Ιστορία - Εθνικά Θέματα
01 Απριλίου, 2019

Το Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (Α’)

Διαδώστε:

Το Βορειοηπειρωτικό ζήτηµα αποτελεί µια από τις πιο µαύρες σελίδες της νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, καθώς συνδέεται µε µία µαρτυρική περιοχή µε έντονο Ελληνικό στοιχείο και παράδοση, η οποία είχε την τραγική µοίρα να απελευθερωθεί τρεις φορές από τα Ελληνικά στρατεύµατα το 1912, το 1914 και το 1940, αλλά και τις τρεις φορές ξαναχάθηκε. H αδικία εις βάρος των Ελλήνων της Β. Ηπείρου έγκειται στο γεγονός ότι η χώρα µας κατά το Β’Παγκόσµιο πόλεµο αντιστάθηκε ηρωϊκά ενάντια στις δυνάµεις του Άξονα, µε ανυπολόγιστες θυσίες και δυσβάσταχτο κόστος, όταν την ίδια στιγµή η Αλβανική πλευρά, η οποία δικαιώθηκε µεταπολεµικά, συνεργαζόταν µε τους κατακτητές εναντίον της Ελλάδας και κατ’ επέκταση εναντίον των συµµάχων. Πιο συγκεκριµένα, όταν την 28η Οκτωβρίου 1940 τα Ιταλικά στρατεύµατα εισέβαλαν στο Ελληνικό έδαφος, στις δυνάµεις εισβολής συµµετείχαν οι Αλβανοί µε τριάντα τάγµατα του Αλβανικού στρατού. Την ίδια στάση κράτησαν και στη συνέχεια συµπαραστεκόµενοι πιστά στα Ναζιστικά στρατεύµατα.

Η κατάσταση που επικρατούσε στη Β. Ήπειρο εκείνη την περίοδο και µετά τις ανακατατάξεις που ακολούθησαν τους Βαλκανικούς πολέµους, ήταν ήδη έκρυθµη. Τις παραµονές της εισβολής των Ιταλών είχαν παρθεί αυστηρά µέτρα εναντίον των Ελλήνων, µε απαγόρευση αποµάκρυνσης από τα χωριά τους, συλλήψεις και φυλακίσεις.Παράλληλα είχε καλλιεργηθεί µε συστηµατικό τρόπο ο µισελληνισµός σε όλο τον Αλβανικό λαό, µε σκοπό να προετοιµασθεί το έδαφος για τον πόλεµο εναντίον της Ελλάδας.

Τις πρώτες µέρες του πολέµου οι Ιταλικές δυνάµεις σηµείωσαν ορισµένες επιτυχίες µικρής όµως έκτασης. Το Νοέµβριο του 1940 όµως οι Ελληνικές δυνάµεις πέρασαν στην αντεπίθεση και αφού εξουδετέρωσαν την Ιταλική µεραρχία αλπινιστών «Τζούλια», απώθησαν τις Ιταλικές δυνάµεις πέρα από τα σύνορα και έβαλαν τα θεµέλια για την απελευθέρωση της Β. Ηπείρου. Στις 22-11-1940 απελευθερώθηκε η Κορυτσά 28 χρόνια µετά την προηγούµενη απελευθέρωσή της και µέσα σε δύο µήνες ο Ελληνικός στρατός πέτυχε την απελευθέρωση ολόκληρου του Βορειοπηρειρωτικού χώρου. Η νικηφόρα πορεία του Ελληνικού στρατού οφείλεται σε µεγάλο βαθµό στο γεγονός ότι οι Έλληνες στρατιώτες µάχονταν σε εδάφη που κατοικούνταν από Έλληνες, σε αντίθεση µε τον αντίπαλο που βρισκόταν σε έδαφος εχθρικό για αυτόν. Ο Βορειοπηρειρωτικός Ελληνισµός συµπαραστάθηκε µε κάθε τρόπο και βοήθησε ουσιαστικά τον Ελληνικό στρατό καθοδηγόντας τον, προµηθεύοντάς τον µε πολύτιµα εφόδια και περιθάλπτοντας τους Έλληνες τραυµατίες[1]. Η συµπαράσταση και ο ενθουσιασµός των Βορειοηπειρωτών απέναντι στον Ελληνικό στρατό ήταν τέτοιοι, ώστε οι Έλληνες στρατιώτες είχαν την εντύπωση ότι βρίσκονταν σε Ελληνικό έδαφος[2].

