Ὁ Ἱερός Ναός Παναγίας Παντανάσσης Πατρῶν ὑψώνεται ἐπιβλητικός κάτω ἀπό τό Ῥωμαϊκό Ὠδείο, στό σημεῖο πού ἡ Ἄνω Πόλη συναντᾶ τήν Κάτω. Πανηγυρίζει στήν ἑορτή τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (8 Σεπτ.). Ἡ λέξη «Παντάνασσα» (<πάντων + ἄνασσα) σημαίνει «Βασίλισσα τῶν πάντων», καί ὡς προσωνυμία τῆς Παναγίας ἀπαντᾶται ἀρχικά στόν Αγ. Γρηγόριο τόν Ναζιανζηνό (Χριστός Πάσχων, στιχ. 2600). Τήν πρώτη γραπτή μαρτυρία γιά τόν ναό ἔχουμε τό ἔτος 1714, σέ ὑπόμνημα ὑπέρ τοῦ Μητροπολίτου Χριστοφόρου, πού ὑπογράφει καί ὁ ἐφημέριος τῆς Παντανάσσης. Ἡ περιοχή ἦταν κατοικημένη καί πρό τοῦ 1821. Μάλιστα ὁ Μητροπολίτης Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, μέ ἐνταλτήριο γράμμα του τῆς 13ηςΣεπτεμβρίου 1818, ἀναθέτει στόν Ἱερομόναχο Σωφρόνιο νά ἐξομολογῃῇ «εἰς τόν μαχαλέν Ἁγίου Γεωργίου και Παντανάσσης». Ἀπό τό γράμμα αὐτό διαφαίνεται ἡ συγχώνευση τῆς ἐνορίας τῆς Παντανάσσης με αὐτήν τοῦ Ἁγ. Γεωργίου, ὁ ναός τοῦ ὁποίου βρισκόταν πλησίον τοῦ Ρωμαϊκοῦ Ὠδείου. Ἀναφέρονται δέ πλέον ὡς ἑνιαία ἐνορία σέ συμβόλαια τῶν ἐτῶν 1835 καί 1836.
Ἡ ἀνέγερση τοῦ σημερινοῦ μεγαλοπρεποῦς ναοῦ τῆς Παντανάσσης ξεκίνησε τό 1847. Τό ἀρχικό σχέδιο ἦταν τοῦ Κ. Φρεαρίτη (Α’ πρύτανη τοῦ Πολυτεχνείου Ἀθηνῶν), ἐν συνεχείᾳ ὅμως θά τροποποιηθῇ ριζικά ἀπό τόν Λυσ. Καυταντζόγλου, ὁ ὁποῖος καί ἔδωσε στόν ναό τήν τελική του μορφή. Τά ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τελέσθηκαν στίς 30 Αὐγούστου 1859, ὅπως ἀναγράφεται σέ μικρή χειροποίητη εἰκόνα τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου, πού χρησιμοποιήθηκε γιά τήν περίσταση. Ὁ ναός τῆς Παντανάσσης εἶναι βασιλική νεοκλασσικοῦ ρυθμοῦ, καί εἶναι τρισυπόστατος. Οἱ πλαϊνές Ἅγιες Τράπεζες εἶναι ἀφιερωμένες, ἡ μέν στά ἀριστερά στόν Ἅγιο Γεώργιο (23 Ἀπρ.), ἡ δέ στά δεξιά στούς Ἁγίους Ἀποστόλους (30 Ἰουν.). Ἡ τιμή στήν ἐνορία τῆς Παντανάσσης στούς προαναφερθέντες Ἁγίους σχετίζεται προφανῶς μέ τήν συγχώνευσή της μέ τίς ἀντίστοιχες ἐνορίες, οἱ ναοί τῶν ὁποίων ἐγκαταλείφθηκαν στό πέρασμα τοῦ χρόνου (τῶν Ἁγ. Ἁποστόλων βρισκόταν στήν γωνία τῶν ὁδῶν Γούναρη & 25ης Μαρτίου). Νά σημειωθῇ δέ ὅτι σέ ὑπόγειο χῶρο, κάτω ἀπό τό Νότιο κωδωνοστάσιο, διασώζεται τό Ἱερό Βῆμα μέ τήν Ἁγία Τράπεζα τοῦ παλαιοῦ ναοῦ τῆς Παντανάσσης.
Στο ἐσωτερικό τῆς ἐκκλησίας ἡ διακόσμηση εἶναι ἰδιαίτερα πλούσια καί μεγαλόπρεπη, γεγονός πού ὡδήγησε τούς παλαιότερους (κυρίως) Πατρινούς νά τήν ἀποκαλοῦν «Χρυσοπαντάνασσα». Ἐντός τοῦ Ἱεροῦ Βήματος δεσπόζει τό μαρμάρινο Σύνθρονο. Τό τέμπλο, ὁ ἄμβωνας καί ὁ δεσποτικός θρόνος, εἶναι ὅλα κατασκευασμένα ἀπό Πεντελικό μάρμαρο ἀπό τόν γλύπτη Βενάρδο Σκαλκῶτο. Τόν ναό κοσμοῦν ἐπίσης ὡραιότατες εἰκόνες καί ἁγιογραφίες σπουδαίων καλλιτεχνῶν (Σπυρ. Χατζηγιαννόπολου, Κων. Πρινόπουλου, καί Τάκη Ἀ. Πριονᾶ). Τό ἱερό παλλάδιο τοῦ ναοῦ εἶναι ἡ σεπτή ἐφέστιος εἰκόνα τῆς Παναγίας, πού δεσπόζει σέ μαρμάρινο θρόνο, πλησίον τῆς δεξιᾶς θύρας τοῦ Ἱερού. Κατά τήν παράδοση, προέρχεται ἀπό τήν Παντάνασσα τοῦ Μυστρᾶ, καί ἀνευρέθη στά ὑπόγεια τοῦ ναοῦ ἀπό εὐλαβῆ μοναχό μετά ἀπό ὃραμα.
Ὁ περίλαμπρος Ναός τῆς Παντανάσσης, τό ἱστορικό αὐτό μνημεῖο, πληγώθηκε ἂσχημα ἀπό τόν σεισμό τῆς 8ης Ἰουνίου 2008. Ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη ἓνας ἀγώνας ἂρχισε γιά τήν ἀποκατάσταση τῶν ζημιῶν καί μέ τήν φροντίδα καί ἐπίβλεψη τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ. Χρυσοστόμου σέ συνεργασία μέ τά μέλη τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου.