Στο θέμα της χορήγησης της Αυτοκεφαλίας στις αυτοκέφαλες Εκκλησίες αναφέρεται σε σημερινή του επιστολή ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος, ενώ αναφερόμενος στο θέμα της Εκκλησίας της Ουκρανίας αναφέρει, μεταξύ άλλων, “Μέ ἀπασχολεῖ τό θέμα, ὅπως καί ὅλους τούς Ἀρχιερεῖς, πού εἶναι μέλη τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, γιά τό πῶς θά ἀντιμετωπισθῆ ἀπό τήν Ἐκκλησία μας ἡ χορήγηση Αὐτοκεφαλίας στήν Οὐκρανία ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὥστε νά μήν ἀνακύψουν νέα προβλήματα στίς σχέσεις μεταξύ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πού θά εἶναι σέ βάρος τῆς Ἐκκλησίας.
Αναλυτικότερα ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου επισημαίνει στη νέα επιστολή του, “Μέ τό θέμα τοῦ Αὐτοκεφάλου στήν Ἐκκλησία ἀσχολήθηκα πρίν πολλά χρόνια, ὅταν συνέγραφα δύο βιβλία μέ τίτλους «Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος» (2002) καί «Τά Συνοδικά καί Πατριαρχικά κείμενα, Συνοδικός Τόμος 1850 καί Πατριαρχική Πράξη 1928» (2004).
Προσφάτως συνέγραψα κείμενο πού ἀπέστειλα στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μέ ἀφορμή τήν συζήτηση γιά τό τί πρέπει νά πράξη, κατά τήν γνώμη μου, ὡς πρός τό θέμα τῆς Αὐτοκεφαλίας, πού δόθηκε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στήν Οὐκρανία, ὅπως εἶχα καθῆκον νά πράξω, ὡς μέλος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καί τό ἀνήρτησα στό διαδίκτυο γιά ἐνημέρωση ὅσων ἐνδιαφέρονται γιά τό θέμα. Ἡ κίνησή μου αὐτή ἦταν προσωπική καί αὐτόβουλη, χωρίς κάποια σκοπιμότητα.
Στό κείμενο αὐτό ἐκθέτω μέ πολύ μεγάλη συντομία τέσσερα σημεῖα, ἤτοι: 1. Σύντομο ἱστορικό τῶν Αὐτοκεφαλιῶν καί τῶν Πατριαρχικῶν ἀξιῶν. 2. Οἱ Πατριαρχικοί καί Συνοδικοί Τόμοι γιά τήν χορηγία Αὐτοκεφαλίας καί Πατριαρχικῆς ἀξίας. 3. Ἡ συζήτηση γιά τόν τρόπο ἀνακηρύξεως μιᾶς Ἐκκλησίας σέ Αὐτοκέφαλη. Καί 4. Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ θέματος τῆς Οὐκρανίας.
Γιά τήν σύνταξη τοῦ κειμένου αὐτοῦ χρησιμοποίησα τίς πηγές τίς ὁποῖες παραθέτουν ὁ κ. Ἀναστάσιος Βαβοῦσκος δρ. Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου Νομικῆς Σχολῆς ΑΠΘ δικηγόρος, καί ὁ κ. Γρηγόριος Λιάντας ἐπίκουρος καθηγητής Ἀνωτάτης Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκαδημίας Θεσσαλονίκης, στό βιβλίο τους μέ τίτλο: «Οἱ θεσμοί τοῦ αὐτοκεφάλου καί τοῦ αὐτονόμου καθεστῶτος στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (Μελέτες-Πηγές)», (Θεσσαλονίκη 2014).
Στό βιβλίο αὐτό προτάσσονται δύο μελέτες τῶν προαναφερθέντων ἐπιστημόνων καί ἀκολουθεῖ ἡ παράθεση τῶν πηγῶν, δηλαδή τόσο οἱ Πατριαρχικοί Τόμοι, πού ἐκδόθηκαν ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο γιά τίς Αὐτοκεφαλίες καί τίς Αὐτονομίες τῶν Ἐκκλησιῶν, ὅσο καί οἱ ἐπιστολές πού ἐστάλησαν ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μέ τίς ὁποῖες ἀνακοινώνεται ἡ χορήγηση τῶν συγκεκριμένων Πατριαρχικῶν καί Συνοδικῶν Τόμων.
Μετά τήν ἀνάρτηση τοῦ κειμένου μου ἕνας ἐκ τῶν συγγραφέων τοῦ βιβλίου πού προανέφερα, ἀπό τό ὁποῖο ἄντλησα τό ὑλικό, ὁ κ. Ἀναστάσιος Βαβοῦσκος ἀνήρτησε στό διαδίκτυο ἄρθρο του μέ τίτλο «Ἕνα θεμελιῶδες κανονικό λάθος», ὅπου γράφει, μεταξύ ἄλλων, ὅτι ὁ ἰσχυρισμός «ὅτι τά Αὐτοκέφαλα καθεστῶτα, τά ὁποῖα παραχωρήθηκαν ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο εἶναι ἀτελῆ καί ὅτι τελοῦν ὑπό τήν αἵρεση τῆς ἐγκρίσεώς τους ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο» «εἶναι ἐσφαλμένος».
Καί ἀφοῦ ἀναπτύσσει τήν σκέψη του, στήν συνέχεια γράφει: «Ὑπό αὐτά τά δεδομένα, μέ ἐξέπληξαν οἱ προσφάτως διατυπωθεῖσες ἀπόψεις τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου περί τοῦ ἀτελοῦς χαρακτήρα τῶν παραχωρηθέντων αὐτοκεφάλων καθεστώτων». Ὑποστηρίζει δέ ὁ κ. Βαβοῦσκος ὅτι «οἱ ἀποφάσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι πλήρεις καί τέλειες, ὁποιαδήποτε δέ ἄποψη περί τοῦ ἀντιθέτου, θέτει ὑπό ἀμφισβήτηση τήν πλήρη ἰσχύ αὐτῶν καί κατ’ ἐπέκτασιν θέτει ὑπό ἀμφισβήτηση τό ἴδιο τό κῦρος τοῦ θεσμοῦ, πού τίς ἐκδίδει, δηλαδή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου».
Ἡ καταληκτική δέ πρότασή του εἶναι:
«Ἐγώ, αὐτό πού ἔχω νά πῶ, εἶναι τό ἑξῆς. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ὀφείλει ἄμεσα καί χωρίς καθυστέρηση νά ἀνακαλέσει τήν ἐντολή πρός τίς δύο Συνοδικές Ἐπιτροπές γιά διερεύνηση τοῦ θέματος τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας καί νά προχωρήσει στήν ἀπεύθυνση ἐπιστολῆς πρός τόν Προκαθήμενο τῆς νέας Ἐκκλησίας, μέ τήν ὁποία νά τόν συγχαίρει γιά τήν ἐκλογή του καί νά τόν καλεῖ νά ἐπισκεφθεῖ τήν Ἀθήνα. Ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀπόφαση ἤ ἐνέργεια εἶναι ἀντικανονική».
Ἡ καταληκτική αὐτή πρόταση εἶναι παράδοξη, διότι ἡ Ἐκκλησία ἐργάζεται πάντοτε συνοδικά καί δέν μπορεῖ τό θέμα αὐτό, μέ ὅλες τίς παραμέτρους του, νά μήν συζητηθῆ στίς Συνοδικές Ἐπιτροπές, στήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο καί στήν Ἱεραρχία, μέ ἀπόλυτο βέβαια σεβασμό στούς θεσμούς καί στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Πάντως, θά ἤθελα νά δώσω μερικές διευκρινήσεις γιά τό προηγούμενο κείμενό μου, χωρίς νά φανῆ ὅτι ἀντιδικῶ μέ τόν κ. Ἀναστάσιο Βαβοῦσκο, μέ τόν ὁποῖο διατηρῶ προσωπική ἐπικοινωνία, τόν ἐκτιμῶ γιά τίς γνώσεις του στό ἐκκλησιαστικό δίκαιο καί ἔχουμε συνεργασθῆ γιά πολλά θέματα.
1.Τό κείμενο πού ἀπέστειλα στήν Ἱερά Σύνοδο καί ἀναρτήθηκε στό διαδίκτυο δέν εἶχε σκοπό νά ἀμφισβητήση τό κῦρος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἀντίθετα μάλιστα, ἦταν ἐπιστηρικτικό, ὅταν κατανοήση κανείς προσεκτικά τό νόημά του.
Μέ ἀπασχολεῖ τό θέμα, ὅπως καί ὅλους τούς Ἀρχιερεῖς, πού εἶναι μέλη τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, γιά τό πῶς θά ἀντιμετωπισθῆ ἀπό τήν Ἐκκλησία μας ἡ χορήγηση Αὐτοκεφαλίας στήν Οὐκρανία ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὥστε νά μήν ἀνακύψουν νέα προβλήματα στίς σχέσεις μεταξύ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πού θά εἶναι σέ βάρος τῆς Ἐκκλησίας.
2.Στό κείμενό μου ἔκανα τήν διάκριση μεταξύ τῆς κατ’ ἀκρίβειαν χορηγήσεως τῆς αὐτοκεφαλίας ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο, ὅπως ἔγινε γιά τά Πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα καί τήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, καί τῆς κατ’ οἰκονομίαν χορηγήσεως ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τῆς Αὐτοκεφαλίας τῶν νεωτέρων Ἐκκλησιῶν, μέχρι νά συγκληθῆ ἡ Οἰκουμενική ἤ Μεγάλη Σύνοδος γιά νά ἐπιβεβαιώση τήν χορήγηση πού τούς δόθηκε. Εἰδικότερα γιά τό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας δόθηκε μέν ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, ἀλλά στήν συνέχεια ἐπῆλθε συναίνεση ἀπό τά ἄλλα Πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα, ὥστε νά ἰσχύη ἀπό τήν ἡμέρα πού δόθηκε ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη.
Ἔτσι δέν ἔκανα λόγο γιά ἀτελῆ Αὐτοκέφαλα, ἀλλά μελετώντας τά ἴδια τά Πατριαρχικά κείμενα πού παρατίθενται στό βιβλίο τῶν κ.κ. Ἀναστασίου Βαβούσκου καί Γρηγορίου Λιάντα, ἔκανα λόγο γιά χορήγηση αὐτοκεφαλίας ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο: «ἀπεφηνάμεθα» καί «ἀποφαίνεται»∙ καί «τελειωτικῶς», «ἐπί τῇ προσδοκίᾳ», «τελοῦν σέ ἀναφορά» ἀπό τήν Οἰκουμενική ἤ Πανορθόδοξη Σύνοδο, ὅπως φαίνεται στίς ἐπιστολές πού ἀπέστειλε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μαζί μέ τούς Τόμους μέ τούς ὁποίους χορηγήθηκε ἡ Αὐτοκεφαλία. Ἐκεῖ ἐκφράζεται καί διατυπώνεται ὅτι θά ὑπάρξη συναίνεση ἀπό τά ἄλλα Πατριαρχεῖα, σύμφωνα μέ τήν συνοδική δομή τῆς λειτουργίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἤδη στό προηγούμενο κείμενό μου εἶχα ἀναφέρει τήν ἐπιστολή τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας περί ἀνακοινώσεως πρός αὐτήν τῆς ἀποφάσεώς του γιά τήν ἀνύψωσή της σέ Πατριαρχεῖο, στήν ὁποία κάνει λόγο γιά τήν κατ’ οἰκονομίαν χορήγηση ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἀλλά καί τήν «κανονική ἀκρίβεια» καί «τελειωτική» ἀπό Οἰκουμενική ἤ Μεγάλη Σύνοδο, κατά τήν ὁποία ἔχει βεβαία πεποίθηση ὅτι «καί ἄλλα ἐχούσῃ ἤδη τά πραγματικά παραδείγματα, ὁμογνώμονας καί συμψήφουςἔξομεν καί τούς λοιπούς Ἁγιωτάτους καί Σεβασμιωτάτους Πατριάρχας καί Προέδρους πασῶν τῶν Ἁγίων ἀδελφῶν ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί κοινή καί ἀπό τοῦδε ἔσται πάντων ἡ συναίνεσις περί τῆς εἰς τήν Πατριαρχικήν ἀξίαν ἀνυψώσεως τῆς ἀδελφῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας…».
Προσθέτω ἐδῶ ὅτι τό ἴδιο παρατηρεῖται καί στήν Πατριαρχική ἐπιστολή πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας, μέ τήν ὁποία ἀνακοινώνει τήν ἀπόφασή του γιά τήν ἀνύψωσή της σέ Πατριαρχεῖο. Καί ἐκεῖ γράφεται:
«Ἔγνωμεν, τῇ οἰκονομίᾳ χρώμενοι, δοῦναι ἀπό τοῦδε τήν ἀδελφικήν συγκατάθεσιν καί ἀναγνώρισιν καί εὐλογίαν τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως εἰς τά ὅπως ποτέ, κατά παρέκκλισιν πάντως ἀπό τῆς κανονικῆς ἀκριβείας καί τάξεως, ἐν τῇ αὐτόθι Ἁγιωτάτῃ Ἐκκλησίᾳ συντελεσθέντα, ἐν τῇ πεποιθήσει, βεβαίως, καί προσδοκίᾳ ὅτι ἐν τῇ ἀποφάσει ἡμῶν ταύτῃ ἕξωμεν, κατά τά πρόσθεν γενόμενα, ὁμογνώμονας καί συμψήφους καί τούς λοιπούς Μακαριωτάτους καί τιμιωτάτους Πατριάρχας καί Προέδρους τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ἕως οὗ καί τό ζήτημα τοῦτο τελειωτικῶς καθορισθῇ ὑπό Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μόνης ἐχούσης τό δικαίωμα τοῦ προσάγειν τινά τῶν ἐπί μέρους ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν εἰς Πατριαρχικήν ἀξίαν καί περιωπήν» (Ἀναστάσιος Βαβοῦσκος, Γρηγόριος Λιάντας, Οἱ θεσμοί τοῦ αὐτοκεφάλου καί τοῦ αὐτονόμου καθεστῶτος στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 162-163).
Ἑπομένως, ἀναγνωρίζω τό σκεπτικό τοῦ κ. Ἀναστασίου Βαβούσκου ὅτι δέν πρέπει νά φανῆ ὅτι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο δέν χορηγεῖ ἀτελῆ Αὐτοκέφαλα καί ὅτι στούς Τόμους πού ἐξέδωσε φαίνεται ὅτι χορηγεῖ τήν Αὐτοκεφαλία μέ κυριαρχικό δικαίωμα, ἀλλά τό ἴδιο τό Πατριαρχεῖο στίς Ἐπιστολές πού ἀπέστειλε στίς Ἐκκλησίες μαζί μέ τούς Τόμους τῆς Αὐτοκεφαλίας τους κάνει τήν διάκριση μεταξύ τῆς κατ’ οἰκονομίαν χορηγήσεως Αὐτοκεφαλίας καί τῆς κατά ἀκρίβειαν καί ἐν ἀναφορᾷ πρός τήν Οἰκουμενική Σύνοδο ἤ Μεγάλη ἄλλη Σύνοδο τελειώσεως τῆς Πατριαρχικῆς τιμῆς καί ἀξίας. Αὐτά τά διαβάζει κανείς στίς πηγές πού παραθέτουν οἱ κ.κ. Ἀναστάσιος Βαβοῦσκος καί Γρηγόριος Λιάντας στό βιβλίο πού προαναφέραμε.
3.Εἶναι χαρακτηριστική ἡ περίπτωση χορηγήσεως τῆς Πατριαρχικῆς τιμῆς καί ἀξίας στήν Ἐκκλησία τῆς Μόσχας, ὅπου φαίνεται πῶς λειτουργεῖ τό Συνοδικό σύστημα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας Β’ ὁ Τρανός χορήγησε τήν Πατριαρχική τιμή καί ἀξία στόν Μητροπολίτη Μόσχας «ἐπιτοπίως» τό 1589, ἀλλά χρειάσθηκε καί ἡ συναίνεση τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων, πράγμα πού ἔγινε στίς ἐνδημοῦσες Συνόδους τοῦ 1590 καί 1593.
Ὁ ὁμότιμος καθηγητής Βλάσιος Φειδᾶς ἀνέλυσε διεξοδικῶς τό πῶς ἱδρύθηκε τό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας, στό βιβλίο του μέ τίτλο «Ὁ Θεσμός τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν ἀπό τήν Ε’ Οἰκουμενικήν Σύνοδον μέχρι σήμερον (553-2012)» (Ἀθῆναι 2012).
