[Ο Περίανδρος, ο τύραννος της Κορίνθου] έστειλε κάποτε στον Θρασύβουλο [τύραννος της Μιλήτου] ένα κήρυκά του και γύρευε να μάθει με ποια πολιτική θα διαχειριζόταν ασφαλέστατα τα πράγματα της πόλης και κάλλιστα θα τη διαφέντευε.
Ο Θρασύβουλος, λοιπόν, έβγαλε τον απεσταλμένο του Περιάνδρου έξω από την πόλη, τον έμπασε σ’ ένα χωράφι σπαρμένο και μαζί του περνούσε ανάμεσα από τα στάχυα, ρωτώντας κι εξετάζοντας τον κήρυκα εξαρχής ποιος λόγος τον έφερε από την Κόρινθο, ενώ ταυτόχρονα έκοβε, κάθε φορά που έβλεπε ένα στάχυ να ξεπερνά τα αλλά, και αποκεφαλίζοντάς το το έριχνε χάμω, ώσπου μ’ αυτό τον τρόπο κατέστρεψε τα πιο ψηλά και τα πιο ωραία στάχυα του χωραφιού. Κι αφού πέρασε από άκρου σ’ άκρο το χωράφι, δίχως να δώσει καμία άλλη συμβουλή, στέλνει πίσω τον κήρυκα.
Γυρνώντας στην πατρίδα του την Κόρινθο, ο κήρυκας βρέθηκε μπρος στον Περίανδρο, που ανυπόμονος εγύρευε να μάθει την υποθήκη του Θρασύβουλου. Όμως, αυτός ισχυριζόταν πως ο Θρασύβουλος δεν έδωσε καμιά υποθήκη και μάλιστα απορούσε σε τι λογής άνθρωπο τον έστειλε ο Περίανδρος, παράφρονα σχεδόν, να καταστρέφει τα ίδια του τα χτήματα – κι έτσι διηγήθηκε ο κήρυκας όσα είχε δει να κάνει ο Θρασύβουλος.
Ο Περίανδρος, όμως, έπιασε το νόημα της πράξης αυτής και πήρε απόφαση να συμπεριφερθεί όπως τον εσυμβούλευε ο Θρασύβουλος: σκοτώνοντας όσους πολίτες κάπου εξεχώριζαν, έδειξε έτσι όλη την κακότητά του απέναντι στην πόλη και τους κατοίκους της.
Ηροδότου Ιστορίαι (Ε΄92)
Μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτης