῶς νά πεθάνω;».
Κώστας Καρυωτάκης
Σαράντος Ἰ. Καργάκος, «Ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση τοῦ 1821», α΄ τόμος, σσ. 450-454