Ἐκεῖ φαίνεται ὅτι ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἱερεμίας Β’, χορήγησε «ἐπιτοπίως» τήν Πατριαρχική τιμή καί ἀξία στόν Μητροπολίτη Μόσχας τήν 23η Ἰανουαρίου 1589 μέ τήν πίεση τοῦ μεγάλου Βασιλέως τῆς Μεγάλης Ρωσίας Θεοδώρου καί τοῦ πανίσχυρου ἀδελφοῦ τῆς Βασιλίσσης Εἰρήνης Βόριδος Γκοντούνωφ. Ἡ ἀνύψωση αὐτή «ἀπετέλει μίαν ἀθέτησιν ἤ καί ὑπέρβασιν τῆς καθιερωμένης σχετικῆς κανονικῆς παραδόσεως περί τοῦ ἀμεταβλήτου τοῦ θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν». Ἐνθρόνισε δέ τόν Μητροπολίτη Μόσχας Ἰώβ τήν 26η Ἰανουαρίου 1589.
Ὅταν, ὅμως, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἐπέστρεψε στήν Κωνσταντινούπολη, συνεκάλεσε Ἐνδημοῦσα Σύνοδο τό 1590 μέ τήν συμμετοχή τῶν Πατριαρχῶν Ἀντιοχείας Ἰωακείμ Ε’ καί Ἱεροσολύμων Σωφρονίου Δ’ γιά τήν συναίνεσή τους στήν ἀνακήρυξη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας ὑπ’ αὐτοῦ σέ Πατριαρχεῖο. Δέν παρευρέθη ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, διότι τότε ὁ Πατριαρχικός θρόνος τῆς Ἀλεξανδρείας τελοῦσε σέ χηρεία.
Ἡ Ἐνδημοῦσα αὐτή Σύνοδος τοῦ 1590 ἀπεκάλεσε τόν ἑαυτό της «Οἰκουμενική Σύνοδο» καί συναίνεσε στήν χορήγηση τῆς πατριαρχικῆς τιμῆς καί ἀξίας. Στό Συνοδικό Χρυσόβουλλο ἤ Τόμο μέ τόν ὁποῖον ἀνυψώθηκε ὁ Μητροπολίτης Μόσχας σέ Πατριάρχη καί ἀπεστάλη στόν Πατριάρχη Μόσχας γράφεται μεταξύ ἄλλων:
«Οὕτως ἀπεφασίσαμεν ἐπιτοπίως. Ὅτε δέ ἡ μετριότης ἡμῶν ἐπανήλθομεν πρός τόν θρόνον ἐν τῇ τοῦ Κωνσταντίνου πόλει καί ἐδηλώσαμεν τό προκείμενον, τόν σκοπόν καί τήν αἴτησιν τοῦ εὐσεβεστάτου Ἄνακτος πρός τούς λοιπούς ἀξιοσεβεστάτους καί ἁγιωτάτους πατριάρχας, ἐφάνη τοῦτο αὐτοῖς εὐάρεστόν τε καί ηὐλογημένον. Καί αὖθις ἡ μετριότης ἡμῶν, μετ’ αὐτῶν τῶν πατριαρχῶν καί μεθ’ ὅλης τῆς Οἰκουμενικῆς συνόδου ὁμογνωμόνως καί, ἑνούμενοι ἐν ἁγίῳ Πνεύματι, γράφομεν καί διαδηλοῦμεν διά τοῦ παρόντος Συνοδικοῦ Γράμματος ὅτι, Πρῶτον, ὁμολογοῦμεν καί τελοῦμεν ἐν τῇ βασιλευούσῃ πόλει Μόσχᾳ τήν ἐγκαθίδρυσιν καί τόν διορισμόν τοῦ κυρίου Ἰώβ πατριάρχου, ἵνα καί εἰς τό μέλλον τιμᾶται καί ὀνομάζηται μεθ’ ἡμῶν τῶν Πατριαρχῶν καί ἔχῃ τήν τάξιν εἰς τάς εὐχάς μετά τόν τῶν Ἱεροσολύμων, καί ἵνα ὡς κεφαλήν ἔχῃ αὐτός τόν ἀποστολικόν θρόνον τῆς τοῦ Κωνσταντίνου πόλεως, ὡς καί οἱ ἄλλοι πατριάρχαι. Δεύτερον, τό σήμερον δοθέν ὄνομα καί ἡ πατριαρχική τιμή ἐδόθησαν καί ἐπεκυρώθησαν σταθερῶς οὐ μόνον εἰς τόν κύριον Ἰώβ, ἀλλά καί εἰς τούς μετ’ αὐτόν, ἵνα ἐγκαθιδρύωνται ὑπό τῆς μοσχοβικῆς Συνόδου πατριάρχαι οἱ τάς πρώτας τοῦ κλήρου ἀρχάς κατέχοντες, κατά τούς κανόνας, ὡς ἤσχισεν ἀπ’ αὐτοῦ τοῦ συλλειτουργοῦ τῆς ἡμῶν μετριότητος, τοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπητοῦ ἡμῶν ἀδελφοῦ Ἰώβ, καί διά τοῦτο τό κανονισθέν τοῦτο Γράμμα ἐπεκυρώθη εἰς μνήμην αἰώνιον τῷ ζςη’ ἔτει (7098=1590) μηνός Μαΐου» (Κ. Δελικάνη, Πατρ. Ἔγγραφα, ΙΙΙ, 24-26)» (βλ. Βλασίου Φειδᾶ, Ὁ Θεσμός τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν ἀπό τήν Ε’ Οἰκουμενικήν Σύνοδον μέχρι σήμερον (553-2012)», Ἀθῆναι 2012, σελ. 345-346).
Μετά ἀπό τρία χρόνια καί συγκεκριμένα τό 1593 συνῆλθε πάλι ἡ Ἐνδημοῦσα Σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη, στήν ὁποία συμμετεῖχε καί ὁ νέος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Μελέτιος Πηγᾶς, γι’ αὐτό καί πάλι ἐτέθη τό θέμα τῆς ἀνακηρύξεως τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας σέ ἰσότιμο Πατριαρχεῖο μέ τά ἄλλα πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα. Καί αὐτό ἔγινε γιατί ὁ Μελέτιος Πηγᾶς κατέκρινε τήν ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί τοῦ Τσάρου τῆς Ρωσίας μέ τό σκεπτικό ὅτι εἰσήγαγαν ἕναν ἀπαράδεκτον «νεωτερισμόν» στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔτσι, ἡ Ἐνδημοῦσα Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως «ἦτο κατά τό μᾶλλον ἤ ἧττον διαδικασία τρόπον τινα ἀπολογίας τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Μελετίου Πηγᾶ» γιά τίς κανονικές ἐπιφυλάξεις του ὡς πρός τήν «ὁμογνωμόνως» ἐκφρασθεῖσα συναίνεση καί τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν στήν Ἐνδημοῦσα Σύνοδο τοῦ 1590. Τελικά, καί στήν Ἐνδημοῦσα Σύνοδο τοῦ 1593, ὅπως καί στήν Ἐνδημοῦσα Σύνοδο τοῦ 1590 ἐκφράσθηκε ἡ συναίνεση τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν στήν ἔκδοση τοῦ «Πατριαρχικοῦ Χρυσοβούλλου» ἤ «Τόμου», «ἐπιτοπίως» ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη «διά τήν κατ’ ἀρχήν ἀνακήρυξιν τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας (1589)». Περισσότερα μπορεῖ νά δῆ ὁ ἀναγνώστης στό βιβλίο τοῦ καθηγητοῦ Βλασίου Φειδᾶ (βλ. Βλασίου Φειδᾶ, Ὁ Θεσμός τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν ἀπό τήν Ε’ Οἰκουμενικήν Σύνοδον μέχρι σήμερον (553-2012)», Ἀθῆναι 2012, σελ. 342-356).
Τό παράδειγμα τῆς ἀνυψώσεως τοῦ Μητροπολίτη Μόσχας σέ Πατριάρχη καί μάλιστα πέμπτον στήν σειρά μετά τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων εἶναι πολύ χαρακτηριστικό. Δόθηκε ἡ πατριαρχική τιμή καί ἀξία ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί στήν συνέχεια ὑπῆρξε καί ἡ συναίνεση καί τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν. Αὐτό ἐπιβάλλει τό συνοδικό σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας.
4.Τό σκεπτικό πού διατυπώθηκε στό ἔγγραφό μου πού ἀπέστειλα στήν Ἱερά Σύνοδο καί ἀναρτήθηκε στό διαδίκτυο δέν εἶναι προσωπικές μου ἀπόψεις, οὔτε «προσφάτως διατυπωθεῖσες», ἀλλά ἔχουν διατυπωθῆ στό παρελθόν καί μάλιστα μέ ἐπίσημο χαρακτήρα ἀπό τό ἴδιο τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Αὐτό φαίνεται στό κείμενο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τό 1990 μέ τίτλο «Τό Αὐτοκέφαλον καί τό Αὐτόνομον ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ καί τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτῶν», πού χρησιμοποιήθηκε στόν διάλογο μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν γιά τήν χορήγηση τοῦ αὐτοκεφάλου καί τοῦ αὐτονόμου σέ Ἐκκλησίες, ἐν ὄψει τῆς συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.
Τό Πατριαρχικό αὐτό κείμενο, τό ὁποῖο παρατίθεται στό προαναφερθέν βιβλίο τῶν κ.κ. Ἀναστασίου Βαβούσκου καί Γρηγορίου Λιάντα, στό στοιχεῖο 47 γράφει:
«Τό αὐτοκέφαλον τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, κρινόμενον ἀείποτε ὡς θέμα οὐχί ἁπλῶς ἀναγόμενον εἰς τόν χῶρον τῆς διοικητικῆς διοργανώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ὡς ἀποτελοῦν θεμελιῶδες γνώρισμα τῆς ἐν τῇ πολλαπλότητι διασωζομένης ἑνότητος τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἀντικατοπτρίζον τήν ἐν τῇ διοικήσει αὐτοτέλειαν καί αὐτοανάπτυξιν τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος, ἀνήκει καί τοῦτο, ἐπί ἐξοικονομήσει τῶν πραγμάτων, εἰς τήν οὑτωσί ἐπί αἰῶνας ἀσκήσασαν τήν δικαιοδοσίαν ταύτην πρώτην ἐν τῷ συστήματι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν Ἐκκλησίαν, ὡς τοῦτο δέ καί ἀντιμετωπίζεται νῦν καί ἐφεξῆς, ἄχρι τῆς συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καί μεγάλης Συνόδου τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Αὕτη, ἑπομένως, ἤτοι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, κατά τά προειρημένα, μέλλει τοῦτο μέν καί τά ὑπό τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως οὑτωσί ἐκχωρηθέντα αὐτοκέφαλα κρῖναι, ἐπευλογῆσαι καί τελειῶσαι, τοῦτο δέ κατά τήν τηρηθεῖσαν ἄχρι τοῦ νῦν σχετικήν πρᾶξιν καί τό ἐκ τῆς χρήσεως δημιουργηθέν ἐθιμικόν δίκαιον ἀναγνωρῖσαι καί ἐπιφραγῖσαι διά πᾶσαν καί ἐφεξῆς ἀνάλογον περίπτωσιν, ἵνα μή δημιουργῶνται παρόμοιαι ἐν τῷ μέλλοντι ἐμπλοκαί» (Ἀναστασίου Βαβούσκου καί Γρηγορίου Λιάντα, ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 104).
Ἑπομένως, τό ἴδιο τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀποδεχόταν στίς συζητήσεις νά κριθοῦν, νά ἐπευλογηθοῦν, νά τελειωθοῦν, νά ἀναγνωρισθοῦν καί νά ἐπισφραγισθοῦν ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τά ἤδη ἐκχωρηθέντα Αὐτοκέφαλα στίς νεώτερες Ἐκκλησίες, πράγμα πού θά συμβαίνη ἐφεξῆς σέ ἀνάλογες περιπτώσεις.
Δυστυχῶς, ἡ Ἐκκλησία τῆς Μόσχας καί οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες πού τήν ἀκολούθησαν συνετέλεσαν στό νά μή παραπεμφθῆ αὐτό τό θέμα στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, ἡ ὁποία καί θά ἔκρινε, θά ἐπευλογοῦσε, θά τελείωνε, θά ἀνεγνώριζε καί θά ἐπισφράγιζε τά «ἐκχωρηθέντα αὐτοκέφαλα» ἀπό τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, καί θά καθόριζε τί θά γινόταν σέ παρόμοιες περιπτώσεις στό μέλλον.
5. Τό ὅτι ἔτσι τό ἀντιλαμβάνονταν οἱ Ἐκκλησίες, πού ἔλαβαν τά Αὐτοκέφαλα ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, φαίνεται ἀπό τόν διάλογο πού ἔγινε πρίν τήν σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.
Ἐπειδή στήν Συνοδική Περίοδο 2015-2016 ἤμουν μέλος τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, παρακολούθησα ὅλον τόν διάλογο πού ἔγινε πρίν τήν σύγκλησή της. Διεπίστωσα, γιά παράδειγμα, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας ἐτόνιζε, μεταξύ τῶν ἄλλων, ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή θά ἔπρεπε νά ἐπιληφθῆ τοῦ θέματος τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς Αὐτοκεφαλίας πού δόθηκε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Πρός ἐπιβεβαίωση τοῦ λόγου αὐτοῦ ὑπενθυμίζω τό μήνυμα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τούς Πρωθιεράρχας καί τάς Ἱεράς Συνόδους τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (ἀρ. πρωτ. 62/164/25-5-2016).
Τό Πατριαρχεῖο τῆς Σερβίας στό κείμενο αὐτό θέτει διαφόρους προβληματισμούς γιά τήν προγραμματισθεῖσα Σύνοδο καί μεταξύ τῶν ἄλλων ζητοῦσε ἡ Σύνοδος αὐτή νά προβῆ στήν διαπίστωση ὅτι ὑφίστανται 14 Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες καί ὅτι αὐτό ἀρκεῖ γιά τήν διαπίστωση καί τοῦ Αὐτοκεφάλου Καθεστῶτος τους. Συγκεκριμένα, μεταξύ τῶν ἄλλων, ἔγραφε:
«Δεδομένου ὅτι τό ζήτημα τῆς ἀνά μέσον τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκλησιῶν κοινωνίας ἔχει καθοριστικήν σημασίαν διά τήν ἐν τῷ κόσμῳ ἀποστολήν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀπαραίτητον θεωροῦμεν τήν διαφώτισιν τοῦ θέματος τοῦ αὐτοκεφάλου, ἐπί τοῦ ὁποίου θέματος ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία ἐπέμενεν ἀδιαλείπτως. Ἡ προκειμένη Σύνοδος ἔχει ἐπαρκῆ θεολογικά καί ποιμαντικά κίνητρα, ὅπως προβῇ εἰς διαπίστωσιν, ὅτι σήμερον ὑφίστανται δεκατέσσαρες αὐτοκέφαλοι Ἐκκλησίαι καί ὅτι τό γεγονός τοῦτο ἀρκεῖ πρός ἐπικύρωσιν τοῦ αὐτοκεφάλου καθεστῶτος (status) αὐτῶν. Πλήν τούτου, τό θέμα τῆς αὐτοκεφαλίας καί τοῦ τρόπου τῆς ἀνακηρύξεως αὐτῆς, πάρεξ τοῦ τρόπου τοῦ ὑπογράφειν τόν σχετικόν Τόμον, ἔτυχε τῆς μέχρι λεπτομερειῶν ἐπεξεργασίας κατά τήν διάρκειαν τῆς προπαρασκευῆς τῆς Συνόδου. Διό δικαιολογεῖται καί εἶναι πάντῃ λυσιτελής ἡ ὑπό τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης ταύτης Συνόδου ἀποδοχή καί διακήρυξις τοῦ ἀποτελέσματος τῆς προεργασίας δεκαετιῶν».
Ἄρα, τό Πατριαρχεῖο Σερβίας ζητοῦσε τήν συναίνεση καί τῶν ἄλλων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, γιά τήν διαπίστωση καί ἐπικύρωση «αὐτοκεφάλου καθεστῶτος», ἐπειδή γνώριζε τό πρόβλημα.
Ἐπειδή, ὅμως, δέν εἶχε συμφωνηθῆ ἀπό τούς Προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν νά συζητηθῆ τελικῶς τό κείμενο περί τῆς χορηγήσεως Αὐτοκεφάλου στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης, γι’ αὐτό καί δέν ἐτέθη στό θεματολόγιο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τό θέμα τῆς ἐπευλογήσεως, τελειώσεως καί ἐπισφραγίσεως τοῦ Αὐτοκεφάλου τῶν Ἐκκλησιῶν ἐκείνων πού ἔλαβαν τήν Αὐτοκεφαλία ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
6. Τήν ἄποψη ὅτι γιά τήν ὁλοκλήρωση τῆς Αὐτοκεφαλίας ἀπαιτεῖται ἀπόφαση τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἤ ἄλλης Μεγάλης Συνόδου, τήν διετύπωσε ἐδῶ καί πολλά χρόνια ὁ διακεκριμένος καθηγητής τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου Σπύρος Τρωϊάνος, καί, ἑπομένως, δέν διατυπώθηκε προσφάτως ἀπό ἐμένα.
Στό βιβλίο του Παραδόσεις Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, (ἔκδ. Ἀντ. Σάκκουλα, Ἀθήνα-Κομοτηνή 1984) καί ἰδιαίτερα στό κεφάλαιο μέ τίτλο «Ἁρμόδιο ὄργανο γιά τή χορήγηση ἐκκλησιαστικῆς ἀνεξαρτησίας», ἀναφέρεται στό ζήτημα αὐτό.
Στήν ἀρχή γράφει γιά τά παλαίφατα Πατριαρχεῖα ὅτι «ὅλα τά θέματα τά σχετικά μέ τό αὐτοκέφαλο τῶν ἐκκλησιῶν, ὅπως ἡ ἀνακήρυξή τους, ἡ τάξη τους, τά ὅρια τῆς δικαιοδοσίας τους κλπ., ρυθμίζονταν μέ ἀποφάσεις λαμβανόμενες ἀπό συνόδους αὐτῆς τῆς μορφῆς, δηλαδή οἰκουμενικές» (σελ. 134).
Ἔπειτα ἀναφέρεται στήν νεώτερη πράξη χορηγήσεως τῶν Αὐτοκεφάλων καί γράφει:
«Ἀπό τόν 9ο αἰώνα ἔπαψε ἡ σύγκληση τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων καί τή θέση τους στήν κορυφή τῶν ὀργάνων ἀσκήσεως τῆς διοικητικῆς ἐξουσίας σέ εὐρεία ἔννοια μέσα στήν Ἐκκλησία κατέλαβε ἠ ἐνδημούσα σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως (…). Μολονότι ὑπάρχουν πολλά κενά στίς πηγές, πού ἀναφέρονται στήν ἀνακήρυξη ὡς αὐτοκεφάλων τῶν ἀρχιεπισκοπῶν Ἀχρίδας καί Τυρνόβου καί τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά μήν εἶναι στό σύνολό της γνωστή ἡ διαδικασία πού τηρήθηκε στίς περιπτώσεις αὐτές (11ος-14ος αἰώνας), πάντως ἡ σύμπραξη τῆς πατριαρχικῆς συνόδου γίνεται πολύ αἰσθητή. Στήν ἀνακήρυξη τοῦ αὐτοκεφάλου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας καί ἰδιαίτερα στήν ἀνύψωσή της σέ πατριαρχεῖο (ἔτ. 1593) ἡ παρουσία ἤ ἡ ἐκπροσώπηση ὅλων τῶν πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς προσδίνει στή σύνοδο πανορθόδοξο χαρακτήρα. Ἀλλά στήν ἄρση τοῦ αὐτοκεφάλου τῆς ἀρχιεπισκοπῆς τῆς Ἀχρίδας (ἔτ. 1767) ἐμφανίζεται πάλι ἡ σύνοδος μέ τή συνηθισμένη της μορφή» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 134).
Ἀκόμη ἀναφέρεται στίς Αὐτοκεφαλίες πού δόθηκαν στίς Ἐκκλησίες μετά τό 1900 ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, καί ἐπισημαίνει:
«Ἑπομένως, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει ἀδυναμία συγκλήσεως οἰκουμενικῆς συνόδου, ἡ σύσταση πρέπει νά γίνει ἀπό ἕνα ὄργανο, πού οἱ ἀποφάσεις του ἀπό ἄποψη τυπικῆς δυνάμεως νά εἶναι ἰσοδύναμες μέ ἀποφάσεις οἰκουμενικῆς συνόδου. Τέτοιο ὄργανο κάτω ἀπό τίς σημερινές συνθῆκες στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι μόνο μία πανορθόδοξη σύνοδος. Εἶναι πολύ ἀμφίβολο, ἄν στό προκείμενο θέμα εἶναι ἐπιτρεπτή ἡ ἄσκηση οἰκονομίας, γιατί δέν εἶναι μέν ζήτημα δογματικό, ἀλλά πάντως ἀποτελεῖ θέμα ἰδιάζουσας βαρύτητας στήν ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό πιστεύω ὅτι τή θέση τῆς πανορθόδοξης συνόδου δέν μπορεῖ νά πάρει ἄλλο ὄργανο, οὔτε καί αὐτή ἡ πατριαρχική σύνοδος» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ 136).
Βέβαια, ὅπως ἀναφέρθηκε προηγουμένως, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἐξέδωσε Πατριαρχικό Τόμο, ἀλλά ἀναφέρεται ἡ τελείωσή τους στήν Οἰκουμενική ἤ Μεγάλη Σύνοδο.
Καί μετά ἀπό τά προηγούμενα καταλήγει ὁ καθηγητής Σπῦρος Τρωϊάνος:
«Ὅπως προκύπτει ἀπό ὅλους τούς σχετικούς συνοδικούς τόμους, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο –ἀνανωρίζοντας προφανῶς τήν ἀποκλειστική ἁρμοδιότητα οἰκουμενικῆς ἤ τοὐλάχιστον πανορθόδοξης συνόδου– δέν προχώρησε στήν ἀνακήρυξη τῶν αὐτοκεφάλων αὐτῶν ἐκκλησιῶν σέ πατριαρχεῖα, ἀλλά ἁπλῶς αὐτοδεσμεύτηκε δίνοντας ἀπό πρίν τή συναίνεσή του γιά τήν ἀνακήρυξη “ἐν Οἰκουμενικῇ ἤ καί μεγάλῃ ἄλλῃ Συνόδῳ ἐν πρώτῃ εὐκαιρίᾳ συνερχομένῃ”, πού, ὅπως ρητά τονίζεται στό κείμενο τῶν τόμων, εἶναι ἁρμόδια σύμφωνα μέ τήν κανονική ἀκρίβεια νά ἀποφαζίζει γιά τέτοια θέματα. Ἑπομένως, ἡ διαδικασία γιά τήν ἀνύψωση τῶν ἐκκλησιῶν Σερβίας, Ρουμανίας καί Βουλγαρίας σέ πατριαρχεῖα ἀπό αὐστηρά νομική ἄποψη δέν ἔχει ἀκόμη ὁλοκληρωθεῖ» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 136).
Ἐξ ἄλλου ὁ καθηγητής Γρηγόριος Λιάντας στό βιβλίο πού προαναφέρθηκε, τό ὁποῖο ἐξέδωσε μαζί μέ τόν κ. Ἀναστάσιο Βαβοῦσκο, παραπέμπει σέ κείμενο τοῦ Σπύρου Τρωϊάνου, ὅπου γράφεται ὅτι ἡ χορήγηση τοῦ Αὐτοκεφάλου ἀναφέρεται ἀποκλειστικῶς στήν ἁρμοδιότητα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί στήν συνέχεια τήν θέση τους κατέλαβε ἡ ἐνδημοῦσα Σύνοδος τῆς Κωσταντινουπόλεως, καί αὐτό κατ’ οἰκονομίαν (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 71).
Ἀπό ὅλα τά ἀνωτέρω συνάγονται τά ἑξῆς:
Πρῶτον. Τό σύστημα διοικήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σέ ὅλα τά ἐπίπεδα (ἐπισκοπικό, μητροπολιτικό, πατριαρχικό, διορθόδοξο) εἶναι «συνοδικόν ἱεραρχικῶς» καί «ἱεραρχικόν συνοδικῶς» (βλ. Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, Ἡ ποιμαντική διακονία κατά τούς ἱερούς Κανόνας, ἐκδ. Ἄθως, Πειραιεύς, σελ. 113-129).
Δεύτερον. Στούς πρώτους αἰώνας τά Αὐτοκέφαλα χορηγήθηκαν ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους. Τό Πατριαρχεῖο Μόσχας ἀπέκτησε τήν Πατριαρχική τιμή καί ἀξία ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί ἀργότερα συναίνεσαν καί τά ἄλλα Πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα. Τά νεώτερα Πατριαρχεῖα ἔλαβαν τήν Πατριαρχική τιμή καί ἀξία τους, ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί τελοῦν σέ ἀναφορά πρός τήν Οἰκουμενική Σύνοδο ἤ τήν Μεγάλη Σύνοδο γιά τήν κανονική συναίνεσή τους.
Τρίτον. Στίς ἡμέρες μας ὑφίσταται αὐτό τό πρόβλημα μέ τήν Οὐκρανία, πράγμα πού προκαλεῖ προβλήματα στήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διότι εὐθύνονται ἐκεῖνοι πού ὑπονόμευσαν τό κείμενο πού εἶχε ἑτοιμασθῆ γιά τήν χορήγηση τῆς Αὐτοκεφαλίας καί γι’ αὐτό δέν παραπέμφθηκε στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης (βλ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Ἡ συζήτηση γιά τήν ἀνακήρυξη τῆς Αύτοκεφαλίας σέ μιά Ἐκκλησία, Ὀκτώβριος 2018. )
Δέν εὐθύνεται, ὅμως, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο ἔπραξε τά πάντα καί μάλιστα ὑπεχώρησε σέ πολλά χάριν τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας γιά νά παραπεμφθῆ αὐτό τό κείμενο στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο καί νά λυθῆ τό ὅλο πρόβλημα. Ἄν γινόταν αὐτό, δέν θά εἴχαμε τό σύγχρονο πρόβλημα πού ταλανίζει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Μέ ὅσα ἔγραψα καί στό προηγούμενο κείμενό μου καί στό τωρινό ἐξέφρασα τήν γνώμη μου στό θέμα αὐτό, ὅπως εἶχα ὑποχρέωση καί καθῆκον ὡς μέλος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά τήν εὕρεση μιᾶς λύσεως, δεδομένου ὅτι τό πολίτευμά μας εἶναι συνοδικό καί ὄχι ἀπολυταρχικό. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα τόν λόγο ἔχουν τά συνοδικά ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας καί τελικῶς ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πού θά ἀποφασίσουν σχετικῶς.
Βεβαίως, ὑπάρχουν καί ἄλλες παράμετροι τοῦ θέματος αὐτοῦ, ὅπως γιά παράδειγμα τί σημαίνει Ἀποστολική παράδοση καί Ἀποστολική διαδοχή, τό ὁποῖο θά θίξω σέ ἄλλο κείμενό μου.