Με τίτλο «Η πίστη απαιτεί θάρρος», ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μαρωνείας και Κομοτηνής κ. Παντελεήμων εξέδωσε το μήνυμά του για την Κυριακή των Μυροφόρων.
«Η Ανάσταση του Χριστού προκαλεί τον άνθρωπο κάθε εποχής και τον προσκαλεί να λάβει θέση απέναντί της. Η αρνητική και εχθρική στάση κατά αυτής σημαίνει την υποδούλωση του ανθρώπου στα στενά όρια μιάς ενδοκοσμικής υπάρξεως στην οποία κυριαρχεί ο τρόμος του θανάτου. Ενώ η θετική τοποθέτηση, η εν πίστει αποδοχή της Αναστάσεως, σημαίνει το άνοιγμα του ανθρώπου σε ένα νέο κόσμο ελπίδας. Γιατί ο Αναστάς εκ νεκρών Ιησούς Χριστός «απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο»», υπογράμμισε μεταξύ άλλων.
Παρακάτω ολόκληρο το μήνυμα:
Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων ἀφηγεῖται δύο γεγονότα, τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὴν ἐπίσκεψη τῶν Μυροφόρων γυναικῶν στὸν κενό τάφο. Ὁ ἐνταφιασμὸς εἶναι ἡ τελευταία πράξη τοῦ δράματος τοῦ Σταυροῦ, μὲ τὴν ὁποία κλείνει ὁ κύκλος τῆς ἐπίγειας δράσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἡ ἀπαρχὴ ἑνὸς καινούργιου κόσμου ποὺ προσφέρεται στοὺς ἀνθρώπους ποὺ πιστεύουν.
Τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ μαθητές, τρομοκρατημένοι ἀπῆλθαν εἰς τά ἴδια, ὁ Ἰωσὴφ «τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλάτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ». Ὁ Ἰωσὴφ ὁ κρυφός μαθητής τοῦ Χριστοῦ, ξεπέρασε τοὺς ὑποσυνείδητους φόβους του, συνειδητοποίησε τὸ χρέος του καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Ρωμαῖο διοικητὴ νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ προσφέρει τὶς τελευταῖες τιμές στὸ σῶμα τοῦ Ἐσταυρωμένου, τοποθετῶντας το στὸν κενό τάφο.
Οἱ μυροφόρες γυναῖκες ἀναζητοῦν τὸν νεκρὸ Ἰησοῦ στὸν τάφο. Ἐνῶ πηγαίνουν γιὰ νὰ ἀποδώσουν τίς τελευταῖες νεκρικές τιμές στό διδάσκαλό τους, βρίσκονται ἔκθαμβες μπροστὰ στόν κενό τάφο καί ἀκοῦνε τή φωνή τοῦ Ἀγγέλου «Μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τόν Ναζαρηνὸν τὸν Ἐσταυρωμένο; Ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὦδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν Αὐτὸν».
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ προκαλεῖ τὸν ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς καὶ τὸν προσκαλεῖ νὰ λάβει θέση ἀπέναντί της. Ἡ ἀρνητικὴ καὶ ἐχθρικὴ στάση κατά αὐτῆς σημαίνει τὴν ὑποδούλωση τοῦ ἀνθρώπου στὰ στενὰ ὅρια μιᾶς ἐνδοκοσμικῆς ὑπάρξεως στὴν ὁποία κυριαρχεῖ ὁ τρόμος τοῦ θανάτου. Ἐνῶ ἡ θετικὴ τοποθέτηση, ἡ ἐν πίστει ἀποδοχὴ τῆς Ἀναστάσεως, σημαίνει τὸ ἄνοιγμα τοῦ ἀνθρώπου σὲ ἕνα νέο κόσμο ἐλπίδας. Γιατί ὁ Ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν Ἰησοῦς Χριστὸς «ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο».
Πρὶν ἀσχοληθοῦμε μὲ τὴ δεύτερη διήγηση, ἂς στρέψουμε γιὰ λίγο τὴν προσοχή μας στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι κατεῖχε ὑψηλὴ κοινωνικὴ θέση («εὐσχήμων βουλευτὴς») καὶ ἀνῆκε σ΄ αὐτοὺς ποὺ περίμεναν μὲ κρυφὴ ἐλπίδα τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Στὴν παράλληλη διήγησή του ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης λέει περὶ τοῦ Ἰωσὴφ ὅτι ἦταν «μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ, κεκρυμμένος διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» (19, 38) , προσθέτει δὲ ὅτι μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσὴφ συνήργησε καὶ ὁ Νικόδημος, ἕνας ἄλλος ἀφανὴς μαθητής.
Ξύπνησε μέσα του ἡ ἐπιθυμία νὰ ἀποδώσει τὴν ὕστατη τιμὴ στὸ νεκρὸ Διδάσκαλο, τὸν ὁποῖο δὲν εἶχε τὸ θάρρος νὰ ὑπηρετήσει ζωντανό. Ὁ Σταυρός, ἀντὶ νὰ τὸν φοβίσει, τὸν ὅπλισε μὲ τόλμη, τὸν ἔκανε νὰ ἀφυπνισθεῖ καὶ νὰ λάβει θέση ἀπέναντι στὸν ἐσταυρωμένο. Ὑπάρχουν συνταρακτικὲς στιγμὲς ποὺ φέρνουν τὸν ἄνθρωπο ἀντιμέτωπο μὲ τὸν ἑαυτό του, τὸν συγκλονίζουν καὶ τὸν ὁδηγοῦν στὶς μεγάλες ἀποφάσεις. Εἶναι οἱ στιγμὲς ποὺ νιώθει κανεὶς νὰ τὸν ἀγγίζει κατάβαθα τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ σὰν παρουσία ἀγάπης, ἀρχὴ μιᾶς νέας δωρεᾶς ποὺ ἀκόμα δὲν συνέλαβαν τὸ νόημα καὶ τὴν ἔκτασή της. Μὲ πολλὴ λιτότητα ὁ Εὐαγγελιστὴς περιγράφει τὴ ψυχικὴ κατάσταση τῶν γυναικῶν: «ἐξεθαμβήθησαν», «εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον, ἐφοβοῦντο γάρ».
Ὅσο κι ἂν ἠχοῦν τὰ λόγια τους «σὰν φλυαρία» στοὺς Μαθητὲς στοὺς ὁποίους διηγοῦνται τὸ γεγονὸς τοῦ κενοῦ τάφου, ἀποτελοῦν μιὰ πραγματικότητα τὴν ὁποία ζοῦν ἐν συνεχείᾳ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ Μαθητές. Σ’ αὐτοὺς ἐμφανίζεται ὕστερα ὁ Ἀναστημένος Χριστὸς γιὰ νὰ κραταιώσει τὴ πίστη τους καὶ νὰ τοὺς στείλει μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεώς του «ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πράξ. 1, 8) , σ’ αὐτοὺς καὶ ὄχι στὸν Ἰωσὴφ ποὺ ὁ Σταυρὸς τὸν ἔκανε νὰ λάβει φανερὴ θέση ἀπέναντι στὸν Ἰησοῦ, τοῦ ὁποίου ἀσφαλῶς ἐν συνεχείᾳ θὰ πίστευε τὴν Ἀνάσταση, ἂν καὶ δὲν ἔχουμε σχετικὴ πληροφορία τῶν Εὐαγγελίων περὶ Αὐτοῦ.
Τὸ α’ μέρος τοῦ ἀναγνώσματος μᾶς δείχνει -ἐκτὸς τῶν ὅσων εἴπαμε γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰωσήφ- καὶ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα τοῦ θανάτου τοῦ Ἰησοῦ, γιὰ τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀμφιβάλει. Τὸ β’ μέρος μας παριστάνει τὴν Ἀνάσταση σὰν πραγματικότητα ποὺ δὲν ἐντάσσεται ὅμως στὰ ἐκτυλισσόμενα ἐντὸς τῆς νομοτέλειας τοῦ παρόντος κόσμου γεγονότα, ἀλλὰ στηρίζεται στὴ βάση τῆς πίστεως. Ἕνας ἄπιστος καὶ κακόβουλος δὲ θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ πειστεῖ λογικὰ γιὰ τὴν ἱστορικότητα τῆς Ἀναστάσεως καὶ θὰ μιλήσει εἴτε γιὰ κλοπὴ τοῦ σώματος τοῦ νεκροῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τοὺς Μαθητὲς, ὅπως ἔκαναν οἱ Ἰουδαῖοι, εἴτε γιὰ φαντασιώσεις τῶν εὐπίστων Μαθητῶν, ὅπως ἔκαναν οἱ διάφοροι ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ὀρθολογιστές. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ πείθει εἶναι τὸ βίωμα τῶν Μαθητῶν καὶ ἡ προσφορὰ τῆς ζωῆς τους γιὰ τὴ διακήρυξη τῆς αὐθεντικότητας τοῦ βιώματος αὐτοῦ.