Τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Συνήθως πανηγυρίζουμε τά θριαμβευτικά ἱστορικά γεγονότα πού συνετέλεσαν στήν ἐλευθερία καί τήν συγκρότηση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἀλλά ξεχνᾶμε ὅτι αὐτοί οἱ ἀγῶνες καί οἱ νίκες εἶχαν σοβαρό ἀντίκτυπο στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Αὐτό τό βλέπουμε στά γεγονότα πού ἔγιναν στούς Ρωμηούς τῆς Κωνσταντινοπόλεως, τούς Πατριάρχες καί τούς Ἀρχιερεῖς μετά τήν ἐξέγερση τῶν Ἑλλήνων τό 1821, μετά τούς Βαλκανικούς πολέμους μέχρι τήν Μικρασιατική καταστροφή (1912 -1922), καί μετά τήν συνθήκη τῆς Λωζάννης (1923) καί ἀργότερα κατά τόν ἀπελευθερωτικό Ἀγώνα τῶν Κυπρίων τοῦ 1955 πού ζητοῦσαν τήν ἕνωσή τους μέ τήν Ἑλλάδα.
Ἀφορμή νά κάνω αὐτές τίς σκέψεις ἦταν τό νέο βιβλίο τοῦ θεολόγου-ἱστορικοῦ Ἀριστείδη Πανώτη μέ τίτλο «Τό Συνοδικόν τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας», τόμος Γ΄, τεῦχος Β΄, καί τόν εἰδικότερο τίτλο τοῦ Η΄ Μέρους «Ἡ “Μεταλωζάννεια” δοκιμασία τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως (1923-1928)». Πρόκειται γιά 20 κεφάλαια πού ἀναφέρονται σέ διάφορα γεγονότα πού ἔγιναν μετά τήν Συνθήκη τῆς Λωζάννης.
Ἀπό τίς πολλές πληροφορίες πού διαβάζουμε σέ ὅλα τά κεφάλαια τοῦ βιβλίου, θά περιοριστῶ νά παρουσιάσω μερικά στοιχεῖα πού ἀναφέρονται στίς συνέπειες τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς καί τῶν λαθῶν τῶν Ἑλλήνων πολιτικῶν στήν ὑπόσταση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί στήν μαρτυρική ζωή τῶν Πατριαρχῶν καί τῶν Ἀρχιερέων τοῦ Θρόνου μετά τήν Συνθήκη τῆς Λωζάννης.
1. Ἡ ἀλλαγή τῆς ὑπόστασης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου
Ἡ Διεθνής Συνδιάσκεψη γιά τήν ἐπίλυση τῶν θεμάτων πού ἀνέκυψαν μετά τήν Μικρασιατική Καταστροφή ἔγινε στήν Λωζάννη τῆς Ἑλβετίας, ἡ ὁποία ἄρχισε στίς 13/20 Νεομεβρίου 1922 καί κατέληξε στίς 24 Ἰουλίου 1923 μέ τήν ὑπογραφή τῆς ὁριστικῆς συνθήκης εἰρήνης μεταξύ τῶν Συμμάχων καί τῆς Τουρκίας.
Ἐκτός τῶν ἄλλων σημείων, μέ τήν «Συνθήκη Εἰρήνης» στήν Λωζάννη τῆς Ἑλβετίας γινόταν γνωστό «ὅτι παραδιδόταν καί πάλι ἡ Πόλη (Κωνσταντινούπολη) στήν τουρκική κυριαρχία καί ταυτόχρονα ἀναγνωριζόταν πλέον διεθνῶς ἡ νέα ἐθνικιστική κυβέρνηση».
Στό παρόν κείμενό μου δέν θά ἀσχοληθῶ μέ τίς ἐπί μέρους ἀποφάσεις τῆς Συνθήκης τῆς Λωζάννης, ἀλλά μέ ὅσα ἀφοροῦν τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο ὄντως βρέθηκε σέ δύσκολη θέση.
Ὁ Ἀριστείδης Πανώτης στήν ἀρχή τοῦ βιβλίου γράφει:
«Μέ τήν ὑπογραφή τῆς “Συνθήκης Εἰρήνης” στήν Λωζάννη τῆς Ἑλβετίας γράφτηκε ὁ ἐπίλογος τῆς “Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς”. Τότε τέθηκε κάποιος συμβιβασμός στίς ἑκατέρωθεν μακροχρόνιες ἐδαφικές διεκδικήσεις Ἑλλήνων καί Τούρκων, ὅμως δέν ἐξασφαλίστηκε τό κλῖμα ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης πού εἶναι ἀπαραίτητο γιά τήν διευθέτηση καί τῶν θρησκευτικῶν προβλημάτων κατά τό Κανονικό Δίκαιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οἱ Ἀντιπρόσωποι τῶν κρατῶν πού συνῆλθαν στήν Λωζάννη ἐθεώρησαν πολύ σωστά ἑαυτούς ἁρμοδίους μόνον γιά ἐπίλυση τῶν διακρατικῶν ζητημάτων. Τά θρησκευτικά καί πολιτιστικά ζητήματα μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν Τούρκων ἐθνικιστῶν, τά ἄφησαν ρυθμιζόμενα κατά τίς παλαιότερες διεθνεῖς συνθῆκες στήν καλή θέληση τῶν δύο χωρῶν, ὅπως τά ἀποδέχθηκαν οἱ αὐτοκρατορίες πού πέρασαν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη μέχρι τόν 20ό αἰώνα. Οἱ συνελθόντες στήν Λωζάννη εὐελπιστοῦσαν ὅτι ξεπέρασαν τό τεθέν ἀπό τούς Τούρκους “Πατριαρχικό ζήτημα” μέ διπλωματικούς χειρισμούς, ἴσως διότι δέν εἶχαν ἐμπειρία τῆς ἀγριότητος τῆς ἐθνικιστικῆς ἐξάψεως τοῦ Νεοτουρκισμοῦ».
Οἱ Τοῦρκοι κατά τίς Συνεδριάσεις στήν Λωζάννη, ζήτησαν νά φύγη τό Πατριαρχεῖο ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, ἀλλά οἱ Σύμμαχοι «ἀπείλησαν τότε τούς Τούρκους πώς ἄν ἐπιμείνουν νά μετατεθεῖ τό Πατριαρχεῖο ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη θά ἀρχίσουν πάλι οἱ ἐχθροπραξίες πού θά ἔκριναν τό μέλλον τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης. Ὁπότε, οἱ Τοῦρκοι ὑπεχώρησαν καί ὑπογράφηκε ἡ “Σύμβαση”».
Πάντως, τό Τουρκικό Κράτος μετά τήν Συνθήκη τῆς Λωζάννης ὑποχρεώθηκε μέν νά κρατήση τήν Ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν Κωνσταντινούπολη, ἀλλά προέβη σέ δύο ἐνέργειες γιά νά ἐξαναγκάση τούς Ἀρχιερεῖς νά φύγουν μόνοι τους.
Ἡ πρώτη ἦταν νά ἀλλάξη τόν χαρακτῆρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Γράφει ὁ Ἀριστείδης Πανώτης: «Στούς πρώτους στόχους τῆς κυβερνήσεως τῆς Ἄγκυρας ἦταν καί ἡ μετάλλαξη τοῦ ἰδιάζοντα Ἑλληνορθόδοξου χαρακτήρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί γιά νά τό πετύχει αὐτό καθιστᾶ τήν ἀνάδειξη τοῦ νέου Πατριάρχη μιά ἐσωτερική ὑπόθεση τῆς Ρωμαίικης Ὁμογένειας, στήν ὁποία δικαιοῦνται νά ἔχουν ἀνάμειξη μόνον οἱ ἀναγνωρισμένοι πλέον ὡς Τοῦρκοι πολῖτες ὀρθόδοξοι ἱερωμένοι. Ὅσοι ἀρχιερεῖς τῶν τριανταπέντε (35) Μητροπόλεων τοῦ Θρόνου παραστάθηκαν στό διωκόμενο ποίμνιό τους ἤ καί δέχθηκαν συμμαχική προστασία κατά τήν περίοδο τῆς Ἀνακωχῆς τοῦ 1918 καταδικάζοντο εἰς θάνατον ἀπό τούς ἐθνικιστές καί μαζί μέ αὐτούς καί ὅσοι ἀκολούθησαν τό διωχθέν ἤ “ἀνταλλαγέν” ποίμνιό τους καί κατέφυγαν στήν ἑλληνική ἐπικράτεια. Αὐτοί θεωρήθηκαν ὅτι ἀνέκτησαν δεσμό ἰθαγένειας μέ τό Ἑλληνικό κράτος καί συνέπεια ἦταν νά ἀπωλέσουν τήν ὀθωμανική ὑπηκοότητά τους καί ἑπομένως δέν δικαιοῦνται πλέον νά συμμετέχουν σέ συνεδριάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, πού βρίσκεται ἐντός τοῦ τουρκικοῦ κράτους. Αὐτό στέρησε ἀπό τήν διοίκηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πλεῖστα ἱκανά καί ἐξαιρετικά καταρτισμένα ἀρχιερατικά στελέχη, ὅπως τόν Ἡρακλείας Φιλάρετο, τόν Κασσανδρείας Εἰρηναῖο, τόν Τραπεζοῦντος Χρύσανθο, τόν Ρόδου Ἀπόστολο, τόν Δυρραχίου Ἰάκωβο καί πλεῖστες ἄλλες ἀξιόλογες ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες τοῦ Φαναρίου καί προέκυψαν πολλές δυσχέρειες στήν οἰκουμενική ἀποστολή τοῦ πανάρχαιου σεπτοῦ θεσμικοῦ κέντρου τῶν Ὀρθοδόξων».
Ἡ δεύτερη ἐνέργεια ἦταν ἡ ἐμφάνιση τοῦ «παπα-Εὐθύμη» γιά νά δημιουργῆ προβλήματα στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Γράφει:
«Ἡ Μεταλωζάννειος περίοδος τῆς ἐχθρικῆς τακτικῆς τῆς Ἄγκυρας κατά τοῦ Φαναρίου ἀρχίζει ὅταν ἐμφανίζεται στίς 2 Ὀκτωβρίου 1923 στό Πατριαρχεῖον ὁ παπα-Εὐθύμ Καραχισαρίδης ὡς ὁ “τοποτηρητής τῶν Τουρκορθοδόξων” καί ὡς “ἐξουσίαν ἔχων” ἐπιδιώκει ἀσεβέστατα μέ αὐθάδεια καί ἐνοχλητικά νά ἐνημερωθεῖ γιά τίς προϋποθέσεις πού βαδίζει ἡ Ἐνδημοῦσα Σύνοδος στήν νέα πατριαρχική ἐκλογή καί εἰδικότερα:
α) Ὡς πρός τόν τρόπο τῆς διεξαγωγῆς της καί τήν τήρηση τῆς ἀποστολῆς στήν κυβέρνηση πρό τῆς ἐκλογῆς τοῦ καταλόγου τῶν ἐκλεκτόρων καί τῶν ὑποψηφίων καί μετά ὡς πρός τήν νομιμοποίησή της.
β) Ὡς πρός τήν συμμετοχή σ’ αὐτή τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Μέ τό ἐρώτημα τοῦτο ἐπιδιώκεται νά προσμετρηθεῖ ἡ ἀντίδραση τῶν ὀρθοδόξων κρατῶν, τῶν ὁποίων οἱ Ἀντιπρόσωποι ἀντιτάχθηκαν στίς τουρκικές ἀξιώσεις στήν Λωζάννη καί τί μπορεῖ νά συμβεῖ σέ περίπτωση παραβιάσεως τῶν Ἱερῶν Κανόνων».
Πάντως, οἱ Τοῦρκοι ὅταν ἤθελαν νά δημιουργοῦν προβλήματα στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο χρησιμοποιοῦσαν τόν «παπα-Εὐθύμη» καί τούς ὀπαδούς του.
2. Οἱ Οἰκουμενικοί Πατριάρχες στήν Μεταλωζάννεια ἐποχή
Οἱ Τοῦρκοι, ἐνῶ ἀπό τούς Συμμάχους ὑποχρεώθηκαν νά κρατήσουν τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στήν Κωνσταντινούπολη, ὅμως προσπαθοῦσαν μέ κάθε τρόπο νά ὑποτιμήσουν τόν ρόλο του καί ἀκόμη περισσότερο νά δημιουργήσουν προσκόμματα στήν ἐκλογή τῶν Οἰκουμενικῶν Πατριαρχῶν.
