Ι.Μ. Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου
12 Ιουνίου, 2024

Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου επίτιμος Δημότης του δήμου Αγρινίου – Η σχέση του με την πόλη και η αποστολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο

Διαδώστε:

Με ομόφωνη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αγρινίου ανακηρύχθηκε επίτιμος δημότης Αγρινίου ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος. Η απόφαση ελήφθη κατά την τακτική συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου στις 27 Μαίου 2024, μετά από σχετική εισήγηση του Δημάρχου Αγρινίου, κ. Γεωργίου Παπαναστασίου.

Η απόφαση αυτή του Δημοτικού Συμβουλίου μεταξύ άλλων αναφέρεται, στους «ιδιαίτερους διαχρονικούς δεσμούς από τα έτη της νεότητας [του Σεβ. Μητροπολίτου κ. Ιεροθέου] με το Αγρίνιο, στο υψιπετές πνεύμα και την ξεχωριστή προσωπικότητα, την διαχρονική πνευματική προσφορά [του] από όλες τις βαθμίδες της Ιερωσύνης, τη διακρινόμενη παρουσία ως Αρχιερέως ποιμαίνοντος και τμήματα του Δήμου Αγρινίου, ως η δημοτική ενότητα Παρακαμπυλίων, στην Τοποτηρητεία της Ιεράς Μητροπόλεως Αιτωλίας και Ακαρνανίας… και το ανεκτίμητο πολυσχιδές πνευματικό, εκκλησιαστικό, θεολογικό, κοινωνικό και επιστημονικό έργο που διακρίνουν το Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. κ. Ιερόθεο».

Παμψηφεί ανακήρυξη

Για τους λόγους αυτούς το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε παμψηφεί να τον ανακήρυξη Επίτιμο Δημότη του Δήμου Αγρινίου και να του απονείμη το Κλειδί της Πόλης σε ειδική εκδήλωση στο πλαίσιο των εορτασμών της 11ης Ιουνίου του 1821, ημέρα απελευθέρωσης της πόλης από τον τουρκικό ζυγό, σε ένδειξη βαθύτατης τιμής, σεβασμού και εκτίμησης εκ μέρους του συνόλου των Δημοτών.

Η επίσημη τελετή της ανακηρύξεως σε δημότη του Δήμου Αγρινίου πραγματοποιήθηκε την Τρίτη, 11 Ιουνίου 2024, στην αίθουσα συνεδριάσεων του δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αγρίνου, στο παλαιό κτήριο της Τραπέζης της Ελλάδος.

Στην σεμνή και λαμπρή τελετή ήταν παρόντες οι Μητροπολίτες Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Δαμασκηνός και Καστορίας κ. Καλλίνικος, ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εσωτερικών κ. Αθανάσιος Μπαλέρμπας, ως εκπρόσωπος της Κυβερνήσεως, ο Αντιπεριφερειάρχης Αιτωλοακαρνανίας κ. Αθανάσιος Μαυρομμάτης, οι Δήμαρχοι Ναυπακτίας κ. Βασίλειος Γκίζας, Θέρμου κ. Σπυρίδων Κωνσταντάρας και Ξηρομέρου Ιωάννης Τριανταφυλλάκης, οι Βουλευτές Αιτωλοακαρνανίας Αθανάσιος Παπαθανάσης και Χριστίνα Σταρακά, παλαιοί δήμαρχοι του Αγρινίου κληρικοί από το Αγρίνιο, την περιοχή του Αγίου Βλασίου και την Ναύπακτο και λαός από το Αγρίνιο, αλλά και από την Ναύπακτο.

Δήμαρχος Αγρινίου: Τιμούμε έναν φωτισμένο κήρυκα της Ορθόδοξης Εκκλησίας

Στην τελετή αναγνώστηκε σύντομο βιογραφικό του Σεβασμιωτάτου και στην συνέχεια η σχετική απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου με αριθμό 109/2024. Κατόπιν πήρε το λόγο ο δήμαρχος Αγρινίου κ. Γ. Παπαναστασίου ο οποίος αναφέρθηκε με θερμά λόγια στον τιμώμενο Ιεράρχη. Μεταξύ άλλων είπε:

«Αυτήν την τόσο σημαντική ημέρα επέλεξε το Δημοτικό Συμβούλιο Αγρινίου να τιμήση έναν σεπτό ιεράρχη, έναν αξιοσέβαστο πνευματικό πατέρα, έναν φωτισμένο κήρυκα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Ο Μητροπολίτης κ. Ιερόθεος βρέθηκε στο Αγρίνιο από πολύ μικρή ηλικία. Σ’ αυτή τη γη μπήκε ο θεμέλιος λίθος της απόφασης να αφιερωθή στην υπηρεσία του Θεού. Γνώρισε τον πνευματικό του πατέρα, τον σύγχρονο άγιο της Εκκλησίας μας Καλλίνικο, Μητροπολίτη Εδέσσης και Πέλλης, κοντά στον οποίο ξεκίνησε την εκκλησιαστική και ποιμαντική του διακονία».

Απευθυνόμενος στο Σεβασμιώτατο κ. Ιερόθεο, είπε: «στο σεβαστό πρόσωπό σας τιμούμε την 30ετή πνευματική φροντίδα και προσφορά στη διαποίμανση της Ιερής Μητρόπολης Ναυπάκτου και αγίου Βλασίου. Αναγνωρίζουμε την πνευματική συνεισφορά σας στην εξέλιξη της επιστήμης, ιδιαιτέρως της θεολογίας, αλλά και σε κλάδους, όπως η Ιατρική, η Βιοηθική, η Ψυχοθεραπεία. Τιμούμε το σπουδαίο συγγραφικό σας έργο, μοναδικό τόσο ως προς τον όγκο, όσο και ως προς την διάδοσή του σε Ευρώπη, Αφρική, Αμερική και Ασία μέσου μεγάλου αριθμού μεταφράσεων. Κυρίως, όμως, υποκλινόμαστε στην πατρική σας αγάπη, την στήριξη και το ενδιαφέρον σας για την πόλη και τους ανθρώπους κατά την ενδεκάμενη περίοδο της Τοποτηρητείας σας».

Και συμπλήρωσε: «Με συγκίνηση θυμόμαστε την ομιλία σας κατά την ενθρόνιση του Σεβασμιωτάτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας κυρίου Δαμασκηνού. Η καρδιά μας ρίγησε, όταν αναφερθήκατε στο “εμόν Αγρίνιο”… Σήμερα το Αγρίνιο με καύχηση σας ανακηρύσσει επίτιμο Δημότη, σας τιμά, όπως το τιμήσατε, και σας αποδίδει το μέγιστο σεβασμό».

Στην συνέχεια ο δήμαρχος Αγρινίου παρέδωσε στον Σεβ. Μητροπολίτης κ. Ιερόθεο το κλειδί της πόλης του Αγρινίου, ως επισφράγισμα της ανακήρυξής του σε επίτιμο δημότη Αγρινίου.

Μετά την απονομή ο Μητροπολίτης κ. Ιερόθεος ευχαρίστησε τον Δήμαρχο και το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Αγρινίου για την ιδιαίτερη τιμή, τον Μητροπολίτη Αιτωλίας και Ακαρνανίας για την ευμενή αποδοχή της απόφασης αυτής, όπως και τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Καστορίας κ. Καλλίνικο για την παρουσία του και τους παρόντας γνωστούς και φίλους.

Η σχέση με το Αγρίνιο και ο διάλογος της Ορθόδοξης Θεολογίας με τον μετανεωτερικό άνθρωπο

Στην συνέχεια αναφέρθηκε σε δύο σημεία, πρώτον στην σχέση του με το Αγρίνιο και δεύτερον στον διάλογο της Ορθόδοξης Θεολογίας με τον μετανεωτερικό άνθρωπο, δίνοντας συγκεκριμένα παραδείγματα. Με τον τρόπο αυτό έκανε μια σύνοψη του όλου συγγραφικού του έργου.

Η όλη ατμόσφαιρα ήταν εορταστική και η φιλοξενία του Δήμου Αγρινίου αρχοντική και προς τον τιμώμενο και προς όλους τους παρόντες.

Ακολουθεί ο λόγος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Ιεροθέου:

Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία στήν μετανεωτερικότητα

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

(Ὁμιλία κατά τήν ἀπονομή τοῦ τίτλου τοῦ ἐπιτίμου Δημότου καί τοῦ κλειδιοῦ τῆς πόλεως Ἀγρινίου)

Κύριε Δήμαρχε, κύριε Πρόεδρε, κύριοι Ἀντιδήμαρχοι καί Μέλη τοῦ Δημοτικοῦ Συμβου­λίου τῆς πόλεως Ἀγρινίου, Μητροπολῖτα Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας κ. Δαμασκηνέ, Μητροπολῖτα Καστορίας κ. Καλλίνικε, ἀξιότιμε Γενικέ Γραμματέα, ἐκπρόσωπε τῆς Κυβερνήσεως, κύριοι Δήμαρχοι Ναυπάκτου, Θέρμου, Ἀστακοῦ καί Ξηρομέρου, γενναιότατοι ἐκπρόσωποι των Ἐνόπλων Δυνάμεων καί τῶν Σωμάτων Ἀσφαλείας.

Θά ἤθελα νά εὐχαριστήσω ὁλοκαρδίως τόν Δήμαρχο Ἀγρινίου κ. Γεώργιο Παπα­να­στασίου, ὁ ὁποῖος ἔκανε τήν πρόταση νά μοῦ ἀπονεμηθῆ ὁ τίτλος τοῦ ἐπιτίμου Δη­μό­του τῆς Πόλεως Ἀγρινίου καί νά μοῦ δοθῆ τό κλειδί τῆς Πόλεως, ἀλλά νά εὐχα­ρι­στήσω καί τά Μέλη τοῦ Δημοτικοῦ Συμβου­λίου γιά τήν ὁμόφωνη ἀπόφασή τους. Καί μάλιστα, διότι καθο­ρίστηκε αὐτή ἡ τιμητική ἐκδήλωση νά γίνη κατά τήν ἐπίσημη ἡμέρα τῶν ἐλευθερίων τῆς Πόλεως τοῦ Ἀγρινίου.

Εἶμαι βαθειά συγκινημένος ἀπό αὐτήν τήν τιμητική ἀπόφασή σας. Εὐχαριστῶ τόν Δήμαρχο καί γιά τά λόγια του πού τεκμηριώνουν αὐτήν τήν ἀπόφαση, ὅτι συνδέομαι ποικιλοτρόπως μέ τήν πόλη τοῦ Ἀγρινίου ἀπό τά μέσα τοῦ 20οῦ αἰῶνος μέχρι σήμερα πού εἶμαι Μητροπολίτης τῆς Ναυπάκτου, ἀλλά καί τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁγίου Βλασίου, ἡ ὁποία ὑπά­γεται στόν Δῆμο Ἀγρινίου.

Εὐχαριστῶ καί τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας κ. Δαμα­σκηνό γιά τήν εὐμενῆ ἀποδοχή τῆς ἀπόφασης αὐτῆς, ὅπως καί τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Καστορίας κ. Καλλίνικο γιά τήν παρουσία του, καί τούς παρόντας γνω­στούς καί φίλους, ἰδιαιτέρως τόν παλαιό φίλο μου Παναγιώτη Καραγιῶργο.

Ἐπιτρέψτε μου ὡς πνευματικό ἀντίδωρο, δηλαδή ὡς ἀντιπρο­σφο­ρά στό δῶρο σας, νά ἀναφερθῶ στήν συνέχεια σέ δύο σημεῖα: Πρῶτον, «τό Ἀγρίνιο στήν ζωή μου» καί δεύτερον, «ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στόν σύγχρονο κόσμο».

1. Τό Ἀγρίνιο στήν ζωή μου

Γεννήθηκα στά Γιάννενα, ἀπό ὅπου κατάγομαι, ἀλλά ἀπό τά μικρά μου χρόνια συνδέθηκα καί μέ τό Ἀγρίνιο. Αὐτό συνδέεται μέ τήν θεία μου Παρασκευή (ἀδελφή τῆς μη­τέρας μου), ἡ ὁποία γιά πολλά χρόνια ἦταν Διευθύνουσα στό Θερα­πευτήριο «Ἅγιοι Ἀνάργυροι» στό Ἀγρίνιο, ἀκολουθώντας ἀπό τά Γιάννενα τόν πνευματικό της π. Βενέδικτο. Μέ αὐτήν τήν ἀφορμή ἐρχόμουν ἀπό τήν ἡλικία τῶν ἕξι ἐτῶν στό Ἀγρίνιο, τό Πάσχα καί τά Καλοκαίρια, ἐπειδή τότε εἶχε διαγνωστῆ ἕνα προστάδιο γιά τήν ἐμφάνιση ἀδενοπάθειας, λόγῳ τῶν δυ­σκολιῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, καί χρειαζόμουν κυρίως κατάλληλη τροφή καί ὑγιεινές συνθῆκες διαβίωσης. Ἔτσι, στό Ἀγρίνιο ξεπέρασα αὐτήν τήν δυσκολία στήν ἀρχή τῆς βιολογικῆς μου ζωῆς.

Στήν συνέχεια, κατά τήν περίοδο τῆς ἐφηβείας μου, ἦλθα στό Ἀγρί­νιο γιά νά συνεχίσω τίς Γυμνασιακές μου σπουδές στό τότε μονα­δικό Ἑξα­τάξιο Παπαστράτειο Γυμνάσιο (1959-1963) ἀπό ὅπου καί ἀποφοίτησα.

Ἔτσι, γνωρίζω τό Ἀγρίνιο ἀπό τήν δεκαετία τοῦ 1950, μέχρι τίς ἀρχές τῆς δεκαε­τίας τοῦ 1960 καί ἔχω μέσα μου ζωηρές εἰκόνες ἀπό τό παλιό Ἀγρίνιο καί τούς ἀνθρώ­πους του. Θυμᾶμαι τόν τότε Δήμαρχο Γεώργιο Παπαϊωάννου.

Ἑπομένως, πέρα ἀπό τήν ὑγεία μου καί τήν μαθητεία μου ἐδῶ, τό Ἀγρίνιο μέ βοή­θησε ἀπο­τελεσματικά στήν μετέπειτα ἐκκλησιαστική ἐκπαίδευσή μου μέ δύο συγ­κε­­­κρι­μέ­νους τρόπους.

Πρῶτον, ὁ τότε διευθυντής τοῦ Οἰκοτροφείου στό ὁποῖο ἔμενα Ἠλίας Ξένος μετέβη στήν Νέα Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Σπυρίδων. Συνέπεσε αὐτό τό γεγονός μέ τήν φοίτησή μου στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, ὁπότε ἐπισκεπτό­μουν τό Ἅγιον Ὄρος καί ἔμενα γιά πολύ καιρό στήν Νέα Σκήτη.

Ἔχοντας ὁρμητήριο τήν Νέα Σκήτη ἀνίχνευα τήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀνα­ζητώντας τήν ζωή τῶν ἀσκητῶν τῆς ἐρήμου. Ἐκεῖ γνώρισα πολλούς ἐρημίτες ἀσκητές, μεταξύ τῶν ὁποίων τά μέλη τῆς Συνοδείας τοῦ ἁγίου Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ, ἤτοι τόν ἅγιο Ἐφραίμ Κατουνακιώτη, τόν Ἰωσήφ τόν Βατοπαιδινό, τόν Ἐφραίμ τόν Φιλοθεΐτη, μετέπειτα Ἀριζονίτη τῆς Ἀμερικῆς, τόν π. Θεοφύλακτο καί εἰσήχθηκα στήν νηπτική καί ἡσυχαστική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Καρπός αὐτῆς τῆς ἔρευνας εἶναι τό βιβλίο μου «Μιά βραδιά στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους» καί πολλά ἄλλα παρόμοια βιβλία.

Δεύτερον, στό Ἀγρίνιο γνώρισα τόν τότε Πρωτοσύγκελλο τῆς Ἱε­ρᾶς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας Ἀρχιμ. π. Καλλίνικο Ποῦλο, πού, ὅταν ἤμουν φοιτητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης, ἐξελέγη Μη­τρο­πολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας, νῦν ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τήν πρό­σκλησή του τόν ἀκολούθησα στήν Ἔδεσσα, ἔμενα μαζί του στό Ἐπι­σκοπεῖο γιά δεκαπέντε χρόνια, μέ χειροτόνησε Διάκονο καί Πρεσβύ­τερο καί ἀσκοῦ­σα τό ἔργο τοῦ Ἱεροκήρυκος.

Στήν Ἔδεσσα, κοντά στόν ἅγιο Καλλίνικο, γνώρισα ἕναν ἀσκητή Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος μέ ἀνέπτυξε ἐκκλησιαστικά μέ ἀγάπη καί ἐλευθε­ρία. Μέ τήν δική του εὐλογία συνδέθηκα πνευματικά μέ τόν ἅγιο Παΐ­σιο τόν Ἁγιορείτη καί τόν ἅγιο Σωφρόνιο τόν Ἀθωνίτη, πού ἐκεῖνον τόν καιρό μόναζε στήν Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας. Αὐ­τούς τούς δύο ἁγίους ἐπισκεπτόμουν συχνά καί ὠφελήθηκα στήν ζωή μου. Ἀργότερα, μέ ἀξίωσε ὁ Θεός νά ἐκλεγῶ Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου καί νά εἶμαι ἐδῶ στήν Αἰτωλοακαρνανία περίπου 30 χρόνια, καί συνδέομαι ἰδιαίτερα μέ τό Ἀγρίνιο, λόγῳ τοῦ ὅτι ὁ Ἅγιος Βλάσιος ἀνήκει στόν Δῆμο Ἀγρινίου, καί διετέλεσα σχεδόν ἕνα χρόνο Τοποτηρητής τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας.

Ἔτσι, ἀξιώθηκα ἀπό τόν Θεό νά μεγαλώσω βιολογικά καί ἐκκλη­σιαστι­κά, συνανα­στρεφόμενος μέ ἁγίους ἀνθρώπους, καί αὐτό ἦταν πράγματι μιά «ἐκκλησιαστική πολυτέλεια» στήν ζωή μου. Μέσα ἀπό τήν ζωή τῶν Ἁγίων αὐτῶν καί τήν μελέτη τῶν ἔργων τῶν Ἁγίων Πατέρων εἰσέδυσα στό βάθος τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας καί μέ αὐτήν προσπαθοῦσα νά βοηθήσω τόν σύγχρονο ἄνθρωπο. Καρπός αὐτῆς τῆς προσπά­θειας εἶναι ἡ συγγραφή τῶν πολλῶν (126) βιβλίων μου.

2. Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στόν σύγχρονο κόσμο

Ἡ μετάφραση τῶν 118 βιβλίων μου σέ 27 γλῶσσες, πού σημαίνει ὅτι τό μήνυμα τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας ἀγγίζει ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅπου γῆς, μοῦ ἔδωσε τήν δυνατότητα καί τήν εὐκαιρία νά κληθῶ νά ἀναπτύξω τίς ἀπόψεις μου σέ διάφορες πόλεις τοῦ κόσμου καί σέ Πανε­πιστήμια καί νά ἔλθω σέ ἐπικοινωνία μέ τά σύγχρονα θρησκευτι­κά, φιλοσοφικά, ψυχολογικά, κοινωνικά καί ἐπιστημονικά ρεύματα τῆς ἐπο­χῆς μας καί νά κάνω διάλογο μαζί τους. Πράγματι, πολλές φορές διερωτήθηκα τί εἶναι ἐκεῖνο πού κάνει, ὄχι μόνον τό Εὐρωπαῖο, τόν Ἀμερικανό, καί Βόρειο ἄνθρωπο, ἀλλά τόν ἄνθρωπο στήν Ἀφρική, τήν Ἀσία, τήν Κίνα καί τήν Κορέα νά ἐνδιαφέρεται νά δια­βάση κείμενα ἑνός Ὀρθοδόξου Κληρικοῦ. Κατάλαβα ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία ἔχει λόγο καί διαλέγεται μέ ὅλα τά σύγχρονα ρεύματα σέ ὅλη τήν οἰκουμένη, καί μάλιστα δίνει συγ­κε­κριμένες ἀπαντήσεις πού ἀνα­παύ­ουν τόν ταραγμένο ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας, ὅπου γῆς.

Πρίν ἀναφερθῶ στόν διάλογο τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας μέ τά σύγχρονα ρεύματα, θά ἤθελα νά σημειώσω ὅτι ὑπῆρξε μιά τομή στήν ἱστορία τῆς Εὐρώπης πού ὀνομάστηκε νεώτεροι χρόνοι ἤ νεωτερι­κότητα, κατά τόν 17ο καί κυρίως 18ο αἰώνα, κατά τήν ὁποία ἀσκή­θη­κε ἰσχυρή κριτική στήν κατάσταση πού ἐπικρατοῦσε στήν Εὐρώπη κατά τούς Μεσαιωνικούς χρόνους, ἐννοῶ τήν σχολαστική θεο­λογία μέ τήν φεουδαλιστική κοινωνική καί πολιτιστική νοοτροπία της.

Ἔτσι, στούς νεωτέρους χρόνους μέ τόν διαφωτισμό ἀνατράπηκε τό κοσμοείδωλο τῆς μεταφυσικῆς πού ἐπικρατοῦσε στήν Εὐρώπη μέχρι τότε καί δημιουργήθηκε τό νέο κοσμοείδωλο, δηλαδή διατυπώθηκε ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά στηρίζε­ται στόν ἀνθρώ­πινο λόγο καί τήν παρατήρηση διά τῶν αἰσθήσεων.

Ὅμως, μετά τούς νεωτέρους χρόνους, τόν διαφωτισμό, ἀκολού­θη­σαν οἱ μετανεω­τερικοί χρόνοι, στούς ὁποίους ὁ ἄνθρωπος ὑπερέβη τήν νεωτερικότητα (δια­φω­τισμό) καί εἰσῆλθε στήν μετανεωτερικότητα, μέ διάφο­ρες ἀντιλήψεις. Ὁ Kenneth Gergen, Κα­θη­γητής Ψυχολογίας στό Κολλέγιο Σουόρθορ, θά δώση τά χαρακτηριστικά στοιχεῖα τῆς μετα­νεω­τε­ρικῆς ἐποχῆς, πού εἶναι «ἡ ἀμφισβήτηση τῆς αὐθεντίας», «ἡ κα­τάρ­ρευση τῆς λογικῆς τάξης», «ἡ ἀπώλεια τοῦ ἀναγνωρίσιμου», δηλα­δή ἡ ἐπικράτηση τοῦ πλου­ρα­λισμοῦ. Σήμερα στόν Δυτικό κόσμο κυριαρχεῖ τό Woke culture κίνημα πού συνιστᾶ μιά ἀφύπνιση, ὅπως θεωροῦν καί ἐπανάσταση στίς ἀπαράδεκτες διακρίσεις πού τούς ἐπιβάλλει ὁ δυτικός πολιτισμός καί «ὁ λευκός ἄνδρας». Ἔτσι, προσπαθοῦν νά ἀποδο­μήσουν ὅλο τό σύγχρονο κατεστημένο τῶν διακρίσεων.

Σέ αὐτήν τήν ἐποχή βρισκόμαστε καί ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία κα­λεῖται νά διαλεχθῆ μέ τόν μετανεωτερικό ἄνθρωπο, χωρίς, βέβαια, νά ἀποκλείεται ἡ ὕπαρξη καί νεωτε­ρικῶν ἀπόψεων.

Θά ἀναφέρω μέ συντομία μερικά ἐνδεικτικά παραδείγματα γιά νά φανῆ ὅτι ἡ Ὀρθό­δοξη θεολογία διαλέγεται μέ τόν σύγχρονο μετανεωτε­ρικό κόσμο.

α) Ἡ θρησκεία, ὅπως ἐκδηλώθηκε σέ ὅλους τούς αἰῶνες, ἐκφράζεται ὡς μαγεία (ἐξιλέωση τοῦ Θεοῦ) δεισιδαιμονία (ταύτιση κτιστοῦ καί ἀκτίστου) καί μυστικισμός (ἐπιστροφή τῆς ψυχῆς στόν ἀγέννητο κόσμο τῶν ἰδεῶν). Στούς μετανεωτερικούς χρό­νους ἡ θρησκεία ἐκφράζεται ὡς συγ­κρι­τισμός καί ὡς χρησιμοποίηση ψυχοτεχνικῶν μεθόδων γιά τήν ἀπό­κτηση τῆς ψυχικῆς ἠρεμίας καί πολλές φορές ἐργαλειοποιεῖται γιά γεωπολιτικούς σκοπούς.

Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία διδάσκει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι θρησκεία μέ τά χαρα­κτη­ριστικά πού ἀνέφερα προηγουμένως, ἀλλά ἡ Θρησκεία εἶναι ἀσθένεια καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ θεραπεία της. Ὁ Χριστός δέν ἐνηνθρώπησε γιά νά ἱδρύση μιά Θρη­σκεία, ἀλλά γιά νά κάνη Ἐκκλησία, δηλαδή μιά κοινω­νία με­τα­ξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου, γιά νά διακηρύξη τήν φιλαν­θρω­πία τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο καί τήν φιλανθρωπία τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν κάθε πλησίον. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πνευματικό θεραπευτήριο πού θεραπεύει τόν ἄνθρωπο, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά διακρίνεται ἀπό τήν φιλοθεΐα καί τήν φι­λαν­θρωπία.

β) Ἡ σύγχρονη δυτική θεολογία προσαρμοζόμενη στήν μετανεωτε­ρι­­κότητα ἀνέ­πτυξε τόν νεοθωμισμό πού τόν συνδέει μέ τόν περσο­να­λισμό καί τήν Βιβλική κριτική, μέ τόν συγκριτισμό-σχετισκισμό-ρελα­τι­βισμό.

Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία παραμένει στίς βάσεις τῆς ἀποκαλυπτικῆς θεολογίας πού συνδέει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό καί ὁμιλεῖ γιά τό κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση μέσα ἀπό τήν θεολογία τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως.

γ) Ἡ μετανεωτερική φιλοσοφία ἀποδεσμεύθηκε ἀπό τήν μεταφυ­σική καί ἔγινε ὑπαρξιακή, ἀσχολεῖται κυρίως μέ τά ὅρια τῆς ὕπαρξης, τήν ζωή καί τόν θάνατο.

Ἔτσι, ἐνῶ στούς νεωτερικούς χρόνους ἐπικρατοῦσε ἡ λογικο­κρα­τία (Ντεκάρτ) καί ἡ αἰσθησιοκρατία (Τζών Λόκ, Ντέϊβιντ Χιούμ), ὁ Κάντ ὁμίλησε γιά τήν «ὑπερβατολογική ἀρχή», πού εἶναι πέρα ἀπό τήν λογική καί τίς αἰσθήσεις καί ὁ ἄνθρωπος ἐνδιαφέρεται γιά τήν ἐλευθερία τῆς ὕπαρ­ξης. Ἐπίσης, νά θυμίσω τόν Γερμανό φιλόσοφο Χάιντεγκερ πού ἔκανε λόγο γιά τό «εἶναι» καί τό «παρεῖναι» (ζάιν καί νταζάιν), γιά τά τρία γνωρίσματα τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή τήν «ἐγκατά­λειψη», τήν «ἔκσταση», τήν «παρον­τικότητα». Ἀκόμη, νά θυμίσω τόν Σάρτ πού προέβαλε τήν ὕπαρξη, ἡ ὁποία προηγεῖται τῆς οὐσίας, τόνιζε τήν ἐλευθερία τῆς ἐπι­λογῆς τοῦ ἀτόμου, γι’ αὐτό ἔλεγε ὅτι ὁ ἄνθρωπος «εἶναι καταδικασμένος νά εἶναι ἐλεύθερος».

Ἡ θεολογία μπορεῖ νά διαλεχθῆ μέ τήν σύγχρονη ὑπαρξιακή φιλο­σοφία, διότι εἶναι ἐναντίον τῆς μεταφυσικῆς καί ἐπί πλέον ἀσχολεῖται μέ τόν πυρήνα τῆς ὕπαρξης πού εἶναι ὁ νοῦς, διά τοῦ ὁποίου μπορεῖ νά ἀποκτήση κανείς ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος δέν εἶναι μεταφυσικό Ὄν, ἀλλά Θεός ἀγάπης, ὁ Ὁποῖος ἐνηνθρώπισε, ἑνώ­νον­τας τό ἄκτιστο μέ τό κτι­στό.

δ) Ἡ μετανεωτερική ψυχολογία ἀποδεσμεύτηκε ἀπό τήν φιλοσοφία καί τήν βιολογία καί ἔγινε ἐσωτερική, ὑπαρξιακή. Ἔτσι, ἀναπτύχθηκαν οἱ διάφορες ψυχανα­λυτικές θεωρίες. Νά θυμίσω τίς τρεῖς ψυχολογικές σχολές τῆς Βιέννης, ἤτοι τήν «θέ­ληση γιά ἠδονή» τοῦ Φρόϋντ, τήν «θέληση γιά δύναμη» τοῦ Ἄντλερ καί τήν «θέ­ληση γιά νόημα» τοῦ Φράνκλ. Ἐπίσης, νά θυμίσω ὅτι στήν ἐποχή μας ἡ γνωσιακή ψυχολογία συνδέθηκε μέ τίς νευροεπιστῆμες.

Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχουμε μιά ἰδιαίτερη ψυχοθεραπεία, πού ἀχολεῖται μέ τό λεγόμενο ὑποσυνείδητο καί ἀσυνείδητο, δηλαδή τόν νοῦ πού τώρα εἶναι σκοτεινός καί πρέπει νά φωτισθῆ, νά γίνη ὑπερ­συνείδητος.

ε) Ἡ μετανεωτερική κοινωνιολογία εἶναι ἐναντίον τοῦ Φεου­δα­λι­σμοῦ, ὅπως ἀνα­πτύχ­θηκε στήν Δύση, κατά τόν Μεσαίωνα, σύμφωνα μέ τόν Μάρκ Μπλόχ στό περίφημο βιβλίο «ἡ φεουδαλική κοινωνία», ὁ ὁποῖος φεουδαλισμός ὄχι μό­νον ἀλλοίωσε τήν Δυτική Κοινωνία, ἀλλά καί τήν ἴδια τήν δυτική θεο­λογία. Εἶναι χαρακτηριστικό τό ἔργο τοῦ Μάξ Βέμπερ «ἡ προτεσταντική ἠθική καί τό πνεῦμα τοῦ καπιταλισμοῦ», ὁ ὁποῖος δείχνει πῶς τό πνεῦμα τοῦ καπιταλισμοῦ ἔχει σχέση μέ τήν προτεσταντική ἠθική. Ἐπί­σης, ἡ μετα­νεωτερική κοι­νω­­νιολογία συνδέεται μέ τήν παγκοσμιοποίηση καί τήν πολυπο­λιτι­σμικό­τη­τα.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει μιά ἰδιαίτερη κοινωνιολογία πού εἶναι καρπός τῆς ἐμπειρίας τοῦ Θεοῦ, ὅπως φαίνεται στίς «Πράξεις τῶν Ἀπο­στόλων», ὅτι ἡ Ἐκκλησία ζοῦσε μέ κοινοκτημοσύνη καί κοι­νο­χρη­σία, μετατρέποντας τήν φιλαυτία σέ φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία, τήν ἰδιο­τελῆ ἀγάπη σέ ἀνιδιοτελῆ, καί δέν ἔχει καθόλου σχέση μέ φεουδαλι­στικά κοινωνικά συστήματα.

Τέλος, στ) ἡ μετανεωτερική ἐπιστήμη ἀντιλαμβάνεται ὅτι πρέπει νά θέση κανείς κανόνες ἠθικῆς, ὥστε ἡ γνώση πού παράγεται νά ὠφελῆ τούς ἀνθρώπους καί νά μή τούς βλάπτη. Ἔτσι, γιά παράδειγμα, ἡ ἐπιστήμη τῆς Μοριακῆς Βιολογίας πού συναν­τή­θηκε μέ τήν Γενετική Μηχανική, συν­δέθηκε μέ τίς θεωρητικές ἐπιστῆμες καί ἀναπτύχ­θηκε ἡ ἐπιστήμη τῆς Βιοηθικῆς.

Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία δέν ἔρχεται σέ ἀντιπαλότητα μέ τήν ἐπι­στήμη, διότι θεο­λογία καί ἐπιστήμη κινοῦνται σέ δύο διαφορετικά ἐπίπεδα καί χρησιμοποιοῦν δι­πλῆ μεθοδολογία γνώσης, ἄλλη εἶναι ἡ γνώση τοῦ νοῦ καί ἄλλη εἶναι ἡ γνώση τῆς λογικῆς. Ἔτσι, δεχό­μενος τήν ἐπιστήμη τῆς Μοριακῆς Βιολογίας καί τήν ἐπιστήμη τῆς Βιοη­θικῆς, ἀντιμετωπίζω ὅλα τά σύγχρονα προβλήματα μέ τήν λεγό­μενη Βιοθεολογία.

Γενικά, στόν σύγχρονο μετανεωτερικό κόσμο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλη­σία μέ τήν θεο­λογία της ἔρχεται δημιουργικά σέ διάλογο μαζί του, χωρίς φανα­τι­σμό καί ἀντιπαλότητα, ἀλλά μέ ἠρεμία καί νηφαλιότητα γιά τό καλό τοῦ ἀνθρώπου.

Ἔτσι διδάσκω καί ὁμιλῶ, καί μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική καλ­λιεργῶ τά θεολο­γικά γράμματα καί διαλέγομαι μέ τόν σύγχρονο ἄν­θρω­πο.

Καί πάλι εὐχαριστῶ γιά τήν τιμή νά εἶμαι ἐπίτιμος δημότης αὐτῆς τῆς δημιουργικῆς πόλεως τοῦ Ἀγρινίου, τήν ὁποία γνώρισα ἀπό τήν νηπιακή μου ἡλικία, καί νά μοῦ δοθῆ τό κλειδί τῆς πόλης, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχα λάβει τό κλειδί τῆς καρδιᾶς σας, πού εἶναι τό μεγαλύτερο δῶρο.

Φωτογραφίες

Διαδώστε: