Το μήνυμά του επί τη εορτή των Χριστουγέννων εξέδωσε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Γουμενίσσης κ. Δημήτριος.
Μεταξύ άλλων στο μήνυμά του, ο Σεβασμιώτατος αναφέρει: “Ὅπου καί νά ἀκούσει κανείς σήμερα, ὅποιον παραγωγό ἐκπομπῆς (ραδιοφωνικῆς, τηλεοπτικῆς, διαδικτυακῆς), καί ὅποιο μέλος τῆς κοινωνίας νά ἀφουγκραστεῖ, παντοῦ εἰσπράττει “ἄδειες ψυχές”. “Ἄδειες ψυχές”, καταχρεωμένες σέ ἀπωθημένες ἐνοχές καί πάθη, πού μεταδίδουν τήν νεκρότητα τῆς διάχυτης καί κυρίαρχης ἐκκοσμίκευσης.
Δίχως ἴχνος πίστης στό Χριστό. Οἱ ἄνθρωποι τῆς πίστης συστέλλονται. Ὅποιον πολιτικό, κοινωνικό, ἐκπαιδευτικό, ἐπιμορφωτικό παράγοντα νά συναντήσεις, κατά κανόνα τό ἴδιο ὕφος καί τό ἴδιο ἦθος θά εἰσπράξεις. Χαμόγελα στητά, εὐχές στητές, δίχως πνοή Χριστοῦ, δίχως ἀναπνοή εὐλάβειας καί μετάνοιας καί ἀγάπης Χριστοῦ.
Χριστουγεννιάτικες εὐχές, δίχως τό παραμικρό ἴχνος παραδοσιακῆς ἐκκλησιαστικῆς πίστης στόν Χριστό“.
Αναλυτικά το μήνυμα:
Οἰκειωμένοι τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ μας, φθάσαμε κι ἐφέτος τόν συνεκκλησιασμό καί τόν ἑορτασμό τῶν Χριστουγέννων.
Ἀλλά ὁ παγκόσμιος καί ὁ κοινωνικός ἱστός δέν θυμίζει σέ κανέναν τά Χριστούγεννα τοῦ Χριστοῦ.
Τά φωτάκια καί τά δεντράκια εἶναι ὄμορφη λαογραφία, ἀλλά δέν εἶναι καρδιογράφημα πίστης, εὐλάβειας, ἀνθρωπιᾶς. Εἶναι μιά σύντομη μαζική διαφυγή ἀπό τήν συσσωρευμένη ἐπικαιρότητα τῆς στενοχωρίας. Ἀκόμη κι ὁ χριστιανικός (κάποτε) δυτικός κόσμος δέν σχετίζεται ἀληθινά μέ τό Χριστό. Πρό πολλοῦ μυρίζει ραγδαία πρόοδο μιᾶς ἄψυχης νεκροφάνειας πολιτισμοῦ, εἴτε ἀτομικῶν εἴτε διεθνῶν εἴτε ὀλιγαρχικῶν συμφερόντων.
Ἀφήσαμε πρό πολλοῦ τόν 20ό αἰώνα τῶν παγκοσμίων πολέμων, τῶν γενοκτονιῶν, τῶν διεθνῶν ἐγκλημάτων ἰδεολογίας, τῶν φασισμῶν, τῆς ἀπανθρωπιᾶς. Καί ὅμως, ὥς τό 2024 φθάσαμε ἐνώπιον παρόμοιων καί χειρότερων ἐντάσεων, τόσο πού δέν μᾶς ἀπομένει περιθώριο νά χαροῦμε οὔτε φέτος τήν χαρμόσυνη ἐλπίδα τῶν Χριστουγέννων.
Παραμένουμε αἰχμάλωτοι τῶν εἰδήσεων πόνου καί φρίκης.
Συμπληρώνουμε σέ ἕνα χρόνο τό πρῶτο τέταρτο τοῦ 21ου αἰώνα. Καί φορτωνόμαστε ἀπό παντοῦ ὅλος ὁ κόσμος τήν οἰκονομική, τήν ἐνεργειακή, τήν κλιματική, τήν διαπολεμική καί ἐνδεχομένως τήν ἐπισιτιστική κρίση καί δέν ξέρω τί ἄλλο ἀπομένει πιά, τί μπορεῖ νά προκύψει.
***
Μόλις πού ἀνακαλύπτονται καί ἐφαρμόζονται ἀποτελεσματικές λύσεις γιά ἕνα παγκόσμιο πρόβλημα, πρίν ἀκόμη πανηγυρίσουν οἱ ὀλιγάρχες, οἱ παραολιγάρχες, οἱ τοπικοί ἐντολοδόχοι καί ὁ παγκόσμιος πληθυσμός, βλέπουμε μέ τρόμο στόν ὁρίζοντα τοῦ χρονοχώρου μας καί τῆς δικῆς μας βιόσφαιρας πολλαπλάσια προβλήματα εἴτε φυσικῆς εἴτε ὑπαρκτικῆς ὑπονόμευσης.
Τά περισπούδαστα ἐπιστημονικά καί πολιτισμικά (ἐπιβιωματικά) “ἀντιβιοτικά” μας παράγουν ἐθισμό στήν “μικροβιόσφαιρα” καί τήν “μεγαβιόσφαιρα”, μαζί μέ τήν ἀνικανότητα ἀντιμετώπισης ὀξύτερων νεκρογενετικῶν ἐλλειμμάτων στό παγκόσμιο καί παγγήινο καί περίγειο πλαφόν.
Καί μέσα σ῾ αὐτό τό σκηνικό διεθνιστικῆς προόδου καί μεταπροόδου δεδομένων ἐπιβίωσης καί ζωῆς, ἡ ὄψη τῶν κοινωνικῶν δεδομένων στή χώρα μας καί στόν τόπο μας ἀνασχεδιάζεται συνεχῶς καί παλιμπαίζει μεταξύ κοινωνιστικοῦ προοδευτισμοῦ καί θλιβερῆς ἀντικοινωνικῆς ἀποδόμησης.
Σχεδιάζονται παραγωγές μαζικῆς λύσης γιά τήν τροφοδοσία τοῦ ἀνθρώπινου πληθυσμοῦ αὐξημένου σέ παγκόσμια κλίμακα (ἔστω καί ἀνισομερῶς γιά τήν Ε.Ε.). Κι ὅμως, αὐτά τά τεχνητά πολλαπλασμένα προϊόντα γεννοβολοῦν ὁριακές ἀπώλειες στό φυσικό, τό ζωικό καί τό πανανθρώπινο παρόν καί μέλλον. Μοιάζουμε μέ τό αὐγό τοῦ φιδιοῦ στήν ἀρχή του (κάτι σάν τήν “ἐπανεκκίνηση”), στήν προκομμένη ὄψη τῶν μεταβολισμῶν τῆς ἱστορίας.
Ὁ πολιτισμός τῆς χθές, ἡ βιομηχανική καί τεχνολογική ἀνάπτυξη τοῦ ἀνεπτυγμένου κόσμου, μαζί μέ τίς πολεμικές συρράξεις, τίς πυρηνικές ἐκλύσεις, τίς ὑπεραυξημένες ἐνεργειακές ἀνάγκες καί πρακτικές, ἤδη παρήγαγαν τό γεγονός τῆς κλιματικῆς ἀλλαγῆς μέσα σέ ἑκατό (100) χρόνια ἔναντι ἑκατομμυρίων καί πλέον ἐτῶν πού προηγήθηκαν στόν θεόκτιστο κόσμο. Κι ἀπό κοντά, ἡ οἰκολογική καταστρεπτική κρίση σέ ἀξεδιάλυτη ἀνακυκλική πρωθυστερία (καί ὑστερία) μέ τήν κλιματική ἀλλαγή.
Τεχνοτροποῦμε ἕναν τέλειο μετα-κόσμο καί τεχνητούς μετανθρώπους, μέ χρηματοδοτημένες ἔρευνες ὑψηλῆς ἐπιστημοσύνης στήν ὑπέρβαση κάθε ὁρίου. Καί τήν ἴδια στιγμή, ἐδῶ καί τώρα, ὁ μοντερνισμός τῆς τεχνολογίας ἀποδιοργανώνει τήν φυσιολογία μιᾶς ἀνθρωπινότερης ἐπικοινωνίας στίς σχέσεις, στήν ἀνθρωπιά, στήν οἰκογένεια, στίς φιλίες, στήν ἀγωγή τῶν παιδιῶν μας, στήν καλοσύνη τῆς διακοινωνίας, δηλαδή στήν ἀνθρωπινή διάρκεια τῆς ἴδιας τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας!
Παράγουμε μηχανισμούς ἀφάνταστης ἰατρικῆς ἀποτελεσματικότητας, ὅπως καί μηχανήματα ἐκπληκτικῆς πρακτικῆς μαζικότητας καί ώφελιμότητας. Παράλληλα, ὡστόσο, ἐπιβεβαιώνουμε μέ τούς πιό ξέφρενους ρυθμούς “τά ἄλαλα καί τά μπάλαλα” τοῦ ἁγίου Πατρο-Κοσμᾶ καί ἀδυνατοῦμε νά βιώσουμε καί νά διατηρήσουμε τήν στοιχειωδέστερη ἀνθρωπινή μας φυσικότητα.
Μεταμοσχεύουμε ζωές καί ζωές σέ ἀπεγνωσμένους, ἀλλά τήν ἴδια στιγμή παραδίπλα μας καθιερώνεται ἡ πώληση ἤ (χειρότερα) ἡ ἐμπορία ὀργάνων ἀπό φτωχούς καί μάλιστα ἀπό τόν (τεχνητά πάμφτωχο) τρίτο κόσμο. Κλωνοποιοῦμε ἐμβρυϊκά κύτταρα, γιά θεραπευτικούς λόγους, σταδιακά ἀνασχεδιάζουμε τόσες γενετικές καί γονιδιακές ἐκδοχές. Καί δυστυχῶς ἐπιμένουμε νά ἀγνοοῦμε ὅτι τά “πειραματικά γονίδια” θά μποροῦσαν νά εἶναι δυνάμει ἄνθρωποι σάν κι ἐμᾶς, πού δέν πρόλαβαν νά διπλασιαστοῦν κυτταρικά καί δέν ἀφέθηκαν νά προχωρήσουν τίς διαδρομές τῆς ζωῆς σάν κι ἐμᾶς. Μέ ἄλλα λόγια, μεταφέρουμε ρυθμούς ἀγορᾶς στούς ρυθμούς τῆς ζωῆς καί στούς ρυθμούς τῆς ἀνθρωπινότητας, δίχως ἀνθρωπιά. Μοιάζουμε τόσο τραγικά στόν μεταγενάρχη μας Κάϊν, παρά στόν Ἄβελ.
Διαφημίζουμε τήν προστασία τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων καί τήν παρέμβαση ἐνάντια στήν ἐνδοοικογενειακή βία, ὅμως ἡ ἐθνική στρατηγική παιδείας καί κοινωνικῆς μόρφωσης δέν παράγει ἀνθρώπους μέ ἀξίες, μέ ἦθος, μέ πίστη, μέ φόβο Θεοῦ, μέ ἀγάπη καί στοργή, μέ καλλιεργημένη ὑπευθυνότητα. Ἀφηνόμαστε σέ ψυχρές κοινωνιστικές παραγωγές, γεμάτες προβληματικούς ἀνθρώπους καί προβληματικές σχέσεις. Τά “κοινωνικά κέντρα” ἀντιμετώπισης προβλημάτων θά ἔπρεπε νά ἐπακολουθοῦν τίς “προαγωγές” κοινωνικῆς, οἰκογενειακῆς καί ἀτομικῆς ψυχικῆς καί πνευματικῆς ὑγείας. Ἀδυνατοῦμε νά παιδαγωγήσουμε καί νά ἀπολάβουμε ἀνθρώπους ἄρτιας φυσικῆς νοημοσύνης καί ἄρτιας ἀνθρώπινης διακοινωνίας.
