Ι.Μ. Γουμενίσσης, Αξιουπόλεως και Πολυκάστρου
20 Ιουνίου, 2024

Μητροπολίτης Γουμενίσσης Δημήτριος: Ένας άνθρωπος του Θεού, μια αγιασμένη ύπαρξη

Διαδώστε:

Μεθέορτ᾽ Ἀναλήψεως Σαββάτῳ μέν τελοῦντες
ὡς ζῶσαν σαββατίζομεν πρός τήν ζωήν Μαρίαν.

Εὐχαῖς Μητρός σου, Κύριε, δέχου τήν σήν Μαρίην
εὐχαῖς δ᾽ αὐτῆς ἱλάσθητι ἡμῖν τοῖς λειπομένοις.

Νεοφανεῖς πανένδοξοι τό πνεῦμα τῆς Μαρίας
προσδέξασθε, καί ἡ Μονή τό σκῆνος ταύτης δέχου.

Ἐνόρια Γεννήσεως τῆς σῆς Μητρός τεχθεῖσα
ἐνόρια Κοιμήσεως ἡ δούλη σου ἀπέπτη.

Ἀνεχώρησε γιά τήν ποθεινή πατρίδα, τήν Ἄνω Ἱερουσαλήμ, πλήρης ἡμερῶν ἡ δόκιμη ἀγωνίστρια καί ἀφανής ἐργάτρια τοῦ Εὐαγγελικοῦ νόμου Θερμιώτισσα Μαρία Τσολάκη, ἡ βλέπουσα, σκεῦος ἐκλογῆς κατάφορτο χαρίτων καί εὐλογιῶν τοῦ Παρακλήτου. Ὁ οὐρανός προσεμαρτύρησε τήν ἐπί 98 χρόνια αὐθεντικότητα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς της.

Τά στοιχεῖα πού συνθέτουν ἀμαράντινο δόξης στέφανο εἶναι ἡ συμπαράστασή της στόν πόνο καί τίς δοκιμασίες τῶν ἄλλων, ἰδιαιτέρως τῶν ἀγνώστων της, σέ σημεῖο νά ταυτίζεται μέ αὐτούς καί νά ἀναδέχεται ἐπάνω της τόν πόνο καί τήν δοκιμασία τους· ἡ ἀμέτρητη τιμή στούς προσφιλεστάτους της Νεοφανεῖς Ἁγίους πού συνομιλοῦσε μαζί τους, ἀλλά καί ἡ ὑπέρμετρη εὐλαβική ἀγάπη στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί ἡ ἀπόλυτη λατρευτική ἀναφορά της στόν Θεό καί Σωτήρα μας, κοινό δεδομένο τῆς ἁγιότητος.

Ἀποστρεφόταν τίς τιμές καί τήν δόξα καί βίωνε τήν ὑψοποιό ταπείνωση, ὄχι ἐπιτηδευμένα, ἀλλά φυσικά καί ἀβίαστα. Ζοῦσε τό βάθος αὐτοῦ πού πολλοί σήμερα εἰρωνεύονται ὡς «ἀγροτική θρησκευτικότητα», μολονότι ἀπασφαλίζει καί ἀνοίγει τήν θύρα τοῦ παραδείσου, πού σφραγίζεται τουναντίον ἑρμητικά γιά τήν ἄκριτη νοησιαρχία, ἀφοῦ «τά μωρά τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα καταισχύνῃ τούς σοφούς».

Μέ θεόδεκτη ἁπλότητα, ἔχοντας τό χριστοείκελο ἦθος, ζοῦσε τό δόγμα, καί τό δόγμα μπόλιαζε τό μακάριο καί ἀξιόζηλο ἦθος της.

Παρά τήν ἡπιότητα, τήν πραότητα καί καλοσύνη της, δέν δείλιαζε νά μαρτυρήσει μέ σεβασμό τήν ἀλήθεια, ὅταν τῆς τό ζητοῦσαν, χωρίς νά ὑπολογίζει τό κόστος. Ὑπηρετώντας τήν ἀλήθεια, προσπερνοῦσε κάθε λογῆς ἀνθρωπαρέσκειες.

Ἀπό ἱερό καθῆκον εὐγνωμοσύνης καί ὑπακοή στήν Ἐκκλησία ―ὅπως θά ἔπραττε κι ἐκείνη― θά εὐχηθοῦμε δεητικά καί θά εὐχόμαστε λειτουργικά γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς της «Χριστός σε ἀναπαύσοι ἐν χώρᾳ ζώντων».

Μέ μιά βεβαιότητα καί ἐλπίδα, μέ μιά δική μας ἀπ᾽ αὐτῆς ἀπαίτηση ἐλπίδος: νά ἔχουμε τήν εὐχή της!

Εἶναι ἡ αἴσθηση πού ὅλοι μας λάβαμε, στό προσκύνημα τοῦ σώματός της ἀπό τόσα νήπια καί παιδιά καί νέους, μιά αἴσθηση ὅτι πορεύθηκε πρός τόν Κύριο καί προγεύεται μεταθανάτια αὐτό πού γευόταν ἐπί γῆς, τελειότερα πλέον: τήν κοινωνία τοῦ Ἀναστάντος καί Ἀναληφθέντος Σωτῆρός μας Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.

***

Ἡ εὐλογημένη καί μακαρία Μαρία Τσολάκη, τό γένος Ἀγγέλου Καραδημητράκη, γεννήθηκε ἐνορίτισσα τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου στή Θερμή τῆς Λέσβου, στά 1926 (ὅπως γιά κείνην καί γιά τούς πάντες τό γνώριζε θεοπρονοήτως καί τό ὅριζε θεοκτίστως ὁ Κτίστης μας καί Δημιουργός, ὁ Θεός μας καί Κύριος, ὁ εἰδώς ἕκαστον πρό τοῦ γεννηθῆναι).

Παντρεύτηκε τόν Δούκα Τσολάκη, ἀπέκτησαν πέντε παιδιά, τήν Μελπομένη, τόν Δημήτρη, τόν Παναγιώτη, τόν Μανώλη καί τήν Βασιλική. Στήν πρώτη δόθηκε ἀπό τήν νουνά αὐτό τό ὄνομα ἀνεξήγητα, κι ὅμως πολύ ἀργότερα θά μάθαιναν ὅτι Μελπομένη λεγόταν ἡ ἀρχόντισσα πού ἀνακαίνισε τό Μοναστήρι, ὅπου μετοίκησε, ἔζησε καί μαρτύρησε ὁ ἅγιος Ραφαήλ. Ὁ Μανώλης καί ἡ Βασιλική εἶχαν ἀναδόχους τόν μετέπειτα μοναχό Ἐμμανουήλ καί τήν μοναχή Βασιλική Μαλλιαροῦ, ἀδελφούς τοῦ ἀοιδίμου Μηθύμνης Ἰακώβου. Ἡ μοναχή Βασιλική μαζί μέ τήν Εἰρήνη Παραδέλλη ἦταν προσκυνήτριες, προπαντός τήν περίοδο τῶν γενικῶν ἀνασκαφῶν.

Ἡ μακαρία Μαρία, ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἔζησε τήν περισσότερη ζωή της στή Θερμή τῆς Λέσβου, κοντά στό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ραφαήλ. Τήν περίοδο τῶν γενικευμένων ἀνασκαφῶν, διέμεναν πανοικί σύνοικοι μέ τούς Μάρτυρες (μέ τά ἀνευρεθέντα λείψανά τους καί τίς ἐμφάνειές τους) στόν τόπο τῶν ὑποδεικνυμένων ἀνασκαφῶν καί τῶν θεοδότων μαρτυρικῶν εὑρέσεων καί τῶν ἐκφαντορικῶν ἀποκαλύψεων, πού ἔθρεφαν τήν ψυχή της, τήν ψυχή τοῦ ἄνδρα της, τήν ψυχή τῶν παιδιῶν τους, τήν ψυχή πολλῶν συνεργῶν καί τελικά ὅλη ἐκεῖ τήν τοπική Ἐκκλησία ὑπό τόν ἀοίδιμο σοφό καί θεοχαρίτωτο Μητροπολίτη Ἰάκωβο Κλεόμβροτο.

Παροῦσα ἡ ἁπλουστάτη Μαρία σέ ὅλες τίς ἀγρυπνίες, ἐκεῖ, στόν ἁγιασμένο μαρτυρικό γήλοφο τῶν Καρυῶν. Σέ ὅλες τίς ἀγρυπνίες. Μέ τίς τόσες θεοπτικές φωτοφάνειες (πού ἔκαναν νά λάμπει ὁ λόφος), μέ τίς τόσες φωτοειδεῖς ἐμφάνειες τῶν Μαρτύρων ἤ καί τῶν Ἀσκητῶν πού εἶχαν ζήσει ἐκεῖ, μέ τίς μυσταγωγικές πολύωρες λειτουργικές ἐμφάνειες τῶν Ἁγίων ἤ τῶν μαρτυρίων τους! Παροῦσα στίς ἀνευρέσεις ὅλες. Ἡ ζωή της εἶχε ταυτισθεῖ μέ τούς Ἁγίους, χωρίς τό παραμικρό ἴχνος ἀφελοῦς ἰδιοποίησης. Αὐτό ἔδειχνε καί θά δείχνει πάντοτε τήν ἁγιασμένη ὑγεία τοῦ ἤθους της, τῆς ἁπλότητάς της, τῆς καθαρότητάς της, τῆς ἀνιδιοτέλειάς της. Ποτέ δέν μίλησε γιά τόν ἑαυτόν της καί γιά τίς ἐμπειρίες της. Τό ἀξιοθαύμαστο εἶναι ὅτι ἡ πληθύς τῶν ἀνακαλύψεων, πού ἡ σκαπάνη ἐπιβεβαίωσε τήν ἀληθινή τους πρόβλεψη, προῆλθαν ἀπό τήν Μαρία Τσολάκη, πού ἐπιβεβαιώθηκαν στό ἀκέραιο.

***

Χάρη στόν ἀπόλυτο σεβασμό της γιά τόν ἐφημέριό τους τόν παπα-Θυμή, ὑπάκουσε στίς ἐκκλήσεις του καί ἔτσι μόνον ἀναγκάστηκε νά μεταβεῖ στόν ἀοίδιμο Μυτιλήνης Ἰάκωβο τόν Β΄, καί μάλιστα μέ πολύν φόβο καί πολλήν συστολή. Μέ συνοδό τήν γερόντισσα Ἀγγελική Μαραγκοῦ. Στούς εὔλογους δισταγμούς τοῦ Μητροπολίτη, ὅτι ἤθελε χειροπιαστές ἀποδείξεις, ἡ Μαρία τοῦ ἀπάντησε: «Δέσποτά µου, οἱ χειροπιαστές ἀποδείξεις, πού θέλεις νά δεῖς τόν Ἅγιο, εἶναι πέντε–δέκα λεπτά. Πῶς θά πιάσω τόν Ἅγιο, νά σοῦ τόν φέρω ζωντανό γιά νά τόν δεῖς; Ἐµφανίζεται γιά λίγο καί µετά χάνεται. Δέν εἶναι πουλί νά τό πιάσω, νά τό βάλω στό κλουβί καί νά σοῦ τό φέρω.

Ὁ Δεσπότης χαµογέλασε, ὅταν ἄκουσε τήν ἀπάντησή µου. Στό µυαλό µου ὅµως ἦλθε µία δύναµη καί φώτισε τή σκέψη µου, γιά νά τοῦ πῶ δύο ἄλλες, νέες ἐµπειρίες µου. Ἡ µία ἦταν πού µοῦ φανέρωσε ἡ Παναγία ποῦ ἦταν κρυµµένη ἡ µιά της εἰκόνα. Ἡ ἄλλη γιά τόν τόπο πού µοῦ ᾽δειξε ὁ ἅγιος Ραφαήλ, ὅτι ἐκεῖ ἦταν θαµµένος ἄλλος ἕνας ἅγιος, ὁ διακόνος Νικόλαος…

» Τοῦ διηγήθηκα πρῶτα γιά τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Τί εἶχα δεῖ τρεῖς φορές στόν ὕπνο µου. Σάν νά ἀνέβαινα γιά τίς Καρυές. Καθώς πλησίαζα στό ἐκκλησέλι τῆς Παναγίας, 30 µέ 40 µέτρα πιό κάτω, καθόταν πάνω σέ µία πέτρα µιά µαυροφορεµένη γυναίκα. Τήν λυπήθηκα, πού τήν εἶδα νά εἶναι συλλογισµένη. Τήν ρώτησα ἄν θέλει νά τήν βοηθήσω κάπου. “Ὄχι κόρη µου, µοῦ ἀπαντᾶ, κάθοµαι ἐδῶ, γιατί σ᾽ αὐτό τό σηµεῖο βρίσκεται µέσα στή γῆ ἡ εἰκόνα µου. Περπατᾶς, µέ πατᾶς καί δέν σκύβεις νά µέ πάρεις”…

»Ἔκανε τό σταυρό του καί µοῦ εἶπε: Μακάρι νά βρεθεῖ ὅπως µοῦ τά λές, θά εἶναι µεγάλη καί ξέχωρη εὐλογία γιά τή Λέσβο. Αὐτά πού ἀκούω εἶναι συγκλονιστικά, ἐάν ἐπαληθευθοῦν. Γι᾽ αὐτό θέλω νά µοῦ πεῖς λεπτοµέρειες.

»Πῆρε µιά κόλλα χαρτί κι ἄρχισε νά κρατάει σηµειώσεις. Συνέχισα γιά τόν ἅγιο Νικόλαο.

» Κι ἕνα ἄλλο φοβερό ἐνύπνιο νά σᾶς πῶ Δέσποτα. Τό ᾽πα στόν παπα-Θυµή, στόν Ἄγγελο Ράλλη καί στό Δούκα. Ἀνηφόρισα γιά τό ἐκκλησέλι τῆς Παναγίας στίς Καρυές. Προσκύνησα, βγῆκα ἔξω, καί ξεπρόβαλε µπροστά µου ὁ ἅγιος Ραφαήλ. Τόν εἶδα ὅπως ἀκριβῶς καί τήν πρώτη φορά: “Γιά ἔλα ἐσύ ἐδῶ”, µοῦ λέει. Φοβήθηκα καί προσπάθησα νά φύγω, ἀλλά µέ πρόλαβε: “Ἐγώ δέν ἦρθα µόνος µου ἐδῶ. Ἦρθα µέ τό διάκονο Νικόλαο. Ἐδῶ µαρτύρησε κι αὐτός µαζί µου. Βρίσκεται θαµµένος στό προαύλιο τῆς παλαιᾶς ἐκκλησίας τρία µέτρα ἀριστερά ἀπ᾽ αὐτήν”…

» Μοῦ ᾽δωσε τήν κόλλα µέ τίς σηµειώσεις πού ᾽χε γράψει καί ἔβαλα τήν ὑπογραφή µου. “ Ἄν βρεθοῦν, ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας πού µοῦ εἶπες, στό σηµεῖο πού σοῦ ὑποδείχθηκε, καί ὁ τάφος τοῦ διακόνου Νικολάου στό µέρος πού σοῦ ἔδειξε ὁ ἱερωµένος πού εἶδες καί εἶναι ἔτσι ὅπως µοῦ τόν περιέγραψες, τότε θά πιστέψω ὅτι εἶναι ἐκ Θεοῦ καί ὅσα λές εἶναι ἀληθινά”.» (Ἡ ἀποκάλυψη…, Α΄ τ.).

Μάλιστα, ἐκεῖ πού τῆς ἔδειχνε ὁ Ἅγιος τό μνημεῖο, κανείς (οὔτε ὁ σύζυγός της) δέν πίστευε πώς θά ὑπῆρχε τάφος, διότι ἦταν πετρῶδες καί σκληρό τό ἔδαφος ἀπό τόσους αἰῶνες. Ὕστερα ἀπό μῆνες, ὅταν τελικά ἀνέσκαψαν καί ἀνεῦρον ἐπακριβῶς τά πάντα σέ μεγάλο βάθος, τότε πλέον ἐπίστευσε ὅλο τό χωριό, ἔκτοτε ἐπίστευσε ὅλο τό νησί, ἐπίστευσε προπαντός ὁ Μητροπολίτης καί ἀνεφώνησε “Αὐτό εἶναι σημεῖον μέγα”.

Ἑπομένως, ἄν ἔχουμε τήν ἐπίσημη ἐκκλησιαστική ἐξέλιξη ἐκείνου τοῦ θεόδοτου ἐκφαντορικοῦ ἱστορικοῦ, μέχρι σήμερα, αὐτό ξεκίνησε ἀπό τήν θεοπτική καί ἁγιοπτική ἁπλότητα προπαντός αὐτῆς τῆς γυναικός. Ἐπείσθη ὁ σοφός καί συνετός ἐκεῖνος Μητροπολίτης ἰδίοις ὄμμασι μέ τήν ἀπόλυτη ἐκπλήρωση τῆς πρό μηνῶν καταθέσεως τῆς Μαρίας. Ἐπείσθη, βεβαιώθηκε καί τότε μόνο ἔδωσε βάση σέ ὅλα τά ἄλλα θαυμάσια πού εἶδαν καί πολλοί ἄλλοι ἄνθρωποι, μακάριοι καί δίκαιοι κληρικοί καί εὐλογημένοι χριστιανοί. Τότε ἀνέθεσε τελικά τήν ἐπίσημη ἔρευνα στόν Πρωτοσύγκελλό του ἀρχιμ. Νικόδημο Ἀναγνώστου (μετέπειτα Μητροπολίτη Ἰερισσοῦ +) καί ἔτσι προώθησε τήν ἐπίσημη ἀναγνώριση καί Πατριαρχική διακήρυξη τῶν Ἁγίων.

Συνεπῶς, αὐτή ἡ ἁπλουστάτη θεοπτική γυναίκα ―μέ τήν τέλεια ἀκενόδοξη ὑπακοή της στή βουλή τοῦ Θεοῦ καί τήν τέλεια ἀνυπόκριτη εἰλικρίνειά της― ὑπῆρξε ἀπό τούς καθοριστικούς, βασικούς καί οὐσιαστικούς εὐεργέτες τοῦ νέου ἐκεῖ περιλάμπρου Μοναστηριοῦ τῶν Ἁγίων, χωρίς τό ἐλαχιστότατο ἴχνος κενοδοξίας ἤ ψυχολογικῆς εἴτε ἄλλης ἰδιοτέλειας.

***

Καί ὅμως· ποιός τήν γνωρίζει; Ποιός ἐκεῖ πέρα ἤ καί ἀλλοῦ, ἀναφέρεται στήν βασική αὐτή καί ταπεινότατη καί καθοριστική θεόλεκτη μαρτυρία της; Ποιός ποτέ ἔκανε λόγο γιά τήν διαρκή παρουσία της καθημερινά καί σέ ὅλες τίς ἀνευρέσεις; Κι ἄν δέν ἀνελάμβανα ἀπό πολλῶν-πολλῶν ἐτῶν φιλομάρτυρα πρωτοβουλία νά ἀναδείξω τήν ἀκριβέστατη πορεία ἐκείνων τῶν γεγονότων, κι ἐγώ θά τήν ἀγνοοῦσα καί ὅλοι μας.

Ὑπῆρξε καί παρέμεινε θεόγνωστη. Ζοῦσε καί τρεφόταν μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἐπαναπαυόταν μόνον σέ ὅ,τι εὐαρεστεῖται ὁ Κύριος. Μέ μιάν θεόδεκτη καθαρότητα καί ἁπλότητα καί ὑπακοή, πού τά θεωροῦσε σάν κάτι πολύ φυσικό!

Μέχρι σήμερα ἐπισήμως οἱ Νεοφανεῖς Ἅγιοι τιμῶνται τήν Λαμπροτρίτη. Καί τό ἐπίσημο Τυπικό τῆς Ἐκκλησίας καί τό ἐπίσημο συναξάρι τῶν Ἁγίων μέχρι σήμερα ὁμιλεῖ γιά τήν 9η Ἀπριλίου 1463 ὡσάν Λαμπροτρίτη ἐκείνης τῆς χρονιᾶς, σύμφωνα μέ ἐνύπνιο τῆς Β.Ρ. Ὅπερ σκανδάλισε μερικούς ζηλωτικούς (ἀκόμη κι ἀπό μερικούς ὑψηλόβαθμους τῶν ἡμετέρων εὑρετηριάσθηκε κακοβούλως). Ὅμως, τό μαρτύριο τῶν Ἁγίων ξεκίνησε μέν τήν 9η Ἀπριλίου (πριονισμός ἁγίου Ραφαήλ στή σιαγόνα, Μέγα Σάββατο), τελείωσε δέ τήν 12η Ἀπριλίου (ἀποκεφαλισμός τοῦ Ἁγίου, Λαμπροτρίτη), σύμφωνα μέ ἐνύπνιο τῆς μακαρίας Μαρίας Τσολάκη.

Ὁ Κύριος ἄφησε τοῦτον τόν μικρό πειρασμό τῆς ἀνακρίβειας, ὄχι βέβαια γιά νά ἀξιολογοῦμε κριτικά τούς ἀνθρώπους, ἀλλά γιά νά δοκιμαζόμαστε οἱ πάντες στό θεάρεστο ἄθλημα τῶν καλῶν λογισμῶν καί νά διατρανώνεται ἡ θεόδοτη καί θεάρεστη προτεραιότητα τῶν ἁγίων καί τῶν δικαίων τῆς μακαρίας ἁπλότητος (μιᾶς ἁπλότητος πού τήν εἶχαν διά βίου ἀκόμη καί οἱ μορφωμένοι καί ρήτορες θεοφόροι Πατέρες μας, ἀλλά δέν εἶναι εὔκολο νά τήν ἐπιτηδεύονται οἱ πάντες).

***
Ἀφανής ἡ μακαρία Μαρία μέχρι σήμερα, γιά πολλούς ἐπιτίτλους τιμῶντες τούς Ἁγίους. Ἄγνωστη στούς πολλούς ἐξ αὐτῶν μέχρι σήμερα.

Διότι ἐνδιαφερόταν μόνο γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων, δίχως νά ὑποκλέπτεται ἀπό τό “κενόν δοξάριον”. Εἰλικρινής καί ἀψευδής σέ ὅλα της. Προπαντός σέ ὅσα τῆς φανέρωνε ὁ Κύριος, χωρίς νά μπορεῖ νά τεχνοτροπεῖ καί χωρίς νά θέλει νά παραλλάξει οὐδέ στό ἐλάχιστο ὅσα εἶδε καί ἔζησε.

Χωρίς νά ἔχει παιδεία, ἦταν ἀπό κείνους τούς “πεπαιδευμένους τήν καρδίαν ἐν σοφίᾳ”, τήν σοφία τήν ἄνωθεν.

Γι᾽ αὐτό καί τιμοῦσε καί τίμησε ἀπόλυτα τήν μετέπειτα ἱστορία τοῦ ἁγιασμένου γηλόφου, μέ τήν πρόσκληση τό 1963 στό χωριό τῆς Θερμῆς (ἀπό τήν Ἐρανική Ἐπιτροπή) καί τήν ἐγκατάσταση ἀπό τό 1973ἑξ. στά πρῶτα μοναστικά κτίρια τῆς ἡγουμένης Εὐγενίας (+) καί τῆς μοναχῆς Παρθενίας (+). Εἶχε τόσην θεάρεστη ἀνιδιοτέλεια καί ἁγνότητα καλῶν λογισμῶν ἡ Μαρία, ὥστε νά τό πιστεύει καί νά τό λέει πώς, ἄν δέν ἦταν ἡ ἡγουμένη μέ τό δυνατό κουμάντο της, ὅλοι ἐκεῖ ἐπάνω θά εἶχαν μαγαζάκια, λέγοντας “ἐγώ εἶδα” καί “ἐγώ εἶδα” (μεγιστοποιώντας τά ἐλάχιστα δωρήματα τῆς δαψιλίας τοῦ Θεοῦ, ὅπως συνήθως συμβαίνει ἀπό ἀτέλεια ἤ ἀφέλεια ἤ καί ἰδιοτέλεια).

Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἀνθρώπινη πειρασμικότητα ―πού τήν γνωρίσαμε πολύ καλά σέ κάποιους ἀνθρώπους― μᾶς θυμίζει Παλαιά Διαθήκη, μᾶς θυμίζει τόν Μωυσῆ καί τούς αὐταδέλφους του Ἀαρών καί Μαριάμ. Θυμίζει τά ἀνθρώπινα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, μέχρι σήμερα. Θυμίζει καί τήν ὑπομονή τοῦ Χριστοῦ στήν ἀφελή ἐκκλησιακή μας ὑπερέξαρση ἐπί αἰῶνες (ὄχι τήν θεολογία τῆς συνεργίας, ἀλλά τήν ἀφελέστατη ματαιοφροσύνη τῆς συγκολλητικότητας θείων καί ἀνθρωπίνων). Ἅς εἶναι. Αὐτά δέν ἀλλάζουν. Γι᾽ αὐτό ὁ Κύριός μας πρόβαλε τήν προτεραιότητα τῶν παιδίων, τήν ἁπλότητα τῶν παιδίων, ἐκεῖνο τό “ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδία…”.

Ἡ μακαρία Μαρία ἦταν καί παρέμεινε διά βίου ἕνα ἀπό αὐτά τά “παιδία” πού πάντοτε ἀναζητᾶ ὁ Κύριος, γιά τήν ἐλευθερία τοῦ ἤθους καί τῆς γνώμης καί τῆς πιστότητος.

***

Ὁ μακαρίτης ὁ ἄνδρας της ἔσκαβε στά ὑποδεικνύμενα μέρη ―κι ἄς δυσκολευόταν πολλάκις νά πιστέψει τήν γυναίκα του― καί ἦταν ἐκεῖνος πού ἀνεῦρε ὅλα τά ἅγια μαρτυρικά καί τά λοιπά ἱερά σεβάσματα τῶν Καρυῶν, ἄλλοτε μόνος καί ἄλλοτε μαζί μέ ἄλλους Θερμιῶτες. Ἡ αὐτοθυσιαζόμενη ἀγάπη πού εἶχε γιά τούς Ἁγίους τόν ἔκανε νά ἐργάζεται ἐντελῶς ἀφιλοκερδῶς μέχρις ὅτου ἄρχισαν οἱ ἐργασίες γιά τήν ἀνέγερση τῆς Μονῆς.

Σέ ὅλα σχεδόν τά θαυμάσια ἐκεῖνα ἡ ἁπλουστάτη αὐτή γυναίκα ὑπῆρξε καίρια καί βασική ὁρῶσα τά ἀπό Θεοῦ φανερούμενα. Ὄχι ἡ μοναδική, ἀλλά ἡ βασικότερη ὁρῶσα, ἡ σχεδόν πάντοτε ὁρῶσα τά καιριότερα καί βασικότερα καί σημαντικότερα. Ἡ ὁρῶσα καί καθ᾽ ὕπαρ καί κατ᾽ ὄναρ.

Ἀρκεῖ νά σημειώσω ἐκ προοιμίου ὅτι σ᾽ ἐκείνην διαρκῶς φανερωνόταν ὁ ἅγιος Ραφαήλ ἐπί τρεῖς μῆνες, μετά τήν ἀνεύρεσή του, μέχρι τίς ἀρχές Ὀκτωβρίου πού τῆς ἀποκάλυψε ἡ Παναγία μας τό ὄνομά του Ραφαήλ (ἐνῶ τήν ἴδια βραδιά ὁ ἴδιος τό φανέρωσε στήν Βασιλική Ράλλη). Τόν Ἰανουάριο τοῦ 1960 ὁ Ἅγιος τῆς ὑπέδειξε τό μέρος ὅπου βρισκόταν ἡ σιαγόνα του, ὅπως τήν πέταξαν οἱ βασανιστές του, καί τῆς ἔδωκε ἐντολή νά μεταβοῦν μέ τόν ἄνδρα της μιά Κυριακή μετά τήν θεία λειτουργία, νά σκάψει καί νά τό ἀνεύρουν, ὅπως καί ἔγινε. Ἄν κανείς μελετήσει τά βιβλία μου, κυρίως τήν νεότερη δίτομη ἔκδοση “Ἡ ἀποκάλυψη καί οἱ ἐμφανίσεις…”, θά διαπιστώσει τόν καίριο ρόλο αὐτῆς τῆς ἁπλουστάτης καί θεόφρονος ψυχῆς.

Τολμῶ νά πῶ τεκμηριωμένα ὅτι ὁ Κύριος ἔδειχνε καί σέ ἄλλους, λίγους ἤ περισσοτέρους, κάτι σημαντικό ἤ κάτι ὑποστηρικτικό, διότι βεβαίως ἦταν μιά ἱστορία ἐκκλησιαστική, μιά ἱστορία συλλογική, μιά ἱστορία πού ἤδη ἔγινε οἰκουμενική, ἀφοῦ πανταχοῦ ἐξῆλθε ἤ ἐξέρχεται ἡ ἐκφαντορική ἐκείνη ἱστορία. Ἐπιστρατεύονταν πολλοί, γιά νά πιστεύσουν περισσότεροι.

Ὅμως, οἱ τόσοι ἄλλοι συνορῶντες τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ καί τά θαυμάσια τῶν Ἁγίων, ἦταν ὡσάν τό περίβλημα τοῦ πυρῆνος.

«Θεέ μου! Παναγία μου! Ἄς ἦταν νά δεῖ καί κάποιος ἄλλος!» Αὐτό ἦταν ἡ μόνιμη προσευχή αὐτῆς τῆς ἀκενόδοξης, ἀφανοῦς, ἁπλουστάτης γυναικός, ἐκεῖνα τά χρόνια τά ἐκφαντορικά στό νησί. Καί εἰσακουόταν διαρκῶς. Συνέβαινε ἐπ᾽ αὐτῆς πάντοτε κάτι σάν τήν θεία καί ἀνθρώπινη συνέργεια τοῦ ἐκκλησιακοῦ μυστηρίου.

Διαδώστε: