Στην ενορία της Αγίας Τριάδος στο Κοντόκαλι της Κέρκυρας λειτούργησε και μίλησε ο Μητροπολίτης Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων κ. Νεκτάριος, μαζί με τον ακούραστο και δημιουργικό εφημέριο της ενορίας π. Κωνσταντίνο Μάζη, τον οποίο συνεχάρη, καθώς εργάζεται άοκνα για την πνευματική προκοπή των πιστών της ενορίας, και αυτό αποτυπώνεται στο πολυπληθές εκκλησίασμα, το οποίο ξεκουράζεται και στηρίζεται στην αγάπη του ιερέως.
Στην ομιλία του, ο Σεβασμιώτατος έκανε αναφορά για τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος υπήρξε μία από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες της πρώιμης εποχής του Χριστιανισμού. Ο Απόστολος Παύλος δεν γνώρισε ποτέ τον Ιησού Χριστό από κοντά, όμως ο Κύριος ως καρδιογνώστης, γνώριζε την φλόγα και το ζήλο που έκαιγαν τα σωθικά του για τις παραδόσεις της ιουδαϊκής θρησκείας, και σε εκείνη την πορεία προς την Δαμασκό, ο Κύριος επέλεξε να τον λούσει με τη Χάρη του και να τον οδηγήσει στον αληθινό θεό και να τον καταστήσει Απόστολο των Εθνών. Σαούλ, Σαούλ γιατί με καταδιώκεις; Ήταν τα λόγια που έγιναν για τον Παύλο η αφετηρία της αποστολικής του δράσης, ήταν η αφορμή να ξεκινήσει και αυτός την διάδοση του Ευαγγελίου του Χριστού στα μήκη και πλάτη της γης.
Στη συνέχεια της ομιλίας του ο Σεβασμιώτατος, αναφέρθηκε στον Ιάκωβο τον αδελφόθεο, και στη συνάντηση του με τον Ἀπόστολο Παύλο κατά την πρώτη επίσκεψή του στα Ιεροσόλυμα, καθώς σ’ εκείνον εξέθεσε τον απολογισμό του έργου του.
Ο Ιάκωβος επίσης δεν είχε ακολουθήσει τον Ιησού κατά τη διάρκεια της εν ζωή διδασκαλίας του. Μετά την ανάστασή του όμως, ο Ιησούς παρουσιάσθηκε και σε αυτόν, κάνοντας τον να πιστέψει και στην συνέχεια να αναλάβει σημαντικό ρόλο στην εδραίωση της πρώτης αποστολικής εκκλησίας της Ιερουσαλήμ.
Μετά την ανάληψη του Σωτήρος, οι άγιοι Απόστολοι, εξέλεξαν τον Άγιο Ιάκωβο επίσκοπο της νεοσύστατης Εκκλησίας των Ιεροσολύμων.
Ώς συνειδητός λοιπόν, Επίσκοπος της Εκκλησίας, γνώρισε καλά το ύψος της αποστολής του, και εργάσθηκε με όλες του τις δυνάμεις για το έργο του Χριστού και την επικράτηση των αληθειών του Ευαγγελίου. Άγαπήθηκε από το ποίμνιό του για την ευσέβεια του χαρακτήρα του.
Ακόμη, εξαιτίας της μεγάλης του αρετής αναγνωρίσθηκε ως στύλος της Εκκλησίας, καθώς στο πρόσωπο του μέχρι και σήμερα δηλώνεται η αμφίδρομη σχέση του επισκόπου με το ποίμνιό του. Μια σχέση που εκφράζεται μέσω της αγάπης του ποιμένα προς το ποίμνιο και η εμπιστοσύνη του ποιμνίου στο πρόσωπο του επισκόπου.
Ο επίσκοπος είναι ο πνευματικός πατέρας, στον οποίο οι άνθρωποι στηρίζονται πάντα, ακουμπούν τον προβληματισμό τους, την ανησυχία τους και εμπιστεύονται τη φωνή του.