«Οἱ κεμαλικοί πίστευαν ὅτι, ὅπως εὔκολα ἀνέτρεψαν καί ἐκτόπισαν ἐκ τῆς Τουρκίας μέ συνοπτικές διαδικασίες καί κατά προσβλητικό τρόπο γιά τούς μουσουλμάνους τό ἰσλαμικό Χαλιφᾶτο, θά μποροῦσαν ἄμεσα ἤ ἔμμεσα νά ἀπαλλαγοῦν καί ἀπό τήν παρουσία στήν Κωνσταντινούπολη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου».
Σέ ὑπόμνημα πού ἀπέστειλε ἀργότερα ὁ Πατριάρχης Κωνσταντῖνος ΣΤ΄ στήν Γενεύη στίς 22 Φεβρουαρίου 1925, μεταξύ τῶν ἄλλων γραφόταν, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Ἀριστείδης Πανώτης, ὅτι ἡ Ἄγκυρα «ἐνῶ ἀπέσυρε κατά τίς συζητήσεις στήν Λωζάννη τό αἴτημά της γιά τήν ἀπομάκρυνση τοῦ Πατριαρχείου ἀπό τήν ἕδρα του καί ὁ ἱερός Θεσμός ἀποδέχθηκε τήν ἀποδέσμευσή του ἀπό τά κοσμικά προνόμια πού τόν περιέβαλε ὁ Μωάμεθ Β΄ καί προσαρμόστηκε αὐστηρά στήν ἐκκλησιαστική διακονία του, ἡ τουρκική κυβέρνηση δέν ἔπαυσε διά τῶν ὀργάνων της νά δημιουργεῖ σ’ αὐτό κάθε εἴδους ἐμπόδια, προκειμένου νά μειώσει διεθνῶς τό πνευματικό καί ἐκκλησιαστικό του κῦρος».
Πάντως, τήν περίοδο μετά τήν Συνθήκη τῆς Λωζάννης τέσσερεις Πατριάρχες ἀντιμετωπίζουν διάφορες δυσκολίες, ὅπως ἀναλύεται στό παρόν βιβλίο, ἤτοι ὁ Μελέτιος Μεταξάκης, ὁ Γρηγόριος Ζ΄, ὁ Κωνσταντῖνος ΣΤ΄ καί ὁ Βασίλειος Γ΄. Ἕνα ἀπό τά κεφάλαια τοῦ βιβλίου φέρει τόν τίτλο «Ὁ Πατριαρχικός “Γολγοθᾶς” ἀπό τό νέο καθεστώς». Ἡ ἐξιστόρηση τῶν γεγονότων δείχνει πράγματι τόν «Γολγοθᾶ» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
α) Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος (25 Νοεμβρίου 1921 – 20 Σεπτεμβρίου 1923), πού ἦταν Πατριάρχης κατά τήν περίοδο τῆς Μικρασιατικῆς Ἐκστρατείας «θεωροῦσε δεινή ἧττα τῆς Χριστιανοσύνης τήν ἐγκατάλειψη τοῦ Πατριαρχείου στήν διάκριση τῶν νέων ἐξουσιαστῶν τῆς Τουρκίας ἀπό τούς συνελθόντας στήν Λωζάννη».
Ὁ Μελέτιος ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν Πατριαρχικό θρόνο καί ὁ «Ἐπίτροπος τοῦ Πατριάρχη, ὁ Καισαρείας Νικόλαος, ἀνέλαβε τήν δύσκολη ἀποστολή τῆς προσεγγίσεως ἐκ μέρους τοῦ Πατριαρχείου τοῦ νέου καθεστῶτος ἐπωφελούμενος τήν εὐκαιρία τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς θεσπίσεως τοῦ νέου Συντάγματος».
«Βασικός στόχος τῶν ἐθνικιστῶν τῆς Ἄγκυρας ἦταν ὅ,τι δέν κατόρθωσαν κατά τίς συνομιλίες στήν Λωζάννη νά τό δρομολογήσουν γιά τά ἑπόμενα χρόνια. Ἀρχικά ἐπιχείρησαν τήν διεθνῆ ὑποβάθμιση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου χαρακτηρίζοντάς το ὡς ἱδρύματος “ἐσωτερικοῦ νομικοῦ δικαίου” καί ἑπομένως μή δικαιούμενου τιμητικῆς ἐκπροσωπήσεως στήν Ἄγκυρα. Μετά θέλησαν νά ἀσκήσουν ἐπιρροή στήν πατριαρχική ἐκλογή, ὑποδεικνύοντας ὑποψηφιότητα τῆς ἀρεσκείας τους. Ὁ “Κατάλογος” τῶν ἐκλόγιμων συνοδικῶν ἱεραρχῶν πού ἐπέστρεψε στό Φανάρι ὁ νομάρχης περιλάμβανε μόνον τούς ἕνδεκα (11) ἐν ἐνεργείᾳ ἀρχιερεῖς, πού ἀναγνωρίστηκαν ὡς μή “ἀνταλλάξιμοι” καί παρέμεναν στήν Κωνσταντινούπολη ὡς ἔχοντες τήν τουρκική ὑπηκοότητα κατά τίς γνωστές “Ὁδηγίες” τῆς 19ης Νοεμβρίου (1339) – 1923 (Π.Η.)».
Ἀπό τίς συζητήσεις μεταξύ τῶν Ἱεραρχῶν ὁ Χαλκηδόνος Γρηγόριος συγκέντρωνε τήν προτίμησή τους, ὁ ὁποῖος «δέν ἀναμείχθηκε στά τότε συμβάντα μέ τήν “Ἐθνική Ἄμυνα” στά τῆς ἐκλογῆς τοῦ ἀπό Ἀθηνῶν Μελετίου Μεταξάκη ὡς Πατριάρχου», μάλιστα δέ «διατηροῦσε καλές σχέσεις μέ τόν τουρκικό παράγοντα κατά τό διάστημα τῆς Ἀνακωχῆς τοῦ 1918 καί γι’ αὐτό κρίθηκε ὡς ὁ πλέον κατάλληλος ἱεράρχης γιά νά ἀποκαταστήσει τίς σχέσεις κατά τήν Μεταλωζάννεια περίοδο μέ τούς κυβερνῶντες τήν Τουρκία».
β) Ἔτσι, ὁ Γρηγόριος Ζ΄ ἐξελέγη Πατριάρχης τήν Πέμπτη 24 Νοεμβρίου ἤ τήν 6η Δεκεμβρίου 1923 (Νέο ἡμερολόγιο). Ἀνακοινώθηκε ἐπίσημα ἡ ἐκλογή του στήν Ἄγκυρα καί στήν Νομαρχία. Ὅμως, «ἡ ἐκλογή τοῦ νέου Πατριάρχη δυσαρέστησε τήν κυβέρνηση τῆς Ἄγκυρας καί ἀμέσως ἀπό τήν ἑπομένη τῆς ἐκλογῆς τοῦ Γρηγορίου Ζ΄ ἐξαπολύθηκε ἀπό τόν Νεοτουρκικό ἐθνικισμό μέσῳ τοῦ ἐλεγχόμενου Τύπου σφοδρή προσωπική ἐπίθεση ἐναντίον του πρός ὑπόσκαψη τοῦ προσωπικοῦ του κύρους καί τῆς ἱερότητος τοῦ ἀξιώματός του καί συνεχίστηκε ἡ ἔξαλλη πολεμική κατά τοῦ Πατριαρχείου “ὡς τοῦ ἀμετανόητου κέντρου προδοτικῆς συνομωσίας κατά τῆς Τουρκίας”! Ἁπλώθηκε μιά παγερή σιωπή γιά λίγες ἡμέρες καί μετά δόθηκαν τυπικές ἀπαντήσεις ἀπό τίς κατεστημένες Κεμαλικές ἀρχές, οἱ ὁποῖες στό διάστημα αὐτό “σχεδιάζουν” πῶς θά ἐμποδίσουν τήν ἐνθρόνιση τοῦ ἐκλεγέντος Πατριάρχη. Γιά τό ἀνίερο καί κακοποιό ἔργο ἐπιστρατεύεται ὁ παπα-Εὐθύμ φρουρούμενος ἀπό μερικούς Τουρκολαζούς μαζί μέ τούς λίγους ὀπαδούς του. Αὐτοί ἔφθασαν στίς 20 Δεκεμβρίου 1923 (Ν.Η.) καί ἔξαλλοι καί ἐπιθετικοί στράφηκαν κατά τῶν θυρωρῶν τῆς πύλης τοῦ Φαναρίου καί προχώρησαν θρασύτατα στά πατριαρχικά δώματα. Ἐκεῖ συνέλαβαν τόν Πατριάρχη καί τούς ἀρχιερεῖς καί μέ βίαιο τρόπο τούς ἐκδίωξαν ἀπό τά Πατριαρχεῖα γιά νά μήν πραγματοποιηθεῖ ἡ ἐνθρόνισή του!».
Πρόκειται γιά θρασύτατες ἐνέργειες πού ἔγιναν μέ τήν προστασία καί τήν κάλυψη τῶν Τούρκων.
«Τότε ὁ Πατριάρχης καί ἡ περί αὐτόν Ἱερά Σύνοδος προστατεύοντας τό “αὐτοδιοίκητο” τοῦ Πατριαρχείου, πού εἶναι ἀπό μακροῦ κατοχυρωμένο καί μέ τό ἄρθρο 62 τῆς Συνθήκης τοῦ Βερολίνου τοῦ 1878, συνεδρίασαν ἐκτός Φαναρίου καί ἀνακοίνωσαν τά ἔκτροπα στήν νομαρχία Κωνσταντινουπόλεως καί ζήτησαν τήν προστασία τῶν ἀρχῶν. Ταυτόχρονα ἐπικοινώνησαν μέ ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, καταγγέλλοντας τήν κατάφωρη παραβίαση τῆς “Συνθήκης τῆς Λωζάννης” πέντε μῆνες μετά τήν ὑπογραφή της σέ ἕνα κράτος, πού ὑφίσταται πλέον χωρισμός τῆς Θρησκείας ἀπό τήν Πολιτεία! Ἡ ἐν Ἑλλάδι ἐλεύθερη ἱεραρχία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καί ἡ ἱεραρχία τῆς Αὐτοκεφάλου Διοικήσεως ἀπευθύνθηκαν μέ διαμαρτυρίες στίς ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες καί στίς πολιτικές ἀρχές τῶν κρατῶν, πού ὑπέγραψαν τήν Συνθήκην».
Ὑπῆρξε ἔντονη ἀντίδραση τῶν Ἀρχιερέων, τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως, τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχείων καί διεθνῶν παραγόντων ἐναντίον τῶν γεγονότων αὐτῶν, καί τελικά ἔγινε ἡ ἐνθρόνιση στίς 30 Δεκεμβρίου 1923, καί τό Συνοδικό Δικαστήριο στίς 19 Φεβρουαρίου 1924 καθήρεσε ἀπό τό ἱερατικό λειτούργημα τόν παπα-Εὐθύμ γιά «φατρία καί στάση».
Ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ζ΄ «μέ σπάνια εὐψυχία καί ἡρωισμό ἀντιμετωπίζει τά πολλά σοβαρά προβλήματα, πού προξενήθηκαν ἀπό τίς πονηρές φαλκιδεύσεις πολλῶν ἄρθρων τῆς Συνθήκης τῆς Λωζάννης ἀπό τήν Ἄγκυρα. Ὅμως, ὁ συνεχής κατατρεγμός μέ δικαστικές διώξεις καί ἄλλες θλιβερές ἀμφισβητήσεις κλόνισαν τήν ὑγεία τοῦ Πατριάρχη. Τήν 1η Σεπτεμβρίου 1924 στήν τελετή τῆς Ἰνδίκτου δέν παρέστη ἀφοῦ προέκυψε κρίση χολολιθιάσεως ἀπό ἀποφρακτικό ἴκτερο. Ὁ ἴκτερος ὅμως γενικευόταν καί ἐπιχειρήθηκε στίς 23 Ὀκτωβρίου ἐγχείρηση μέσα στό Πατριαρχεῖο. Δυστυχῶς μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ἐμφανίστηκαν ἐπιπλοκές ἐπεκτάσεως τοῦ ἴκτερου (χρυσῆς) πού δέν τίς ἄντεξε καί ὁ σεπτός Προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας κατέληξε σέ ἡλικία 79 ἐτῶν στίς 17 Νοεμβρίου τοῦ 1924».
Μετά τήν κοίμηση τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου Ζ΄ τήν 17 Νοεμβρίου 1924, «ὁ Δέρκων Κωνσταντῖνος ἦταν πλέον δημοφιλής Ἱεράρχης στήν Ὁμογένεια καί ἡ ἐκλογή του ἐθεωρήθη κατάλληλη γιά νά ἀντιμετωπίσει τήν Μεταλωζάννεια ὀργή τῆς Ἄγκυρας. Ὅμως ὁ δεσμός του μέ τήν Ὁμογένεια δέν ἄρεσε καθόλου στούς κρατοῦντες, πού ἐνδιαφέρονταν νά τόν ἀποσυνθέσουν αὐτόν ἀπό τό Φανάρι. Οἱ ἐθνικιστές κυρίαρχοι τῆς ἐξουσίας στήν Τουρκία σκέφτηκαν νά χρησιμοποιήσουν τήν εὐκαιρία τῆς συμφωνίας περί τῆς ἀνταλλαξιμότητας, μέσῳ τῆς Μεικτῆς Ὑποεπιτροπῆς Ἀνταλλαγῆς πληθυσμῶν τῆς “Κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν”, ἡ ὁποία τότε ἕδρευε στήν Κωνσταντινούπολη».
«Ἔτσι προσάγονται συνοδικοί ἀρχιερεῖς γιά δῆθεν ἐξακρίβωση στοιχείων τους, συνοδευόμενοι πάντα ὡς δῆθεν “ὕποπτοι φυγῆς” ἀπό μυστικούς ἀστυνομικούς, ἐνώπιον τῆς Ὑποεπιτροπῆς Ἀνταλλαγῆς πού ἑδρεύει στήν Πόλη καί μέ αὐτόν τόν ἀνακριτικό τρόπο ἀναζητοῦνται ἀφορμές ἀπό τούς ἀρχιερεῖς γιά νά τούς καταστήσουν ἀρχικά ἀνασφαλεῖς καί νά τούς τρομοκρατήσουν καί μερικούς ἐξ αὐτῶν νά μπορέσουν νά τούς ἐκδιώξουν ἀπό τό τουρκικό ἔδαφος».
Τότε μέ ἀστυνομική συνοδεία «ὡς κρατούμενος» προσῆλθε ὁ ὑποψήφιος γιά τόν Πατριαρχικό θρόνο Δέρκων Κωνσταντῖνος στήν Ὑποεπιτροπή καί «ἐπί ὧρες τόν ταλαιπωροῦν στόν προθάλαμο τῶν συνεδριάσεων γιά νά τόν ἀπαξιώσουν μέ μακρά ἀναμονή ὡς ἐπαχθές πρόσωπο». Μάλιστα, «δύο ἡμέρες πρίν τήν ἐκλογή ἡ Ἄγκυρα θέλησε νά ἐπιδείξη πάλι τήν πυγμή της γιά νά ἐκφοβίσει τούς ἐκλέκτορες γιά τήν ἐκλογή τοῦ ἀπό Δέρκων καί συνελήφθησαν καί μεταφέρθηκαν στήν Ὑποεπιτροπή καί ἄλλα δύο μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἐπειδή δῆθεν εἶχαν ἔλθει στήν Κωνσταντινούπολη μετά τήν Ἀνακωχή τοῦ 1918».
γ) Τελικά, ὁ Μητροπολίτης Δέρκων Κωνσταντῖνος ΣΤ΄ ἐξελέγη Οἰκουμενικός Πατριάρχης στίς 17 Δεκεμβρίου 1924, καί ἀμέσως ἔγινε ἡ τελετή τῆς «Ἀναρρήσεως εἰς τόν Θρόνον, καθώς καί ἡ ἀνάληψη τῶν καθηκόντων του», γιά νά προληφθοῦν ἀντιδράσεις ἀπό τούς Τούρκους.
«Ὅμως, ἡ ἐκλογή αὐτή δυσαρέστησε τήν κυβέρνηση τῆς Ἄγκυρας, γιατί ἔδειχνε ὅτι τό Πατριαρχεῖο ὑπεραμυνόταν τῆς ἀνεξαρτησίας καί τῶν θρησκευτικῶν δικαιωμάτων του στό νά ρυθμίζει μόνο τά τοῦ οἴκου του καί πώς ἐπιμένει νά γίνονται σεβαστές οἱ ἐπιλογές του καί μέσα στό ἐκσυγχρονιζόμενο νέο κράτος. Αὐτή ἡ ξεκάθαρη θέση τοῦ Φαναρίου προκάλεσε τίς ὀχλοκρατικές ἐνέργειες τῆς “Τουρκορθοδόξου” συμμορίας τοῦ καθηρεμένου “Καραχισαρίδη-Erenerol” καί στίς ἐπάλληλες ταπεινωτικές ἐνοχλήσεις καί ἐνέργειες τῆς Ἀστυνομίας τοῦ Φαναρίου ἀπό τίς 22 μέχρι τήν 24ην Δεκεμβρίου 1923 κατευθυνόμενες μέ ἐμπάθεια ὑπό τοῦ τουρκικοῦ Τύπου, ἐνῶ ἡ κυβέρνηση τῆς Ἄγκυρας ἀναζητοῦσε τρόπους ἐκτοπίσεως τοῦ ἐκλεγέντος Πατριάρχη».
Στήν συνέχεια οἱ Τοῦρκοι μέ βίαιες ἐνέργειες τόν ἀπέλασαν ἀπό τήν Τουρκία. Ἡ περιγραφή τῶν τραγικῶν αὐτῶν γεγονότων εἶναι γλαφυρά ἀπό τόν Ἀριστείδη Πανώτη:
«Κατά τήν 43η ἡμέρα τῆς πατριαρχίας τοῦ Κωνσταντίνου ΣΤ΄ μέ κάθε μυστικότητα ἡ Νομαρχία διά τῆς Ἀστυνομίας ὀργανώνει τήν ἀπέλαση τοῦ Πατριάρχη γιά νά δείξουν στήν μουσουλμανική κοινή γνώμη τῆς χώρας ὅτι πράττουν τά ὅμοια στόν θρησκευτικό ἡγέτη τῶν Χριστιανῶν μέ ἐκεῖνα πού ὑπέστη πρίν λίγους μῆνες ἐκτοπιζόμενος καί ὁ Χαλίφης τους Ἀβδούλ Μετζίτ καί ὅτι ἔμπρακτα πλέον χωρίζουν τήν Θρησκεία ἀπό τό νέο κρατικό μόρφωμα πού συνιστοῦν μέ λαϊκό χαρακτήρα. Στίς 6.30΄ π.μ. τῆς 30ῆς Ἰανουαρίου 1925, ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ἀφοῦ εἶχαν διακόψει τήν τηλεφωνική ἐπικοινωνία γιά νά αἰφνιδιάσουν τούς πάντες καί νά μήν εἰδοποιηθοῦν οἱ συνοδικοί ἀρχιερεῖς καί ὁ λαός, καταφθάνουν τίς πρῶτες πρωινές ὧρες στό Φανάρι ἀστυνομικοί καί ἀξιώνουν ἀπό τόν φύλακα νά τούς ἀνοίξει τήν πύλη, ὁπότε ὁρμοῦν καί ἀνέρχονται στόν κοιτῶνα τοῦ Πατριάρχη! Τόν ξυπνοῦν ἐπιτακτικά ὡς καταζητούμενο: “Ἡ Ἀστυνομία”! Μόλις ἄνοιξε τήν θύρα εἰσόρμησαν στό κελλί του καί τοῦ παραδίδουν τό ἔνταλμα συλλήψεώς του μαζί μέ τό τουρκικό “Διαβατήριο ἀνταλλαξιμότητος”. Ἡ ἀσεβής αὐτή σκηνή ἔμοιαζε μέ σύλληψη δραπέτου! Ὁ ἐπικεφαλής τοῦ δίδει καιρό 10 μόλις λεπτά νά ντυθεῖ παρουσία του καί χωρίς νά εἰδοποιήσει κανέναν νά τόν ἀκολουθήσει! Ὁ Πατριάρχης μέ ἀξιοπρέπεια καί εὐγένεια τούς ζήτησε λίγο χρόνο νά διεκπεραιώσει τήν διαδικασία τῆς ἀναθέσεως τῆς Ἐπιτροπείας του στόν Μέγα Πρωτοσύγκελλο Πολύκαρπο Δημητριάδη, μετέπειτα Μητροπολίτη Μύρων καί Προύσης. Καί ἀφοῦ διεκπεραιώθηκε αὐτή ἡ διαδικασία προσκύνησε στό παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου -τότε τοῦ ἁγίου Εὐσταθίου- καί κατέβηκε στόν περίβολο. Διερχόμενος ἀπό τήν “Κλειστή Πύλη” ὑποκλίθηκε στό σύμβολο αὐτό τῆς διαμαρτυρίας κατά πάσης θρησκευτικῆς βαρβαρότητας καί πορεύθηκε καί προσκύνησε στόν πατριαρχικό ναό. Τέλος ἐξῆλθε τῆς πύλης καί ἐπιβιβάστηκε στό αὐτοκίνητο τῆς Ἀστυνομίας καί ὁδηγήθηκε ὑπό αὐστηρή φρούρηση στόν σιδηροδρομικό σταθμό τοῦ “Σίρκετζι”! Ἐκεῖ ἐπιβιβάστηκε μέ συνοδεία φρουρῶν στήν ἁμαξοστοιχία πού ἔφευγε γιά τά ἑλληνικά σύνορα! Ἕνας παρατυχών ὁμογενής στόν σταθμό, πού ἔσπευσε μέ σεβασμό νά τοῦ φιλήσει τό χέρι τόν ρώτησε ἄν ἔλαβε μαζί του χρήματα, ὅταν ἄκουσε τήν ἄρνησή του μέ φορτικότητα τοῦ πρόσφερε 200 τουρκικές χάρτινες λίρες πού εἶχε στό πορτοφόλι του!».
Ὅταν μαθεύθηκε τό γεγονός τῆς ἀπελάσεως τοῦ Πατριάρχου, «ἀναστατώθηκαν οἱ ἀρχιερεῖς, ὁ κλῆρος καί ἡ Ρωμιοσύνη τῆς Πόλης! Ὅλοι πλέον ἔβλεπαν καθαρά διαγραφόμενο τό ζοφερό μέλλον τοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Ὁμογένειας στήν Τουρκία ὑπό τό νέο καθεστώς. Οἱ ἑλληνοτουρκικές σχέσεις τότε ἔφθασαν στό χειρότερο σημεῖο ἐξάψεώς τους μετά τήν ὑπογραφή τῆς Συνθήκης τῆς Λωζάννης καί ἀπειλοῦνται γεγονότα».
Ἀντίθετα, ἀπό ὅπου περνοῦσε ἡ ἁμαξοστοιχία μέ τόν ἀπελαθέντα Πατριάρχη γινόταν συγκέντρωση κόσμου μέ ἐνθουσιασμό.
«Μόλις ἡ ἀμαξοστοιχία ἔφθασε στό Πύθιο στίς 10 τό βράδυ τόν ὑποδέχονται μέ σεβασμό οἱ μητροπολῖτες τοῦ Ἕβρου, Διδυμοτείχου Φιλάρετος Βαφείδης καί Ἀλεξανδρουπόλεως Γερβάσιος Σαρασίτης καί οἱ συνοριακές ἀρχές. Ὅταν ὁ Πατριάρχης ἔφθασε στόν σταθμό τῆς Ἀλεξανδρουπόλεως τό σύνολον τοῦ πληθυσμοῦ τόν περιβάλλει μέ συγκίνηση καί θερμές ἐκδηλώσεις μέ ἐπικεφαλῆς τίς στρατιωτικές καί τίς πολιτικές ἀρχές, τά προσφυγικά καί λοιπά σωματεῖα τῆς πόλεως. Ἡ πρώτη δήλωση τοῦ Πατριάρχου προκάλεσε τήν ἐκρηκτική ἀγανάκτηση τοῦ πλήθους κατά τῶν Τούρκων! Εἶπε: “Ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖται ἐν διωγμῷ. Διώρισα ἀντιπρόσωπον τόν μέγαν πρωτοσύγκελλον πρός ἀπόδειξιν ὅτι ἡ Ἐκκλησία διατελεῖ ἐν διωγμῷ”».
«Τίς νυκτερινές ὧρες τόν ὑποδέχονταν μέ ἀναμμένα κεριά καί μέ συγκινητικές ἐπευφημίες, κραδαίνοντας λάβαρα καί σημαῖες, διαβάζοντας ψηφίσματα μέ ζωηρότατες διαμαρτυρίες, ἀποδοκιμάζοντας τόν ἐμπαθῆ κυνισμό τῶν διωκτῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, προσπαθώντας νά τήν ἀποδυναμώσουν».
