Ι.Μ. Κίτρους, Κατερίνης και Πλαταμώνος
15 Ιουνίου, 2024

Επίσκοπος Σαλώνων για Γέροντα Αγαθόνικο: “Είχε βα­θυ­τάτη συ­ναί­σθησι του ύψους και της ευθύνης του αρ­χι­ε­ρα­τι­κού λει­τουρ­γή­μα­τος”

Διαδώστε:

“Μο­λο­νότι η επί γης Εκ­κλη­σία εστε­ρήθη της δι­α­κο­νίας, της δι­δα­σκα­λίας και του έργου του, ο ίδιος ο εκλι­πών είχε βα­θυ­τάτη συ­ναί­σθησι του ύψους και της ευθύνης του αρ­χι­ε­ρα­τι­κού λει­τουρ­γή­μα­τος, το οποίον επω­μιίσθη μετά πά­σης τα­πει­νο­φρο­σύ­νης. Διεκρίθη καθ’ όλη την μακρά διάρκεια της διακονίας του εις τας αυλάς του Κυρίου”.

Αυτό ανέφερε, μεταξύ άλλων, ο Επίσκοπος Σαλώνων κ. Ιγνάτιος κατά τον Επικήδειο Λόγο που εξεφώνησε κατά την Εξόδιο Ακολουθία του μακαριστού Μητροπολίτη πρώην Κίτρους κυρού Αγαθονίκου, η οποία τελέστηκε την Τετάρτη, 12 Ιουνίου, στον Καθεδρικό Ιερό Ναό Θείας Αναλήψεως Κατερίνης.

Σημειώνεται ότι πρωτοφανής για τα εκκλησιαστικά χρονικά υπήρξε η συμμετοχή Αρχιερέων στη νεκρώσιμη ακολουθία του αειμνήστου Μητροπολίτου πρώην Κίτρους Αγαθονίκο. Περί τους 33 Αρχιερείς συμμετείχαν, κάτι ασυνήθιστο για σχολάζοντα (συνταξιούχο) Αρχιερέα. Συνήθως τόσοι πολλοί Αρχιερείς συμμετέχουν μόνον σε κηδεία εν ενεργεία Μητροπολίτη. (Διαβάστε αναλυτικά: Η Εξόδιος Ακολουθία του Μητροπολίτη πρώην Κίτρους Αγαθονίκου)

Ολόκληρος ο Επικήδειος του Επισκόπου Σαλώνων:

«Οὔτε γάρ θά­να­τον ἔτι δε­δοί­κα­μεν, μα­θόν­τες  ἀκρι­βῶς παρά τῆς ἱε­ρᾶς ταύ­της μυ­στα­γω­γίας, ὅτι οὐκ ἔστι θά­να­τος ὁ θά­να­τος, ἀλλ’ ὕπνος καί κοί­μη­σις πρό­σκαι­ρος· οὐ πε­νίαν, οὐ νό­σον, οὐκ ἄλλο τι τῶν τοι­ού­των οὐ­δέν, εἰ­δό­τες ὅτι πρός βελ­τί­ονα ζωήν ὁδεύ­ο­μεν, ἀκή­ρα­τον καί ἄφθαρ­τον». «Αὕτη μέν γάρ ἐπί­γειος, ἐκείνη δέ οὐ­ρά­νιος· αὕτη πρό­σκαι­ρος, ἐκείνη αἰ­ώ­νιος» κατά τόν λό­γον τοῦ ἱε­ροῦ Χρυ­σο­στό­μου

Ἡ Ἁγι­ω­τάτη Ἐκ­κλη­σία τῆς Ἑλ­λά­δος κη­δεύει σήμεερον ἐν τιμῇ καί συγ­κι­νή­σει, προπέμπουσα κα­τώ­δυ­νος εἰς τήν ἀγήρω μα­κα­ρι­ό­τητα, ἐκ τῶν προ­σκαί­ρων εἰς τά αἰ­ώ­νια, ἐκ τῶν γε­ω­δῶν καί τῶν ἐφη­μέ­ρων εἰς τά κρείτ­τονα καί τά ἄφθαρτα, τόν σε­μνόν καί πο­λιόν Αὐτῆς θε­ρά­ποντα, ἀοί­δι­μον καί πο­λυ­σέ­βα­στον Αὐ­τῆς λειτουργόν, Μη­τρο­πο­λί­την Κίτρους, Κατερίνης καί Πλαταμῶνος, ὑπέρτιμον καί ἔξαρχον Πιερίας, κυ­ρόν Ἀγαθόνικον, ὁ ὁποῖος ἀφι­έ­ρω­σεν ἑαυ­τόν καί πάντα τόν βίον αὐ­τοῦ εἰς τήν δι­α­κο­νίαν καί εὔ­κλειαν Αὐ­τῆς. Ἐκοι­μήθη ἐν Κυ­ρίῳ καί ἀνε­παύθη ἐκ τῆς σχεδόν ἑβδομηκον­τα­ε­τοῦς δια­κο­νίας του εἰς τόν Ἀμ­πε­λῶνα τοῦ Κυρίου, διαδρομῆς μακρᾶς καί σπουδαίας, τήν ὁποίαν ἠνά­λω­σεν εἰς τήν ὑπη­ρε­σίαν Θεοῦ καί ἀν­θρώ­πων.

Ὁ Κύριος καί Σωτήρ τοῦ Κόσμου, «ὁ χρό­νους με­τρῶν τοῖς ζῶ­σι» , κατά τό θέλημά Του, ηὐδόκησε νά καλέσῃ αὐ­τόν ἐκ τῆς προσκαίρου ταύ­της ζω­ῆς εἰς περίοδον κατά τήν ὁποίαν ἀνερχόμεθα τήν ὁδόν τήν ἄγουσαν εἰς Ἱεροσόλυμα, προκειμένου νά μετάσχωμεν εἰς τό Θεῖον Δράμα καί τήν Ἀνάστασιν Αὐτοῦ.

Ποία μεί­ζων εὐ­λο­γία αὐ­τῆς τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ Ἱε­ράρ­χου, ὁ ὁποῖος νῦν, συνοδευόμενος ὑπό τῆς προσωπικῆς αὐτοῦ προστάτιδος Προμήτορος καί μάμης τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ Ἁγίας Ἄννης, τῆς Προστάτιδος τῆς Ἱερᾶς ταύτης Μητροπόλεως Ἁγίας Αἰκατερίνης καί τοῦ Ὁσίου Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ, οἱ ὁποῖοι τόν ἐπρο­στά­τευ­σαν καί τόν ηὐ­λό­γη­σαν ἐν ζωῇ, πο­ρεύ­ε­ται πρός τούς οὐ­ρα­νί­ους δό­μους ἵνα συ­ναν­τήσῃ τόν γλυ­κύν Δι­δά­σκα­λον καί προ­σφέρῃ εἰς αὐ­τόν τά πο­λύ­τιμα μύρα τῆς δι­α­κο­νίας του – τοῦ σε­μνοῦ καί κα­λοῦ ποι­μέ­νος, ὁ ὁποῖος ἀνέρχεται σή­με­ρον πρός τόν ἀρ­χι­ποί­μενα Χρι­στόν καί οἰ­κι­στήν τοῦ κε­νοῦ μνη­μείου, τόν κα­τα­στή­σαντα τό ἑαυ­τοῦ τρι­σόλ­βιον μνῆμα ἐφαλ­τή­ριον ἀνα­στά­σεως;