Δίνουμε ψίχουλα ἀνθρωπιᾶς μέ τόσα κέντρα κοινωνιστικῆς προσφορᾶς καί χρηματοδοτήσεις κοινωνιστικῆς μέριμνας, ἀλλά δέν δίνουμε οὔτε ἕνα ψίχουλο ἀπό τόν ἐαυτό μας. Κι αὐτό εἰσπράττει τελικά ὁ παιδόκοσμος πού μᾶς βλέπει καί ὁσονούπω θά μᾶς διαδεχθεῖ. Μέ τίς τόσες γλωσσομάθειές μας, καταντήσαμε ἡ πιό ἀναλφάβητη καί ἀντιεπικοινωνιακή ἐποχή, κυριολεκτικά βαβελική.
Καί εἶναι λίγα αὐτά πού ἀπαριθμῶ, ἐνδεικτικά τῆς αὐτοκρίσης μας, πρίν τήν τελική Κρίση τῆς ἱστορικῆς μας παρουσίας…
Συνιστοῦν ἐπιβεβαιώσεις ἐκ τοῦ ἀντιθέτου τῆς βιβλικῆς ἀποκάλυψης πού τήν ἔχουμε στό περιεκτικό ἐνθύμημα τοῦ “Πιστεύω” γιά νά τήν ὁμολογοῦμε, μήπως καί τήν μάθουμε, κι ἐμεῖς συλλογικά καί ἀτομικά ἐπιμένουμε νά τήν ἀγνοοῦμε, πόσο μᾶλλον νά τήν εὐαγγελισθοῦμε.
***
Μέσα σέ ἕνα τέτοιο διεθνικό καί ἐθνικό σκηνικό, πῶς νά μᾶς ἀγγίξουν τά ἀληθινά Χριστούγεννα;
Ἡ παγκόσμια ἱστορία τοῦ αὐτοκαθορισμοῦ εἶναι μιά τραγωδιακή αἵρεση, πού ἐπιμένει νά φορτώνει τό ἰσοζύγιο πρακτικῆς ἀθεΐας καί ἰδεολογικοῦ ἀθεϊσμοῦ, τόν ἀγνωστικισμό της γιά τόν ἀληθινό ἄνθρωπο καί τόν ζῶντα Θεό.
Ὅπου καί νά ἀκούσει κανείς σήμερα, ὅποιον παραγωγό ἐκπομπῆς (ραδιοφωνικῆς, τηλεοπτικῆς, διαδικτυακῆς), καί ὅποιο μέλος τῆς κοινωνίας νά ἀφουγκραστεῖ, παντοῦ εἰσπράττει “ἄδειες ψυχές”. “Ἄδειες ψυχές”, καταχρεωμένες σέ ἀπωθημένες ἐνοχές καί πάθη, πού μεταδίδουν τήν νεκρότητα τῆς διάχυτης καί κυρίαρχης ἐκκοσμίκευσης.
Δίχως ἴχνος πίστης στό Χριστό. Οἱ ἄνθρωποι τῆς πίστης συστέλλονται. Ὅποιον πολιτικό, κοινωνικό, ἐκπαιδευτικό, ἐπιμορφωτικό παράγοντα νά συναντήσεις, κατά κανόνα τό ἴδιο ὕφος καί τό ἴδιο ἦθος θά εἰσπράξεις. Χαμόγελα στητά, εὐχές στητές, δίχως πνοή Χριστοῦ, δίχως ἀναπνοή εὐλάβειας καί μετάνοιας καί ἀγάπης Χριστοῦ.
Χριστουγεννιάτικες εὐχές, δίχως τό παραμικρό ἴχνος παραδοσιακῆς ἐκκλησιαστικῆς πίστης στόν Χριστό.
Σ᾽ αὐτό τό ἐξαθλιωμένο σκηνικό ―πού δέν παράγει ἀληθινή ἀνθρωπιά, ἀφοῦ δέν βιώνει ἀληθινή Χριστιανικότητα― γεννηθήκαμε καί εἴμαστε ὐποχρεωμένοι νά ζήσουμε κι ἐμεῖς, διότι εἶναι τό σκηνικό τῆς ἐποχῆς μας.
Εἶναι “Οἱ ἄθλιοι” ὄχι τοῦ Οὐγκώ, ἀλλά τοῦ “βογκῶ” τῆς συλλογικῆς κοσμικῆς ψυχῆς…
***
Ὅμως, ὁ Χριστός ζεῖ καί ζωογονεῖ τά σύμπαντα. Εἶναι ὁ Θεός πού σαρκώθηκε γιά τόν καθένα καί γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Εἶναι ὁ μόνος πού μᾶς σώζει καί μᾶς διασώζει, χωρίς νά ἐξαναγκάζει.
Μᾶς σώζει ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας, μέ ἴσες εὐκαιρίες ἐκκλησιαστικοῦ ρόλου στήν πίστη, στήν εὐλάβεια, στή μετάνοια, στήν κατάνυξη, στήν ἐξομολόγηση, στή διόρθωση βίου, στή μετάληψη, στήν καθαρότητα, στήν ἐργασιακή καί κοινωνική δικαιοσύνη, στή χριστιανική ἀνθρωπιά καί ἐλεημοσύνη, στήν ἁγιοσύνη, στήν ἐκκλησιοποίηση, στή ΧΡΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ οὐσία τοῦ ρόλου μας. Καί ἡ τωρινή κι αἰώνια χαρά τῆς ὕπαρξής μας.
Καί γιαυτό μόνο ὁ Χριστός ―μέ τήν θεανθρώπινη στοργή καί πανταχοῦ παρουσία Του― μᾶς διασώζει ἀπό τόν τυφλό ἐνταφιασμό στά προκλητά κοινωνικά καί διεθνικά προβλήματα. Μπορεῖ νά ὐπῆρξαν καί νά ἐπιβιώνουν ἰδεολογήματα καί πρακτικές καί φονταμενταλισμοί θρησκειακῆς αὐταπάτης, γιά τρόπους κτιστότητας θεραπευτικούς τῆς κτιστότητας. Ἡ μαζικότητα δέν ἐπάγεται γιατρειά.
Καί τά παγκόσμια προβλήματα τῆς σύγχρονης ταλαιπωρίας δέν αὐτογιατρεύονται σάν τά αὐτοάνοσα.
Μόνο ὁ Χριστός μᾶς διασώζει ἀπό τόν κακοηθικό καί κακοήθη ἐνταφιασμό στήν ἀνακύκλωση τῆς φθορᾶς, κι ἀπό τίς νεότερες νόρμες φθορᾶς μέ λειτουργικότητα… τεχνητῆς νοημοσύνης. Ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἐργαλεῖο, δέν ἐργατοβελτιώνει τήν φύση οὔτε τήν ὐπόσταση κανενός διαχειριστῆ καί καμιᾶς βελτιωτικῆς διαχείρισης τοῦ κόσμου.
Πόσο τέλεια μᾶς τό ἐξηγεῖ ἡ βιωμένη θεολογία τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ;
Τό κτιστό, κάθε κτιστό βιώνει καί ἀναβιώνει τήν φθορά, ἄν δέν ἀγκαλιαστεῖ μέ τόν Ἄκτιστο, ἄν δέν προσληφθεῖ καί χαριτωθεῖ ἀπό τόν Ἄκτιστο. Τό κτιστό, ἀκόμη καί ἡ πιό τέλεια αὐτοτελειότητα τῆς κτιστότητάς μας, παράγει καί ἀναπαράγει μόνο κτιστότητα. Ἐκτός κι ἄν κοινωνήσει μέ τόν Ἄκτιστο πού προσέλαβε ὅλη τήν κτιστότητά μας, ὅλον τόν Ἀδάμ, γιά νά μᾶς ἀνασώσει σώζοντάς μας, δίνοντάς μας τήν τελειότητα γιά τήν ὁποία μᾶς θέλησε καί μᾶς συντηρεῖ.
***
Ὅλα αὐτά ἀφοροῦν τήν φυσικότητά μας καί τό ἦθός μας, τά δυό χέρια τοῦ χθεσινοῦ, τοῦ σημερινοῦ καί τοῦ αὐριανοῦ διανθρώπινου καί πανανθρώπινου πολιτισμοῦ.
Κατενώπιον τοῦ ζῶντος Θεοῦ καί Σωτήρα μας.
Θά μᾶς τό ἔλεγε ὁ ἅγιος Νικόλαος τῆς Ἀχρίδος, ὁ νέος ὁμολογητής, ὁ νέος Χρυσόστομος, ἔγκλειστος ἀπό τούς Γερμανούς μέχρι τό Νταχάου (“γιατρός” ψυχῶν ἐξ ἰδίας πείρας): «Ἐγώ κι ἐσύ φταῖμε, φίλε μου. Ἐγώ καί ἐσύ, φίλε μου, φράξαμε τό δρόμο τοῦ Χριστοῦ, ἐγώ μέ τό κέρδος μου καί ἐσύ μέ τήν ἠδονή σου. Ἐγώ ζητῶ ἀπό κάθε πράγμα κέρδος καί ἐσὐ ζητᾶς ἀπό κάθε πράγμα ἡδονή. Δέν εἶναι ἔτσι; Καί ἐνῶ ἐμεῖς στύβουμε καί πιπιλᾶμε αὐτόν τόν κόσμο, ὁ Χριστός στέκει πίσω ἀπό τήν πλάτη μας καί δέν μπορεῖ νά βαδίσει, ἐπειδή Τόν ἐμποδίζουμε…» (“Ἀργά βαδίζει ὁ Χριστός”, ἐκδ. “Ἐν πλῷ”, σ. 33-4).
Δέν πάει ἄλλο. Καιρός πιά, νά μοιρασθοῦμε τόν Χριστό, Θεό καί Σωτήρα μας. Νά Τόν μοιρασθοῦμε ἐσώψυχα, καρδιακά, ὁλοκληρωτικά, ἁπλά, πιστά, ἀτομικά καί ἐκκλησιαστικά, συλλογικά. Γιά νά ζήσουμε τά ἀληθινά Χριστούγεννα, ὅποιοι κι ἄν εἴμαστε, ὅπου κι ἄν παγιδευτήκαμε.
Καί γιά νά ἐκφράζουμε ἀτομικά ―ἐντελῶς πιστά καί φυσιολογικά― αὐτήν τήν ἐκκλησιαστική μας συλλογική μετάνοια καί σχέση σέ κάθε βῆμα καί κάθε ὀμορφιά τῆς ζωῆς μας.
Ὁ Χριστός μᾶς πρόσφερε κι ἐφέτος τά δικά Του Χριστούγεννα καί μᾶς τά προσφέρει διαρκῶς μέσα σέ κάθε ἐκκλησιά, γιά νά γίνουν τά Χριστούγεννα δικά μας καί ὁ Χριστός δικός μας, στήν κοινωνία καί σέ κάθε κοινωνική δομή.
Σᾶς τό εὔχομαι ὁλόψυχα, κι ἄς εἶναι τό φετινό Ἁγιοδωδεκαήμερο ξεκίνημα μιᾶς πνευματικῆς ἀναπτέρωσης.
† Ὁ Γουμενίσσης, Γεφύρας, Ἀξιουπόλεως καί Πολυκάστρου ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