Όµως η αποτυχία της Ιταλίας να κατακτήσει την Ελλάδα έθεσε σε άµεσο κίνδυνο τα Γερµανικά συµφέροντα στη Βαλκανική και η Γερµανική επίθεση ήταν θέµα χρόνου. Η µάχη ήταν άνιση καθώς ο εξαντληµένος Ελληνικός στρατός [3] έπρεπε να αµυνθεί κατά των αήττητων, πολυάριθµων και άριστα εξοπλισµένων Γερµανικών στρατευµάτων και αναπόφευκτα οι Γερµανικές δυνάµεις εισέβαλαν τελικά στο Ελληνικό έδαφος από τα σηµερινά Σκόπια. Παρά την ηρωϊκή αντίσταση των λιγοστών και καταπονηµένων Ελληνικών στρατευµάτων, στις 20-4-1941 ο ∆ιοικητής του τοµέα στρατού της ∆υτικής Μακεδονίας Αντιστράτηγος Τσολάκογλου υπέγραψε στα Γιάννενα πρωτόκολλο συνθηκολόγησης. Με το πρωτόκολλο αυτό ο Ελληνικός στρατός υποχρεώθηκε να αποσυρθεί µέχρι τα Ελληνοαλβανικά σύνορα µέσα σε δέκα ηµέρες. Μετά την αποχώρηση του Ελληνικού στρατού από τη Β. Ήπειρο, όπως ήταν αναµενόµενο, σηµειώθηκαν µεγάλης έκτασης βιαιότητες σε βάρος του Ελληνισµού της Β. Ηπείρου.

Στη συνέχεια και κατά τη διάρκεια της κατοχής ο Βορειοηπειρωτικός Ελληνισµός συγκρότησε οργάνωση µε την επωνυµία «Μέτωπο Απελευθέρωσης Β. Ηπείρου» (Μ.Α.Β.Η.). µε απόφαση που ελήφθη τον Ιούλιο του 1942 στα Τίρανα, µε σκοπό την προστασία του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισµού [4]. Η προσχώρηση σηµαντικού αριθµού Βορειοηπειρωτών στην Μ.Α.Β.Η. είχε ως συνέπεια το να θορυβηθεί η Αλβανική πλευρά, η οποία έβλεπε παράλληλα ότι η πλάστιγγα των πολεµικών επιχειρήσεων έγερνε υπέρ των Συµµάχων και σε βάρος του Άξονα. Η συµµετοχή τους στον πόλεµο κατά της Ελλάδας θα τους έφερνε προφανώς σε δυσχερή θέση µετά τη λήξη του πολέµου. Για το λόγο αυτό επιχείρησαν να αποπροσανατολίσουν τους συµµάχους δηµιουργώντας απελευθερωτικές οργανώσεις, οι οποίες δήθεν θα µάχονταν κατά των κατακτητών, µε το σκεπτικό να θεωρηθούν µετά τον πόλεµο σύµµαχοι των νικητών. Απώτερος στόχος των Αλβανών, µε υπόδειξη κυρίως των Άγγλων, ήταν το να διασωθεί το Αλβανικό κράτος από τον κίνδυνο ενός πιθανού µεταπολεµικού διαµελισµού.

Η παρότρυνση αυτή συνδεόταν ασφαλώς και µε την πρόθεση της µη παραχώρησης της Β.Ηπείρου στην Ελλάδα. Με το πνεύµα αυτό από τα τέλη του 1942 δηµιουργήθηκε µια σειρά Αλβανικών «αντιστασιακών» οργανώσεων, µεταξύ των οποίων η “Front Nacional Cilirimitar” (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) µε αρχηγό τον Enver Hoxha. Παρά το γεγονός ότι οι Αλβανικές αυτές οργανώσεις ακολουθούσαν διαφορετική πολιτική και συγκρούστηκαν ακόµη και µεταξύ τους, όσον αφορά το Βορειοηπειρωτικό ζήτηµα ακολούθησαν πιστά την ίδια γραµµή, που αποσκοπούσε όχι απλά στη διατήρηση της Β. Ηπείρου στο Αλβανικό κράτος, αλλά και στην προσάρτηση στην Αλβανία και του υπόλοιπου τµήµατος της Ηπείρου.

Ο Enver Hoxha είχε σαν στόχο την εξόντωση µε κάθε τρόπο της οργάνωσης Μ.Α.Β.Η., η οποία προέβλεπε ότι θα µπορούσε να του δηµιουργήσει σηµαντικά προβλήµατα στο µέλλον, δραστηριοποιώντας το Ελληνικό στοιχείο εναντίον του. Με το σκεπτικό αυτό ο αρχηγός της Μ.Α.Β.Η. Βασίλειος Σαχίνης στις 17-11-1943 συνελήφθη από την οργάνωση του Enver Hoxha στο Αργυρόκαστρο και την επόµενη µέρα, αφού βασανίστηκε, δολοφονήθηκε από µέλη της οργάνωσης αυτής. Μετά τη δολοφονία του αρχηγού της οργάνωσης και την καταστροφή του χωριού Γλύνα που βρισκόταν κοντά στο Αργυρόκαστρο και αποτελούσε τη βάση της οργάνωσης, η Μ.Α.Β.Η. στην ουσία διαλύθηκε και απέµειναν µόνο ορισµένες µικρές οµάδες που δρώντας µεµονωµένα συνέχισαν µε όσα µέσα διέθεταν την αντίσταση. Στο άδοξο τέλος της οργάνωσης είχαν εµπλακεί και Ελληνικές αντιστασιακές [5]οργανώσεις, που όπως ήταν φυσικό µετέφεραν και στο Βορειοηπειρωτικό ζήτηµα τις διαφορές που τις χώριζαν. Είναι αλήθεια ότι ο εµφύλιος σπαραγµός που έπληξε τη χώρα µας επηρέασε αρνητικά και το Βορειοηπειρωτικό µέτωπο, αφού δεν υπάρχει καµία αµφιβολία ότι θα ήταν τελείως διαφορετική η εξέλιξη και η έκβαση των επιχειρήσεων εάν η Ελληνική πλευρά ήταν ενιαία και αδιαίρετη.

Το ίδιο ισχύει και σε διπλωµατικό επίπεδο καθώς έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι η Μεγάλη Βρετανία προσπαθώντας να µειώσει τη διαπραγµατευτική θέση της Ελλάδας µετά τον πόλεµο σε σχέση µε τις διεκδικήσεις της στην Κύπρο αλλά και στη Β.Ηπειρο ενίσχυσε τον εµφύλιο σπαραγµό στη χώρα µας, µε απώτερο στόχο την αποδυνάµωση της µεταπολεµικής διπλωµατικής µας θέσης. Είναι αυτονόητο ότι µια χώρα που βρίσκεται σε κατάσταση εµφύλιου πολέµου δεν είναι σε θέση να διεκδικήσει µε τρόπο αποτελεσµατικό τα αιτήµατά της και να διαπραγµατευθεί µε ίσους όρους όχι µόνο µε τους συµµάχους της αλλά και µε τους αντιπάλους της. Αυτό στάθηκε µοιραίο για τη χώρα µας, που η λήξη του πολέµου τη βρήκε µεν στο µέρος των νικητών, αλλά τα οφέλη που απεκόµισε ήταν µάλλον δυσανάλογα µε τις θυσίες, στις οποίες υποβλήθηκε ο Ελληνικός λαός και την αντίσταση που προέβαλε απέναντι στους κατακτητές, τη στιγµή που άλλες ευρωπαϊκές χώρες πολύ ισχυρότερες από την Ελλάδα παραδίδονταν χωρίς καµία σχεδόν αντίσταση.

Η αρνητική στάση ιδιαίτερα των Βρετανών απέναντι στο Βορειοηπειρωτικό ζήτηµα ερµηνεύεται αν ανατρέξουµε στη λήξη των Βαλκανικών πολέµων, όταν η Βρετανία στήριξε την ίδρυση ανεξάρτητου Αλβανικού κράτους µε απώτερο σκοπό να εξυπηρετήσει τα στρατηγικά της σχέδια. Πιο συγκεκριµένα, εκείνη την εποχή η πρόθεση ανακοπής από τη µια πλευρά της Αυστριακής επιρροής στη Νότια Βαλκανική και από την άλλη της Ρωσικής επιρροής προς τη Μεσόγειο µέσω των Σέρβων, ήταν το κίνητρο που οδήγησε τους Βρετανούς στην υιοθέτηση αυτής της πολιτικής.Το δυσάρεστο για το Ελληνικό στοιχείο της Β.Ηπείρου ήταν ότι τα Αγγλικά συµφέροντα ταυτίζονταν µε αυτά των Ιταλών και αναπόφευκτα πραγµατοποιήθηκε η διχοτόµιση του ελληνισµού της Ηπείρου.

Η καθοριστικής σηµασίας αρνητική στάση των Βρετανών επιβεβαιώθηκε στις αρχές του 1942 και ενώ η Ελλάδα βρισκόταν υπό Γερµανική κατοχή, όταν αυτοί δηµόσια εγγυήθηκαν την ακεραιότητα του Αλβανικού κράτους. Ο τότε Υπουργός Πληροφοριών της Μ.Βρετανίας δήλωνε ότι δε θεωρούσε την Αλβανία εµπόλεµη. Την ίδια στιγµή ο Υπουργός Εξωτερικών της Μ.Βρετανίας Άντονυ Ήντεν δήλωνε κατηγορηµατικά ότι «η Αγγλική Κυβέρνηση δε θα επηρεαστεί σχετικά µε το µέλλον της Αλβανίας από οποιεσδήποτε αλλαγές που προέκυψαν από την Ιταλική επέµβαση στην Βαλκανική». Οι αντιδράσεις της εξόριστης Ελληνικής Κυβέρνησης σε µια στιγµή κρίσιµη για την έκβαση του πολέµου, όταν οι Βρετανοί δεν επιθυµούσαν να διαταράξουν ούτε στο ελάχιστο την ισορροπία στους κόλπους των συµµάχων, είχαν ως θετικό αποτέλεσµα κάποιες διαβεβαιώσεις από Αγγλικής πλευράς ότι οι παραπάνω δηλώσεις στόχο είχαν αποκλειστικά και µόνο να πλήξουν τα Ιταλικά συµφέροντα. Πιο σηµαντική όµως θεωρείται η δήλωση του Άγγλου Υπουργού Εξωτερικών στη Βουλή των Κοινοτήτων στις 17-10-1942, µε την οποία δέχθηκε ότι η Βρετανική Κυβέρνηση «θεωρεί το ζήτηµα των συνόρων [6] της Αλβανίας µια υπόθεση που θα εξεταστεί από τη συνδιάσκεψη ειρήνης, που θα ακολουθήσει».

Η παραπάνω δήλωση, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, εντασσόταν απλά στα πλαίσια της διπρόσωπης πολιτικής των Άγγλων για το Βορειοηπειρωτικό ζήτηµα. Η δήλωση αυτή υιοθετήθηκε και από την Κυβέρνηση των Η.Π.Α. µε ταυτόσηµη δήλωση του Υπουργού Εξωτερικών Κόρντελ Χάλ, που ουσιαστικά έθετε µε τον πλέον επίσηµο τρόπο το ζήτηµα της επανεξέτασης των συνόρων µε την Αλβανία µετά το τέλος του πολέµου. Είναι χαρακτηριστικό ότι αντίστοιχη δήλωση από την πλευρά της Σοβιετικής Κυβέρνησης δηµοσιεύθηκε την επόµενη κιόλας ηµέρα, µέσω του Υπουργού Εξωτερικών Μολότωφ, γεγονός που δείχνει τη συµφωνία στους κόλπους των µεγάλων δυνάµεων για το ζήτηµα αυτό. Στις 20-12-1942 ο Βασιλιάς Γεώργιος συναντήθηκε µε τον Υπουργό Εξωτερικών της Μ.Βρετανίας Άντονυ Ήντεν και εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τη στάση της Μ.Βρετανίας απέναντι στα εθνικά ζητήµατα της Ελλάδας.

Η απάντηση που έλαβε ήταν οι ρητές διαβεβαιώσεις από την Αγγλική πλευρά για την υποστήριξη των Ελληνικών θέσεων µετά τον πόλεµο Όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων ίσως η ελληνική πολιτική ηγεσία πιστεύοντας τις ψευδείς υποσχέσεις των Βρετανών δεν εξάντλησε έγκαιρα όλα τα περιθώρια και δεν έπραξε ότι έπρεπε, ώστε να εξασφαλίσει µε τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα δίκαια Ελληνικά αιτήµατα. Η µεγαλειώδης νίκη των Ελλήνων κατά των Ιταλών και η ηρωϊκή αντίσταση κατά των Γερµανών, που είχε ως αποτέλεσµα τη σηµαντική καθυστέρηση των Ναζιστικών σχεδίων, ενώ θα µπορούσαν να είχαν αξιοποιηθεί κατάλληλα στο διπλωµατικό επίπεδο, δυστυχώς δεν εξασφάλισαν στη χώρα µας τα οφέλη που θα περίµενε κανείς. Αντίθετα οι Αλβανοί κινήθηκαν πιο αποτελεσµατικά στο διπλωµατικό πεδίο, αφού κατόρθωσαν όχι µόνο να απαλλαγούν από την ευθύνη της συνεργασίας τους µε τους Ιταλούς, αλλά και να πείσουν τους συµµάχους για την αναγκαιότητα της διατήρησης της ακεραιότητας των συνόρων τους. Στην προσπάθειά τους αυτή οι Αλβανοί ήταν ενωµένοι, γεγονός που αποτελεί αυτονόητη προϋπόθεση για την επιτυχία µιας τέτοιας προσπάθειας και πρωτεργάτες υπήρξαν ο Φαν Νόλη και ο Enver Hoxha.

Ο Φαν Νόλη επισκέφθηκε πολλές φορές ∆ιεθνείς Οργανισµούς και απευθύνθηκε στην Αµερικανική Γερουσία υποστηρίζοντας θερµά τις Αλβανικές θέσεις. Στις οµιλίες του µάλιστα στην Αµερικανική Γερουσία παρουσίασε ανακριβή στοιχεία, σύµφωνα µε τα οποία στη Β.Ηπειρο κατοικούσαν δήθεν ελάχιστοι «Ελληνόφωνοι» και όχι ασφαλώς Έλληνες. Την ίδια ώρα που η Αλβανική πλευρά ενωµένη προωθούσε µε κάθε τρόπο τα συµφέροντά της και υπερασπιζόταν την ακεραιότητά της, όπως είναι γνωστό η Ελληνική πλευρά διαιρεµένη έπεφτε στην παγίδα της επιρροής των ξένων δυνάµεων. Είτε η επιρροή προερχόταν από την Αγγλική πλευρά είτε από τη Ρωσική, ήταν αναµενόµενο οι ξένες δυνάµεις να θέτουν σε πρώτη µοίρα τα δικά τους συµφέροντα και σε δεύτερη µοίρα τα δίκαια αιτήµατα της Ελλάδας. Αποτέλεσµα ήταν η Ελληνική πλευρά να δει την ιστορία να επαναλαµβάνεται για µια ακόµη φορά και να χάνει στο διπλωµατικό πεδίο ότι µε τόσες θυσίες και τόσο αίµα κέρδισε στο πεδίο των µαχών.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τα λάθη που αναφέρθηκαν παραπάνω είχαν σαν αποτέλεσµα το να τεθεί η αντίσταση των Βορειοηπειρωτών στα µέσα του 1943 κάτω από τον πλήρη έλεγχο του Enver Hoxha και ουσιαστικά να διαλυθεί. Άγγλοι και Ρώσοι στρατιωτικοί σύµβουλοι παρέσυραν τους αγωνιζόµενους Βορειοηπειρώτες στο να συνεργαστούν µε την οργάνωση του Enver Hoxha µε πρόσχηµα την αποτελεσµατικότερη έκβαση του αγώνα τους. Στην πραγµατικότητα απώτερος στόχος ήταν το να απαξιωθεί η αντίσταση από την πλευρά των Ελλήνων Βορειοηπειρωτών ώστε να µην είναι σε θέση η Ελληνική πλευρά να διεκδικήσει µε ιδιαίτερες αξιώσεις µετά τον πόλεµο τα δίκαια αιτήµατά της. Έχοντας ισχυρές διασυνδέσεις µε όλες τις Ελληνικές αντιστασιακές οργανώσεις οι ξένες δυνάµεις πέτυχαν να αποκτήσουν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του Βορειοηπειρωτικού αγώνα.

Οµάδα Βρετανών στρατιωτικών µε επικεφαλής τον ταγµατάρχη Bill Maclean βρέθηκε στη Β.Ήπειρο και ήρθε σε επαφή µε τις αντιστασιακές οργανώσεις, αλλά και µε τις δυνάµεις του Enver Hoxha προσπαθώντας να οδηγήσει τα πράγµατα στην εξέλιξη που αναφέρθηκε παραπάνω [7].Την ίδια περίοδο, κατά την οποία αποχώρησαν οι Γερµανοί τόσο από την Ελλάδα όσο και από τη Β.Ήπειρο στα τέλη του 1944, ο Enver Hoxha ανέλαβε τα ηνία της διακυβέρνησης της χώρας του. Συνέχισε την σκληρή πολιτική των διώξεων σε βάρος του Ελληνικού στοιχείου, που είχε ήδη ξεκινήσει τα προηγούµενα χρόνια κατά τη διάρκεια του πολέµου, µε τη βοήθεια και τη συµπαράσταση ακόµη και των πολιτικών του αντιπάλων, µε τους οποίους όπως είδαµε ακολουθούσε κοινή γραµµή για το συγκεκριµένο ζήτηµα. Ο Enver Hoxha συνέδεσε το όνοµά του µε την πορεία του Βορειοηπειρωτικού ζητήµατος.