Ἔμφορτος συγκινήσεως ἡ στιγμή κατά τήν ὁποία μεταφέρομεν τήν συμπάθειαν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τοῦ Μακαριωτάτου Αὐτῆς Προέδρου πρός τόν  εὐαγῆ κλῆρον καί τόν εὐσεβῆ λαόν τῆς  Μητροπόλεως Κίτρους, Κατερίνης καί Πλαταμῶνος, ἀποδίδοντες ἐκ μέρους τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας τόν ὀφειλόμενον φόρον τιμῆς καί σεβασμοῦ πρός τό σεπτόν σκήνωμα τοῦ ἐκλεκτοῦ τούτου Ἱεράρχου, ὁ ὁποῖος διῆλθε τά τελευταῖα ἔτη τοῦ βίου του ὁσιακῶς,  ὑπομένων τήν βάσανον τῆς ὑγείας του, τήν ὁποίαν ἐλάφρυναν ἡ ἀνύστακτος φροντίς καί ἡ ἀγάπη τοῦ διαδόχου αὐτοῦ, Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κίτρους, Κατερίνης καί Πλαταμῶνος κ.κ. Γεωργίου.

Ἡ εὐ­δο­κία τοῦ Με­γά­λου Ἀρ­χι­ε­ρέως καί Σω­τῆ­ρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χρι­στοῦ καί ἡ Χάρις τοῦ Πα­να­γίου Πνεύ­μα­τος περιεκόσμησε τόν ἀπερχόμενον Ἱεράρχη διά τῶν κρειττόνων χα­ρισμάτων. Πρός αὐτά καί τήν κλῆ­σιν τοῦ Θεοῦ ἐστράφη ἐκ νε­ό­τη­τός του καί δέν ὑπα­να­χώ­ρησε ποτέ, ἀλλ’ ἐπολ­λα­πλα­σί­ασε τό δοθέν τά­λαν­τον τα­πει­νῶς ἐρ­γα­ζό­με­νος ἐν τῇ ἱερᾷ δι­α­κο­νίᾳ. Ὡς ἱε­ρεύς δι­η­κό­νησε πι­στῶς καί θε­α­ρέ­στως, καί ὡς Ἀρ­χι­ε­ρεύς κα­τέ­λιπε φήμην ἀγαθή, ἔργο κη­ρυ­γμα­τικό καί ποι­μαν­τικό, καί μαρτυρίαν ἐξό­χως ση­μαν­τικήν εἰς οἰ­κο­δο­μήν τῶν ψυχῶν τῶν προ­σερ­χο­μέ­νων εἰς αὐτόν.

Ὁ ἀοίδιμος Μη­τρο­πο­λί­της Κίτρους, Κατερίνης καί Πλαταμῶνος, ὑπέρτιμος καί ἔξαρχος Πιερίας, κυ­ρός Ἀγαθόνικος (κατά κόσμον Γεώργιος Φατοῦρος τοῦ Νικολάου) ἐγεννήθη εἰς τό Αἴγιον τήν 6ην Μαρτίου 1937, ὅπου ἀνετράφη καί ἐπεράτωσε τήν ἐγκύκλιον μόρφωσίν του. Ἐσπούδασε εἰς τήν Θεολογικήν Σχολήν Ἀθηνῶν ἀπό τήν ὁποίαν ἀπεφοίτησε τό 1963. Ἐκάρη μοναχός εἰς τήν κραταιάν Ἱεράν Μονήν Βαρλαάμ τῶν Ἁγίων Μετεώρων, ἡ ὁποία ἔθρεψε καί ἐστέγασε τά ἱερώτερα ὄνειρα τῆς ζωῆς του. Διάκονος ἐχειροτονήθη τό 1960 καί Πρεσβύτερος τό 1964.

