Με αφορμή το ζήτημα του «χωρισμού της Εκκλησίας και Πολιτείας» που τίθεται κάθε φορά που ανακύπτει κάποιο πρόβλημα μεταξύ των δύο πλευρών, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος εκφράζει σε άρθρο του την άποψη «ὅτι κανένας ὀργανισμός σέ μιά Χώρα δέν μπορεῖ νά εἶναι χωρισμένος ἀπό τό Κράτος».
Τονίζει δε ότι «κάθε ὀργάνωση, ἀκόμη καί ἰδιωτική, πρέπει νά ἔχει κάποια σχέση μέ τό Κράτος εἴτε Δημοσίου εἴτε Ἰδιωτικοῦ Δικαίου, ἀλλά ἀπολύτως κανένας δέν μπορεῖ νά εἶναι χωρισμένος ἀπό αὐτό».
Καταλήγοντας, μεταξύ άλλων, προσθέτει:
«Τό βασικό εἶναι ὅτι πρέπει νά ὑπάρχη διάλογος μεταξύ τῶν ὑπευθύνων τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Κράτους, καί αὐτός νά γίνεται μέ γνώση, νηφαλιότητα, ψυχραιμία, γιά τήν ἑνότητα τῆς κοινωνίας. Ὁ διάλογος αὐτός εἶναι ἀπαραίτητος γιατί παντοῦ ἐπικρατοῦν ἀκραῖες ἀντιλήψεις καί γι’ αὐτό εἶναι ἀπαραίτητη ἡ Ἀριστοτελική «μεσότητα» μεταξύ «ὑπερβολῆς» καί «ἐλλείψεως». Κάθε φορά πού ἕνας παράγοντας ἐξέρχεται ἀπό τήν δική του τροχιά προκαλεῖ συγκρούσεις. Τό «μέτρον» εἶναι πάντοτε τό ζητούμενο.»
Αναλυτικά το άρθρο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου:
Δημοσιεύθηκε στὸ ΒΗΜΑ τῆς Κυριακῆς στὶς 17 Μαρτίου 2024
Ἀρχίζω τό ἄρθρο αὐτό μέ τήν ἐπισήμανση ὅτι «χωρισμός Ἐκκλησίας καί Πολιτείας» τίθεται σέ εἰσαγωγικά, γιατί δέν ἀποδέχομαι τήν λ αὐτήν, καί ἀκόμη γιατί ἡ φράση αὐτή χρησιμοποιεῖται κάθε φορά πού ἀνακύπτει κάποιο πρόβλημα μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας.
Πρόσφατα, μετά τήν Ἱεραρχία τῆς 23ης Ἰανουαρίου 2024, ὅταν, ὡς ἐκπρόσωπος Τύπου, ἀνακοίνωνα στήν κοινή συνέντευξη τῶν Δημοσιογράφων τήν ἀπόφασή της ὅτι εἶναι κάθετα ἀντίθετη στό νομοσχέδιο γιά τόν γάμο τῶν ὁμοφυλοφίλων, ἀμέσως μέ ἐρώτησαν οἱ δημοσιογράφοι, ἄν ὕστερα ἀπό τήν ἀπόφαση αὐτήν θά τεθῆ θέμα «χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας». Φυσικά, ἀπάντησα ἀρνητικῶς, διότι, ἀσχολούμενος μέ τό θέμα αὐτό ἀπό δεκαετίες, ἔχω διαφορετικές ἀπόψεις καί δέν ἀποδέχομαι οὔτε τήν φράση «σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας», οὔτε τήν φράση «χωρισμός Ἐκκλησίας καί Πολιτείας» καί θά ἐξηγήσω τόν λόγο.
Ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Πολιτεία εἶναι δύο διαφορετικά μεγέθη μέ διαφορετικό σκοπό τό καθένα ἀπό αὐτά.
Ἡ Ἐκκλησία ἐνδιαφέρεται γιά τήν πνευματική ἀνακαίνιση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου μέσα στήν προοπτική τῆς ἐν Χριστῷ οἰκονομίας καί ἀποβλέπει νά δώση πνευματικό νόημα στόν ἄνθρωπο. Ἔχει τούς ὅρους καί τούς κανόνας καί τήν ὅλη ἐκκλησιαστική ζωή, πού διαφέρει σαφέστατα ἀπό τήν θρησκεία, ἀφοῦ ἡ θρησκεία διακρίνεται ἀπό τήν μαγεία, τήν δεισιδαιμονία καί τόν μυστικισμό.
Ἡ Πολιτεία ἐνδιαφέρεται γιά τήν συγκρότηση τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, τήν ἑνότητά της, τήν διαπαιδαγώγησή της, τήν ἀνάπτυξη τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης, τήν ὅλη συγκρότηση τοῦ Κράτους. Πρός τόν σκοπό αὐτό χρησιμοποιεῖ τήν διπλωματία, τίς σχέσεις μέ ἄλλα Κράτη, τήν ὀργάνωση στρατοῦ, ἀστυνομίας καί τήν ψήφιση νόμων, οἱ ὁποῖοι διαφέρουν σαφέστατα ἀπό τό ἐκκλησιαστικό ἦθος. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο κανένα Κράτος δέν θά μποροῦσε νά εἶναι «ἀπόλυτα Χριστιανικό».
Ὅμως, ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Πολιτεία πρέπει νά συνεργάζονται γιατί ἀσχολοῦνται μέ τόν ἄνθρωπο καί θέλουν τήν πνευματική καί κοινωνική εἰρήνη.
Ἐπειδή κοινό ἐνδιαφέρον καί τῶν δύο εἶναι ὁ ἄνθρωπος, γι’ αὐτό κατά καιρούς ἔγινε λόγος γιά «σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας». Ἔτσι, δημιουργήθηκαν διάφορα συστήματα συνεργασίας, ὅπως ὁ Καισαροπαπισμός (ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ πολιτικοῦ ἄρχοντα ἔναντι τοῦ Πάπα), ὁ Παποκαισαρισμός (ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ Πάπα ἔναντι τοῦ Αὐτοκράτορα), μέ ἀποτέλεσμα στήν Δύση νά παρατηρηθοῦν «θρησκευτικοί πόλεμοι». Τό σύστημα τῆς συναλληλίας μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας εἶναι τό καλύτερο, γιατί διασφαλίζει τήν διαφορετική ἁρμοδιότητα κάθε μέρους, ἀλλά καί συνιστᾶ τήν συνεργασία.
Ἄλλωστε, ἡ ἀρχή τῶν συστημάτων προϋποθέτει τρία δεδομένα. Πρῶτον, σαφῆ ὅρια μεταξύ τῶν συστημάτων, δεύτερον καλή ὀργάνωση κάθε συστήματος καί τρίτον γέφυρες ἐπικοινωνίας μεταξύ τους. Αὐτό ἰσχύει καί γιά τήν Πολιτεία καί τήν Ἐκκλησία.
Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική δέν μπορεῖ νά ἰσχύση οὔτε ἡ φράση «σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας», οὔτε ἡ φράση «χωρισμός Ἐκκλησίας καί Πολιτείας», ἀλλά ἡ φράση καί ἡ πρακτική «ὁριοθέτηση τῶν σχέσεων ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης καί κρατικῆς διοίκησης».
Αὐτό λέγεται ἀπό τήν ἄποψη ὅτι κανένας ὀργανισμός σέ μιά Χώρα δέν μπορεῖ νά εἶναι χωρισμένος ἀπό τό Κράτος. Κάθε ὀργάνωση, ἀκόμη καί ἰδιωτική, πρέπει νά ἔχει κάποια σχέση μέ τό Κράτος εἴτε Δημοσίου εἴτε Ἰδιωτικοῦ Δικαίου, ἀλλά ἀπολύτως κανένας δέν μπορεῖ νά εἶναι χωρισμένος ἀπό αὐτό.
Οἱ λεγόμενες «συγκρούσεις» μεταξύ ἐκκλησιαστικῆς καί κρατικῆς Διοίκησης γίνονται στά διάφορα θέματα πού ἀνακύπτουν μέ τά ὁποῖα πρέπει νά ἀσχοληθοῦν τόσο ἡ Ἐκκλησία ὅσο καί τό Κράτος, καί ἀφοροῦν τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί αὐτά τά θέματα ἀντιμετωπίζονται σαφέστατα ἀπό τό ἐν ἰσχύι Σύνταγμα, καί συγκεκριμένα μέ τό ἄρθρο 3 σέ συνδυασμό μέ τό ἄρθρο 13. Δέν μπορῶ ἐδῶ νά κάνω ἀνάλυση αὐτῆς τῆς σκέψεως.
Τό βασικό εἶναι ὅτι πρέπει νά ὑπάρχη διάλογος μεταξύ τῶν ὑπευθύνων τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Κράτους, καί αὐτός νά γίνεται μέ γνώση, νηφαλιότητα, ψυχραιμία, γιά τήν ἑνότητα τῆς κοινωνίας. Ὁ διάλογος αὐτός εἶναι ἀπαραίτητος γιατί παντοῦ ἐπικρατοῦν ἀκραῖες ἀντιλήψεις καί γι’ αὐτό εἶναι ἀπαραίτητη ἡ Ἀριστοτελική «μεσότητα» μεταξύ «ὑπερβολῆς» καί «ἐλλείψεως». Κάθε φορά πού ἕνας παράγοντας ἐξέρχεται ἀπό τήν δική του τροχιά προκαλεῖ συγκρούσεις. Τό «μέτρον» εἶναι πάντοτε τό ζητούμενο.