Τον Βλάσιο Φειδά, εισηγητή του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος με τον οποίο κατοχυρώθηκε η αυτοτέλεια της Εκκλησίας στα εσωτερικά της και η οριοθέτηση θεσμικής συνεργασίας με την Πολιτεία τίμησε η Μητρόπολη Νέας Ιωνίας.
Ο καθηγητής Βλάσιος Φειδάς είναι επίσης ο αναμορφωτής της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης κατά τη μεταπολίτευση καθώς με τις εισηγήσεις του προώθησε τη μόρφωση του κλήρου, με την θέσπιση του τετρατάξιου Εκκλησιαστικού Λυκείου.
Η βράβευση από την Ι.Μ Νέας Ιωνίας
Με αφορμή την επικείμενη είσοδο της Ορθοδοξης Εκκλησίας στην κατανυκτική περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2023 στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Νέας Ιωνίας Ιερατική Σύναξη των κληρικών της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας, Φιλαδελφείας, Ηρακλείου και Χαλκηδόνος, παρουσία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ανέων κ. Μακαρίου και απάντων των εφημερίων και των διακόνων της Ιεράς Μητροπόλεως.
Προσκεκλημένος ομιλητής του Μητροπολίτη κ. Γαβριήλ ήταν ο ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Ε.Κ.Π.Α κ. Βλάσιος Φειδάς. Τον καθηγητή κ. Φειδά, προλόγισε ο Μητροπολίτης κ. Γαβριήλ, ο οποίος αναφέρθηκε στην πολυσήμαντη και πολυδιάστατη προσφορά του στην Εκκλησία και στην ακαδημαϊκή κοινότητα.
Στην ομιλία του ο κ. Φειδάς αναφέρθηκε στο θεοσύστατο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και στις εκκλησιολογικές προεκτάσεις του μυστηρίου, βασιζόμενος στην αποστολική και πατερική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Μετά το πέρας της Συνάξεως, ο Σεβασμιώτατος τίμησε τον κ. Φειδά με την ανώτατη τιμητική διάκριση της Ιεράς Μητροπόλεως, ήτοι το παράσημο του Πολιούχου αυτής, Ιερομάρτυρος Αγίου Γεωργίου του Νεαπολίτου, για την ανεκτίμητη προσφορά του στην Εκκλησία, τη Θεολογία, τα γράμματα και τον πολιτισμό.
Λίγα λόγια για τον Βλάσιο Φειδά
Ο Βλάσιος Φειδάς γεννήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 1936 στο Κιάτο Κορινθίας. Αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές στην ιδιαίτερη πατρίδα του εισήχθη στην Μέση Εκκλησιαστική Σχολή της Κορίνθου το 1948 κι αποφοίτησε το 1955. Εισήχθη το 1955 στην Θεολογική Σχολή Αθηνών λαμβάνοντας για όλη τη διάρκεια των σπουδών του υποτροφία από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών.
Μετά την αποφοίτησή του το 1959, έλαβε υποτροφία για μεταπτυχιακή ειδίκευση στο Κανονικό Δίκαιο από το ΙΚΥ και νέα υποτροφία από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών για σπουδές στα Πανεπιστήμια του Δουβλίνου και του Μάντσεστερ, από το 1960 έως το 1961. Από το 1961 έως το 1963 πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Ινστιτούτο Εκκλησιαστικού Δικαίου του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου. Παρακολούθησε μαθήματα Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Εκκλησιολογίας, Ιστορίας των Εκκλησιαστικών θεσμών, Ιστορίας του Ρωμαϊκού Δικαίου, Βυζαντινής Ιστορίας, Ρωσικής γλώσσας και φιλολογίας και γερμανικής γλώσσας. Η διδακτορική διατριβή που εκπόνησε πάνω στο Κανονικό Δίκαιο, το Νοέμβριο του 1963, αφορούσε την επίδραση των πηγών του Βυζαντινού και Κανονικού Δικαίου στη διαμόρφωση του πρώιμου Ρωσικού Δικαίου και είχε τίτλο « Le Reglement du prince Vladimir. Origine et fondements juridiques ».
Στιγμιότυπο από τη βράβευσή του από τον μακαριστό Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χριστόδουλο (6.6.2006). Φωτό Χρήστος Μπόνης
Κατά τη διάρκεια της θητείας του υπηρέτησε ως διερμηνέας του Στρατού ως αποσπασμένος στη Γραμματεία των Βασιλικών Ανακτόρων (1964-1965). Το 1966, κι αφού εγκρίθηκε η διδακτορική του διατριβή στην έδρα της Γενικής Εκκλησιαστικής Ιστορίας με θέμα «Η πρώτη εν Ρωσία εκκλησιαστική ιεραρχία και αι ρωσικαί πηγαί», διορίστηκε αρχικά Βοηθός στο Σπουδαστήριο Πρακτικής Θεολογίας και επιμελητής στη διδασκαλία του Κανονικού Δικαίου. Το 1970 εξελέγη υφηγητής, με την εργασία «Προϋποθέσεις διαμορφώσεως του θεσμού της Πενταρχίας των Πατριαρχών» και δίδαξε Γενική Εκκλησιαστική Ιστορία.
Στιγμιότυπο από τη βράβευσή του από τον μακαριστό Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χριστόδουλο (6.6.2006). Φωτό Χρήστος Μπόνης
Διετέλεσε έκτακτος καθηγητής το 1971 και το 1975 τακτικός καθηγητής στην έδρα Γενικής Εκκλησιαστικής Ιστορίας, μέχρι το 2003, οπότε αποχώρησε ως ομότιμος. Παράλληλα δίδαξε και άλλα μαθήματα, όπως Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία, Παλαιογραφία, Επιγραφική και Κανονικό Δίκαιο. Μεταξύ 1981 και 1983 διετέλεσε κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής Αθηνών. Δίδαξε μαθήματα Ιστορίας της Εκκλησίας Αντιόχειας και Βυζαντινής Ζωγραφικής τακτικώς στη Θεολογική Σχολή του Πατριαρχείου Αντιοχείας στο Μπάλαμαντ στα πλαίσια προγράμματος του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών.
Από το 1974 μέχρι το 1979 υπηρέτησε ως Γενικός Διευθυντής Θρησκευμάτων στο Υπουργείο Παιδείας και ως Κυβερνητικός Επίτροπος στην Ιερά Σύνοδο της ημιαυτόνομης Εκκλησίας της Κρήτης (1975-1980). Με την περίοδο της Γενικής Διευθυντίας του συνδέονται οι εισηγητικές προτάσεις του για τα περί θρησκείας άρθρα του Συντάγματος του 1975 και ο Καταστατικός Χάρτης της Ελλαδικής Εκκλησίας (νόμος 590/1977). Με αυτά επιδιωκόταν η κατοχύρωση της αυτοτέλειας της Εκκλησίας στα εσωτερικά της και η οριοθέτηση θεσμικής συνεργασίας με την Πολιτεία. Συνέβαλε επίσης στην μεταρρύθμιση της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης και της μόρφωσης του κλήρου, με την θέσπιση ως βασικής δομής της του τετρατάξιου Εκκλησιαστικού Λυκείου. Για την επιμόρφωση των κληρικών ιδρύθηκαν Ποιμαντικά τμήματα στις Θεολογικές Σχολές Αθήνας και Θεσσαλονίκης.
Η εισήγησή του για το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας (παραχώρηση των 4/5 της εκκλησιαστικής του περιουσίας στο Ελληνικό Δημόσιο, του συνόλου των αγροτικών εκτάσεων εκτός των αναγκαίων για την επιβίωση των μοναχών, παραχώρηση στο 10% του 1/5 αυτής της δυνατότητας αξιοποίησης, διευκολύνσεις στη δανειοδότηση της Εκκλησίας) δεν προωθήθηκαν λόγω των συγκυριών. Τέλος στο ζήτημα του πολιτικού γάμου με εισήγησή του υποστήριξε πως η νομοθετική επιβολή ως υποχρεωτικού αποκλειστικά είναι απαράδεκτη, ενώ υποστήριξε πως η Εκκλησία έπρεπε να δεχθεί τη νομοθετική καθιέρωσή του ως εναλλακτικής δυνατότητας.
Από το 1997 δίδαξε στο Ινστιτούτο Μεταπτυχιακών Σπουδών Ορθοδόξου Θεολογίας στο Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζύ της Γενεύης. Από το 2003 ήταν κοσμήτορας στο ίδιο Κέντρο. Συμμετείχε, ακόμα σε Πανορθόδοξες Διασκέψεις ως εκπρόσωπος ή σύμβουλος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, της Εκκλησίας της Ελλάδος, συμμετοχή σε πολιτειακές πρωτοβουλίες όπως των Υπουργείων Παιδείας, Εξωτερικών, ως εκπρόσωπος της Ελλαδικής Εκκλησίας στις εργασίας του τμήματος «Πίστις και τάξις» του Παγκοσμίου Συνεδρίου Εκκλησιών, σε διμερείς συναντήσεις ανάμεσα στην Ελλαδική Εκκλησία, τα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Αντιοχείας, με τους Ρωμαιοκαθολικούς, τους Παλαιοκαθολικούς, τις προχαλκηδόνιες ή αντιχαλκηδόνιες Εκκλησίες, την Παγκόσμια Λουθηρανική Συνομοσπονδία.
Τιμητικές διακρίσεις
Έχει ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Πρέσοβ της Σλοβακίας το 1990. Έχει λάβει παράσημα από τα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Αλεξανδρείας, Βουλγαρίας, την Εκκλησία της Τσεχίας-Σλοβακίας, το Οφφίκιο του Άρχοντος Δασκάλου της Εκκλησίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τον Χρυσό Σταυρό του Αποστόλου Παύλου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Συγγραφικό έργο
Το συγγραφικό του έργο απαριθμεί από το 1959 μέχρι το 2010, 342 δημοσιεύματα. Καλύπτουν θέματα από την Εκκλησιαστική Ιστορία, την Βυζαντινή Ιστορία, το Κανονικό Δίκαιο, την Ιστορία των Σλαβικών Εκκλησιών, άρθρα σε εγκυκλοπαίδειες (Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, «Πάπυρος Larousse Britannica», Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια), στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο για ζητήματα σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας, Εκκλησιαστικής περιουσίας, διεκκλησιαστικών σχέσεων.