Ὑπηρέτησεν ἀρχικῶς ὡς Ἱεροκήρυξ εἰς τήν Ἱεράν Μητρόπολιν  Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως ἀπό τοῦ 1964 ἕως τοῦ 1968. Ἀλησμόνητος ὑπῆρξε διά τό ἐκεῖσε ποίμνιον ἡ ἀδιάκοπος καί προσηνής παρουσία του εἰς κάθε γωνίαν τῆς ὀρεινῆς καί δυσχειμέρου αὐτῆς ἐπαρχίας, προκειμένου νά μήν ὑπάρχῃ  οὐδέ εἶς πιστός ἄνευ τῆς διδασκαλίας τοῦ θείου Λόγου. Ὁ ἴδιος εἰς τόν χειροτονητήριο λόγον του εἶχε τονίσει ὅτι οἱ πιστοί εἰς ττό πρόσωπο τοῦ Ἐπισκόπου ζητοῦν νά ἀνεὕρουν τήν γνησιότητα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί τήν ζωντανή μαρτυρία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέσα εἰς τόν μεταβαλλόμενο κόσμο. Ἕνας Ἐπίσκοπος σήμερα δέν εἶναι  δυνατόν νά εἶναι τίποτε ἄλλα παρά ἕνας μάρτυς ἤ ἕνας προδότης.

Ἐχρημάτισε καθηγητής τοῦ Ἀνωτέρου Ἱερατικοῦ Φροντιστηρίου Τήνου ἕως τοῦ 1971, πρῶτος Διευθυντής τῆς Ἑπταταξίου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς Τήνου ἕως τοῦ 1974, καί Ἱεροκήρυξ τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν ἀπό τοῦ 1974 ἕως τοῦ 1985. Παραλλήλως ἀπό τοῦ 1984 ἀνέλαβε τήν διεύθυνσι τοῦ Γραφείου Νεότητος τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς καί τοῦ Γραφείου τῶν Ἱεροκηρύκων της.  Εἶχε ἐπίσης ἐπί μακράν σειράν ἐτῶν τήν πνευματικήν εὐθύνην τῶν φοιτητῶν οἱ ὁποῖοι διέμεναν εἰς τήν Φοιτητικήν Ἑστίαν Πατησίων. Ὑπηρέτησεν ἐπίσης ὡς ἐφημέριος καί εἰς τήν ἑλληνικήν παροικίαν τοῦ Ἰράκ. Ἀλλά καί ἀξιόλογον ἔργον συγγραφικόν ἐπέδειξεν διά τῶν μεταφράσεων πατερικῶν καί ἀσκητικῶν κειμένων.

Στάς 24 Νοεμβρίου 1985 ἐξελέγη ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλαδος καί  ἐχειροτονήθη Μητροπολίτης Κίτρους, Κατερίνης καί Πλαταμῶνος.  Ὅπως εἶχε δηλώσει δημοσίως συνείχετο ἀπό τήν σκέψι ὅτι θά εὑρεθῇ ὑπό τό βάρος τῆς πνευματικῆς κληρονομίας τῶν ἀοιδίμων προκατόχων του καί ἰδιαιτέρως τοῦ τελευταίου, ἀειμνήστου κυροῦ Βαρνάβα, ἀναλογιζόμενος τήν φοβεράν εὐθύνην ὅπως ἀποδυθῇ εἰς ἀγῶνα συνεποῦς συνεχείας, ὁ ὁποῖος θά ἦτο σταυρός. «Στηρίζομαι ὅμως στόν Θεό ὁ ὁποῖος μέ ἐκάλεσε, εἶπε τότε, καί ἔχω τήν πεποίθησι, ὅτι κανείς σταυρός δέν εἶναι σκληρός, ὅταν τόν ἀγκαλιάζει τρυφερά καί ἀποφασιστικά ὅλη μας ἡ θέλησις!»

Καθ’ ὅλην τήν διάρκειαν τῆς εἰκοσιοκταετοῦς παρουσίας του εἰς τό πηδάλιον τῆς νοητῆς ὁλκάδος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, εἰς τήν ὁποίαν ἔταξεν αὐτόν ἡ Θεία Πρόνοια πεπνυμένον οἰακοστρόφον,  ἀνέπτυξε σημαντικήν πνευματικήν, κοινωνικήν καί φιλανθρωπικήν δράσιν, ἡ ὁποία ἐν συντομίᾳ δυνατόν νά συνοψισθῇ ὡς ἀκολούθως:

Ἐδημιουργήθησαν τρία Πνευματικά Κέντρα, ἡ Βαρνάβειος Ἐκκλησιαστική Βιβλιοθήκη, ἡ ὁποία ἱδρύθη ὑπό τοῦ ἰδίου εἰς μνήμην τοῦ ἀειμνήστου προκατόχου του Βαρνάβα Τζωρτζάτου, Ἐπισκοπικόν Μουσεῖον τό 1986, Ἐκκλησιαστικόν Φροντιστήριον, δύο γηροκομεῖα, τά καθημερινά συσσίτια «Ἄρτος ὁ ἐπιούσιος», θρησκευτικαί ὑπηρεσίαι διά τούς ἀσθενεῖς καί τόν στρατόν, Σταθμός Α΄ Βοηθειῶν καί κοινωνικῆς συμπαραστάσεως καί ἄλλαι κοινωφελεῖς ὑπηρεσίαι.

Κατόπιν ἰδικῶν του ἐνεργειῶν, ἡ Μητρόπολις μετωνομάσθη εἰς «Κίτρους, Κατερίνης καί Πλαταμῶνος».

Τήν 1η Μαρτίου 2014, κατόπιν ἀποφάσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τόν διεδέχθη ἐπαξίως ὁ σημερινός Μητροπολίτης Κίτρους, Κατερίνης καί Πλαταμῶνος κ.κ. Γεώργιος, ἀφοῦ ἡ ἐξέλιξις τῆς καταστάσεως τῆς ὑγείας του, διά λόγους οὕς Κύριος οἶδε, δέν τοῦ ἐπέτρεπε νά ἀσκῇ πλέον τά καθήκοντά του.

Μο­λο­νότι ἡ ἐπί γῆς Ἐκ­κλη­σία ἐστε­ρήθη τῆς δι­α­κο­νίας, τῆς δι­δα­σκα­λίας καί τοῦ ἔρ­γου του, ὁ ἴδιος ὁ ἐκλι­πών εἶχε βα­θυ­τάτη συ­ναί­σθησι τοῦ ὕψους καί τῆς εὐ­θύ­νης τοῦ ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κοῦ λει­τουρ­γή­μα­τος, τό ὁποῖον ἐπω­μί­σθη μετά πά­σης τα­πει­νο­φρο­σύ­νης.

Διεκρίθη καθ’ ὅλη τήν μακρά διάρκεια τῆς διακονίας του εἰς τάς αὐλάς τοῦ Κυρίου. Ἡ εὐ­δο­κία τοῦ Με­γά­λου Ἀρ­χι­ε­ρέως καί Σω­τῆ­ρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χρι­στοῦ καί ἡ Χάρις τοῦ Πα­να­γίου Πνεύ­μα­τος περιεκόσμησε τόν ἀπερχόμενον Ἱεράρχη διά τῶν χα­ρισμάτων τῶν κρειττόνων. Διεκρίθη διά τήν ἀπροσποίητον ἱεροπρέπεια, τήν ἀνεξικακία, τήν ὑπομονή, τήν ἐμμονή του εἰς τήν ὀρθόδοξον μοναχικήν παράδοσι, τήν ἁπλό­τητα καί κα­λο­σύνη τῆς καρ­δίας, διά τήν πνοή τοῦ Χρι­στοῦ ἡ ὁποία τόν συ­νεῖχε.

Ἀνα­παύ­ε­ται ἤδη ἐν ταῖς οὐ­ρα­νί­αις αὐ­λαῖς, τῆς συ­νει­δή­σεως συμ­μαρ­τυ­ρούσης ὅτι κατά δύ­να­μιν ἔπρα­ξεν ὅ,τι ἐξηρ­τᾶτο ἀπ’ αὐ­τοῦ καί τῆν προσ­δο­κίας ὅτι οἱ κό­ποι καί αἱ ἀγω­νίαι του ὑπέρ τῆς Ἐκ­κλη­σίας, τῶν ἠγα­πη­μέ­νων του ἀδελ­φῶν καί οἰ­κείων καί τῶν πνευ­μα­τι­κῶν του τέ­κνων οὐ­δα­μῶς θέ­λου­σιν ἀποβῆ ἐπί μα­ταίῳ, κατά τόν προ­φη­τι­κόν λό­γον ὅτι «οἱ ἐκλε­κτοί μου οὐ κο­πι­ά­σω­σιν εἰς κε­νόν».

Νῦν, ἀξι­ο­μα­κά­ρι­στε Δέσποτα, ἡ Ἱερά Σύ­νο­δος τῆς Ἐκ­κλη­σίας τῆς Ἑλ­λά­δος καί ὁ Λαός τόν ὁποῖον κατά τό θεῖον θέλημα πνευματικῶς ἐποίμανες, προ­πέμ­πει τό σε­πτόν σου σκή­νωμα εἰς χο­ϊ­κόν μνῆμα ἀνα­στά­σεως καί ζωῆς, βῆμα ἀθα­να­σίας. Πο­ρεύου τήν μα­κα­ρίαν ὁδόν καί ἀνα­παύου ἐν εἰ­ρήνῃ. Εἴ­μεθα βέ­βαιοι ὅτι Κύ­ριος ἀπο­δώ­σοι σοι κατά τά ἀγαθά ἔργα σου καί προ­σευ­χό­μεθα ὅπως κα­τα­τάξῃ σε ἐν χώρᾳ ζών­των καί σκη­ναῖς δι­καίων, διά πρεσβειῶν Θεοπρομήτορος Ἁγίας Ἄννης, τῆς Προστάτιδος τῆς Ἱερᾶς ταύτης Μητροπόλεως Ἁγίας Αἰκατερίνης καί τοῦ Ὁσίου Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ, καί καταστήσῃ σε πλέον λει­τουρ­γόν εἰς τό ἐπου­ρά­νιον θυ­σι­α­στή­ριον, μετά τῶν ἁγίων Πα­τέ­ρων καί τῶν μα­κα­ρίων Ἱε­ραρ­χῶν, ἀπο­δί­δων σοι τόν ἄρ­ρη­τον τῆς δι­και­ο­σύ­νης «στέ­φα­νον τῆς ζωῆς, ὅν ἐπηγ­γεί­λατο τοῖς ἀγα­πῶ­σιν Αὐ­τόν».

Ἐκ τοῦ φωτός τῆς Μεταμορφώσεως, τό ὁποῖον πιστεύομε ὅτι ἀπολαμβάνεις ἤδη εἰς τούς οὐρανούς, παρακαλοῦμε ἵνα στείλῃς διά τῶν προσευχῶν σου  ἀχτίδα, ἵνα καταυγάσῃ τάς καρδίας μας καί δεχθοῦμε τήν θείαν χάριν.

Τοῦ πολυσεβάστου Μητροπολίτου Κίτρους, Κατερίνης καί Πλαταμῶνος κυροῦ Ἀγαθονίκου εἴη ἡ μνήμη ἀγήρως καί αἰωνία. Ἀμήν.

 

Διαβάστε επίσης

Κίτρους Γεώργιος: “Ο Γέροντας Αγαθόνικος υπήρξε γνήσιο τέκνο της Εκκλησίας”

Βεροίας Παντελεήμων: Ο Γέροντας Αγαθόνικος υπήρξε καλός ποιμένας, στοργικός πατέρας και Επίσκοπος

Αντιπεριφερειάρχης Πιερίας για Γέροντα Αγαθόνικο: “Υπήρξε ένας υποδειγματικός και φωτισμένος Ιεράρχης, με αδιαμφισβήτητο ήθος”

Δήμαρχος Κατερίνης για Γέροντα Αγαθόνικο: “Υπήρξε πάντα πιστός φρουρός και γνήσιος θεματοφύλακας των πνευματικών μας παραδόσεων”

Διαδώστε: