- Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Ὅταν τό ἔτος 2017 ἐκδόθηκε «ἡ Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» τοῦ Καθηγητοῦ τοῦ Τμήματος Κοινωνικῆς Θεολογίας καί Χριστιανικοῦ Πολιτισμοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Βασιλείου Τσίγκου, χάρηκα πολύ καί ἔγραψα μιά παρουσίαση, ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε σέ πολλές ἱστοσελίδες.
Στήν βιβλιοπαρουσίαση αὐτή ἀναφερόμουν στήν μεγάλη ἀξία τοῦ συγκεκριμένου βιβλίου ἀπό Ὀρθοδόξου θεολογικῆς παραδόσεως. Στήριζα αὐτήν τήν ἄποψη στό ὅτι ὁ συγγραφεύς διακρίνεται γιά τά μεγάλα ἐρευνητικά του ἐνδιαφέροντα στόν χῶρο τῆς Ὀρθόδοξης Δογματικῆς, καί στήν ἀποσχολαστικοποίηση τῶν περισσοτέρων «Δογματικῶν» πού ἐγράφησαν τήν προηγούμενη περίοδο, διότι εἶχαν ἀφεύκτως ἐπηρεασθῆ ἀπό τίς δυτικές σχολαστικές καί προτεσταντικές ἀντιλήψεις.
Πράγματι, στήν «Δογματική» τοῦ Καθηγητοῦ Βασιλείου Τσίγκου βλέπει κανείς τήν ὀρθόδοξη πατερική παράδοση στά δογματικά θέματα, ἀφοῦ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύουν τήν Χριστολογία μέσα ἀπό τήν Τριαδολογία, καί τήν Τριαδολογία μέσα ἀπό τήν Χριστολογία, καθώς, ἐπίσης, ἐξετάζουν τήν ἐκκλησιολογία, τήν ἀνθρωπολογία καί τήν ἐσχατολογία μέσα ἀπό τήν Χριστολογία, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό πραγματικό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Τό πλέον θαυμαστό στήν «Δογματική» τοῦ Καθηγητοῦ Βασιλείου Τσίγκου εἶναι ὅτι στηρίζεται σέ ὀρθόδοξες θεολογικές βάσεις, ἀπηλλαγμένες ἀπό τήν σχολαστική θεώρηση τῶν πραγμάτων, δηλαδή στηρίζεται στίς Θεοφάνειες πού εἶχαν «οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ» στήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη καί ὄχι σέ σχολαστικούς ἀκροβατισμούς.
Ἔτσι, ὡς εἰσαγωγή στό βιβλίο ἐκτίθενται τά «θεολογικά πρότερα στό δόγμα καί τή Δογματική», στά ὁποῖα παρουσιάζονται τά ὀρθόδοξα κριτήρια τά ὁποῖα διακρίνουν τήν Ὀρθόδοξη Δογματική ἀπό κάθε ἄλλη Δογματική. Σέ αὐτά γίνεται λόγος γιά τό ὀρθόδοξο δόγμα στήν Ἐκκλησία, τίς πηγές καί τά θέματα τοῦ δόγματος, τήν σύγχρονη μαρτυρία τῆς πίστεως, τήν διάκριση μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, τήν θεολογία καί τήν οἰκονομία, τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν σύγχρονη θεολογική ἔρευνα, τήν μέθοδο καί τό περιεχόμενο τῆς Ὀρθοδόξου Δογματικῆς.
Τελικά σπουδαῖο ρόλο στήν Ὀρθόδοξη Δογματική ἔχουν τά ὀρθόδοξα ἑρμηνευτικά κλειδιά. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ὁ Καθηγητής κ. Βασίλειος Τσίγκος στά Κεφάλαια τῆς Δογματικῆς τοῦ ἐξαιρέτου αὐτοῦ ἔργου «περί τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ», «τό μυστήριον τοῦ Χριστοῦ», ὁ «ἄνθρωπος ὁ ἐν μικρῷ μέγας», «καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος», «περί τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος», προτάσσει βασικό κεφάλαιο πού ἀποτελεῖ τήν ἑρμηνευτική κορωνίδα ὅλων τῶν κεφαλαίων μέ τίτλο «οἱ Θεοφάνειες ὡς πηγή θεογνωσίας».
Αὐτό εἶναι βασικό γιατί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν 3ο μ.Χ. αἰώνα καί ἐντεῦθεν στηρίχθηκαν ἀποκλειστικά στίς Θεοφάνειες πού εἶχαν οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τοῦ Ἀσάρκου Λόγου, καί οἱ Ἀπόστολοι καί Ἅγιοι τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Σεσαρκωμένου Λόγου, γιά νά ἀντιμετωπίσουν τούς ποικιλόμορφους αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι θεολογοῦσαν φιλοσοφώντας καί φιλοσοφοῦσαν θεολογώντας, μέ βάση τήν Ἀριστοτελική φιλοσοφία. Νά θυμίσω τήν διαφορά σκέψης τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου μέ τόν Ἄρειο. Ἔτσι, οἱ Πατέρες, ὅπως καταγράφηκε στό consesus patrum τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, θεολογοῦσαν περί τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μέ βάση τίς Θεοφάνειες τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι μετέχουν τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ μέ καθαρό νοῦ καί ὄχι μέ βάση τούς φιλοσοφικούς στοχασμούς, ὅπως ἔκαναν οἱ αἱρετικοί σέ ὅλους τούς αἰῶνες.
Γι’ αὐτό ὁ Καθηγητής Βασίλειος Τσίγκος συνθέτει τήν Δογματική του πλέκοντας ἕνα στεφάνι ὀρθοδόξου πίστεως, χρησιμοποιώντας τά πιό ἐκλεκτά χωρία καί τίς πιό σημαντικές φράσεις τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Πατέρων, ἀλλά καί τῶν ὕμνων τῆς λατρείας τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτά μεταξύ τῶν ἄλλων ἔγραφα στήν παρουσίαση τῆς Δογματικῆς τοῦ Καθηγητοῦ κ. Βασιλείου Τσίγκου τό ἔτος 2017, πράγμα πού δείχνει ὅτι αὐτή ἡ Δογματική διαφέρει ἀπό κάθε ἄλλη Δογματική καί ὁμοιάζει, σέ ἕναν βαθμό, μέ τό περίφημο ἔργο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ «ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως», μᾶλλον τό ἑρμηνεύει.
Τό ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι γιατί ἐπανέρχομαι στήν «Δογματική» αὐτήν. Αὐτό τό κάνω ὄχι γιατί ἔχασε τήν ἐπικαιρότητά της, ἀλλά γιά νά ἐκφράσω τήν χαρά μου, ἐπειδή ἕνα μεγάλο μέρος τῆς ἐξαίρετης αὐτῆς «Δογματικῆς» μεταφράσθηκε στήν Ἰταλική γλώσσα μέ τίτλο «Dogmatica della Chiesa Ortodossa» «volume primo, Premesse – Teofanie – Triadologia – Christologia» μέ μετάφραση τοῦ Antonio Ranzolin ἀπό τόν ἐκδοτικό οἶκο Asterios (Trieste 2024, σσ. 303).
Ἡ σπουδαιότητα τῆς μεταφράσεως τοῦ βιβλίου αὐτοῦ στήν Ἰταλική γλώσσα ἔγκειται στό γεγονός ὅτι θά δοθῆ ἡ δυνατότητα στό Ἰταλικό θεολογικό κοινό νά διαβάση μιά Ὀρθόδοξη Δογματική μέσα ἀπό καθαρές πατερικές πηγές, ἀπηλλαγμένες ἀπό ποικίλες προσμίξεις καί θά μποροῦσα νά προσθέσω ἀπηλλαγμένες ἀπό ἐπικίνδυνες «θεολογικές κλωνοποιήσεις»!
Αὐτό στηρίζεται σέ τρία μεγάλα ρεύματα τά ὁποῖα πνέουν στόν δυτικό θεολογικό χῶρο καί ἐπηρεάζουν τούς δυτικούς Χριστιανούς.
Τό πρῶτο θεολογικό ρεῦμα εἶναι ὁ σχολαστικισμός (11ος-13ος αἰώνας), ὁ ὁποῖος κατά βάση στηρίχθηκε στήν κλασσική μεταφυσική (Πλάτωνα-Ἀριστοτέλη) καί ἑρμήνευσε τήν θεολογία μέσα ἀπό τήν φιλοσοφία, ὅτι δηλαδή οἱ Θεοφάνειες τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων ἦταν «χείρω τῆς ἡμετέρας νοήσεως», ἀφοῦ ἡ μεγαλύτερη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ δίνεται στήν λογική τοῦ ἀνθρώπου πού εἶναι κέντρο τῆς ψυχῆς. Ἡ σχολαστική ἀντίληψη περί τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο διακρίνεται σέ τρία στάδια, ἤτοι ἡ κατώτερη δίνεται διά τῶν αἰσθήσεων (αὐτήν εἶχαν οἱ Προφῆτες καί οἱ Ἀπόστολοι) ἡ μέση ἀποκάλυψη δίνεται στούς φιλοσόφους (μέ τήν στοχαζόμενη λογική) καί ἡ ἀνώτερη εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τήν ὁποία θά ἀπολαύσουν οἱ ἅγιοι μέ τήν ἐνόραση τῆς θείας οὐσίας.
Τό δεύτερο θεολογικό ρεῦμα πού ἐπικράτησε κατά τόν 20ό αἰώνα εἶναι ὁ νεοσχολαστικισμός – νεοθωμισμός, συνέχεια τοῦ προηγουμένου, ἀναφέρεται στήν «ὀντολογία τῆς σχέσης», εἶναι τό γνωστό analogia relationis, ὡς συνέχεια τοῦ analogia entis καί analogia fidei. Καί αὐτό τό ρεῦμα ἐμπλέκεται σέ φιλοσοφικές ἑρμηνεῖες περί προσώπου, πού ἀπέχουν ἀπό τήν ὀρθόδοξη παράδοση.
Καί τό τρίτο θεολογικό ρεῦμα πού κυριαρχεῖ στόν δυτικό χῶρο εἶναι ἡ προτεσταντική ἑρμηνεία τῆς θεολογίας πού ἐκφράσθηκε ὡς ἀντίδραση στήν μεταφυσική σχολαστική θεολογία τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, πού διατηρεῖ βασικές ὑποδομές τῆς σχολαστικῆς καί νεοσχολαστικῆς θεολογίας, δηλαδή δέν μπορεῖ νά ξεφύγη ἀπό τήν analogia entis, analogia fidei καί analogia relationis.
Γνωρίζοντας ὅλα τά ἀνωτέρω καταλαβαίνω τό «ξάφνιασμα» πού θά αἰσθανθοῦν οἱ δυτικοί θεολόγοι πού ἔχουν μεγαλώσει μέ τίς σχολαστικές, νεοσχολαστικές καί προτεσταντικές παραδόσεις, διαβάζοντας τό βιβλίο αὐτό περί Δογματικῆς μέ τίς καθαρές ὀρθόδοξες πατερικές προϋποθέσεις. Θά δοῦν μέ ποιά κριτήρια καί ποιές προϋποθέσεις μποροῦμε νά κάνουμε διάλογο θεολογικό, γιατί ὄντως τό βιβλίο τοῦ Καθηγητοῦ Βασιλείου Τσίγκου παρεμβαίνει δημιουργικά καί γόνιμα στόν διεξαγόμενο διορθόδοξο καί διαχριστιανικό διάλογο πού γίνεται στίς ἡμέρες μας πάνω σέ θεολογικά ζητήματα, ἔχοντας, ὅμως, ὡς ἐφόδιο τήν ἐμπειρία καί τήν μαρτυρία τῶν θεουμένων ἁγίων, Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Πατέρων, ὅπως καταγράφηκε στά Συνοδικά κείμενα καί ψάλλεται στήν λατρεία μας.
Κατά συνέπεια θέλω νά συγχαρῶ τόν μεταφραστή γιά τόν κόπο καί τόν ἐκδότη, γιά τήν ἄκρως ἐπιμελημένη καί λίαν καλαίσθητη ἔκδοση τῆς Δογματικῆς τοῦ Καθηγητοῦ Βασιλείου Τσίγκου στήν Ἰταλική γλώσσα, μέσα στήν «καρδιά» τοῦ Βατικανοῦ. Αὐτή, πλέον, προσφέρεται γιά μελέτη σέ ὅσους ἰταλομαθεῖς ἀναγνῶστες ἐνδιαφέρονται γιά τήν αὐθεντική διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, γιά τήν ὁποία στό βιβλίο ὑπάρχει νηφάλια καί ἀρκούντως τεκμηριωμένη σέ πηγές καί βοηθήματα ἐνημέρωση, ἡ ὁποία προφυλάσσει κάθε καλόπιστο ἀναγνώστη ἀπό παρανοήσεις ἤ καί ὑπερβολές πού προέρχονται ἀπό κάθε πλευρά.