Ὅλοι μιλᾶμε γιά τά Βαλκάνια καί τούς Βαλκάνιους, χωρίς νά ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι αὐτό τό ὄνομα εἶναι νεώτερο καί δοτό. Συμβαίνει ὅ,τι μέ τόν ὅρο Βυζάντιο. Ἕως τήν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἡ Αὐτοκρατορία λεγόταν Χριστιανική Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία ἤ Ρωμανία, καί ἑκατό (100) χρόνια μετά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ Ἱερώνυμος Βόλφ τήν ὀνόμασε Βυζάντιο. Χάρι τῆς ἱστορίας, νά τονισθῆ ὅτι τό Βυζάντιο ἦταν μιά ἀρχαία μικρή πολίχνη, ἀποικία τῶν Μεγαρέων πού ἔλαβε τήν ὀνομασία ἀπό τόν Βύζαντα τόν Μεγαρέα. Ὁπότε ἔχουμε μιά πλαστογραφία.
- Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τά λεγόμενα σήμερα Βαλκάνια. Ἡ ἀρχική ἀρχαία ὀνομασία ἦταν Χερσόνησος τοῦ Αἵμου, ἀργότερα ὀνομάστηκε Ἰλλυρία, στήν συνέχεια Ρωμελία, Ρούμελη (γῆ τῶν Ρωμαίων) καί μόλις τόν 19ο αἰώνα ὀνομάστηκε Βαλκάνια.
Παρεκάλεσα τόν ἱστοριοδίφη κ. Ἀναστάσιο Φιλιππίδη (Bachelor of Arts, Yale University, Master of Arts, Georgetown University) νά ἐρευνήση τό θέμα αὐτό, δηλαδή τήν ἐξέλιξη τῆς ὀνομασίας τῆς περιοχῆς στήν ὁποία βρισκόμαστε, καί παραθέτω τό ἀποτέλεσμα τῆς ἔρευνάς του.
* * *
ΒΑΛΚΑΝΙΟΙ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ: ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ
Ἀναστασίου Ἀθ. Φιλιππίδη, Bachelor of Arts, Yale University, Master of Arts, Georgetown University
Τὰ τελευταῖα χρόνια γίνεται ὁλοένα καὶ πιὸ ἀντιληπτὴ ἡ πολιτικὴ σημασία τῶν γεωγραφικῶν καὶ ἐθνικῶν ὀνομάτων. Τὰ γεωγραφικὰ καὶ ἐθνικὰ ὀνόματα δὲν ἀποτελοῦν ἀθῶες «ἐπιστημονικὲς» ἐπιλογές. Καὶ μόνον ἡ συνεχιζόμενη ἐπὶ 30 χρόνια κρίση μὲ τὸν βόρειο γείτονα τῆς Ἑλλάδας ποὺ διεκδικεῖ τὸ ὄνομα τῆς Μακεδονίας ἀρκεῖ γιὰ νὰ τὸ ἀποδείξει. Ἡ διαμάχη γιὰ τὰ ὀνόματα, ὅμως, δὲν εἶναι μόνον μιὰ τοπικὴ παραξενιά. Μετὰ τὴν ἀποτίναξη τῆς ἀποικιοκρατίας, πολλὲς χῶρες ἐπέβαλαν τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ὀνόματός τους, τὸ ὁποῖο συχνὰ εἶχε καθιερωθεῖ ἀπὸ τοὺς δυτικοευρωπαίους δυνάστες τους. Ἡ Κεϋλάνη ἔγινε Σρὶ Λάνκα, ἡ Χρυσῆ Ἀκτὴ ἔγινε Γκάνα, ἡ Βόρεια Ροδεσία Ζιμπάμπουε, ἡ Ἄνω Βόλτα Μπουρκίνα Φάσο, κλπ.
Ἕνα ἀπὸ τὰ γεωγραφικὰ ὀνόματα ποὺ καθιερώθηκαν ἀπὸ τοὺς ξένους εἶναι καὶ τὸ ὄνομα «Βαλκάνια», καὶ «Βαλκανικὴ χερσόνησος». Ἡ λέξη εἶναι τουρκική, σημαίνει «βουνὸ» καὶ ἀρχικὰ χρησιμοποιήθηκε γιὰ νὰ δηλώσει μόνον τὴν ὀροσειρὰ τοῦ Αἵμου στὴ Βουλγαρία. Πολὺ ἀργότερα, τὸ 1808, ὁ Γερμανὸς γεωγράφος August Zeune ἐπινόησε τὸν ὅρο «Βαλκανικὴ χερσόνησος» γιὰ τὴ χερσόνησο ποὺ ὡς τότε ἦταν γνωστὴ μὲ διάφορα ὀνόματα (π.χ. «Χερσόνησος τοῦ Αἵμου» ἢ «Ἑλληνικὴ Χερσόνησος». Παλαιότερα, στὴ διοικητικὴ διαίρεση τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, ἀπὸ τὸν 4ο μ.Χ. αἰῶνα, ἡ περιοχή, πλὴν τῆς Θράκης, ἀποτελοῦσε τὴν «ὑπαρχία τοῦ Ἰλλυρικοῦ», μὲ πρωτεύουσα τὸ Σίρμιο καὶ ἀργότερα τὴ Θεσσαλονίκη.)
Ἡ ὀνομασία «Βαλκάνια» ἄργησε νὰ καθιερωθεῖ. Ὁ θεωρούμενος ὡς ἱδρυτὴς τῆς σύγχρονης Γεωγραφικῆς Ἐπιστήμης, Κὰρλ Ρίττερ, στὸ 22τομο ἔργο του ποὺ δημοσιεύθηκε μεταξὺ 1818 καὶ 1852, τὴν ἀπέδιδε ὡς «Ἑλληνικὴ Χερσόνησο». Ἀπὸ τὰ πολλὰ παραδείγματα ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀναφερθοῦν σημειώνουμε τὸν τίτλο ἑνὸς διάσημου περιηγητικοῦ βιβλίου τοῦ 1866 (τῶν Μὰκ Κένζι καὶ Ἴρμπυ): τὸ βιβλίο ἔχει τὸν μακροσκελῆ τίτλο «Ταξίδια στὶς Σλαβονικὲς ἐπαρχίες τῆς Εὐρωπαϊκῆς Τουρκίας», ἀντὶ τοῦ ἁπλούστερου «στὰ Βαλκάνια» ποὺ θὰ χρησιμοποιούσαμε σήμερα. Ὡστόσο, τὰ «Βαλκάνια» δὲν εἶχαν καθιερωθεῖ ἀκόμη! Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συναντᾶμε καὶ στὸ ἐνδιαφέρον βιβλίο «Οἱ λαοὶ τῆς Τουρκίας» (1878) ἀπὸ μιὰ κόρη καὶ σύζυγο Βρετανοῦ προξένου ποὺ ἔζησε 20 χρόνια στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία: ἐνῷ περιγράφει ἀναλυτικὰ τὶς ἐθνότητες τῆς Αὐτοκρατορίας, ἡ λέξη «Βαλκάνια» ἀναφέρεται ἀποκλειστικὰ στὴν ὀροσειρά.
Ἀκόμη καὶ ἡ Ἐγκυκλοπαίδεια Britannica στὴν ἔκδοση τοῦ 1878 (διαθέσιμη στὸ διαδίκτυο), στὸ λῆμμα «Balkan» ἀναφέρεται ἀποκλειστικὰ στὴν ὀροσειρά, χωρὶς καμία ἐπέκταση στὴ χερσόνησο. Ἡ ἀλλαγὴ τῆς ἔννοιας ἄρχισε περίπου ἐκείνη τὴν ἐποχή. Στὴν ἀγγλικὴ γλῶσσα, μιὰ ἀπὸ τὶς πρῶτες ἀναφορὲς ποὺ ἐντοπίσαμε εἶναι τοῦ Βρετανοῦ στρατιωτικοῦ ἀκολούθου στὴ Βουλγαρία, Fife-Cookson ποὺ συνέγραψε τὸ «Μὲ τοὺς στρατοὺς τῶν Βαλκανίων καὶ στὴν Καλλίπολη τὸ 1877-78» (ἐκδόθηκε τὸ 1879).
Διοικητικά, τὸν 19ο αἰῶνα, τὸ εὐρωπαϊκὸ τμῆμα τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας ὀνομαζόταν «Ρουμελία» («γῆ τῶν Ρωμιῶν»). Ὅπως σημειώνει ὁ Mazower στὸ βιβλίο τοῦ «The Balkans: From the End of Byzantium to the Present Day» (2001): «Πρὶν διακόσια χρόνια τὰ Βαλκάνια δὲν εἶχαν ἀκόμη δημιουργηθεῖ. Οἱ Ὀθωμανοὶ διοικοῦσαν τὴ «Ρούμελη» καὶ ὄχι τὰ Βαλκάνια».
Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ἤδη μὲ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς Ὀθωμανικῆς ἐξάπλωσης, τὸν 16ο αἰῶνα, ὑπῆρχε πλέον στὴν Εὐρώπη τὸ «ἐγιαλέτι της Ρούμελης» καὶ στὴ Μικρὰ Ἀσία τὸ «ἐγιαλέτι της Ἀνατολίας» (Anadolu). Ὁ Mazower παραθέτει χάρτη τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας περὶ τὸ 1550 ποὺ ἀποτυπώνει ἀκριβῶς τὴ «Ρούμελη» σὲ αὐτὸ ποὺ σήμερα ἀποκαλοῦμε «Βαλκάνια». Μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ ἐνδιαφέρουσες ἀναφορὲς στοὺς κατοίκους της Ρουμελίας προέρχεται ἀπὸ τὸν γνωστὸ Τοῦρκο περιηγητὴ Ἐβλιγιὰ Τσελεμπή, ποὺ πῆγε στὴν Ἀχρίδα καὶ ἔγραφε γύρω στὸ 1670: «Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐδῶ μιλᾶνε Βουλγαρικὰ καὶ Ρωμαίικα. διότι ἐδῶ εἶναι Ρουμελία».
Οἱ διοικητικὲς διαιρέσεις ἄλλαζαν κατὰ καιρούς, ἀλλὰ ὁ ὅρος «Ρουμελία» συνέχισε νὰ χρησιμοποιεῖται διεθνῶς μέχρι καὶ τοὺς Βαλκανικοὺς Πολέμους τοῦ 1912-13. Γιὰ παράδειγμα τὸν συναντᾶμε στὸν πολὺ σημαντικὸ Γενικὸ Ἄτλαντα «Andrees Allgemeiner Handatlas», (Λειψία, 1881), ὅπου ἡ Ρουμελία καταλαμβάνει τὸν χῶρο τῆς σημερινῆς Βουλγαρίας, Θράκης, Μακεδονίας καὶ Σκοπίων. Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ τὸ Συνέδριο τοῦ Βερολίνου (1878) ἀποφάσισε τὴ δημιουργία ἑνὸς νέου αὐτόνομου κράτους στὸ ἀνατολικὸ κομμάτι τῆς Ρουμελίας, τὸ ὁποῖο ὀνομάστηκε (πῶς ἀλλιῶς;) «Ἀνατολικὴ Ρωμυλία».
Ὡστόσο, τὸ «Ρουμελία» ἔπαψε νὰ εἶναι πλέον πολιτικὰ ὀρθὸ (γιὰ τὶς Μεγάλες Δυνάμεις) μετά τὰ μέσα τοῦ 19ου αἰῶνα. Θύμιζε ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τὴν ὁποία εἶχαν κατακτήσει οἱ Ὀθωμανοὶ ἦταν Ρωμηοί, καὶ ἡ χώρα τους λεγόταν Ρωμανία ὡς τὸ 1453. Ἔτσι, σταδιακά, ἀποσύρθηκε καὶ ἀντὶ αὐτοῦ ἐπιβλήθηκε τὸ «Βαλκάνια». Συνέβη, δηλαδή, ἀκριβῶς τὸ ἴδιο μὲ αὐτὸ ποὺ συνέβη μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστιανικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους: ἀντὶ γιὰ Ρωμανία ἢ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, μετονομάστηκε σὲ «Βυζάντιο», λέξη ποὺ δὲν εἶχε χρησιμοποιηθεῖ ποτὲ ἀπὸ τοὺς κατοίκους αὐτοῦ τοῦ κράτους γιὰ τὴ χώρα τους.
Οἱ λόγοι ἦταν προφανεῖς. Ἔπρεπε νὰ ἀποκοποῦν οἱ κάτοικοι τῆς Ρουμελίας ἀπὸ τὸ ἔνδοξο παρελθὸν τῆς Αὐτοκρατορίας τους, ἔτσι ὥστε νὰ μὴ διεκδικοῦν τὴν ἀνασύστασή της. Οἱ ἔννοιες «Βαλκάνια» καὶ οἱ «Βυζαντινοί», ποὺ ἦταν ἄγνωστες γιὰ τοὺς χριστιανοὺς τῆς Εὐρωπαϊκῆς Τουρκίας, σταδιακὰ ἐπιβλήθηκαν καὶ οἱ ὅροι «Ρουμελία» καὶ «Ρωμηοὶ» ἐξοβελίστηκαν.
Μετὰ τὴν καθιέρωσή του, στὴ διάρκεια τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20ου αἰῶνα, ὁ ὅρος «Βαλκάνια» χρωματίστηκε μὲ ἔντονα ἀρνητικὲς συνδηλώσεις στὶς δυτικοευρωπαϊκὲς γλῶσσες, τὶς ὁποῖες διατηρεῖ σὲ μεγάλο βαθμὸ μέχρι σήμερα – ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ ὅρος «Βυζάντιο». Στὸν δυτικὸ δημόσιο λόγο, τὰ «Βαλκάνια» ταυτίστηκαν μὲ τὴν ὑπανάπτυξη καὶ τὴν ἀτέρμονη βία, δηλαδὴ τὸ ἀντίθετο τῆς «πεφωτισμένης» Δύσης. Ἦταν μιὰ περιοχὴ στὴν ὁποία κυριαρχοῦσαν «ἡ διάσπαση καὶ ἡ βαρβαρότητα», ὅπως τὸ ἔθεσαν οἱ Μὰκ Κένζι καὶ Ἴρμπυ, θυμίζοντας ἐντυπωσιακὰ τὴ φράση τοῦ Βρετανοῦ ἱστορικοῦ Γίββωνα ὅτι τὸ «Βυζάντιο» ἦταν «ὁ θρίαμβος τῆς θρησκείας καὶ τῆς βαρβαρότητας».
Σύγχρονοι ἐρευνητὲς ἔχουν ἐντοπίσει ἀρκετὲς ὁμοιότητες τοῦ «Βαλκανισμοῦ» μὲ τὸν «Ὀριενταλισμό», τὴ δυτικὴ ἀποικιοκρατικὴ καὶ ὑποτιμητικὴ ματιὰ σὲ μιὰ μή-Δυτική περιοχή, σὲ ἕναν μή-Δυτικό πολιτισμό. Στὴν ἰμπεριαλιστικὴ λογικὴ τοῦ 19ου αἰῶνα ὁ πλανήτης εἶχε μοιραστεῖ ἀνάμεσα σὲ ἔθνη προορισμένα νὰ κυβερνοῦν καὶ ἔθνη προορισμένα νὰ εἶναι ὑποταγμένα στὰ πρῶτα. Τὰ «Βαλκάνια» καὶ ἡ Μέση Ἀνατολὴ ἀνῆκαν στὰ δεύτερα. Ἀκόμη καὶ ὅταν τὰ κράτη τῶν «Βαλκανίων» ἀπέκτησαν τὴν ἀνεξαρτησία τους, οἱ ἡγεμόνες τους, ποὺ ἐπιβλήθηκαν ἀπὸ τὶς Μεγάλες Δυνάμεις, ἦταν ὅλοι ξένοι, Γερμανοὶ (Ἑλλάδα, Ρουμανία, Βουλγαρία καὶ ἀργότερα καὶ Ἀλβανία), μὲ τὴν ἐξαίρεση τῆς Σερβίας.
Παρ’ ὅλα αὐτά, ὁ ὅρος «Βαλκάνια» ἔγινε ἀποδεκτὸς στὶς ἴδιες τὶς «βαλκανικὲς» χῶρες, ὡς συνέπεια τῆς διανοητικῆς αἰχμαλωσίας ποὺ παρατηρεῖται συχνὰ στὶς ἀποικιοκρατούμενες χῶρες. Ἡ διαδικασία δὲν ἦταν γραμμικὴ καὶ ἕνα καλὸ παράδειγμα ἀποτελεῖ τὸ σημαντικὸ Ἵδρυμα ποὺ ὀνομάζεται (σωστὰ) «Μελετῶν Χερσονήσου τοῦ Αἵμου» στὴ Θεσσαλονίκη, ἀλλὰ ἐκδίδει τὴν ἐπιθεώρηση «Balkan Studies». Ἀντίστοιχα, ὁ ὅρος «Βυζάντιο» ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους των Ρωμηὼν καὶ μάλιστα ὑπουργοὶ Παιδείας τῆς Ἑλλάδας τὸν χρησιμοποιοῦν μὲ ἐντελῶς ὀριενταλιστικὴ ὀπτική.
Τὰ τελευταῖα χρόνια πάντως παρατηροῦνται στὸ ἐξωτερικὸ ἀρκετὲς ἀντιδράσεις σὲ αὐτὴ τὴν παρωχημένη λογική. Σταδιακά, ὁ ὅρος «Βαλκάνια» ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὸν πιὸ οὐδέτερο ὅρο «Νοτιοανατολικὴ Εὐρώπη». Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἡ ἐφημερίδα «Balkan Times» τοῦ ἀμερικανικοῦ στρατοῦ στὴν Εὐρώπη ποὺ μετονομάστηκε σὲ «Southeast European Times» τὸ 2002. Ἀντίστοιχα, πολλὲς ἀκαδημαϊκὲς μελέτες (κυρίως στὶς ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία καὶ Αὐστρία) ποὺ ἐξετάζουν τὴν ταυτότητα τῆς Χριστιανικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἀπορρίπτουν τὸν ὅρο «Βυζάντιο» ὁ ὁποῖος κατευθύνει τὴ σκέψη μας σὲ ἄγονες ἀτραποὺς καὶ δυσφημεῖ ἕναν ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους πολιτισμοὺς τῆς ἀνθρώπινης Ἱστορίας.
Στὴν ἐποχή μας, στὴν ὁποία ἐπικρατεῖ παντοῦ τὸ ἀντιαποικιακὸ πνεῦμα, γκρεμίζονται τὰ ἀγάλματα τοῦ Κολόμβου, καὶ ἡ πολιτικὴ ὀρθότητα ἀπαιτεῖ νὰ εἶναι μαῦρος ὁ Τόμας Τζέφερσον στὸ διασημότερο μιούζικαλ τοῦ Μπρόντγουαιη («Χάμιλτον»), ἔφτασε ἡ ὥρα νὰ ἀπαλλάξουμε καὶ τὴ Χριστιανικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ἀπὸ τὰ στερεότυπα μὲ τὰ ὁποῖα τὴν φόρτωσαν οἱ ἰμπεριαλιστικὲς δυτικὲς δυνάμεις. Νηφάλιες καὶ ἐνδελεχεῖς μελέτες μποροῦν νὰ τονίσουν ὅτι ἡ Ρωμανία ἦταν τὸ πρῶτο θῦμα τῆς Δυτικῆς ἐπεκτατικότητας, μὲ τὶς «Σταυροφορίες». Οἱ ἀρνητικὲς προκαταλήψεις γιὰ τὸ «Βυζάντιο» ἀποτέλεσαν ἁπλῶς ἕνα προπαγανδιστικὸ ἐργαλεῖο ποὺ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα. Ὅταν οἱ ὑπόλοιπες μεσαιωνικὲς προκαταλήψεις ἔχουν ἐκριζωθεῖ στὴ Δύση, εἶναι ἀλλόκοτο νὰ διατηρεῖται αὐτὴ ποὺ γεννήθηκε στοὺς πιὸ Σκοτεινοὺς Αἰῶνες τῆς εὐρωπαϊκῆς Ἱστορίας…