Στην οργάνωσή του µε την ονοµασία “Front Nacional Cilirimitar” (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) προσπάθησε από νωρίς να εντάξει Βορειοηπειρώτες για να εµφανιστεί µετά τον πόλεµο ως ο εκφραστής ολόκληρου του Αλβανικού λαού. Αφού εξουδετέρωσε τις αντίπαλες Αλβανικές οργανώσεις και τη Μ.Α.Β.Η. κατέλαβε την εξουσία στις 29-11-1944.

Η στάση που κράτησε απέναντι στους Βορειοηπειρώτες ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Σκοπός του ήταν να εξασθενήσει στο µεγαλύτερο δυνατό βαθµό το Ελληνικό στοιχείο της Β.Ηπείρου, ώστε να αποδυναµωθούν οι διεκδικήσεις των Ελλήνων στην περιοχή κατά τις συνδιασκέψεις ειρήνης που θα ακολουθούσαν. Αξίζει να σηµειωθεί ότι οι Αλβανοί ήταν στα χρόνια που ακολούθησαν συνεχώς υπόλογοι απέναντι στη ∆ιεθνή Αµνηστία, αφού η τελευταία σε εκθέσεις της επιβεβαίωνε τα
εγκλήµατα και τις διώξεις που υπέστησαν οι Έλληνες από το Αλβανικό καθεστώς.

Το δυσάρεστο για τους Έλληνες της Β.Ηπείρου όµως ήταν ότι την κρίσιµη χρονική στιγµή οι Αλβανοί είχαν καταφέρει να επηρεάσουν θετικά για αυτούς τη διεθνή κοινή γνώµη, παρά τη στάση τους κατά τη διάρκεια του πολέµου, που σε καµία περίπτωση δε δικαιολογούσε την ευνοϊκή τους µεταχείριση µετά το τέλος των πολεµικών επιχειρήσεων.Παρά τη συνεργασία τους µε τους Ιταλούς, που θα έπρεπε να τους φέρει σε δυσµενή θέση, εκµεταλλεύτηκαν µε τον καλύτερο τρόπο τα εσωτερικά προβλήµατα της χώρας µας, που δεν είχε τη δυνατότητα τη συγκεκριµένη χρονική στιγµή να αντιδράσει όπως θα έπρεπε. Όταν λοιπόν έφθασε η κρίσιµη ώρα της συνδιάσκεψης της ειρήνης, οι τέσσερις νικήτριες δυνάµεις, δηλαδή η Μ.Βρετανία, η Γαλλία, οι Η.Π.Α. και η Ε.Σ.Σ.∆., συµφώνησαν να συναντηθούν οι εκπρόσωποί τους στο Παρίσι τον Ιούλιο του 1946 για να καθορίσουν τους όρους της συνθήκης ειρήνης.

Στη συνάντηση αυτή είχε κληθεί η χώρα µας για να συµµετάσχει, όµως η κατάσταση που επικρατούσε τότε στην Ελλάδα επηρέασε όπως ήταν αναµενόµενο σε καθοριστικό βαθµό τη συνολική παρουσία και την αποτελεσµατικότητα της Ελληνικής αντιπροσωπείας. Άλλωστε το στρατηγικό πλεονέκτηµα της απελευθέρωσης της Β. Ηπείρου είχε ήδη χαθεί προ πολλού και η κακή κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας λειτουργούσε αποτρεπτικά για την ευνοϊκή µεταχείριση και κατάληξη αυτού του κρίσιµου εθνικού ζητήµατος.

Τόσο οι ξένες δυνάµεις που αναφέραµε παραπάνω, όσο και οι γείτονες χώρες της Ελλάδας ήταν αναµενόµενο να επωφελούνται από τον εµφύλιο σπαραγµό της χώρας µας και ίσως προσπάθησαν ακόµη και να τον ενισχύσουν µε τη λογική του «διαίρει και βασίλευε», που αποτελούσε τον πιο βολικό τρόπο για αυτές για να εξυπηρετήσουν πιο εύκολα τα συµφέροντά τους στην ευρύτερη περιοχή, έχοντας απέναντί τους µια αποδυναµωµένη Ελλάδα. Ενώ οι Αλβανοί είχαν επιδοθεί σε έναν πόλεµο προπαγάνδας για τα δικά τους αιτήµατα στο εξωτερικό, η Ελληνική πλευρά δεν κατάφερε να κάνει το ίδιο ούτε σε στοιχειώδη βαθµό µε αποτέλεσµα να χάσει τη µάχη της πληροφόρησης και των εντυπώσεων, που όπως είναι φυσικό επηρεάζει αποφασιστικά όσους καλούνται να αποφασίσουν για ένα τόσο σοβαρό ζήτηµα.

∆εν πρέπει να ξεχνάµε άλλωστε ότι στη συνδιάσκεψη των Παρισίων η Ελλάδα είχε να αντιµετωπίσει, ούτως ή άλλως, την αρνητική στάση των χωρών του ανατολικού µπλόκ, που εξαιτίας της ιδεολογικής συγγένειάς τους µε το καθεστώς του Enver Hoxha τάχθηκαν κατά των δίκαιων αιτηµάτων των Βορειοηπειρωτών.Περαιτέρω, η στάση των Άγγλων που περιγράφηκε παραπάνω συνεχίστηκε µε το ίδιο πνεύµα και σε αυτό το στάδιο. Ο Υπουργός Εξωτερικών της Μ.Βρετανίας Άντονυ Ήντεν δήλωνε κατηγορηµατικά στις 15-5-1946 σε επίσηµη συνεδρίαση του Συµβουλίου των Υπουργών ότι «κανείς δεν αµφισβητεί την ύπαρξη του Βορειοηπειρωτικού θέµατος», όταν είχαν ήδη υποβληθεί από µέρους της Ελληνικής [8]Κυβέρνησης οι αξιώσεις της για την περιοχή της Β. Ηπείρου, τις οποίες το Συµβούλιο έπρεπε να εξετάσει. Αξίζει να σηµειωθεί ότι τη στιγµή εκείνη κανένας από τους Υπουργούς Εξωτερικών δεν αµφισβήτησε την ύπαρξη του ζητήµατος αλλά ούτε και την αρµοδιότητα του Συµβουλίου. Όταν όµως του ζητήθηκε να συµπεριλάβει το ζήτηµα αυτό στην ηµερήσια διάταξη της Συνδιάσκεψης µε την ιδιότητα του προεδρεύοντα αυτός αρνήθηκε.

Την ίδια αρνητική στάση επέδειξε και ο Υπουργός Εξωτερικών των Η.Π.Α. James Byrnes, ο οποίος δεν υποστήριξε ούτε στο ελάχιστο τις Ελληνικές θέσεις παρά το γεγονός ότι το Αµερικανικό Κογκρέσο είχε ταχθεί υπέρ της απόδοσης της Β.Ηπείρου στη χώρα µας. Είναι αξιοσηµείωτο το γεγονός ότι σε απόφαση της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Αµερικανικής Γερουσίας την 26η Μαρτίου 1946 εγκρίθηκε ψήφισµα το οποίο µεταξύ άλλων όριζε ότι: «Η Αµερικανική Γερουσία πιστεύει ότι η ∆ωδεκάνησος και η Β. Ήπειρος πρέπει να αποδοθούν στην Ελλάδα κατά την προσεχή διάσκεψη της ειρήνης». Αυτή ήταν η δεύτερη φορά που αντίστοιχο ψήφισµα εγκρίθηκε από την αρµόδια επιτροπή της Αµερικανικής Γερουσίας, καθώς η πρώτη ήταν την 17η Μαϊου 1920. Ακόµη και αυτή η ευνοϊκή για τη χώρα µας αντιµετώπιση δε στάθηκε δυνατό να αξιοποιηθεί κατάλληλα την κρίσιµη στιγµή.

Οι Αλβανοί εκµεταλλευόµενοι τις συγκυρίες που προαναφέρθηκαν κατάφεραν να συµµετάσχουν στη Συνδιάσκεψη, έστω ως παρατηρητές, προβάλοντας µε τον καλύτερο τρόπο για αυτούς τα αιτήµατά τους. Από την άλλη πλευρά η Ελλάδα παρά τις δυσκολίες κατάφερε τελικά να συµπεριληφθεί το Βορειοηπειρωτικό ζήτηµα στη Συνδιάσκεψη της ειρήνης, στην ηµερήσια διάταξη της 30ης Αυγούστου του 1946, µε ψήφους 12 υπέρ και 7 κατά. Όµως ενώ για την απλή ένταξη του θέµατος στην ηµερήσια διάταξη απαιτούνταν 11 ψήφοι και η χώρα µας εξασφάλισε 12, για την απόφαση σχετικά µε την τύχη της Β.Ηπείρου χρειάζονταν 14 ψήφοι. Με δεδοµένη την αρνητική στάση των ανατολικών χωρών λόγω της ιδεολογικής τους συγγένειας µε το τότε Αλβανικό καθεστώς, ο αριθµός αυτός δεν ήταν δυνατό να συγκεντρωθεί.

Οι αντιρρήσεις που προβλήθηκαν είχαν να κάνουν µε το ότι τυπικά η Συνδιάσκεψη δε µπορούσε να ασχοληθεί µε αυτό το ζήτηµα γιατί αρµόδιο ήταν το Συµβούλιο των Υπουργών των Εξωτερικών, στο οποίο η Ελλάδα είχε ήδη αναφερθεί. Ο Υπουργός Εξωτερικών της Ε.Σ.Σ.∆. Μολότωφ σε σχέση µε το θέµα αυτό είχε υποστηρίξει χαρακτηριστικά «το µη σκόπιµο της διεύρυνσης των θεµάτων της ηµερήσιας διάταξης της Συνδιάσκεψης» [9].Για το ίδιο θέµα ο Υπουργός Εξωτερικών της Μ.Βρετανίας Έρνεστ Μπέβιν µάλιστα είχε απαντήσει ότι θα έφερνε ο ίδιος το ζήτηµα των Ελληνικών διεκδικήσεων για τη Β. Ήπειρο σε άλλη συνεδρίαση του Συµβουλίου των Υπουργών. Παρ’ όλα αυτά µέχρι και την έναρξη των εργασιών της Συνδιάσκεψης της ειρήνης οι συνεδριάσεις των Υπουργών Εξωτερικών των συµµάχων δεν ασχολήθηκαν καθόλου µε το Βορειοηπειρωτικό ζήτηµα. Οι χώρες µάλιστα στις οποίες στηριζόµασταν και αποτελούσαν τους παραδοσιακούς «συµµάχους» µας, όπως η Αγγλία και οι Η.Π.Α., αποδείχθηκε εκ των υστέρων ότι δεν επιθυµούσαν σε καµία περίπτωση το να λήξει ευνοϊκά για τη χώρα µας το Βορειοηπειρωτικό ζήτηµα. Τελικά η δυσµενής συγκυρία και ο αρνητικός για τη χώρα µας συσχετισµός δυνάµεων σε επίπεδο ψήφων οδήγησαν την Ελληνική αντιπροσωπεία στο να αποσύρει τα αιτήµατά της.
(συνεχίζεται)

Έρευνα – πηγές – παραπομπές από τα κάτωθι ιστορικά πονήματα:

 

1] Παπαδόπουλος Σ. (1992) Το Βορειοηπειρωτικό Ζήτηµα (Παρελθόν Παρόν και Μέλλον) Πρακτικά Β` Πανελλήνιου Επιστηµονικού Συνεδρίου, Αθήνα 1992,σελ.472

2] Γεωργίου Β. (2001) Βόρειος Ήπειρος : Η συνεχιζόµενη εθνική τραγωδία. Αθήνα 2001, Εκδόσεις Ρήγα σελ. 310

3] Γκούβελη Λ. Παππά Γ. (1986) Άγνωστες Ιστορικές Στιγµές από το δράµα της Β.Ηπείρου, Έκδοση Επιτροπής Βορειοηπειρωτικού Αγώνα Ιωαννίνων, Γιάννενα1986, σελ. 23

4] Γεωργίου Β. (2001) Βόρειος Ήπειρος : Η συνεχιζόµενη εθνική τραγωδία,Αθήνα 2001, Εκδόσεις Ρήγα σελ. 316

5] Γεωργίου Β. (2001) Βόρειος Ήπειρος : Η συνεχιζόµενη εθνική τραγωδία, Αθήνα 2001, Εκδόσεις Ρήγα σελ. 327

6] Γεωργίου Β. (2001) Βόρειος Ήπειρος : Η συνεχιζόµενη εθνική τραγωδία, Αθήνα 2001, Εκδόσεις Ρήγα σελ. 329

7] Γεωργίου Β. (2001) Βόρειος Ήπειρος : Η συνεχιζόµενη εθνική τραγωδία, Αθήνα 2001, Εκδόσεις Ρήγα σελ. 330

8] Κεντρική Επιτροπή ΒορειοηπειρωτικούΑγώνα (1966) Σύντοµη Πολιτική Ιστορία του Βορειοπηρειτικού Ζητήµατος, Αθήνα 1967, σελ. 15

9] Γκιζέλης Γ. (1992) Το Βορειοπηρωτικό Ζήτηµα – Ανάλυση και Κριτική των Ιστορικών Γεγονότων και της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής, Αθήνα 1992.

Πηγή: dervitsani.gr

 

Διαδώστε: