Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού Ιγνάτιος: “Ο λαός μας πεινά και διψά για την Θεία Κοινωνία – Η Εκκλησία δεν συζητά αυτό το θέμα. Αποτελεί την δισχιλιόχρονη εμπειρία Της, είναι το ιερότατο Μυστήριό Της”
Συνέντευξη στον τηλεοπτικό Σταθμό TRT και στον δημοσιογράφο Σωτήρη Πολύζο παραχώρησε σήμερα ο Σεβ. Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος, με θέμα τις τελευταίες εξελίξεις γύρω από την επαναλειτουργία των Ιερών Ναών και την επάνοδο των πιστών στην Θεία Λειτουργία και στις λοιπές Ιερές Ακολουθίες.
Ο Σεβασμιώτατος επεσήμανε ότι υπήρξε ανακούφιση από τις χθεσινές εξαγγελίες του Πρωθυπουργού. Αναγνώρισε ότι «είναι πολύ σοβαρή η ευθύνη της Πολιτείας και των επιστημόνων για τις εξελίξεις, αυτό δεν το αμφισβητεί κανείς. Ταυτόχρονα και η Εκκλησία συνέβαλε τα μέγιστα, έκανε την μεγαλύτερη υπέρβαση που θα μπορούσε να κάνει και αυτό αναγνωρίζεται από όλους…». Παρατήρησε, επίσης, ότι τυχόν καθυστέρηση λήψης των αποφάσεων σχετικά με την λειτουργία των ιερών Ναών «υπήρχε κίνδυνος να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Αυτός ήταν και δικός μας μεγάλος προβληματισμός, διότι η υπομονή είχε εξαντληθεί. Ο λαός μας πεινά και διψά για την Θεία Κοινωνία. Στερήθηκε τα μέγιστα κατά την Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα και είναι λογικό να αναζητεί, όπως και όλοι μας, να βρεθεί επί το αυτό, με όλες τις προφυλάξεις και με πλήρη επίγνωση ότι ο κίνδυνος δεν έχει εκλείψει. Έπρεπε, λοιπόν, να υπάρξει χρονοδιάγραμμα, όπως και έγινε». Ο κ. Ιγνάτιος εξήρε τις προσπάθειες των ανθρώπων που συνέβαλαν σ’ αυτή την εξέλιξη, με πρώτη την υπεύθυνη, για τα Εκκλησιαστικά, Υπουργό Παιδείας, ενώ υπήρχαν και φωνές που τοποθετούσαν τις εξελίξεις για αργότερα: «εν τέλει, επικράτησε η σωφροσύνη, που μας δίνει την δυνατότητα να προγραμματίζουμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στο εξής…».
Ο κ. Ιγνάτιος επεσήμανε αυτό που από την αρχή της κρίσης είχε τονίσει, ότι η υπόκλιση ενώπιον των ιερών Εικόνων ή των Επισκόπων και των Ιερέων, σε μια τέτοια περίοδο, έχει την ίδια ακριβώς αξία: «είναι ορισμένα πράγματα, που δεν σχετίζονται με την ουσία της πίστης μας, άρα μπορούν να τροποποιηθούν, για κάποιο διάστημα, για ν’ αποφευχθεί ο οποιοσδήποτε κίνδυνος».
Ερωτηθείς, αν η Κυβέρνηση ένιωσε την πίεση από τους πιστούς και έφερε νωρίτερα τις ρυθμίσεις για την επαναλειτουργία των Ναών, τόνισε ότι «η πίεση ήταν και είναι αφόρητη σε όλους μας. Από καιρού έχω πει ότι υπάρχει κίνδυνος να εμφανιστούν φαινόμενα «κρυπτοχριστιανισμού», καταστάσεις που δεν θα μπορούσαμε να ελέγξουμε, με συνέπεια το αποτέλεσμα να είναι ακριβώς τα αντίθετο. Τονίσαμε το ζήτημα της ψυχικής κόπωσης. Υπήρχε κίνδυνος να σώσουμε τα σώματα και να βλάψουμε τις ψυχές. Η υπερβολική πίεση στην ψυχή μπορεί να προκαλέσει βλάβες και στο ίδιο μας το σώμα. Βρέθηκε, λοιπόν, το μέτρο. Θα τηρήσουμε τους κανόνες επακριβώς. Μη ξεχνάτε ότι η συντριπτική πλειοψηφία, σταθήκαμε άξιοι των περιστάσεων. Αν υπήρξαν ορισμένες εξαιρέσεις των εξαιρέσεων, δεν είναι καν στατιστικά προσμετρήσιμες».
Ερωτηθείς για την κριτική που δέχθηκε η Εκκλησία, μέχρι ν’ αποφασίσει η Κυβέρνηση να κλείσει τους Ναούς, παρατήρησε ότι «η Εκκλησία υστερεί, όσον αφορά την διαχείριση της δημόσιας φωνής Της, ενώ έκανε την μεγαλύτερη θυσία. Τελικά, κρατήσαμε την ενότητά μας. Τα λάθη προσμετρούνται και θα τα αξιολογήσουμε, όταν θα έρθει η ώρα και σίγουρα όλοι μας θα γίνουμε σοφότεροι, όπως, άλλωστε και ο ίδιος ο λαός μας, οι πολιτικοί και οι επιστήμονές μας».
Ο κ. Ιγνάτιος αναφέρθηκε στην αναθέρμανση της κατ’ οίκον Εκκλησίας στο παρελθόν διάστημα και στην εμπειρία πολλών ανθρώπων που έζησαν με κατάνυξη τις ιερές Ακολουθίες από το σπίτι, κάτι που δεν συνέβαινε στο παρελθόν, είτε λόγω της υπεραπασχόλησης, είτε της απόσπασης της προσοχής τους μέσα στους Ναούς: «αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι αντικαθίσταται ο Ναός. Ο Ναός παραμένει το μεγάλο μας σπίτι και θα επιστρέψουμε σ’ αυτόν».
Ο Σεβασμιώτατος αναφέρθηκε, επίσης, στα προστατευτικά μέσα, τα οποία θα χρησιμοποιούν οι πιστοί, με την επάνοδό τους στους Ναούς, όπως οι μάσκες, ενώ θα υπάρχουν στις εισόδους των Ναών αντισηπτικά και ό,τι άλλο χρειαστεί, καθώς και έλεγχος του αριθμού των πιστών. Μίλησε, ακόμα, για το ενδεχόμενο τέλεσης υπαίθριων ή και περισσότερων Θείων Λειτουργιών, όπου υπάρχει η δυνατότητα: «Οι πιστοί θα έχουν την δυνατότητα να επιλέξουν την ημέρα και την ώρα που θα λειτουργηθούν, αξιοποιώντας τόσο τους Ναούς, όσο και τους προαύλιους χώρους. Πάνω στο κλίμα εμπιστοσύνης που έχει δημιουργηθεί, θα οικοδομήσουμε και την νέα προσπάθεια να συγκροτήσουμε και πάλι τις ενορίες μας, να επανεκινήσουμε το φιλανθρωπικό και κοινωνικό μας έργο. Ήρθε η ώρα να το κάνουμε, με νέους όρους, που ελπίζουμε να είναι προσωρινοί». Είπε, μάλιστα, ότι το χρονικό όριο για όλα αυτά είναι η 11η Μαΐου, όταν θα έχει απελευθερωθεί η μετακίνηση των ανθρώπων. Ζήτησε, επίσης, από τον λαό μας να συνδράμει τις ενορίες μας σ’ αυτό το νέο ξεκίνημα, «για να μην αφήσουμε κανέναν εμπερίστατο συμπολίτη μας μόνο του».
Τέλος, ερωτηθείς αν η Εκκλησία πρόκειται να συζητήσει το ζήτημα της Θείας Κοινωνίας, εφόσον τεθεί στον δημόσιο διάλογο, τόνισε κατηγορηματικά ότι «η Εκκλησία δεν συζητά αυτό το θέμα. Αποτελεί την δισχιλιόχρονη εμπειρία Της, είναι το ιερότατο Μυστήριό Της. Η Εκκλησία μας θα προχωρήσει σύμφωνα με την εμπειρία Της και ο καθένας, κατά την πίστη του, αναλαμβάνει την ευθύνη. Λανθασμένα κάποιοι θέτουν το θέμα και θα φέρουν τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, γιατί όσο η Θεία Κοινωνία αμφισβητείται, τόσο οι πιστοί επιδιώκουν να προσέρχονται στο Μυστήριο και να κοινωνούν».
Κλείνοντας τον λόγο του, έστειλε το μήνυμα ότι «όπως, μέχρι τώρα, όλοι μαζί τα καταφέραμε, με τους Επιστήμονες, την Πολιτεία, τον λαό μας, έτσι θα συνεχίσουμε, μέχρι να φθάσουμε στο τέλος του “Μαραθώνιου”».