Άρθρο του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ.Ιγνατίου στην Εφημερίδα ΤΟ ΠΑΡΟΝ – Κυριακή 20/12/2020
Παρακολούθησα με ενδιαφέρον τον δημόσιο διάλογο που αναπτύχθηκε τις τελευταίες ημέρες σχετικά με τη λειτουργία των ιερών ναών κατά τις μεγάλες εορτές της Χριστιανοσύνης, τα Χριστούγεννα και τα Θεοφάνια. Στη δημόσια αντιπαράθεση διαξιφίστηκαν δύο απόψεις: Εκείνη που απαιτούσε από την κυβέρνηση να παραμείνουν οι ναοί ερμητικά κλειστοί για τον λαό μας και να λειτουργούνται κεκλεισμένων των θυρών και εκείνη που απαιτούσε την ελεύθερη πρόσβαση των πιστών στις εκκλησίες μας για την απρόσκοπτη Θεία Λατρεία.
Θεωρούμε και τις δύο απόψεις ακραίες. Την πρώτη διότι χλευάζει την πίστη και αδιαφορεί για την ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής να λατρεύσει τον θεό και να αναπνεύσει τον ζωογόνο αέρα της ζωντανής και απόλυτης κοινωνίας μαζί Του ,μέσα στο γεγονός της Λατρείας, υποκινούμενη από ένα υφέρπον αντιεκκλησιαστικό φρόνημα και εγγενή άγνοια περί του ρόλου και του έργου της Εκκλησίας στις ανθρώπινες ψυχές και στην ελληνική κοινωνία. Τη δεύτερη διότι φέρεται σαν να μη συμβαίνει τίποτα, σαν να μη δοκιμάζεται ο τόπος μας και ο κόσμος όλος από την επίμονη πανδημία, που έχει ανατρέψει ριζικά κάθε πτυχή του ανθρώπινου βίου, υλικοβιοτικού και πνευματικού.
Η αλήθεια και η αρετή βρίσκονται κάπου στη μέση και αυτό επεδίωξε η Εκκλησία μας στον διάλογο, δημόσιο και παρασκηνιακό, που ανέπτυξε με την Ελληνική Πολιτεία τις προηγούμενες ημέρες για το επίμαχο ζήτημα. Ασφαλώς, η αρχική απόφαση -που όπως αποδείχθηκε ήταν καθαρά πολιτική και δεν στηρίχθηκε σε ανάλογες εισηγήσεις της επιτροπής των ειδικών επιστημόνων- δεν ικανοποίησε τον πιστό λαό μας, στερούνταν λογικών ερεισμάτων, γι’ αυτό και ανετράπη. Άλλωστε, δεν είναι η πρώτη, ούτε η τελευταία ασφαλώς φορά που πολιτικές αποφάσεις ανατρέπονται. Γι’ αυτό είναι προς τιμήν της Πολιτείας, η οποία, με τη σύμφωνη γνώμη των ειδικών, δεν έκανε το χατίρι της Εκκλησίας, όπως ισχυρίζονται οι μεμψιμοιρούντες, αλλά εκλογίκευσε την αρχική της απόφαση, αφουγκραζόμενη τις λογικές, απλές και σώφρονες αιτιάσεις της ποιμαίνουσας Εκκλησίας, η οποία, με τη σειρά της, αφουγκράζεται τη φωνή και τους πόθους του λαού του Θεού.
Ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι το τελικό αποτέλεσμα πληροί τους όρους της κανονικότητας. Αλλά τι είναι κανονικό στην πατρίδα μας και στην ανθρωπότητα τους τελευταίους δέκα μήνες; Αυτή η δοκιμασία μας αγγίζει όλους, ως πρόσωπα, ως οικογένειες, ως κοινωνία. Δεν μπορούμε να ζούμε στον κόσμο μας, κλείνοντας τα μάτια μας μπροστά στις εκατόμβες των νεκρών, που, όπως φαίνεται, σε λιγότερο από έναν χρόνο ξεπερνούν τα θύματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που διήρκεσε έξι χρόνια. Δεν μπορούμε να αγνοούμε τις πολεμικές συνθήκες υπό τις οποίες αγωνίζονται οι ηρωικοί γιατροί και οι νοσηλευτές για να αντιμετωπίσουν την άγνωστη ασθένεια, να παρηγορήσουν, να στηρίξουν το ηθικό και να σώσουν ανθρώπινες ζωές.
Η Εκκλησία είναι μάνα, γι’ αυτό υποχρεούται να συμβάλλει με όλους τους τρόπους στην ανακούφιση των παιδιών της από τα δεινά της πανδημίας, κρατώντας ζωντανή τη Θεία Λατρεία, έστω και σ’ αυτήν τη μορφή, επουλώνοντας τις πληγές που ανοίγονται στις ψυχές και σίγουρα μη εμποδίζοντας την υπεύθυνη Πολιτεία και τους εκλεκτούς επιστήμονες που διαθέτει η χώρα μας να κάνουν απρόσκοπτα τη δουλειά τους.
Για τους παραπάνω λόγους, τα φετινά Χριστούγεννα θα είναι διαφορετικά, τουλάχιστον, όμως, δεν θα είναι μαύρα, θα τα θυμόμαστε πάντα, ως παιδαγωγία Θεού, ως αφορμή περισυλλογής και πνευματικού προβληματισμού, ως λόγο μετανοίας και επαναδρομολόγησης της σχέσης μας με τον θεό, Τον Οποίο συνήθως ξεχνούμε όταν όλα πηγαίνουν καλά.