«Ἡ ἀρχική ὑπόδειξη τῆς κυβερνήσεως ἦταν νά πορευθεῖ στήν Ἀθωνική Πολιτεία γιά νά ἀποφευχθεῖ ἡ ἔξαψη τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ κατά τῶν Τούρκων καί ὁ ἐκτοπισμός του νά προκαλέσει μεγαλύτερη συγκίνηση στήν κοινή γνώμη καί τό διεθνές ἐνδιαφέρον τῶν κυβερνήσεων. Ὅμως ὁ Πατριάρχης ἔκρινε πώς πρέπει νά βρεθεῖ στό μέσον τῆς Ἱεραρχίας του στίς Νέες Χῶρες καί συνασπισμένος μαζί της νά ἀποκαλύψει τήν ἀδίστακτη τακτική τῆς Ἄγκυρας νά περιορίσει καί νά περικόψει τά συμφωνηθέντα στήν Λωζάννη περί τοῦ Πατριαρχείου. Ἔτσι βάδισε ἀποφασιστικά πρός τήν συμπρωτεύουσα».
Ὁ Πατριάρχης ἔφθασε στήν Θεσσαλονίκη, ὅπου παρέμεινε γιά ἕξι μῆνες, ἀσκώντας ποιμαντική δραστηριότητα στούς πρόσφυγες, ἀφοῦ μέχρι τότε οἱ Ἐπαρχίες αὐτές ὑπήγοντο στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
«Ὁ Πατριάρχης ἀπό τήν Θεσσαλονίκη ὡς “ἐπικεφαλῆς” τῆς Ἱεραρχίας του ἀπηύθυνε τηλεγραφική διαμαρτυρία πρός τούς πρωθυπουργούς ὅλων τῶν κρατῶν πού ὑπέγραψαν τήν “Συνθήκη τῆς Λωζάννης” καταγγέλλοντας τό αὐθαίρετο πραξικόπημα τῶν Τούρκων οἱ ὁποῖοι καταπάτησαν τά συμφωνηθέντα στήν Λωζάννη γιά τήν παραμονή τῆς Καθέδρας τῆς Ὀρθοδοξίας στήν Κωνσταντινούπολη, ὡς θρησκευτικοῦ καί πνευματικοῦ κέντρου αἰώνων καί γιά τήν σκόπιμη παρερμηνεία διατάξεων τῆς ἀποφάσεως περί τῆς “Ἀνταλλαγῆς τῶν Πληθυσμῶν”, προκειμένου νά ἀπελάσουν τόν ὑπεύθυνον ταγόν τῶν μυριάδων ὀρθοδόξων τῆς Ἀνατολῆς πού ἀσκοῦσε τό λειτούργημά του ὅπως καί οἱ προκάτοχοί του στήν Κωνσταντινούπολη ἐπί 15 αἰῶνες!».
Ἡ Ἑλληνική Κυβέρνηση, εὑρισκόμενη μπροστά στό τραγικό γεγονός τῆς ἀπέλασης τοῦ Πατριάρχη, ἐπιχείρησε νά διεθνοποιήση τό θέμα μέ προσφυγή στήν «Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν», ἔγινε συλλαλητήριο στήν Ἀθήνα, ἀντέδρασαν τά Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα καί ἄλλοι ὀργανισμοί, ὑπῆρξε πρόταση ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας στόν Πατριάρχη νά «ἐγκατασταθεῖ στή Μόσχα μέ ὅλα τά δικαιώματα τοῦ Ρώσου Πατριάρχη», ἡ ὁποία πρόταση ἀπερρίφθη ἀπό τόν Πατριάρχη, τό Συμβούλιο τῆς «Κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν» ἐξέτασε τήν ἐπιχειρηματολογία τῆς Ἑλλάδος νά παραπέμψη τό ζήτημα στό «Διεθνές Δικαστήριο τῆς Χάγης».
Ἀκόμη, οἱ Τοῦρκοι ἀπέλασαν τούς Ἀρχιερεῖς τοῦ Θρόνου, ὥστε νά ἀναγκασθοῦν νά μετακινηθοῦν ἀπό τήν τουρκική ἐπικράτεια.
Ἔγιναν διάφορες διαβουλεύσεις γιά τήν ἐπίλυση τοῦ θέματος καί κατέληξαν σέ συμβιβασμό. Οἱ Ἐγγυήτριες Κυβερνήσεις τῆς Συνθήκης τῆς Λωζάννης «εἰσηγήθηκαν τόν συμβιβασμό τῶν δύο Κυβερνήσεων γιά πολιτικούς καί ἐμπορικούς λόγους». «Ἡ ἑλληνική κυβέρνηση ἀποδέχθηκε τόν συμβιβασμό πού θά ἀποκαθιστοῦσε τήν ὁμαλότητα στό Φανάρι» μέ τήν διπλῆ λύση:
α) Ἡ ἑλληνική κυβέρνηση νά ἀποσύρει τήν προσφυγή της καί ὁ ἀπελαθείς Πατριάρχης νά ὑποβάλει τήν κανονική του παραίτηση.
β) Ἡ τουρκική κυβέρνηση νά ἀναγνωρίσει ὡς μή ἀνταλλάξιμους ὅλους τούς ἀρχιερεῖς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πού βρίσκονται στήν Κωνσταντινούπολη, οἱ ὁποῖοι καί θά ἐκλέξουν μέ κάθε ἐλευθερία τόν νέο Πατριάρχη».
Μέσα στό πλαίσιο αὐτό ὁ Πατριάρχης Κωνσταντῖνος ΣΤ΄ ὑπέγραψε τήν παραίτησή του στίς 22 Μαΐου 1925, γιά νά διευκολύνη τά πράγματα, στίς 6 Ἰουλίου ἀνεχώρησε ἀπό τήν Θεσσαλονίκη γιά τήν Χαλκίδα, ὅπου ἔζησε δύο χρόνια καί στίς 24 Ἰανουαρίου 1927, μέχρι τόν θάνατό του, πού συνέβη στίς 28 Νοεμβρίου 1930, σέ ἡλικία 71 ἐτῶν, παρέμεινε στήν Ἀθήνα σέ οἰκία πού προσέφερε ἡ Ἑλληνική Κυβέρνηση «στό μέσο τοῦ προσφυγικοῦ κόσμου, μεταξύ τῶν συνοικισμῶν τῆς Νέας Χαλκηδόνος καί τῆς Νέας Φιλαδέλφειας, ὅπου μέχρι σήμερα ὑφίσταται ἡ “Πλατεία Πατριάρχου”, τιμώμενος ὡς ζωντανό σέμνωμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καί πατέρας τοῦ ἐκπατρισθέντος Μικρασιατικοῦ ἑλληνισμοῦ».
γ) Ὕστερα ἀπό τίς κινήσεις αὐτές, τήν 13η Ἰουλίου 1925 ἐξελέγη Πατριάρχης ὁ Βασίλειος Γ΄, ἀπό Μητροπολίτης Νικαίας, σέ ἡλικία 85 ἐτῶν. Ἦταν σοφός Ἱεράρχης, «λιτός στόν βίο, ἀφιλάργυρος, ἀκτήμονας καί φιλάνθρωπος», μέ σπουδές στήν Εὐρώπη καί «γλωσσομαθέστατος συγγραφέας». Δύο ἡμέρες πρίν τήν ἐκλογή του ἔγιναν βίαιες ἐνέργειες. Γράφει ὁ Ἀριστείδης Πανώτης:
«Τό ἀπόγευμα τῆς 11ης Ἰουλίου (1925) τρεῖς κακοποιοί ἀπάγουν ἀπό τήν κατοικία του καί κακοποιοῦν στήν περιοχή Κασίμ Πασᾶ τόν ἀρχιγραμματεύοντα Σάρδεων Γερμανό. Μέ μαχαίρι τοῦ ἀποκόπτουν τήν γενειάδα τραυματίζοντάς τον καί τοῦ ἀφήρεσαν τό καλυμαύχιο γιά νά τό δείξουν στόν ἀποστολέα τους, πού δέν ἦταν ἄλλος ἀπό τόν καθαιρεθέντα Εὐθύμη! Ἀκόμη καί ὁ ταραχοποιός τοῦ Γαλατᾶ Δαμιανίδης ἔφθασε μέχρι τό Φανάρι καί ἀπαιτοῦσε τήν ἐκλογή τοῦ Νεοκαισαρείας Ἀμβροσίου! Ἔναντι ὅλων αὐτῶν τῶν ἀθλιοτήτων οἱ συνοδικοί στάθμισαν τίς εὐθῦνες τους στό μέσον αὐτῆς τῆς σφοδρῆς καταιγίδος τοῦ τουρκικοῦ ἐθνικισμοῦ καί ἔθεσαν τό μέλλον τοῦ Πατριαρχείου ὑπεράνω κάθε προκλήσεως καί προσωπικῆς γνώμης καί σταθερά προέκριναν γιά τήν ὥρα αὐτή τήν ὑποψηφιότητα τοῦ γεραροῦ καί κορυφαίου “Δασκάλου τῆς Ἱεραρχίας” Νικαίας Βασιλείου γιά τήν ὁμαλή μετάβαση τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως στήν «Μεταλωζάννεια περίοδο τῆς Ἱστορίας της».
«Ἡ ἐνθρόνιση ἔγινε ἀμέσως σεμνά καί χωρίς χρονοτριβή κατά τήν Τάξη καί τήν πατριαρχική ράβδο τοῦ παρέδωσε ὁ Καισαρείας Νικόλαος».
Ὁ Πατριάρχης Βασίλειος, ἐκτός τῶν ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων, ἐπίλυσε τόν τρόπο διοικήσεως τῶν Ἐπαρχιῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου στήν Ἑλλάδα μέ τήν ἔκδοση τῆς Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ 1928. Ἐκοιμήθη τήν 29 Σεπτεμβρίου 1929, καί τήν 7 Ὀκτωβρίου 1929 ἐξελέγη Οἰκουμενικός Πατριάρχης ὁ Φώτιος Β΄.
Στίς 19 Ἰουνίου 1930 ὑπεγράφη σύμφωνο «Φιλίας καί Εἰρήνης» μεταξύ τῆς Ἄγκυρας καί τῶν Ἀθηνῶν ἀπό τόν Βενιζέλο καί τόν Κεμάλ.
Διαβάζοντας ὅλα αὐτά ἐθαύμασα γιά μιά ἀκόμη φορά τό μαρτυρικό φρόνημα καί τήν μαρτυρική ζωή τῶν Πατριαρχῶν Κωνσταντινοπόλεως, καί τῶν Συνοδικῶν Ἀρχιερέων, οἱ ὁποῖοι σέ δύσκολες ἐποχές ἐνήργησαν μέ ἀποφασιστικότητα, νηφαλιότητα καί διάκριση καί κατόρθωσαν νά παραμείνη ὡς ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἡ Κωνσταντινούπολη.
Τελικά, ὅλες τίς κινήσεις γιά τήν συγκρότητση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, τίς πλήρωσε πολύ ἀκριβά τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μέ θυσίες, δοκιμασίες καί αἵματα.
Ἐπίσης, κατάλαβα ἀκόμη περισσότερο γιατί αὐτήν τήν κρίσιμη περίοδο μετά τήν Συνθήκη τῆς Λωζάννης, καί κυρίως τό 1928, ὕστερα ἀπό τά γεγονότα πού ἀναφέρθησαν, δόθηκαν οἱ Ἐπαρχίες τοῦ Θρόνου, οἱ λεγόμενες «Νέες Χῶρες», στήν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος «ἐπιτροπικῶς», καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο κράτησε τό ἀνώτατο κανονικό δικαίωμα στίς Μητροπόλεις του στήν Ἑλλάδα.
Ἀσφαλῶς, ὅπως ἔχω ἀναλύσει σέ ἄλλο βιβλίο μου μέ τίτλο «Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος», ἡ Αὐτοκέφαλη τότε Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί ἡ Ἑλληνική Κυβέρνηση διέγνωσαν σημαντικούς Ἐκκλησιαστικούς καί Ἐθνικούς λόγους γιά νά μή χειραφετηθοῦν οἱ Ἐπαρχίες αὐτές τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου στήν Ἑλλάδα, ἀλλά νά δοθοῦν μόνον διοικητικῶς καί ἐπιτροπικῶς σέ αὐτήν.
Ἑπομένως, πρέπει νά μαθαίνουμε τήν σύγχρονη ἐκκλησιαστική ἱστορία, ὥστε νά μή διαπράττουμε σοβαρά λάθη. Γι’ αὐτό καί εὐχαριστῶ τόν Ἀριστείδη Πανώτη γιά τήν προσφορά του σέ αὐτό τό σημαντικό θέμα καί τίς πληροφορίες πού μᾶς δίνει.–